Ο Παύλος Σταυρίδης γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Τριανταφυλλιά (Λαγένη) Φλώρινας.Από μαθητής ακόμα εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και αργότερα έγινε μέλος του ΚΚΕ.
Συνελήφθη πολλές φορές για την επαναστατική του δράση από την Ασφάλεια. Διορίστηκε δάσκαλος το 1935. Το 1936 στάλθηκε εξορία από τη Δικτατορία Μεταξά και αργότερα, την Άνοιξη του 1937, μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία. Εκεί στα πλαίσια της εκπαίδευσης των πολιτικών κρατουμένων έκανε μαθήματα γραφής και ανάγνωσης σε αγράμματους συγκρατούμενούς του.
Η μορφωτική δραστηριότητα στην Ακροναυπλία
Μια σειρά Αναγκαστικών Νόμων και Διατάξεων κατόρθωσαν να «νομιμοποιήσουν» τις εξορίες, από μέτρο σχετικού περιορισμού της ελευθερίας στα νησιά ή στα απομονωμένα χωριά σε μέτρο καθολικής στέρησης της ελευθερίας, σε μέρη «πειθαρχημένης διαβιώσεως» ή, καλύτερα, σε «στρατόπεδα συγκεντρώσεως», με ή χωρίς υποχρεωτική εργασία.1 Τέτοια περίπτωση καθολικής στέρησης της ελευθερίας ήταν η συγκέντρωση των εκτοπιζομένων στα κτίρια των πρώην φυλακών Ακροναυπλίας.
Τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση των κρατούμενων της Ακροναυπλίας, ιδιαίτερα στα θέματα που αφορούν την εργασία αυτή, μας τις δίνουν με τα βιβλία τους οι: Β. Μπαρτζιώτας2, Αντ. Φλούντζης και Γ. Μανούσακας.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ακροναυπλίας «άνοιξε τις πύλες» του το Φλεβάρη του 1937. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ήταν παλιό ενετικό φρούριο, το Ιτς Καλέ, που ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας I. Καποδίστριας το μετέτρεψε σε στρατώνα.3 Οταν έφτασαν οι πρώτοι εξόριστοι, η ταμπέλα του έγραφε «Φυλακές Ακροναυπλίας». Οι εξόριστοι έκαναν την προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας ότι ήταν εκτοπιζόμενοι και όχι έγκλειστοι, επομένως θα έπρεπε να έχουν δυνατότητες εργασίας. Λίγες μέρες πριν βγει η απόφαση, η ταμπέλα άλλαξε και μπήκε η επιγραφή «Στρατόπεδον Ακροναυπλίας». Η αλλαγή του ονόματος δε σήμαινε ουσιαστικά τίποτα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ζούσαν τα επόμενα έξι χρόνια, μέχρι το 1943, οι έγκλειστοι.4
Οι πληροφορίες για την οργάνωση της ζωής των κρατουμένων είναι πολλές και αφορούν όλες εκείνες τις συνιστώσες που ολοκληρώνουν κάποια στιγμή το περίπλοκο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων. Οι τελευταίες καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο μέγιστο βαθμό και σε άλλα στρατόπεδα και φυλακές. Η μοναδικότητα της Ακροναυπλίας έγκειται στο ότι προηγήθηκε, στο ότι δεν υπήρξε παρόμοια πείρα έγκλειστης οργανωμένης κοινότητας, όπου κάτω από δυσχερέστατες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να συμβιώσουν αρμονικά και δημιουργικά περί τα 1.000 άτομα.5
Αξιολογώντας τις πληροφορίες του Α. Φλούντζη για την κοινωνική καταγωγή των κρατουμένων, βάσει των στοιχείων που μπόρεσε να συλλέξει, όσο και αν αυτά είναι ελλιπή, βλέπουμε πως και πάλι, όπως και στην «προμεταξική» περίοδο, την «πρωτοκαθεδρία» στους συλλαμβανόμενους την είχαν οι εργάτες και οι αγρότες, σε ποσοστό περίπου 67%.6 Σημαντικό αυτή τη φορά, όμως, είναι το ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων και της διανόησης, που άγγιζε περίπου το 1/3 του συνόλου.7
Από τις πρώτες κιόλας μέρες συστάθηκε παράνομα η Ομάδα Συμβίωσης των Κρατούμενων Ακροναυπλίας (ΟΣΚΑ), επικεφαλής της οποίας ήταν άλλοτε 7μελές και άλλοτε 9μελές Γραφείο, που ήταν όργανο καθοδηγητικό και επωμιζόταν όλο το βάρος της οικονομικής, μορφωτικής και πολιτιστικής ζωής των κρατουμένων. Η διοίκηση του στρατοπέδου αναγνώριζε αρχικά και δεχόταν ως εκπροσώπους των κρατουμένων μόνο τους επικεφαλής των θαλάμων. Οι θάλαμοι ήταν τέσσερις και οι θαλαμάρχες εκλέγονταν κάθε χρόνο. Για το ρόλο τους είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Γ. Μανούσακα:8
«...Στον καθένα από τους τέσσερις μεγάλους θαλάμους και στην απομόνωση, που εκεί είχανε καμιά τριανταριά γραμματιζούμενους, είχε οριστεί ένα θαλαμικό γραφείο, με υπεύθυνο για τη μόρφωση, υπεύθυνο της ψυχαγωγίας και θαλαμάρχη. Ο θαλαμάρχης ήταν η ψυχή του θαλάμου: Φρόντιζε για την τάξη και την ησυχία του θαλάμου τις ώρες του μαθήματος και της μελέτης κι εκανόνιζε πλήθος από μικροζητήματα στις σχέσεις των ανθρώπων εκεί μέσα..., φρόντιζε να μη γίνεται κάτι που θα μας έφερνε σε σύγκρουση με τη διεύθυνση...».
Αρχικά, όλη η διαχείριση του επιδόματος των 10 δραχμών την ημέρα, που έπαιρναν μόνο οι «άποροι» έγκλειστοι, και του συσσιτίου γινόταν από τη διοίκηση. Αργότερα, μετά από δυναμικούς αγώνες, διαμαρτυρίες και καταγγελίες για υποσιτισμό, κατασπατάληση και αισχροκέρδεια, οι κρατούμενοι πέτυχαν τον άμεσο έλεγχο της παρεχόμενης διατροφής, οργάνωσαν δικά τους μαγειρεία και διαχειρίζονταν όλα τα κονδύλια που τους αφορούσαν. Αγραφος νόμος της ΟΣΚΑ ήταν η προσφορά του 50% των εμβασμάτων και τροφίμων από τα δέματα που στέλνονταν από συγγενείς των κρατούμενων στο κοινό ταμείο. Κάθε μήνα γινόταν οικονομικός απολογισμός από τους υπεύθυνους λογιστές και ταμίες ενώπιον όλων. Εκτός από τα μαγειρεία οργανώθηκαν και άλλα συνεργεία, όπως των τσαγκαράδων, κουρέων, ραφτάδων, ξυλουργών, υδραυλικών κ.ά. Για τους Ακροναυπλιώτες, η καθαριότητα και η καλή φυσική κατάσταση ήταν ένας απαράβατος κανόνας, «ήταν ζήτημα τιμής να μη δίνεις στον αντίπαλο το δικαίωμα της αίσθησης υπεροχής, ήταν ζήτημα αντοχής και αισιοδοξίας για το αποτέλεσμα του αγώνα».9
Το μυστικό καθοδηγητικό όργανο των κρατουμένων το αποτελούσαν έμπειρα κομματικά στελέχη, που είχαν αγωνιστική και κομματική πείρα κατά μέσο όρο τουλάχιστον 15-20 χρόνια.10 Η οργάνωση επομένως των επιμορφωτικών μαθημάτων ήταν «στην ημερήσια διάταξη» κάθε οργανωτικής παρέμβασης στη ζωή των εγκλείστων - ήταν αυτονόητη διαδικασία. Οι δυο άλλες εξίσου σημαντικές προτεραιότητες ήταν η εξασφάλιση του συσσιτίου και η ψυχαγωγία.11
Η συγκυρία να μεταφερθεί, στις 7 του Μάη του '36, από την Ανάφη, ο Δημήτρης Γληνός είναι ιστορικής σημασίας. Η άφιξη ενός μαχόμενου διανοητή και παιδαγωγού, σε συνδυασμό με την ήδη αποκτηθείσα πείρα και το υψηλότερο ποσοτικά και ποιοτικά υπόβαθρο των κρατουμένων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να διευρυνθούν και να εμπλουτιστούν τα μαθήματα, και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μεθοδολογία. Η Ακροναυπλία θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και πρότυπο από δω και στο εξής και για την οργάνωση της φυσικής και πνευματικής ζωής των κρατουμένων και για την καθαρότητα, επικαιρότητα και εγκυρότητα των επιστημονικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αναλύσεων.12
Στην ειδική έκδοση του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» «Αφιέρωμα στον Δ. Γληνό» διαβάζουμε:13
«Από τις πρώτες μέρες, ο δάσκαλος βγήκε μέλος του γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης και ανέλαβε τον μορφωτικό - εκπολιτιστικό τομέα. Αρχισε ενέργειες και παραστάσεις στο διοικητή του στρατοπέδου ταγματάρχη Βρεττέα, ζητώντας να μας αποδοθούν τα βιβλία μας, που είχαν κρατήσει, τετράδια, σκάκια κλπ., να παραχωρηθεί ένα μικρό προαύλιο, δίπλα στο μεγάλο, για να χρησιμοποιείται για μελέτη, και να δοθεί άδεια για μορφωτικά μαθήματα και διαλέξεις. Πραγματικά, μας απόδωσαν τα βιβλία, μας παραχώρησαν το προαύλιο - που από τότε ονομάστηκε "προαύλιο Γληνού" - και δόθηκε άδεια για μαθήματα και διαλέξεις - αδιάφορο αν αργότερα ο Μανιαδάκης ξαναπήρε τα βιβλία, απαγόρεψε τις διαλέξεις και έκλεισε το προαύλιο μελέτης. Μόλις δόθηκε η άδεια, ο Γληνός οργάνωσε κανονικές τάξεις από το Δημοτικό ως το Γυμνάσιο, όπου δίδασκαν κρατούμενοι εκπαιδευτικοί της δημοτικής και μέσης παιδείας και φοιτητές. Τις πρώτες διαλέξεις τις έκανε ο ίδιος ο Γληνός: "Πώς πρέπει να μιλάμε, πώς πρέπει να γράφουμε, πώς πρέπει να διαβάζουμε".14 Αυτές τις διαλέξεις τις παρακολούθησε και ο ίδιος ο Βρεττέας με τη γυναίκα του και έδωσαν τα συγχαρητήριά τους στον Γληνό. Στο τέλος κάθε διάλεξης υποβάλλανε διάφορες ερωτήσεις...
Στην Ακροναυπλία, ο δάσκαλος συγκρότησε καλλιτεχνικές επιτροπές κατά θαλάμους, που οργάνωναν την ψυχαγωγία των κρατούμενων στις ατέλειωτες βραδινές ώρες, όταν οι θάλαμοι ήταν κλειστοί. Οργάνωσε επίσης και την πρωινή γυμναστική, που την προπαγάνδιζε με φανατισμό. Αμέσως μόλις άνοιγαν το πρωί οι θάλαμοι, ο Γληνός χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε στερεότυπα:
- Ολα τα παλικάρια στη γυμναστική!...
Οταν αργότερα απαγορεύτηκαν οι διαλέξεις, ο δάσκαλος έκανε παράνομα διάφορες μορφωτικές ομιλίες. Τα βράδια, όταν έκλεινε ο θάλαμος και δεν είχε καλλιτεχνική βραδιά, οι κρατούμενοι μαζεύονταν γύρω στο κρεβάτι του και αυτός τους έλεγε διάφορες ιστορίες από τους παλιούς αγώνες για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση... Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Γληνός έπαιρνε με ενθουσιασμό μέρος στις καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις! Χόρευε... πόλκα και βαλς υπό τους ήχους αυτοσχέδιας ορχήστρας, τραγουδούσε και γενικά ήταν πρώτος σε όλα... Ενας τρόπος ψυχαγωγίας ήταν και τα έμμετρα "πορτρέτα" που έκαναν πολλοί κρατούμενοι, σατιρίζοντας τους συντρόφους τους. Αυτά τα πορτρέτα δεν ήταν επώνυμα: Τα απάγγελνε ο κονφερανσιέ και οι κρατούμενοι ανταποκρίνονταν.
Μια βραδιά, ο κονφερανσιέ απάγγειλε ένα πορτρέτο που είχε κάνει ο αθυρόστομος Χριστοδουλάκης:
"Ευθυτενής και αλύγιστος
ακούραστος μελετητής,
ευρύστερνος σαν αθλητής.
Παλαμοκρούστης πρωινός
και πάτρων της Γυμναστικής..."
- Ποιος είναι; ρώτησε ο Ν. Σουκατζίδης.
- Ο Γληνός! Ο Γληνός! απάντησε με χειροκροτήματα ο θάλαμος...».
Ακροναυπλία |
Ο διαγωνισμός «πορτρέτων» περιλάμβανε και μιμητικές αναπαραστάσεις. Τα πρώτα του βήματα ως μίμος τα έκανε στην Ακροναυπλία ο μετέπειτα λαϊκός καλλιτέχνης Γιώργος Κουτούγκος.15 Ο ίδιος ο Γληνός ενθάρρυνε και συνέβαλε στο να αξιοποιηθεί το πηγαίο μεν, άναρχο δε, χιούμορ του και να βρει διόδους γνήσιας καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα από τα κοπιαστικά «μαθήματα πολιτιστικής δραστηριοποίησης». Οπως σημειώνει ο Γ. Κουτούγκος στη συνέντευξή του, αν και επιθυμούσε πολύ να παρακολουθήσει σχεδόν τους περισσότερους κύκλους ιστορικής και φιλολογικής κατεύθυνσης, ήταν τόσο δεσμευμένος και επιφορτισμένος με την ψυχαγωγική, σχεδόν καθημερινή, δραστηριότητα, που δεν προλάβαινε. Ο σαρκασμός δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού θα έπρεπε να περιλαμβάνει στοιχεία κριτικής, αυτοκριτικής και επικαιρότητας μηνυμάτων πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.
Τα νούμερα «Πώς τρώμε», «Πώς καπνίζουμε», «Πώς κάνουμε γυμναστική» κ.ά., σατιρικές παραλλαγές των περίφημων μαθημάτων του Γληνού, ήταν μια καυστική κριτική για τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων και ταυτόχρονα πολιτική απάντηση και θέση απέναντι στις κακουχίες και στερήσεις. Τα λιγόλεπτα σκετς παντομίμας βρήκαν τη συνέχειά τους σε θεατρικά αυτοσχέδια μονόπρακτα, όπως του «Ντούτσε»16 και του «Φερούτζιο» και αργότερα σε πλήρως οργανωμένες παραστάσεις με θέματα από την επανάσταση του '21, όπως οι διασκευές πάνω στο «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου. Γέλια «μέχρι δακρύων» προκάλεσε και στον ίδιο τον Γληνό η αναπαράσταση μιας ...«ταυρομαχίας» και ενός αγώνα πάλης.17 Κάποια στιγμή συγκρότησαν και μια μόνιμη ομάδα παλαιστών και μποξέρ. Την τόσο απαραίτητη και αναγκαία ψυχαγωγική δραστηριότητα συμπλήρωναν τα αυτοσχέδια τελετουργικά νούμερα της οργάνωσης «Το ιερό Μπαϊράκι», με σήμα την τσοπάνικη κάπα, και τα πρωταθλήματα στο τάβλι, το σκάκι και το ντόμινο.
Την ιδιαίτερη αξία και προτεραιότητα που είχαν τα θέματα του πολιτισμού, με προφανή αρχικό στόχο την ηθική και συναισθηματική τόνωση των εγκλείστων, μπορεί να την αντιληφθεί κανείς καλύτερα μελετώντας το σχεδιάγραμμα της διάλεξης του Γληνού για το Θέατρο, που έγινε στις 28.5.37.18 Το θέατρο εξεταζόταν μέσα από την ιστορική αναδρομή ως ένα σύνθετο καλλιτεχνικό φαινόμενο και κοινωνικός θεσμός με απώτερους, όχι μόνο ψυχαγωγικούς, αλλά μορφωτικούς κυρίως στόχους. Οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν και να παρακολουθήσουν μαθήματα ανάλυσης των αριστοτελικών ορισμών της αρχαίας δραματικής τέχνης, της τραγωδίας και της κωμωδίας.
Η γνωριμία με τα σύγχρονα είδη θεάτρου παρακίνησε τους εξόριστους στη δημιουργία καλλιτεχνικών ψυχαγωγικών κύκλων, επικεφαλής των οποίων ήταν κάθε φορά έμπειροι καλλιτέχνες. Ετσι δημιουργήθηκε ο θίασος υπό την εποπτεία του ηθοποιού Κώστα Καλλίδη, η μαντολινάτα με μαέστρο τον καπνεργάτη από την Ξάνθη Γιάννη Ζαχαρόπουλο και η χορωδία. Οι παραστάσεις του θεάτρου άλλοτε ήταν «νόμιμες» και είχαν όλα τα μέσα (σκηνικά, κοστούμια κλπ.) και άλλοτε όχι. Τα έργα που αναφέρει ο Α. Φλούντζης ήταν αριστουργήματα του κλασικού ρεπερτορίου και έργα νεότερων Ελλήνων συγγραφέων: «Ο κατά φαντασίαν ασθενής», «Ο γιατρός Κνοκ», «Υπηρέτης δυο αφεντάδων», «Ο Ρήγας Φεραίος», «Οι φοιτητές», «Στάλινγκραντ» κ.ά. Τα δυο τελευταία τα είχε γράψει και διασκευάσει ο κρατούμενος Νίκος Ακριτίδης.19
Από τη συνέντευξη του Γ. Κουτούγκου και τα λόγια του ίδιου στο βιβλίο του Αντ. Φλούντζη20 προκύπτει ότι η προεργασία και η προετοιμασία της μικρής ορχήστρας ήταν μια πολύ κουραστική δουλειά. Τα κλασικά κομμάτια διασκευάζονταν χωριστά για κάθε όργανο, γίνονταν και νέες συνθέσεις, όπως το «Μαρς της Ακροναυπλίας» από τον Ακη Σμυρναίο και τα δυο ταγκό του Φ. Σαντομοίρη:
«Τελειοποίησα τις γνώσεις μου στην κιθάρα, σημειώνει στη συνέντευξη ο Γ. Κουτούγκος. Κατάφερα και έφτιαξα μια πτυσσόμενη και γι' αυτό τη διέσωσα μέχρι τα σήμερα. Ο Σαντομοίρης21, που ήταν από τους καλύτερους βιολιστές, μπόρεσε και προμηθεύτηκε από τον Γαϊτάνο έργα για κιθάρα. Ο ίδιος έγραψε δυο ωραιότατα ταγκό. Εχω διασώσει μόνο το ένα. Κάποια στιγμή κατορθώσαμε και φτιάξαμε τη μαντολινάτα μας. Από τα αγαπημένα θέματα των συνεξόριστων ήταν το "Παράπονο της αγάπης" (Ρεπρόζ ντ' αμούρ) και η "Ισπανική υποχώρηση", που ήταν και ο ύμνος μας. Ο Βαγ. Πάσσαρης ήταν ο υπεύθυνος της Καλλιτεχνικής επιτροπής. Μέλη της ομάδας μας ήταν ο Πορφυρής Κονίδης, που ήταν το δεύτερο βιολί μας, ο Γαληνός Κέσογλου, ο Ακης Σμυρναίος και ο Γιώργος Βρεττάκος (δημοσιογράφος του "Ριζοσπάστη"). Κοντά τους έμαθα για τους κλασικούς συνθέτες και τα έργα τους. Εκεί πρωτάκουσα για τον Μπερλιόζ, τον Βέρντι. Εχω φυλάξει τις χειρόγραφες παρτιτούρες του Σαντομοίρη πάνω στα έργα των μεγάλων κλασικών. Οι διασκευές των έργων "Ο Κουρέας της Σεβίλλης" του Ροσίνι - 6 σελίδων, "Νόρμα" του Μπελίνι - 8 σελίδων, "Κάρμεν" του Μπιζέ, "Καβαλιερία Λετζέρα" και "Ποιητής και χωρικός" του Σοπέν, "Μάρθα", "Ο Χαλίφης της Βαγδάτης", "Χορ-χορ Αγάς", "Ουγγρική Ραψωδία" κ.ά. είναι ανεπανάληπτα μουσικά κομμάτια, που δυστυχώς φυλάγονται στα συρτάρια μου. Από τότε αγάπησα την όπερα και αργότερα, στην εποχή μας δηλαδή, όποτε μπορούσα πήγαινα στη Λυρική. Μόνο εκεί μπορώ και ευχαριστιέμαι τη μουσική. Ο Ακης Σμυρναίος, ένα πολύ φτωχό παιδί, που τον μύησα εγώ στον αγώνα, συνέθεσε το περίφημο "Μαρς της Ακροναυπλίας"...».
Η μαντολινάτα έπαιζε επίσης και πολλά δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, καθώς και κομμάτια για χορούς, ταγκό, βαλς, καλαματιανό, συρτό κ.ά. Ενα «τυπικό» καλλιτεχνικό πρόγραμμα, που οργανωνόταν τις Κυριακές και στις γιορτές στο προαύλιο ή στους θαλάμους, περιλάμβανε: Σκετς, απαγγελίες, μουσικά κομμάτια κλασικής και νεότερης μουσικής, καντάδες, λαϊκά και δημοτικά τραγούδια, ανάμεσά τους πολλά κλέφτικα, που τα δίδασκαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι, ενθυμούμενοι τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια γιορτάζονταν οι εθνικές επέτειοι. Ιστορικός έμεινε ο πανηγυρικός της 25 Μαρτίου 1942 που εκφωνήθηκε από το δάσκαλο - διανοητή Γιάννη Ζεύγο (Ταλαγάνη).22 Το κείμενο σύντομα διαδόθηκε έξω από τα τείχη της Ακροναυπλίας, αναπαραγόταν χέρι με χέρι και κυκλοφορούσε σε παράνομες μπροσούρες στην κατακτημένη χώρα.23 Με την Ακροναυπλία συνδέονται και άλλα έργα του ιδεολόγου δασκάλου όπως τα φιλοσοφικά μαθήματα και το πρώτο μέρος της ανολοκλήρωτης τελικά μελέτης «Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας».24
Οι λογοτεχνικές βραδιές γίνονταν σχεδόν καθημερινά, με πρωτοβουλία των ανθρώπων των Γραμμάτων και όσων αναδείχτηκαν και αξιοποίησαν το συγγραφικό ταλέντο τους. Τέτοιοι ήταν οι ποιητές και συγγραφείς Νίκος Παπαπερικλής,25 Νίκος Ακριτίδης και Χριστόδουλος Χριστοδουλάκης (Εμβούζιος).
Τα μαθήματα που οργανώθηκαν ήταν πολιτικά - ιδεολογικά, που γίνονταν παράνομα τα βράδια, με πολλές προφυλάξεις, και στοιχειώδους, γενικής και ευρύτερης μόρφωσης, που μέχρι το '39 ήταν κάτω από το καθεστώς της ανοχής του στρατοπεδάρχη. Ηταν οργανωμένα σε επάλληλους κύκλους και σε ομοιογενείς ομάδες των 10-12 ατόμων. Τα πρώτα γίνονταν βάσει της γνωστής διαβάθμισης της σχολής μαρξιστικής κατάρτισης, ενώ τα δεύτερα ακολουθούσαν τη διαβάθμιση του τυπικού σχολικού συστήματος. Καθορίστηκαν οι ώρες και οι μέρες του κάθε κύκλου και καταρτίστηκε το ειδικό πρόγραμμα των ομάδων. Τα μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Τα περισσότερα κείμενα αντιγράφονταν με το χέρι. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος διδασκαλίας ήταν η διάλεξη. Οι μαθητές κρατούσαν σημειώσεις, έθεταν ερωτήσεις και έπαιρναν τις απαντήσεις, από την ομάδα ή από το δάσκαλο, την επομένη. Δάσκαλοι των μαθημάτων φιλοσοφίας και της μαρξιστικής διαλεκτικής ήταν οι Γ. Ζεύγος και Π. Μαυρομμάτης. Οι διαλέξεις ήταν γενικότερου περιεχομένου πάνω σε επίκαιρα θέματα. Εκτός από τον Δ. Γληνό, διαλέξεις έκαναν γιατροί,26 δικηγόροι και γεωπόνοι.
Υπό μορφή διαλέξεων έκανε μια σειρά μαθημάτων για την εξέλιξη των πολιτευμάτων ο δικηγόρος Πορφυρής Κονίδης, ενώ ο εργάτης Νίκος Μπονιάκος παρέδιδε μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Γ. Μανούσακας, που χαρακτηριστικά σημειώνει:
«Ολοι οι κρατούμενοι έκαναν μαθητές και όλοι όσοι είχαν βγάλει λίγες τάξεις γυμνασίου ή και διαβασμένοι στη φυλακή εργάτες, μπορούσαν να διδάξουν, γιατί υπήρχε αυτός ο ζήλος και η ακούραστη δουλειά...».
Ο Χ. Φραγκουδάκης παρακολούθησε μια διάλεξη του Θ. Κορνάρου, που έγινε το 1939 και ήταν ίσως από τις τελευταίες που έγιναν φανερά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, πληροφορούμαστε ότι οι κρατούμενοι διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα συστηματοποιημένα, μέσα από τα ειδικά μαθήματα γραμματικής της δημοτικής και έκφρασης - έκθεσης.27
«Ο Κορνάρος οργάνωσε μια πρώτη διάλεξη που αποσκοπούσε στην εκμάθηση ανώτερων εκθέσεων. Στη διάλεξη πήραν μέρος περί τα σαράντα άτομα. Μα δυστυχώς, παρενέβηκε η διεύθυνση και απαγόρευσε γενικώς τα μαθήματα, που είχαν οργανωθεί και λειτουργούσαν κατά σχολές, Γραμματική της Δημοτικής Γλώσσας, Πραχτική αριθμητική κλπ. Μας ξεσήκωσε τη βιβλιοθήκη η διεύθυνση και μας άφησε μονάχα τα γαλλικά λεξικά και ένα όλο-όλο Ατλαντα γεωγραφίας».
Παρά τις απαγορεύσεις, το μάθημα της Εκθεσης συνεχίστηκε. Ο Β. Γιαννόγκωνας αναφέρει σχετικά:28
«Μια φορά την εβδομάδα κάναμε εκθέσεις, με θέματα, τις περισσότερες φορές, κατ' αρέσκειαν. Σε μια έκθεσή μου έγραψα μια περιπέτεια που είχα στο στρατό, στη Μικρασία το 1922. Οταν διάβαζα την έκθεσή μου, πίσω από ένα κρεβάτι ήταν κρυμμένος κι άκουγε ο Θέμος Κορνάρος. Οταν τελειώσαμε το διάβασμα των εκθέσεων και κατεβήκαμε στο προαύλιο... μου λέει: "Φίλε Γιαννόγκωνα, να φέρεις την έκθεσή σου να σε βοηθήσω να την κάνεις λογοτέχνημα". Αυτό και έγινε. Και συνεχίσαμε τη συνεργασία...».
Η απαγόρευση του '39 αφορούσε την αγορά και ανάγνωση οποιασδήποτε πολιτικής (ακόμα και φιλοκυβερνητικής) εφημερίδας και οιουδήποτε βιβλίου, ούτε καν λογοτεχνικού ή εγκυκλοπαιδικού. Λίγους μήνες πριν, στις 28.12.1938, μεταφέρανε τον Γληνό στον Πύργο της Σαντορίνης, όπως επίσης από τις 8.3.1938 έκλεισαν στην απομόνωση 34 κρατούμενους, που θεωρούσαν ότι είναι πιο «επικίνδυνα στοιχεία», για την καθοδηγητική δράση και επιρροή τους. Τα μέτρα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τους ρυθμούς της ζωής των κρατουμένων. Τα «εντελώς απαραίτητα βιβλία» έγιναν φύλλο και φτερό και κρύφτηκαν στα πιο απίθανα μέρη. Οσο για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, απλώς στοίχιζαν στους κρατούμενους κάπως περισσότερο, διότι δεν ήταν όλοι οι δεσμοφύλακες φανατισμένοι, άλλωστε υπήρχε γι' αυτούς και το οικονομικό όφελος. Ετσι, οι κρατούμενοι κατάφερναν και προμηθεύονταν τακτικότατα τον παράνομο και το νόμιμο Τύπο. Από την αποδελτίωση των ειδήσεων συντασσόταν και κυκλοφορούσε το εσωτερικό δελτίο Τύπου για την ντόπια και διεθνή κατάσταση.29
Την άτυπη βαθμίδα των αναλφάβητων την είχαν αναλάβει κυρίως οι δάσκαλοι. Ενας από τους πιο αγαπητούς των «αγράμματων» ήταν ο 22χρονος Παύλος Σταυρίδης,30 από τη Λάγενη της Φλώρινας, που στις 30.8.1937 δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, κατά την επίθεση που έκαναν οι χωροφύλακες. Είναι χαρακτηριστικοί οι αποχαιρετιστήριοι στίχοι του συνεξόριστου Νίκου Παπαπερικλή:
«Τέλειωσε η μάχη. Στη γωνιά σου
απόμειναν λίγα βιβλία.
Δυο στίχοι, μια γραμματική
- πέρα μια αιμάτινη γραμμή
κι άστραψε φως η Ακροναυπλία».
1936: Φυλακισμένοι στην Ακροναυπλία |
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γ. Κουτούγκου, υπήρχε πολύ μεγάλο ποσοστό αναλφάβητων ή στοιχειωδώς εγγράμματων κρατούμενων, ιδιαίτερα από τα αγροτικά στρώματα. Χωρίς να υπάρχουν κάπου λεπτομερέστερες αναφορές, η βαθμίδα αυτή θα έπρεπε να τύγχανε προτεραιότητας, λόγω της αντικειμενικής της αξίας, ως προϋπόθεση κατανόησης και περαιτέρω εμβάθυνσης στα ζητήματα της ζωής και του αγώνα και λόγω της μεγαλύτερης δυνατότητας και προσφοράς διδασκόντων που θα υπήρχε για το επίπεδο γνώσεων που απαιτούνταν. Ο Α. Φλούντζης αναφέρει ένα συγκινητικό γράμμα που έγραψε ο αγρότης Σπύρος Σαντοριναίος, όταν έμαθε να γράφει και ανακοίνωσε το γεγονός στην ανιψούλα του:
«Να μάθεις γραμματάκια να μου γράφεις με τα χεράκια σου, όπως σου γράφω εγώ τώρα με τα δικά μου».
Η μέση βαθμίδα περιλάμβανε κύκλους ειδικών μαθημάτων και γενικότερα εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, Φυσικής, Γεωγραφίας και Αριθμητικής γίνονταν από καθηγητές και φοιτητές. Στο ποίημα του Β. Ρώτα «Οι δάσκαλοι», βρίσκουμε ορισμένα ονόματα δασκάλων της Ακροναυπλίας, όπως τον καθηγητή των ελληνικών Τάσο Τσαλίκη, το φυσικό Βαγγέλη Πόλκο και το δάσκαλο Μπάμπη Κοσκινά:
«Απ' τη Ραχούλα δάσκαλος ο Πόλκος ο Βαγγέλης:
καλόβολος, τριαντάφυλλο με τη μοσκοβολιά του
κι απ' την Αθήνα δάσκαλος κι ο Κοσκινάς ο Μπάμπης:
τραγουδιστής, χωρατατζής και πάντα πεινασμένος,
κι από το Βόλο δάσκαλος κι ο Τάσος ο Τσαλίκης
πάντα γλυκός και πρόσχαρος με λόγια και με γέλια,
δάσκαλοι και δίδαξαν και κράτησαν το νόμο,
γιατί καθώς μαθήματα δώσαν και τις ζωές τους.
Ας χαραχθούν οι μνήμες τους μες στο κατάστιχό μας
που 'χει για πάρε-δώσε του τη δόξα και το χρέος:
στης δόξας τη μερίδα αυτοί, στου χρέους εμείς που ζούμε».
Στους ίδιους δασκάλους αναφέρθηκε και ο μαθητής τους Β. Γιαννόγκωνας:31
«Εγώ παρακολουθούσα την ελληνική και την παγκόσμια Γεωγραφία, Μαθηματικά τις τέσσερις πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό, διαίρεση), κλάσματα, δεκαδικούς, συμμιγείς, προβλήματα τόκου και λίγη Αλγεβρα. Μαθηματικά μας έκανε ο Μύρων Παπαδόπουλος. Γεωγραφία και Γεωμετρία ο Γιώργης Φουρκιώτης από τη Μακεδονία. Φυσική Πειραματική ο Βαγγέλης ο Πόλκος από τη Ραχούλα Καρδίτσης. Ελληνικά μας έκανε ο δάσκαλος Τάσος Τσαλίκης από το Βόλο. Ολοι αυτοί έχουν εκτελεστεί.»
Ο Γ. Μανούσακας γράφει για τον Βασίλη Γιωργούλη, που από τα Μαθηματικά του Δημοτικού μπόρεσε, όχι μόνο να παρακολουθήσει τον ανώτερο κύκλο, μα και να ξεπεράσει και τους δασκάλους του ακόμα!32 Για τα εγκύκλια μαθήματα τον πρώτο καιρό είχαν επιτραπεί ορισμένα σχολικά βιβλία. Ο Μπαρτζιώτας αναφέρει το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Νεοελληνικού Εθνους», ως το βασικό εγχειρίδιο που διαβαζόταν με μεγάλη προσοχή και που συμπληρώθηκε αργότερα με το βιβλίο του Λαμπρινού «Μορφές του Εικοσιένα». Γενικά, τα θέματα που είχαν να κάνουν με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του '21 συγκινούσαν ιδιαίτερα τους κρατούμενους.
Την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία οι κρατούμενοι τη γνώριζαν μέσα από τις αναλύσεις των μεταφρασμένων κειμένων στη νεοελληνική, όπως τα ομηρικά έπη, σε μετάφραση Πάλλη και Εφταλιώτη. Ζητήματα όπως: ποιος είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του Ελληνα - ο Οδυσσέας ή ο Αχιλλέας; Ποιος χαρακτηριστικός τύπος Ελληνίδας βρίσκει έκφραση στον τύπο της Πηνελόπης; Πού φαίνεται πως το «λιτοδίαιτο του Ελληνα» είναι ένα παραπλανητικό ιδεολόγημα; κ.ά., προκαλούσαν ζωηρά σχόλια και συζητήσεις. Πολλές φορές, η συλλογική απόφαση αμφισβητούσε ακόμα και τις απόψεις των «αυθεντιών», όπως στην περίπτωση της παρομοίωσης της πορείας της Ελλάδας με το μαρτύριο του Σίσυφου από τον Γ. Ζεύγο, και τη διαφωνία του ακροατηρίου.33
Στη λογοτεχνία και την ποίηση, οι Ακροναυπλιώτες, συνεχίζοντας την παράδοση, έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση στον ποιητή Κωστή Παλαμά. Τα πιο δημοφιλή έργα του ήταν «Ο δωδεκάλογος του Γύφτου» και «Οι πατέρες», κομμάτια των οποίων έμαθαν απέξω οι περισσότεροι. Μελετούσαν και τους νεότερους ποιητές, όπως τον Α. Σικελιανό, τον Κ. Βάρναλη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Γ. Ρίτσο. Κριτήριο επιλογής για τους κρατούμενους, εκτός από το ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο του έργου του συγγραφέα ή ποιητή, ήταν και η δημοτική γλώσσα. Ο Δ. Μουρατίδης34, σε συνέντευξή του ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούσαν οι κρατούμενοι τα αφιερώματα του Τύπου και των λογοτεχνικών περιοδικών. Ο ίδιος διηγείται:
«Οσοι πήγαιναν για ψώνια, τύλιγαν τα τρόφιμα σε παλιές εφημερίδες, που πουλιόνταν με την οκά. Ανάμεσα σ' άλλες προμηθευόμασταν την εφημερίδα "Χρόνος", "Το Βήμα", το περιοδικό του Δ. Φωτιάδη "Νεοελληνικά Γράμματα", με πλούσια λογοτεχνική ύλη, χρονογραφήματα και ιστορικά θέματα. Μου είχαν αναθέσει να αποδελτιώνω τα θέματα, να κόβω τις επιφυλλίδες και να τα κολλάω σε ειδικά τετράδια με ζυμαρόκολλα, κατά ενότητες. Θυμάμαι είχαμε συγκεντρώσει αφιερώματα για τον Οθωνα και την εκθρόνισή του, για τους Ρώσους λογοτέχνες Τσέχοφ, Τολστόι κλπ. Πολλές φορές επεξεργαζόμαστε σε κύκλους τα θέματα και τα παρουσιάζαμε με ομιλίες και διαλέξεις».
Η γεωγραφία και η ιστορία διδάσκονταν με έναν πρωτότυπο, βιωματικό και αποτελεσματικό τρόπο.
Ακροναυπλία |
Ο Γ. Μανούσακας περιγράφει σχετικά:35
«Η Ιστορία λογαριάζονταν το πιο σπουδαίο απ' όλα τα μαθήματά μας. Την αγαπούσαν όλοι οι μαθητές, αν και μας κούραζε, γιατί έπρεπε να αντιγράφουμε από τριάντα ως σαράντα σελίδες μεγάλου τετραδίου για το καθένα από τα μαθήματά της. Αλλά και το γράψιμο ήταν ένα πολύ χρήσιμο μάθημα... Υστερα, η Γεωγραφία ήταν από τα πιο σπουδαία μαθήματα... και την παρακολουθούσαν όλα τα μέλη της ομάδας. Ο χάρτης του κάθε νομού (όταν επρόκειτο για τη γεωγραφία της πατρίδας μας) ή του κάθε κράτους (όταν επρόκειτο για την παγκόσμια γεωγραφία) ζωγραφιζόταν με ακουαρέλες, δίνοντας τη μορφολογία του εδάφους και την υδατογραφία, όπως και τις τοποθεσίες με τις αρχαιότητες. Το μάθημα άρχιζε με την ιστορία της περιοχής που διδασκόμαστε. Από ποιους κατακτήθηκε στην αρχαιότητα, κι από ποιους στη μέση και σύγχρονη εποχή. Στεκόμαστε πάρα πολύ στην οικονομία της περιοχής. Οχι μόνο για το τι παράγει μα και στις δυνατότητες που υπάρχουν για την άνοδο της παραγωγής, ύστερα στις υδατοπτώσεις και στον υπόγειο πλούτο... Το μάθημα αυτό ήταν σαν εισαγωγή στο μάθημα για την οικονομία του τόπου μας και την αγροτική οικονομία...».
Πάνω στα προηγούμενα, ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει πως με αφορμή τα θέματα που αφορούσαν τον ισπανικό Εμφύλιο και που συγκινούσαν ιδιαίτερα τους κρατούμενους, οι τελευταίοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις μάχες που διεξάγονταν στα διάφορα μέτωπά του, μελετώντας με αγωνία και πάθος, βήμα προς βήμα, την πορεία του, πάνω στους χάρτες που αντέγραφαν από τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων.
Το ίδιο βιωματικά γινόταν η γνωριμία με τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, μέσω των «παροικιών», τοπικών δηλαδή ομάδων, που πλούτισαν τη ζωή των κρατούμενων, αφού τους έφεραν σε επαφή με τα ζωντανά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού. Οι «παροικίες» μαζεύονταν τακτικά, αντάλλασσαν νέα από την περιφέρειά τους και σκέψεις, έκαναν μνημόσυνα ή μικρά γλέντια με τα τοπικά έθιμα, προσκαλούσαν σε άμιλλα άλλες «παροικίες», αναλάμβαναν μαζικά κάποια χρέωση κλπ. Ο Β. Μπαρτζιώτας36 ως πιο «ζωντανή» από τις «παροικίες» αναφέρει τη «Θεσσαλική παροικία» με το τραγούδι-έμβλημα - την «Καραγκούνα» και τον ομώνυμο χορό. Η μεγαλύτερη ήταν η «Πελοποννησιακή παροικία», με τραγούδι-έμβλημα τον «Αϊτό» και τον περήφανο τσάμικο χορό.
Υπήρχε και η Τρίτη βαθμίδα, της παραπέρα εμβάθυνσης και των στοχασμών, καθώς και της μελέτης πάνω στα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας και της συγγραφής μαθημάτων. Αυτήν την παρακολουθούσαν οι φοιτητές και οι απόφοιτοι του Γυμνασίου. Από τη θεματολογία μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς το υψηλό επίπεδο γνώσεων που απαιτούσαν θέματα όπως: η εξάρτηση της χώρας από το ξένο κεφάλαιο37, η πορεία και η εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας, το αγροτικό πρόβλημα, το εθνικό ζήτημα, το γλωσσικό κ.ά.
Στις μεγαλύτερες βαθμίδες δίδασκαν και επαγγελματίες, όπως π.χ. οι δικηγόροι και οι γιατροί. Γίνονταν και μαθήματα με επαγγελματική κατεύθυνση, όπως τα λογιστικά που παρέδιδαν ο Ν. Σουκατζίδης38 και ο Αντ. Μακρυποδάρας. Τα μαθήματα φωνητικής τα παρέδιδε ο μαέστρος Γ. Ζαχαρόπουλος. Πολλοί μάθαιναν διάφορα όργανα, ιδίως βιολί, κιθάρα και μαντολίνο. Τα μουσικά όργανα τα έφτιαχναν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Ο Γ. Κουτούγκος φυλάει μέχρι σήμερα την «πτυσσόμενη κιθάρα του», που κατασκευάστηκε στην Ακροναυπλία.39 Εμπνευστής και αρχιτεχνίτης των οργάνων ήταν, κατά τον Β. Γιαννόγκωνα,40 ο Κώστας Σταθόπουλος. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε και για άλλα μαθήματα επαγγελματικής φύσης, όπως ήταν των κουρέων, ραφτάδων, μαραγκών-ξυλουργών, βιβλιοδετών κλπ. Ο Χ. Φραγκουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του,41 πως στήθηκε σε ειδικό χώρο η «"Επαγγελματική Σχολή Κουρέων" αφού οι κουρείς ήταν λιγοστοί και δεν επαρκούσαν. Ετσι έμαθαν την τέχνη ένα - δυο φουρνιές, και είχαμε και περίσσευμα από κουρείς...». Σύμφωνα με τον ίδιο, άμεση ανταπόκριση και ευνοϊκά σχόλια από τον Γληνό βρήκε η πρόταση του Κρητικόπουλου Ρουκουνάκη για μαθήματα χορού και «...σε λίγες μέρες, ένας σαραντάχρονος εργάτης από τον Πειραιά, ο Χαρίτος, έστησε το χοροδιδασκαλείο του».
Οι γιατροί εκπαίδευαν νοσοκόμους για τις ανάγκες του αναρρωτηρίου του στρατοπέδου, όπου υπήρχε οδοντιατρικό τμήμα και φαρμακείο.42 Τα μαθήματα είχαν και εργαστηριακή μορφή, παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις. Ο Β. Γιαννόγκωνας αναφέρει δυο μαθητές της Σχολής:43
«...Εκαμαν Σχολή Νοσοκόμων, που τους έμαθαν να ρίχνουν ενδοφλέβιες ενέσεις. Από το θάλαμό μου είχαν παρακολουθήσει ο Γιάννης Πλακούδας... κι ο Νίκος Ανδρικίτης. Είχαν γίνει άσοι. Στους μαθητές έμπαινε και βαθμολογία...».
Ανεξάρτητα από τις βαθμίδες, διδάσκονταν οι ξένες γλώσσες. Από μεθοδολογικής πλευράς αξίζει να αναφερθεί ο τρόπος εκμάθησης των ρωσικών, που αναφέρει ο Β. Μπαρτζιώτας. Τα ρωσικά ήταν πολύ δημοφιλή στους Ακροναυπλιώτες, για ευνόητους λόγους. Εκτός από τη συναισθηματική πλευρά, υπήρχε και μια άλλη - αντικειμενική. Πολλοί (γύρω στους 50-60) κρατούμενοι είχαν έστω και κάποια επαφή με τα ρωσικά, επειδή είτε ήταν ποντιακής καταγωγής είτε υπήρξαν ναυτικοί είτε σπούδασαν σε κομματικές σχολές της Σοβιετικής Ενωσης - την Κουτβ κ.ά. Τα μαθήματα γίνονταν με μοναδικό εφόδιο μια ρωσική γραμματική, μια γεωγραφία, διηγήματα του Λ. Τολστόι, έναν τόμο ποιημάτων του Πούσκιν και μια μελέτη του Ε. Ταρλέ για τον Ναπολέοντα. Κάθε κρατούμενος που ενδιαφερόταν για μια γλώσσα συγκέντρωνε τις απαραίτητες λέξεις σε δικό του αυτοσχέδιο λεξικό, ακολουθούσε η πρακτική εξάσκηση - μια προσπάθεια απόδοσης των ειδήσεων ή πληροφοριών στην ξένη γλώσσα. Οσοι κρατούμενοι ενδιαφέρονταν για τα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά αποκαλούνταν στα αστεία ως «φίλοι της Δύσης». Στην Ακροναυπλία έγιναν μεταφράσεις για πρώτη φορά πολλών θεωρητικών κειμένων από τα ρωσικά, αγγλικά κ.ά., που αντιγράφονταν και κυκλοφορούσαν χέρι - χέρι.
Με τους φοιτητές ασχολιόταν ιδιαιτέρως ο Γληνός. Ο Γ. Κουτούγκος, στη συνέντευξή του, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων αυτών φρόντιζαν όλοι να περιφρουρούν το χώρο, έτσι ώστε κανείς να μη διακόψει τον ειρμό των σοβαρών συζητήσεων.44
Με την κήρυξη του πολέμου, στην Ακροναυπλία γίνονται έντονες ζυμώσεις για το χαρακτήρα του πολέμου και τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι κομμουνιστές. Το μεταξικό καθεστώς, διά στόματος του Μανιαδάκη, αρνήθηκε στους κρατούμενους την εκπλήρωση του πατριωτικού τους καθήκοντος για την υπεράσπιση της πατρίδας και τους παρέδωσε ως όμηρους στους κατακτητές, προδικάζοντας ουσιαστικά το τέλος τους. Για τους κρατούμενους, η οργανωμένη ζωή συνεχίστηκε πεισματικά, με τη διαφορά πως σχεδόν όλη η επιμορφωτική προσπάθεια στράφηκε γύρω από τα εθνικά και διεθνή γεγονότα. Ο Γ. Μανούσακας σημειώνει:
«Οσο περνούσε ο καιρός, οι σύντροφοι, με την παρακολούθηση της κατάστασης στον κόσμο και του πολέμου μας στην Αλβανία, κουράζονταν. Σιγά - σιγά τα μαθήματα σταμάτησαν ολότελα. Καμιά διάλεξη, κανένα διάβασμα ομαδικό εφημερίδας, μόνο κάνα άρθρο παράνομο, που η καθοδήγηση κατάφερνε να μπάσει από τη φοβερή εκείνη παρακολούθηση της Ασφάλειας. Το στρατόπεδο, που δεν έμοιαζε με τον εαυτό του, μα με ανώτερη σχολή, ξαναβρήκε τη μουντή όψη της φυλακής. Πάει και το δικό μου πρόγραμμα μόρφωσης που ήταν: να κατακτήσω σε δυο χρόνια τις γνώσεις του Γυμνασίου και ν' αρχίσω μια ξένη γλώσσα, τη γαλλική... Χαμήλωνε και αδυνάτιζε το καζάνι. Πεινούσαμε, κι η ομάδα δε θεωρούσε πρέπον να πιέσουμε την κατάσταση πολύ για αύξηση του επιδόματος σε καιρό πολέμου...».
Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε πως το δύσκολο χειμώνα του '42-'43, με πρωτοβουλία του Γιάννη Ζεύγου (Ταλαγάνη) και του Παναγιώτη Μαυρομμάτη, μπόρεσαν και έγιναν μια σειρά διαλέξεων πάνω στη Φιλοσοφία, που μέχρι τότε ελάχιστα είχε διδαχτεί. Παρά τη φιλόδοξη προσπάθεια, η αναμέτρηση με την πείνα ήταν άνιση, πολύ λίγοι μπόρεσαν να συνεχίσουν να διαβάζουν αυτομορφωνόμενοι. Οι περισσότεροι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλες φυλακές, όπως της Πύλου, του Χαϊδαρίου, της Κατούνας, του Λαζαρέτου κλπ. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ακροναυπλιωτών πολιτικών κρατούμενων οδηγήθηκε στα εκτελεστικά αποσπάσματα των κατακτητών (Κούρναβο, Καισαριανή κλπ.).
- Το κείμενο είναι από το βιβλίο της Κυριακής Καμαρινού «Τα πέτρινα πανεπιστήμια», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Σημειώσεις:
1. Αναγκαστικοί Νόμοι: 117/36, 1075/38, 1841/39, από το βιβλίο του Ρ.
Κούνδουρου, σελ. 122.
2. «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1976.
«Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες 1937-1943», εκδ. «Θεμέλιο», 1986. Και «Ακροναυπλία
- θρύλος και πραγματικότητα», εκδ. «Δωρικός», 1978, αντίστοιχα.
3. Ο Βασίλης Γιαννόγκωνας, στο βιβλίο του «Ακροναυπλία», εκδ.
«Δίφρος», αναφέρει πως εκεί στρατοπέδευε το 8ο Σύνταγμα Πεζικού της 4ης
Μεραρχίας.
4. Β. Μπαρτζιώτας.
5. Για την ακρίβεια, ο Α. Φλούντζης αναφέρει 989, απ' όσα ονόματα
μπόρεσε να συγκεντρώσει. Ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει 650, με πολλές επιφυλάξεις
για ό,τι μπόρεσε να συγκεντρώσει. (Καταθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία, θα
ήθελα να σημειώσω ότι δυο πρώην Ακροναυπλιώτες που μου έδωσαν συνέντευξη, δεν
υπήρχαν στους καταλόγους του Β. Μπαρτζιώτα.)
6. Ο Γ. Μανούσακας, ό.π., στη σελ. 119 παρατηρεί πως πάνω από το 60%
των κρατούμενων του στρατοπέδου ήταν εργάτες που κατάγονταν από τη φτωχή
αγροτιά, αλλά και το ποσοστό των αγροτών ήταν από τα φτωχότερα αγροτικά
στρώματα - μικροϊδιοκτήτες και μεροκαματιάρηδες.
7. Υπάρχει και ένα ποσοστό εγκλείστων, γύρω στα 22%, για τους οποίους
δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το επάγγελμά τους. Το ποσοστό αυτό θα
πρέπει να αφορά περισσότερο τα εργατικά και αγροτικά στρώματα και λιγότερο τους
επιστήμονες ή υπαλλήλους, από την άποψη ότι τα επαγγέλματα των τελευταίων ήταν
(και είναι) δημοφιλή για τη νεοελληνική κοινωνία και επομένως δύσκολα δε θα
ήταν γνωστά στους περισσότερους (π.χ., αξιωματικοί του στρατού, δημόσιοι
υπάλληλοι, γιατροί, δημοσιογράφοι...). Αλλωστε, όπως θα δούμε πιο κάτω, οι
επιστήμονες ήταν απαραίτητοι για την οργάνωση των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων,
γι' αυτό θα ήταν γνωστοί ένας προς έναν.
8. Γ. Μανούσακας, ό.π., σελ. 115.
9. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π.
10. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 27.
11. Χριστόδ. Φραγκουδάκης, «Ακροναυπλία - Ακροναυπλιώτες, η ζωή και το
έργο τους», Αθήνα, 1998.
12. «Το είπε η Ακροναυπλία! - Τι λέει επ' αυτού η Ακροναυπλία;»,
Μπαρτζιώτας, ό.π.
13. Περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχ. 119-120, 1964, σελ. 544-547, άρθρο
του Μ. Ε.
14. Η πραγματική σειρά των διαλέξεων ήταν η εξής: α) στις 21.5.1937 -
Πώς πρέπει να διαβάζουμε. β) στις 4.6.1937 - Πώς πρέπει να μιλάμε και γ) στις
11.6.1937 - Πώς πρέπει να γράφουμε. Τα διαγράμματα των διαλέξεων βρέθηκαν στις
σημειώσεις του με το γενικό τίτλο «Οδηγός στη μόρφωση» και κυκλοφόρησαν ακόμα
και σε μπροσούρες από το 1944.
15. Γ. Κουτούγκου, «Το λαϊκό θέατρο του βουνού», Αθήνα, 1987. Από τις
αναφορές καταξιωμένων προσωπικοτήτων και συγγραφέων του προλόγου του βιβλίου,
φαίνεται η «άτυπη» καλλιτεχνική σταδιοδρομία του, που παρακολούθησε τα ιστορικά
γεγονότα του τόπου μας για μισό αιώνα μέσα από τις φυλακές και εξορίες -
Συγγρού, Ακροναυπλία, Πύλος, Αΐ-Στράτης, Γιούρα. Την περίοδο της Αντίστασης
δίνει το «παρών» στην ψυχαγωγία και πολιτιστική δραστηριότητα στο βουνό,
ενσαρκώνοντας το σύνθημα: «Πολεμάμε και τραγουδάμε».
16. «...Βίβα Ντούτσε αεροκοπανάτο, που τα 'κανες άνω κάτω και σου
μαύρισαν τον πάτο...», Γ. Κουτούγκου, ό.π., πρόλ. Χ. Σακελλαρίου, σελ. 7.
17. Γ. Κουτούγκου, ό.π., πρόλ. Χ. Σακελλαρίου, σελ. 13.
18. Συλλογικό έργο, Στη μνήμη του Δ. Α. Γληνού, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία»,
1946, σελ. 165.
19. Ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει μια τραγική ειρωνεία σχετικά με το έργο
«Οι φοιτητές». Ο κρατούμενος φοιτητής Βαγγέλης Καββαδίας, που ενσάρκωνε τον
κύριο ρόλο, τον έπαιξε δέκα χρόνια αργότερα (1948) και στη ζωή, όταν αρνούμενος
να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», παρά τις εκκλήσεις του πατέρα του, εκτελέστηκε
(ό.π., σελ. 62).
20. Α. Φλούντζης, ό.π. σελ. 119.
21. Αν και υπήρξε προσωπικός φίλος του Μανιαδάκη, δεν του έγραψε ποτέ
να μεσολαβήσει για λογαριασμό του. Τον εκτέλεσαν αργότερα με τους 200 της
Καισαριανής (σημ. Γ. Κουτούγκος).
22. Α. Φλούντζης, ό.π., σελ. 119.
23. Τα χειρόγραφα αντίτυπα υπάρχουν στο Τμήμα Ιστορίας του ΚΚΕ. Το
1945 κυκλοφόρησε μπροσούρα με τίτλο «Ακροναυπλία - Διαλέξεις», όπου υπάρχει
αυτή η διάλεξη.
24. Μια σύντομη ματιά στη βιογραφία του Γιάννη Ζεύγου αποτελεί μια
πρώτης τάξης απόδειξη της ύπαρξης και της επίδρασης της μορφωτικής δουλειάς
στις φυλακές και εξορίες. Ο γιος φτωχού αγρότη και απόφοιτος του Διδασκαλείου
Τρίπολης το 1917, εξορίζεται στη Φολέγανδρο το 1925. Το 1926 αναλαμβάνει τη
Διεύθυνση του Λαϊκού Βιβλιοπωλείου του ΚΚΕ και από το 1933 αρθρογραφεί και
γίνεται αρχισυντάκτης των κομματικών εντύπων «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και
«Ριζοσπάστης». Η ιδεολογική του εξέλιξη βρίσκεται σε αντιστοιχία με την
κομματική. Μετά το '38 κρατείται στις φυλακές της Αίγινας και της Κέρκυρας.
Χειρίζεται με άνεση και επιστημονική εγκυρότητα δύσκολα θέματα οικονομικής,
πολιτικής και κοινωνικής υφής. Το '41 μεταφέρεται στην Ακροναυπλία.
Δολοφονήθηκε στις 20.3.47, δυο ώρες μετά από τη στιγμή που, ως αρχηγός της
αντιπροσωπίας του ΕΑΜ, επέδωσε στην Επιτροπή Ερεύνης του ΟΗΕ μια βαρυσήμαντη
επιστολή.
25. Εγινε αργότερα πολύ γνωστός χρονογράφος λαϊκών εφημερίδων. Εγραψε
το έπος «Η μπαλάντα της Ακροναυπλίας».
26. Ο Μ. Σιγανός για τη «Φυματίωση», ο Α. Φλούντζης για τα «Αφροδίσια
νοσήματα» και ο Β. Μπαρτζιώτας για τα «Λοιμώδη νοσήματα» και το «Ρόλο του
ενστίκτου στη διαιώνιση του είδους, βάσει απόψεων του Σ. Φρόιντ». Γ.
Μανούσακας, ό.π., σελ. 126-127.
27. Χ. Φραγκουδάκης, ό.π., σελ. 32-33. Θα άξιζε ιδιαίτερης αναφοράς ή
ακόμα και μελέτης το θέμα της προσφοράς των μορφωτικών δραστηριοτήτων στις
φυλακές και εξορίες στην υπόθεση της καλλιέργειας και του αγώνα για την
καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είχε
μείνει ίχνος από τις μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου του '20 και '29 και μια σειρά
νομοσχέδια συμπλήρωσαν την εικόνα της εκπαιδευτικής άπνοιας και παλινδρόμησης.
Ο Γ. Μανούσακας (ό.π., σελ. 127) αναφέρει πως το μάθημα της ορθογραφίας το
θεωρούσαν όλοι τους «αναγκαίο κακό», που θα έπρεπε να ανεχθούν. Στο θέμα της
δημοτικής, όμως, ήταν αδιάλλακτοι. Μεταφράζανε για εξάσκηση κείμενα της
καθαρεύουσας στη δημοτική.
28. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
29. Ο Δημήτρης Μουρατίδης, σε προφορική - διευκρινιστική συνέντευξή
του (βλ. υποσημ. παρακάτω), περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η Ομάδα συνέχισε
να προμηθεύεται και να αποδελτιώνει τον Τύπο, σχεδόν καθημερινά.
30. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 33.
31. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
32. Γ. Μανούσακας, ό.π., σελ. 128.
33. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 54.
34. Η συνέντευξη έγινε πάνω σε διευκρινιστικές ερωτήσεις και γι' αυτό
δεν αποτελεί ενιαίο κείμενο, ώστε να αναφερθεί στο Παράρτημα.
35. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 127.
36. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 40.
37. Τη μελέτη για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα την
επεξεργάστηκε και ο Νίκος Μπελογιάννης, που ήταν στην Ακροναυπλία από το 1940.
38. Για τα μαθήματα που παρέδιδε, αλλά και παρακολουθούσε ο
Ναπολέοντας Σουκατζίδης στην Ακροναυπλία, έγραψε το 1945, στο περιοδικό
«Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχ. Απριλίου - Μαΐου, ο Ζήσης Ζωγράφος, που ήταν
στο ίδιο κελί φυλακισμένος στο Χαϊδάρι, τα χρόνια της Κατοχής. Η ηρωική πράξη
που συνδέεται με το όνομα του Ν. Σουκατζίδη αφορά το γεγονός πως, όντας
διερμηνέας, αρχικά των Ιταλών και αργότερα των Γερμανών, έκανε ό,τι περνούσε
από το χέρι του να απαλύνει τον πόνο των συμπατριωτών του και να τους γεμίζει
με αισιοδοξία στις δύσκολες στιγμές. Οταν ο Γερμανός διοικητής τού πρότεινε να
τουφεκιστεί άλλος στη θέση του, το αρνήθηκε πεισματικά. Εκτελέστηκε την
Πρωτομαγιά του 1944, μαζί με τους 200 της Καισαριανής: «Ο Ναπολέων έζησε εντατικά
την πνευματική ζωή της Ακροναυπλίας. Οσο υπήρχαν βιβλία, μελετούσε ιστορία,
λογοτεχνία, λαογραφία, ξένες γλώσσες. Εμαθε τέλεια τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα
αγγλικά, τα ρωσικά, τα τουρκικά. Δίδασκε την ημέρα στους συντρόφους του
-εργάτες και αγρότες- ελληνικά, ιστορία, ξένες γλώσσες και το βράδυ στο
μισοσκόταδο, σε μια γωνιά του μεγάλου θαλάμου, τσίτωνε το αυτί του να μη χάσει
λέξη από το μάθημα του μεγάλου δασκάλου του, του Δημήτρη Γληνού. Ο Ν. ούτε στις
πιο δύσκολες ώρες του Χαϊδαρίου δεν αδιαφόρησε για τη μόρφωση... Μια βραδιά
γύρισε πετώντας από τη χαρά του στο δωμάτιο με το βιβλίο του Ν. Ζαχαριάδη
"Ο αληθινός Παλαμάς" (που είχε σώσει από τις φλόγες). Επέμενε.
Ξενυχτήσαμε. Διαβάσαμε με το καρδιοχτύπι ν' ανοίξει ξάφνου ο σκοπός την πόρτα
και να μας πιάσει με το βιβλίο στα χέρια!»
39. Βλ. συνέντευξη με τον Γ. Κουτούγκο.
40. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 38-39. Για τα μαθήματα μουσικής
γράφει: «Είχα δικό μου μαντολίνο, διάβαζα νότες και έπαιζα κομμάτια, είχα πέσει
με τη μούρη και είχα γίνει στο θάλαμό μου βάσανο... τέτοια μανία είχα να μάθω,
που μια φορά μια χορδή του σολ μου έλειπε και επειδή ήτανε δύσκολο να βρούμε,
την έκλεψα από το μπουζούκι ενός χωροφύλακα, που το είχε φέρει στο συνεργείο
του ξυλουργείου μας για επισκευή...» Σχετικά με το ξυλουργείο σημειώνει:
«...κάναμε βαλίτσες, κασετίνες, σκάκια, ημερολόγια, χαρτοφύλακες. Οι
χωροφύλακες αγοράζανε (στο κόστος) πολλά τέτοια. Φτιάχναμε και αναλόγια. Εβαζες
μπροστά το βιβλίο σου και μπορούσες να γράψεις πολύ αναπαυτικά...».
41. Χ. Φραγκουδάκης, ό.π., σελ. 35.
42. Α. Φλούντζης, ό.π., σελ. 107.
43. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
44. Η σχέση του Γληνού με τους φοιτητές και η αγάπη του για τη
σπουδάζουσα γενιά αποτελούν ένα γνώριμο, συνεπές και συνεχές γνώρισμα της
ιστορίας του. Η προτροπή για δημιουργική μελέτη είναι μια μόνιμη επωδός που
αναδεικνύει την αγωνία και το ιδανικό που προσπαθεί να εμφυσήσει στους
μελλοντικούς επιστήμονες για την αναγέννηση των πανεπιστημιακών και ιδιαίτερα
των ανθρωπιστικών σπουδών. Η αλληλογραφία με τους μαθητές του είναι αποκαλυπτική.
Σ' ένα από τα γράμματα με ημερομηνία 19.9.1937 διαβάζουμε: «εκείνο που με
χαροποιεί ιδιαίτερα είναι ο πόθος σου για πνευματική μόρφωση, για αληθινή
πνευματική καλλιέργεια... Αυτό είναι μια δουλειά σοβαρή, πολύ σημαντική,
μακριάς πνοής. Θέλει υπομονή, καρτερία, πίστη. Είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που
μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στον εαυτό του...».
"Ρ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου