Είναι γνωστό ότι ο ρόλος του δάσους είναι πολυσχιδής. Εχει χαρακτηριστεί η «ραχοκοκαλιά» του φυσικού περιβάλλοντος, ο «πνεύμονας» του πλανήτη, αφού είναι πηγή οξυγόνου, το οικοσύστημα - παραγωγός φυσικών προϊόντων, με πιο σημαντικό το ξύλο. Επιδρά καθοριστικά στη διαχείριση των υδάτων, την αντιπλημμυρική και αντιδιαβρωτική προστασία, τη δημιουργία γόνιμου εδάφους, τη θηραματοπονία, την αναψυχή, τη βιοποικιλότητα. Είναι με άλλα λόγια ρυθμιστής του περιβάλλοντος, με αξία που δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί με τρέχοντες οικονομικούς υπολογισμούς. Αποτιμάται άραγε σε χρήμα η ίδια η ύπαρξη της ζωής;
Με κριτήριο το κέρδος και την ελαχιστοποίηση του κόστους
Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή της άγνοιας. Οι βάσεις για την οικολογική διαχείριση των δασών έχουν τεθεί ήδη από τον 18ο αιώνα. Σε παγκόσμιο επίπεδο ωστόσο η δράση των επιχειρηματικών ομίλων και των κρατών που ελέγχουν στοχεύει στην εξασφάλιση με το ελάχιστο δυνατό κόστος της εκμετάλλευσης όλων των φυσικών πόρων και των δασών, ως πρώτης ύλης και ως γης για κερδοφόρες επενδύσεις όπου μπορούν, με απευθείας ληστρική εκμετάλλευσή τους, αλλού με πρόσχημα την προστασία των δασών και τη λεγόμενη κλιματική αλλαγή, την «πράσινη οικονομία» και τη λεγόμενη «βιώσιμη ανάπτυξη».
Αποτέλεσμα αυτής της δράσης είναι η μείωση των δασών κατά 1.290 εκατομμύρια στρέμματα τα τελευταία 25 χρόνια (στοιχεία του FAO), μια έκταση που αντιστοιχεί με αυτήν της Νότιας Αφρικής. Μεγαλύτερες απώλειες εντοπίζονται στους τροπικούς, ιδιαίτερα σε Νότια Αμερική και Αφρική.
Το ότι μετά από πολλά χρόνια πολύπλευρων αγώνων αναγκάστηκαν οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί να πάρουν κάποια μέτρα για το φρενάρισμα του ρυθμού καταστροφής, π.χ. των δασών του Αμαζονίου, έγινε μόνο όταν εκτίμησαν ότι απειλείται η ίδια η ύπαρξη των επιχειρηματικών ομίλων και της κερδοφορίας τους ανεπανόρθωτα. Παρ' όλα αυτά, η ένταξη της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων στον ανταγωνισμό για τα κέρδη (ως στρατηγική της EE, αλλά και άλλων διεθνών οργανισμών) επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι βλέπουν στα δάση χώρο αύξησης των κερδών τους.
Από τα δάση αξιοποιούνται πολλά προϊόντα. Για κάλυψη διατροφικών, δομικών και ενεργειακών αναγκών. Ακόμη και σήμερα, μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Γης χρησιμοποιεί το ξύλο για την παρασκευή της τροφής του. Ολα τα δομικά υλικά (μέταλλα, ορυκτά, πλαστικά) έχουν ημερομηνία λήξης, κάποτε θα τελειώσουν. Το μόνο αειφορικό υλικό είναι το ξύλο, υπό τον όρο βέβαια της οικολογικής, αειφορικής διαχείρισης και προστασίας των δασών, που προϋποθέτει άλλο κριτήριο στην οικονομία, στην παραγωγή, άλλο δρόμο ανάπτυξης.
Η Ελλάδα είναι ως χώρα κυρίως ορεινή με δασοκάλυψη (δασικά οικοσυστήματα συνολικά) περίπου 65%, και όμως είναι ιδιαίτερα ελλειμματική σε ξύλο και προϊόντα ξύλου. Στις 10ετίες '70-'80, που η οικοδόμηση ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία η εισαγωγή ξυλείας και προϊόντων ξύλου αποτελούσε τη δεύτερη αιτία συναλλαγματικής αιμορραγίας μετά από τα υγρά καύσιμα. Σήμερα, πάλι εισάγονται οι περισσότερες από τις ποσότητες που είναι αναγκαίες.
Οι λόγοι της ελλειμματικότητας είναι:
- Η διαχρονικά μη ορθή διαχείριση των δασών και ορθή αξιοποίηση της παραγόμενης ξυλείας.
- Η καταστροφή των δασών από εκχερσώσεις και από δασικές πυρκαγιές.
- Το μειωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον των ιδιωτών, αλλά και των κρατικών φορέων.
Βλέπετε, η φύση δουλεύει με τους δικούς της ρυθμούς και το δασικό επιτόκιο είναι χαμηλό. Και λογικά οι ιδιώτες δεν ήθελαν να επενδύσουν. Το κράτος όμως δεν γίνεται να σκέφτεται σαν αυτούς, όπου διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον και το περιβάλλον δεν χωρούν οικονομίστικες αντιλήψεις.
Οι δασικές πυρκαγιές, πέρα από τις επιπτώσεις στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων και τη γενικότερη καταστροφή του περιβάλλοντος και των λαϊκών περιουσιών, έχουν επιπτώσεις και στην παραγωγή του ξύλου. Με τις πυρκαγιές καταστρέφεται/υποβαθμίζεται και η ξυλεία των δασών, που αποτελεί - μαζί με τα λοιπά δασικά προϊόντα (καρπούς, ρητίνη κ.ά.) - εθνικό κεφάλαιο. Το ξυλώδες κεφάλαιο που καταστρέφεται θα απαιτηθούν πολλές δεκαετίες να αναπληρωθεί, αν στο μεταξύ δεν επέλθουν νέες καταστροφές, είτε αποχαρακτηρισμοί. Η εύκολη λύση θα είναι πάλι οι εισαγωγές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η αξιοποίηση του δασικού πλούτου είναι δυνατή. Υπάρχει η επιστημονική γνώση, το ειδικευμένο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό, αλλά και η δυνατότητα εκπαίδευσης νέου δυναμικού. Το ζήτημα είναι ότι ο βαθμός και η ένταση αξιοποίησης του ξύλου και των προϊόντων του καθορίστηκε διαχρονικά από τις επενδυτικές προθέσεις των επιχειρηματιών όχι μόνο στην ξυλοβιομηχανία, αλλά και στις χρήσεις των δασικών οικοσυστημάτων γενικότερα. Ετσι, όταν το κράτος ήθελε να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, λειτούργησε ως κράχτης, δημιουργώντας από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1980 κρατικές δασικές βιομηχανίες, οι οποίες αποτέλεσαν πρότυπο για επιχειρηματίες. Ομως λόγω ανταγωνισμού και επειδή ήταν πιο φθηνές οι εισαγωγές δεν αναπτύχθηκε η ξυλοβιομηχανία. Σήμερα λειτουργεί μόνο η Κρατική Βιομηχανία Ξύλου της Καλαμπάκας, μια βιομηχανία που εισήγαγε τις πλέον καινοτόμες κάθε φορά τεχνολογίες στην ελληνική πραγματικότητα, που αντιγράφονταν από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, που υποστήριξε την έρευνα στο αντικείμενο, αξιοποίησε την παραγωγή των ελληνικών δασών και ακόμα τροφοδοτεί με προϊόντα ξύλου τον κρατικό τομέα. Δυστυχώς όμως και αυτή απαξιώνεται, και αυτή κινδυνεύει να κλείσει.
Αντίστοιχα, όταν συνέφερε το κεφάλαιο, αναπτύχθηκε και η Δασική Υπηρεσία συνολικά. Τις δεκαετίες 1950 και '60 αυτή στελεχώθηκε και χρηματοδοτήθηκε, οπότε επιτέλεσε σημαντικό έργο με πολλές υποδομές σε δρόμους, γέφυρες, αντιπλημμυρικά έργα, αναδασώσεις κ.λπ. Συνέβαλε στην ορεινή οικονομία και στον περιορισμό - έως ένα σημείο - της αστυφιλίας. Βαθμιαία όμως, και με την παράλληλη ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε σε οικοδομικές δραστηριότητες που επιζητούσαν νέες εκτάσεις για να υλοποιηθούν. Βαθμιαία και επειδή οι επιχειρηματικοί όμιλοι «έβλεπαν» τον κατασκευαστικό τομέα ως κερδοφόρα διέξοδο στα κεφάλαιά τους, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε σε οικοδομικές δραστηριότητες που επιζητούσαν νέες εκτάσεις για να υλοποιηθούν. Αντί επομένως να επενδύσουν σε ξυλεία, επένδυσαν στα δασικά εδάφη. Οι δασικές πυρκαγιές στα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που πάντα υπήρχε και θα υπάρχει. Μάλιστα, η σοφία της φύσης είναι τέτοια, που η δασική και όχι μόνο βλάστηση έχει προσαρμόσει εν πολλοίς την επιβίωσή της σε περιβάλλοντα δασικών πυρκαγιών.
Το πρόβλημα με τις δασικές πυρκαγιές έγκειται στο ότι από τη δεκαετία του '50 μέχρι και το 2000 οι δασικές πυρκαγιές σε ποσοστό 55%-65% του αριθμού τους είναι αποτέλεσμα εμπρησμών και άγνωστων αιτίων (δηλαδή ανεξιχνίαστων κατά κανόνα εμπρησμών) και καταστρέφουν το 85%-90% των καμένων δασών και δασικών εκτάσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας.
Αιτία των καταστροφών η εμπορευματοποίηση της γης
Το αίτιο γι' αυτήν την πραγματικότητα είναι η εμπορευματοποίηση της γης και των δασικών οικοσυστημάτων. Αντί να επικρατήσει το κριτήριο της προστασίας του περιβάλλοντος, ο χωροταξικός σχεδιασμός διαμορφώνεται με κριτήριο τον ανταγωνισμό για το κέρδος. Η πολιτική γης και οι χρήσεις της, η οργάνωση του κοινωνικού χώρου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πλαίσιο των σχέσεων παραγωγής στις οποίες κινούνται. Υποτάσσεται αντικειμενικά στους νομούς της αγοράς και της κερδοφορίας των επιχειρηματιών. Αυτήν την ανάγκη για αναζήτηση νέων, υποτίθεται «πράσινων» τομέων επιχειρηματικής δράσης με υψηλή κερδοφορία, εξυπηρετούν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις. Σε αυτήν την κατεύθυνση, στον συγκεκριμένο δρόμο ανάπτυξης, διευκόλυναν τους αποχαρακτηρισμούς εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων δασών και δασικών εκτάσεων. Εδώ χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλείο οι δασικές πυρκαγιές, σε συνδυασμό με το νομικό πλαίσιο και τις ασάφειες του ιδιοκτησιακού στα δασικά οικοσυστήματα, κυρίως στις μη καταγεγραμμένες κρατικές δασικές εκτάσεις και δάση. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές έδωσαν ώθηση στο φαινόμενο των πυρκαγιών.
Είναι χαρακτηριστικό το τι έκαναν οι διάφορες κυβερνήσεις.
Αναθεωρούν το Σύνταγμα σε επίμαχα άρθρα σε βάρος της προστασίας των δασών. Καταργούν το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου στα δάση. Προωθούνται οι Δασικοί Χάρτες σαν εργαλείο όχι προστασίας των δασών, αλλά κατοχύρωσης ιδιοκτησιών, καταπατήσεων, εκχώρησης κρατικής περιουσίας σε ιδιώτες, για να συγκεντρωθεί η γη σε επόμενη φάση σε λιγότερα χέρια. Ολη η μεταπολιτευτική ιστορία αυτό επιβεβαιώνει [Ν. 998/1979 (κυβέρνηση ΝΔ), Νόμος περί Βοσκοτόπων (1987, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), ο πιο πρόσφατος Νόμος 4280/2014 (κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ)]. Τους νόμους αυτούς υλοποίησε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αν και έλεγε ότι θα τους καταργήσει. Επικύρωσε τους Δασικούς Χάρτες, που αποτελεί απαίτηση του ΟΟΣΑ. Είναι μνημονιακή υποχρέωση και αποτελεί εργαλείο για το ξεκαθάρισμα του χαρακτήρα των δασικών εκτάσεων όχι με σκοπό την προστασία τους, αλλά με στόχο την κερδοφόρα επενδυτική διέξοδο συσσωρευμένων κεφαλαίων που περιμένουν να γίνουν «επενδύσεις» (βιομηχανικές, τουριστικές κ ά.). Ετσι, αναπτύσσει πρωτοβουλίες που θα παραδώσουν τη διαχείριση των κρατικών δασών πακέτο σε επιχειρηματίες, με τη διεύρυνση των νομίμων επεμβάσεων στα δασικά οικοσυστήματα, με παραχώρηση της χρήσης, ένταση της εμπορευματοποίησης της δασικής γης και με την εξασφάλιση παράλληλα του απαραίτητου χωροταξικού και περιβαλλοντικού πλαισίου.
Οι διαθέσιμοι πόροι για τα δάση μειώνονται διαρκώς. Από το 0,5% του κρατικού προϋπολογισμού μεταπολιτευτικά, βρισκόμαστε σήμερα στο 0,035% του προϋπολογισμού. Ομως είναι παράλληλα δραστική και η αφαίμαξη των δασών από άλλες πηγές. Το Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (όπου τα κυρία έσοδα προέρχονταν από την αξιοποίηση των προϊόντων των δημόσιων δασών) μεταφέρθηκε στο «Πράσινο Ταμείο» και οι πόροι μοιράζονται κατά το δοκούν και όχι για τα δάση. Για να συμβεί αυτό, απαιτήθηκε μέχρι και η μετακίνηση της Δασικής Υπηρεσίας από το υπ. Γεωργίας στο ΥΠΕΧΩΔΕ, με πρόσχημα την ολοκληρωμένη προστασία του περιβάλλοντος και τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων από την EE (σε μεγάλο βαθμό και με την ενσωμάτωση των υπαλλήλων, με το πρόσχημα - δόλωμα των καλύτερων αποδοχών).
Ο διαχωρισμός της αντιπυρικής προστασίας, και ειδικά η μεταφορά του τμήματος της καταστολής στην ΠΥ, είχε ως αποτέλεσμα και την περικοπή μεγάλου μέρους των πόρων που διατίθονταν στη Δασική Υπηρεσία. Αυτόματα, μέσα σε μία διετία (1998-2000), η παραγωγή της ξυλώδους μάζας των ελληνικών δασών μειώθηκε πάνω από 20%, καθώς χρήματα διατιθέμενα για προστασία επενδύονταν και σε μέτρα αποτελεσματικής διαχείρισης των δασών. Αποτέλεσμα: Και οι ποσότητες ξυλείας που υλοτομούνται μειώθηκαν και αυξήθηκε το μέγεθος των καιόμενων εκτάσεων.
Επομένως, πώς να διαμορφωθεί ουσιαστική πρόληψη χωρίς νομικές, οργανωτικές και υλικές προϋποθέσεις;
Το πρόβλημα επιτείνεται με τον διαχωρισμό της πρόληψης από την καταστολή. Η πρόληψη είναι - όπως είπαμε - πενιχρή. Η καταστολή βαραίνει πρόσθετα στο λοιπό έργο την ΠΥ, που δεν έχει μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για να μπορεί να ανταποκριθεί, ενώ αναδεικνύονται και ζητήματα ολοκληρωμένης γνώσης της επιστήμης των δασικών πυρκαγιών και της συμπεριφοράς τους στα δασικά οικοσυστήματα. Η από αέρος κατάσβεση αναδεικνύεται σε βασική δράση, ενώ είναι γνωστό ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται κύρια από το έδαφος.
Οι προϋποθέσεις για ολοκληρωμένη δασοπροστασία
Η ολοκληρωμένη δασοπροστασία από κάθε κίνδυνο και εχθρό μπορεί να εξασφαλιστεί όταν διαμορφωθούν όλες οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις, με βασικό κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και την προστασία του περιβάλλοντος συνολικά. Οταν και η υπόθεση της ολοκληρωμένης προστασίας και διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων - και εκεί ενταγμένης της βιομηχανίας ξύλου - αποτελέσει βασικό στοιχείο του αγώνα για να γίνουν και τα δάση ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας, με βασικό εργαλείο τον επιστημονικό σχεδιασμό και την έρευνα.
Σε αντίθεση με κάθε πολιτική που αντιμετωπίζει τα δάση και τη γη ως εμπόρευμα.
Αναδημοσίευση της παρέμβασης του Μιχάλη Σκαρβέλη, Δρ Δασολόγου - Τεχνολόγου ξύλου, στην εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ για την «Πυρασφάλεια και Δασοπροστασία» που πραγματοποιήθηκε τον Μάη του 2018. Περιλαμβάνεται στην ομώνυμη έκδοση που κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου