«Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης»
Οι μόνες στιγμές που ένιωθα σίγουρος για τον εαυτό μου ήταν όταν είχα την μπάλα ανάμεσα στα πόδια ή όταν μπορούσα να την κλωτσήσω»: αυτά τα λίγα λόγια θα αρκούσαν για να περιγράψουν το μεγαλείο ενός από τους μεγαλύτερους «μπόμπερ» στην Ιστορία του ποδοσφαίρου, του Φέρεντς Πούσκας.
Γεννημένος στις 2 Απριλίου 1927 στη περιοχή Κίσπεστ της Βουδαπέστης, από οικογένεια ταπεινών καταβολών, ξόδευε τις μέρες του παίζοντας ποδόσφαιρο στο δρόμο και δείχνοντας αμέσως το μεγάλο ταλέντο του. Δεύτερος επιθετικός με μικρό ύψος (1,72), διακρίθηκε για την εκλεπτυσμένη τεχνική, την ικανότητα να απειλεί την αντίπαλη εστία κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και τη δυνατότητα να κρατά την μπάλα «κολλημένη» στα πόδια του.
Αφού έγραψε τη δική του ιστορία στη Χόνβεντ, στην οποία έπαιξε από το 1943 ως το 1956 κατακτώντας πέντε φορές το πρωτάθλημα. Το 1949, όταν την ομάδα του (Χόνβεντ) την ανέλαβε διοικητικά ο Ουγγρικός Στρατός, ο Πούσκας απέκτησε στρατιωτικό βαθμό και συγκεκριμένα τον βαθμό του συνταγματάρχη. Από τότε έγινε γνωστός ως «Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης».
Το 1956 εγκατέλειψε την πατρίδα του. Τιμωρήθηκε με διετή αποκλεισμό από την UEFA. Παρά τις αμφιβολίες για τη φυσική του κατάσταση, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Ίντερ ήταν πρόθυμες να τον αγοράσουν. Ωστόσο, νικήτρια αναδείχθηκε η Ρεάλ Μαδρίτης του Σαντιάγκο Μπερναμπέου που, «δασκαλεμένος» από έναν πρώην διοικητικό παράγοντα της Χόνβεντ που είχε περάσει στη «βασίλισσα», έπεισε τον Πούσκας να υπογράψει, σε ηλικία των 31 ετών. Μέσα από το γενικό σκεπτικισμό, ο Μαγυάρος επιθετικός επανέκτησε τη φόρμα του και βίωσε μια δεύτερη ποδοσφαιρική νεότητα.
Με τη Ρεάλ Μαδρίτης κατάκτησε σχεδόν τα πάντα: πέντε πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο κι ένα Κύπελλο Ισπανίας. Το βράδυ της 18ης Μαΐου 1960, μπροστά στους σχεδόν 130.000 θεατές του «Χάμπντεν Παρκ» της Γλασκώβης, αναρριχήθηκε στην κορυφή της Ευρώπης με τη Ρεάλ Μαδρίτης, νικώντας την Άιντραχτ Φρανκφούρτης με 7–3 στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο Πούσκας υπήρξε σκόρερ 4 γκολ, τέρματα που του επέτρεψαν να είναι ο κάτοχος του ρεκόρ για τα περισσότερα γκολ σε τελικό της διοργάνωσης.
Ο Πούσκας έδειξε το μεγάλο ταλέντο του και με τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, την οποία οδήγησε έως τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, όπου η Ουγγαρία ηττήθηκε με 2–3 από τη Δυτική Γερμανία. Ο Πούσκας άνοιξε το σκορ, ο Τσίμπορ διπλασίασε, αλλά τελικά αυτό δεν αρκούσε…
Ήταν επίσης στο γήπεδο στις 17 Μαΐου 1953, την ημέρα των εγκαινίων του Ολυμπιακού σταδίου στη Ρώμη. Μπροστά σε 90 χιλιάδες άτομα, ο Ούγγρος θρύλος πέτυχε τα δύο από τα τρία γκολ στη νίκη των Μαγυάρων. Η καριέρα του στην Εθνική ομάδα τελείωσε στις 14 Οκτωβρίου 1956, με απολογισμό 84 γκολ σε 85 παιχνίδια!
Ένας αληθινός «μπόμπερ», ο οποίος μπορούσε να απειλήσει την αντίπαλη εστία από οποιαδήποτε θέση. Ο Πούσκας τελείωσε τη σταδιοδρομία του με μια εντυπωσιακή στατιστική: 746 γκολ σε 754 επίσημους αγώνες!
Μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα ακολούθησε προπονητική καριέρα σε διάφορες χώρες του εξωτερικού σε τέσσερις ηπείρους. Ως προπονητής είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό , καθώς ανέλαβε το 1970 τον Παναθηναϊκό (έως το 1974), καταφέρνοντας να τον οδηγήσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971. [35] Με τους πράσινους κέρδισε και δύο πρωτάθλημα, αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι από τα «παιδιά της Λεωφόρου», ενώ στην ιστορία έμεινε η φράση που χρησιμοποιούσε «Έντεκα αυτοί, έντεκα και εμείς».
Το μεγαλείο του τον κατέστησε ένα από τα σύμβολα της Ουγγαρίας, τόσο πολύ ώστε μετά το θάνατό του, στις 17 Νοεμβρίου 2006, ενταφιάστηκε στον μεγάλο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, προνόμιο που δινόταν στους κυβερνήτες και τα λείψανα των αγίων.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του προσβλήθηκε από Αλτσχάιμερ, τη φρικτή ασθένεια που διαγράφει τη μνήμη και την ταυτότητα των ανθρώπων. Αλλά καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να σβήσει αυτό που έκανε ο Πούσκας με την μπάλα στα πόδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου