Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του επικεφαλής ασφαλείας
του πανεπιστημίου Brunel στο Λονδίνου, Terry Vass, o οποίος σημειώνει πως όταν
ξεκίνησε να δουλεύει στο ίδρυμα πριν 19 χρόνια, ασχολούνταν κυρίως με καβγάδες
μεθυσμένων φοιτητών, ενώ τώρα μεγάλος αριθμός των κλήσεων που λαμβάνει αφορά
περιστατικά ψυχικών διαταραχών. Αύξηση τέτοιων περιστατικών παρατηρείται στην
αρχή του εξαμήνου, πιθανόν λόγω δυσκολιών προσαρμογής των φοιτητών, αλλά και
στη διάρκεια διακοπών, όταν στην πανεπιστημιούπολη μένουν πίσω φοιτητές που
νιώθουν απομονωμένοι, την ώρα που οι συνάδελφοί τους βρίσκονται στα σπίτια
τους.
Συναγερμό σημαίνουν και τα στοιχεία για τις
αυτοκτονίες, αφού με βάση τα διαθέσιμα ως το 2017 στοιχεία, σημειώθηκε περίπου
μία αυτοκτονία κάθε τέσσερις μέρες. Ιδιαίτερη δημοσιότητα πήραν οι αλλεπάλληλες
αυτοκτονίες στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, όπου μέσα σε 18 μήνες, στο διάστημα
2016-2017 12 φοιτητές τερμάτισαν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους η 20χρονη φοιτήτρια
φυσικής Natasha Abrahart, που αυτοκτόνησε τον Απρίλη του 2018 λόγω κρίσης άγχους
πριν από προφορική εξέταση. Οι γονείς της μάλιστα είχαν δηλώσει πως θα κινηθούν
νομικά κατά του πανεπιστημίου, που δεν πρόσφερε κάποια εναλλακτική στην κόρη
τους, παρά τις σαφείς ενδείξεις για το στρες που της προκαλούσε το ενδεχόμενο
των προφορικών. Σύμφωνα με έρευνα του ίδιου του πανεπιστημίου, το μεγαλύτερο
μέρος των αυτοκτονιών έγινε από Γενάρη μέχρι Απρίλη, που αντιστοιχεί σε περίοδο
προετοιμασίας για την εξεταστική. Μάλιστα, τον περσινό Νοέμβρη,
πραγματοποιήθηκε διαδήλωση φοιτητών του πανεπιστημίου, που ζητούσε καλύτερη
πρόσβαση σε ψυχολογική υποστήριξη από πλευράς πρυτανικών αρχών. Παρόμοιες
κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλα βρετανικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με το λέκτορα και συγγραφέα Γουίλιαμ Ντέιβις,
που έγραψε το βιβλίο «Η βιομηχανία της ευτυχίας», «Ένα από τα πιο ανησυχητικά
φαινόμενα που πολλοί βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι η αύξηση του χρόνιου
άγχους, που επηρεάζει τόσο πολύ κάποιους φοιτητές ώστε νιώθουν ανίκανοι ακόμα
και να έρθουν στο πανεπιστήμιο». Προσθέτει πως αυξάνεται ο αριθμός όσων
κυριολεκτικά τρομοκρατούνται μπροστά στο ενδεχόμενο της αποτυχίας,
εκλαμβάνοντας τη διαδικασία μάθησης και αξιολόγησης ως μια δοκιμασία που δε
συγχωρεί κανένα λάθος και δεν αφήνει κανένα περιθώριο δημιουργικότητας. Ο
συγγραφέας δεν το κατονομάζει, αλλά είναι προφανές πως αυτό που περιγράφει
είναι ακριβώς η πεμπτουσία της ιδεολογίας του καπιταλισμού, της επιτυχίας πάση
θυσία, της λογικής της «μοναδικής ευκαιρίας» και το αδυσώπητου ανταγωνισμού.
Η αύξηση των ψυχικών νόσων μεταξύ των φοιτητών είναι τμήμα
της έκρηξης των τελευταίων συνολικά στη βρετανική νεολαία, από την ηλικία των 4
ως 24 ετών. Πιο συγκεκριμένα, έχει εξαπλασιαστεί ο αριθμός των παιδιών και νέων
αυτής της κατηγορίας που αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα σε σχέση με το
1995, δηλαδή μόλις μια γενιά πριν. Οι περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τις
υπηρεσίες στήριξης των νέων, το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΝΗS) και τα δημόσια
σχολεία μεταφράζονται σε αυξανόμενους αριθμούς νέων με ψυχολογικά προβλήματα
που φτάνουν στο πανεπιστήμιο χωρίς ποτέ να έχουν λάβει κάποια βοήθεια ή
υποστήριξη.
Όπως σημειώνει και η σύμβουλος ψυχικής υποστήριξης στο
πανεπιστήμιο Brunel, Irene Stone, «Τα πανεπιστήμια είναι απλά αντανάκλαση αυτού
που συμβαίνει σε ολόκληρη την κοινωνία», προσθέτοντας πως ο σύγχρονος τρόπος
εργασίας, όπου πολλοί καλούνται να κάνουν ακόμα και τρεις δουλειές ταυτόχρονα,
η πίεση από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, η δυσκολία σύναψης σχέσεων μπορεί να
προκαλέσουν μεγάλο άγχος.
Μπορεί να έχει αυξηθεί ραγδαία ο αριθμός των Βρετανών
που λαμβάνουν κάποια μορφής ανώτατη εκπαίδευση, αντιστοιχώντας στο 49% των κάτω
των 30, η χρηματοδότηση όμως έχει περικοπεί δραστικά, ενώ αντίστοιχα
αυξάνονται διαρκώς τα δίδακτρα που καλούνται να πληρώσουν οι φοιτητές. Από το
1998, όταν και καταργήθηκε η δωρεάν δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, τα δίδακτρα
έχουν υπερεννιαπλασιαστεί, φτάνοντας στο διάστημα ως το 2012 από 1000 σε 9250
λίρες το χρόνο, ενώ υπολογίζεται ότι ο μέσος φοιτητής συσσωρεύει κατά την
αποφοίτησή του χρέος 50.000 λιρών, από φοιτητικά δάνεια, τα οποία καλείται να
αποπληρώσει μόλις το εισόδημά του ξεπεράσει τις 10.000 λίρες ετησίως.
Την ίδια στιγμή, τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε οξύ
ανταγωνισμό μεταξύ τους, για την προσέλκυση περισσότερων φοιτητών, άρα και
μεγαλύτερη κερδοφορία. Υπηρεσίες όπως ψυχολογική υποστήριξη θεωρούνται
υπερβολικά κοστοβόρες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αντικαθίστανται από μοδάτες
πλην κομπογιαννίτικες μεθόδους, όπως σεμινάρια “στοχασμού”, μαθήματα γιόγκας
αλλά και “θεραπευτικά κατοικίδια”, ανάμεσά τους σκύλοι, γάτες και ινδικά
χοιρίδια που δίδονται σε φοιτητές στην εξεταστική ώστε να τους ανακουφίζουν από
το στρες.
Ακόμα βέβαια κι ένα άριστα οργανωμένο σύστημα πρόληψης
και υποστήριξης αγχωμένων ή ήδη ψυχικά πασχόντων φοιτητών, δεν μπορεί να
αλλάξει τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή ότι σχεδόν οι μισοί Βρετανοί φοιτητές
εργάζονται (45%), ακόμα και με πλήρη απασχόληση, ενώ ακριβώς οι μισοί
μετακινούνται έως και 2 ή 3 ώρες από τον τόπο κατοικίας τους για να μην
πληρώσουν τα πανάκριβα ενοίκια κοντύτερα στα ιδρύματα. Ούτε μπορεί να αλλάξει
τη νοοτροπία πως “μόνο οι καλοί ξεχωρίζουν”, εκείνοι δηλαδή που γεμίζουν τη
μέρα και το εξάμηνό τους με έξτρα εργασίας, πως μόνο οι φτωχοί αριστούχοι
λαμβάνουν υποτροφία, που κι αυτή σπάνια καλύπτει οτιδήποτε πέρα από τα απολύτως
βασικά προς το ζην, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Όπως έγραφε το 2018 ο Μαρκ Κρόφορντ, συνδικαλιστής της
Ένωσης Μεταπτυχιακών Φοιτητών στο UCL, “Οδηγώντας τα πανεπιστήμιά μας να δρουν
σαν επιχειρήσεις, δεν καννιβαλίζεται απλά η χαρά της μάθησης και η κοινωνική
χρησιμότητα της έρευνας και της διδασκαλίας: Μας αρρωσταίνει κιόλας”.
Συμπέρασμα που ισχύει φυσικά όχι μόνο για τη Βρετανία, αλλά για όλες τις χώρες,
όπου, με ιδιωτικά πανεπιστήμια ή χωρίς, το κριτήριο του κέρδους και της
περιλάλητης “σύνδεσης με την αγορά εργασίας” αποτελούν το βασικό μπούσουλα για
την οργάνωση των ανώτατων ιδρυμάτων, με τελικά θύματα τους φοιτητές.
Με πληροφορίες από The Guardian
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου