Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Η απεργία των εργατών το 1929

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» την επομένη της έναρξης της απεργίας και της δολοφονικής επίθεσης της Αστυνομίας

 Στις 5 Μάρτη 1929, οι εργάτες στα εργοστάσια της Ελευσίνας ξεκίνησαν μια απεργία που κράτησε λίγες μέρες και χωρίς τελικά να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Και η απεργία αυτή προσφέρεται για πολύτιμα συμπεράσματα, πολύ περισσότερο που ξετυλίχθηκε την ίδια περίοδο με τη νικηφόρα απεργία των εργαζομένων στα μεταλλεία του Λαυρίου. Μια απεργία που ξεκίνησε την 1η Φλεβάρη 1929 και έληξε στα μέσα Μάρτη.

Τον αγώνα στο Λαύριο στήριξε από την αρχή μέχρι το τέλος η Ενωτική ΓΣΕΕ, η οποία είχε συγκροτηθεί λίγες μέρες μετά το ξεκίνημα της απεργίας. Να σημειωθεί ότι η Ενωτική ΓΣΕΕ εξέφραζε τις ταξικές δυνάμεις της εποχής και προέκυψε μετά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του αστικού κράτους στη ΓΣΕΕ, που τη μετάτρεψε σε όργανό του.

Στην Ελευσίνα, η απεργία ξέσπασε με τη στήριξη της Ενωτικής ΓΣΕΕ, όμως στη συνέχεια παρενέβη η καθεστωτική ΓΣΕΕ, εκφυλίζοντας τον αγώνα των εργατών με τη στήριξη των εργοδοτών και του κράτους. Και σε αυτούς τους δύο απεργιακούς αγώνες αποτυπώνεται η αντιπαράθεση των δύο γραμμών στο κίνημα: Της ταξικής σύγκρουσης από τη μια και της ταξικής συνεργασίας από την άλλη.

Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος του σύντομου ιστορικού που αναφέρεται στα γεγονότα της απεργίας στην Ελευσίνα.

Υπέβαλλαν αιτήματα, τους έστειλαν χωροφύλακες

Πριν ξεκινήσει η απεργία, επί μήνες οι εργάτες υπέβαλλαν στην κυβέρνηση Βενιζέλου υπομνήματα, ζητώντας τη βελτίωση των όρων εργασίας. Ενα από αυτά τα υπομνήματα υποβλήθηκε στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Παναγή Βουρλούμη, στα μέσα Φλεβάρη 1929, από την Ενωση Τεχνιτών Εργατών Ελευσίνας, μέλη της οποίας μπορούσαν να είναι οι εργάτες όλων των εργοστασίων στην περιοχή. Σε αυτό διατύπωναν τα αιτήματά τους για:

  • Αύξηση του ημερομισθίου κατά 40%, γιατί ο μέσος όρος του μεροκάματου ήταν 30-35 δραχμές.
  • Πλήρη εφαρμογή του οκταώρου που παραβιαζόταν.
  • Αναγνώριση του Σωματείου.
  • Τακτική πληρωμή κάθε βδομάδα.

Τα αιτήματα, όπως γράφει ο «Ριζοσπάστης» στις 18 Φλεβάρη 1929, «πετάχθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων. Και αντ' αυτών 200 χωροφύλακες στάλθηκαν από την κυβέρνηση, οι οποίοι οπλισμένοι σαν αστακοί και με ποδήλατα γυρίζουν την πόλη και τρομοκρατούν τους εργάτες, για να υποχωρήσουν και να επιβάλουν την "τάξη" του κράτους...».

Εχει σημασία να σημειωθεί ότι η Αστυνομία της Ελευσίνας «κάλεσε το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου και του δήλωσε κατηγορηματικά πως αν καλέσει αντιπρόσωπο της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας, θα διαλύσει το σωματείο (...) κατά δεύτερο λόγο διέταξε των υπ' αριθμ. 518 χωροφύλακά της να πυροβολήσει δύο Μαντραναίους εργάτες που μοίραζαν προκηρύξεις του Σωματείου για συνέλευση. Και ακόμη διέταξε τον επιστάτη Αριστείδη Μπενετάτο να οπλοφορεί, για να βάλει στη θέση τους τους εργάτες που "πήραν αέρα"».

Τα παραπάνω δείχνουν την άμεση αντίδραση του κράτους στο διαφαινόμενο κίνδυνο οργάνωσης του αγώνα των εργατών σε ταξική κατεύθυνση. Παράλληλα, οι εργοδότες έβγαλαν απειλητικές ανακοινώσεις που τοιχοκολλούσαν στα εργοστάσια, ενώ απέλυσαν τον πρόεδρο και άλλα μέλη της διοίκησης του Σωματείου. Το Σωματείο αντέδρασε συγκαλώντας Γενική Συνέλευση στις 18 Φλεβάρη, με τους εργάτες να αποφασίζουν την πραγματοποίηση απεργίας.

Στο μεταξύ, η Ενωτική ΓΣΕΕ, με παρέμβασή της στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, απαίτησε να σταματήσει η τρομοκρατία των εργατών και να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.

Τον υπουργό επισκέφτηκε και επιτροπή των εργατών, ζητώντας την υλοποίηση των αιτημάτων τους. Ο υπουργός δήλωσε ξεκάθαρα σ' αυτή ότι «θεωρεί υπερβολικές τις απαιτήσεις των εργατών και δεν μπορεί να επέμβει καθόλου», όπως αναφέρει ο «Ριζοσπάστης» στις 20 Φλεβάρη.

Πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη», 24 Φλεβάρη 1929. Αναφέρεται στην κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία με στόχο να μην ξεκινήσει η απεργία

«Εάν κηρύξετε απεργία, θα σας εξορίσω»

Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν, δείχνουν ότι το κράτος μπορούσε να παρέμβει σε όφελος του κεφαλαίου, επιβεβαιώνοντας τον ταξικό του χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο μοίραρχος Παπαγρηγοράκης κάλεσε τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και το γενικό γραμματέα και άλλους συμβούλους του Σωματείου Εργατοτεχνιτών και τους απείλησε πως «εάν κηρύξουν απεργία, θα τους εξορίσει στην Ανάφη».

Ακόμα, ο «Ριζοσπάστης» στις 25 Φλεβάρη σημειώνει πως σύμφωνα με πληροφορίες, οι επικεφαλής του αποσπάσματος των δυνάμεων της χωροφυλακής που στάλθηκε στην Ελευσίνα, της Χωροφυλακής Μεγάρων και των αστυνομικών δυνάμεων της Ελευσίνας, έκαναν σύσκεψη για να βρουν τρόπο να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο κήρυξης απεργίας. «Κατά τη σύσκεψη, οι εργοδότες αξίωσαν τη διάλυση του Σωματείου Εργατοτεχνιτών Ελευσίνας (...) Την επομένη, δηλαδή την παρελθούσα Πέμπτη, ο λιμενάρχης Ελευσίνας δήλωσε στο Διοικητή της Χωροφυλακής ότι σε περίπτωση κήρυξης απεργίας θα ενεργήσει μέσον της "συντηρητικής" Συνομοσπονδίας (σ.σ. εννοεί τη ΓΣΕΕ) να βρει απεργοσπάστες».

Στις 26 Φλεβάρη, η επιτροπή των εργατών κάνει νέα συνάντηση με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Σε αυτή προειδοποίησαν ότι αν η κυβέρνηση δε φροντίσει να υλοποιηθούν τα αιτήματά τους, τότε οι ίδιοι οι εργάτες θα τα επιβάλλουν στους εργοδότες. Αντιδρώντας, ο υπουργός «άφησε κατά μέρους τα προσχήματα, δήλωσε ξεκάθαρα στην επιτροπή ότι σε περίπτωση απεργίας το κράτος είναι υποχρεωμένο να υποστηρίξει "την ελευθερία της εργασίας"».

Παράλληλα, συνελήφθησαν επτά εργάτες χωρίς καμία απολύτως αφορμή, με το πρόσχημα της «διαταράξεως της ησυχίας της πόλεως».

Η διοίκηση του Σωματείου καλείται εκ νέου αυτή τη φορά από τον αστυνομικό διευθυντή Ελευσίνας, ο οποίους τους εκβίασε «να διαλύσουν το Σωματείο, γιατί αλλιώς θα τους κυνηγάει παντού και δε θα τους αφήνει να πιάσουν πουθενά δουλειά».

«Να μην παρασύρονται από τους κομμουνιστές»

Το κλίμα τρομοκρατίας συντηρούν και εντείνουν οι περιπολίες ένοπλων χωροφυλάκων μέσα στα εργοστάσια. Παράλληλα, αναφέρει ο «Ριζοσπάστης» στις 2 Μάρτη, ο μοίραρχος, εκτός από τις απειλές προς το Σωματείο, τοιχοκόλλησε ανακοινωθέν «με το οποίο συνιστά στους εργάτες να μην... παρασύρονται από τους κομμουνιστές και να μην κατεβούν στην απεργία, αν θέλουν το καλό των οικογενειών τους...».

Τελικά, οι εργάτες βλέποντας ότι κράτος και εργοδοσία όχι μόνο δεν αποδέχονται τα αιτήματά τους, αλλά εντείνουν την τρομοκρατία και τον εκφοβισμό, ξεκίνησαν απεργία στις 5 Μάρτη. Στα προηγούμενα αιτήματα προστέθηκαν η επαναπρόσληψη των απολυμένων για συνδικαλιστικούς λόγους και η κατάργηση του ωρομισθίου.

Νεκροί και τραυματίες την πρώτη μέρα της απεργίας

Τα δύο βασικά θέματα στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 6 Μάρτη αναφέρονται στην απεργία της Ελευσίνας και στη δολοφονική επίθεση εναντίον των απεργών από την Αστυνομία. Το ένα θέμα είχε τον τίτλο «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΚΟΤΩΣΕ ΠΑΛΙ ΧΘΕΣ ΔΥΟ ΑΠΕΡΓΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΚΑΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΕ ΔΕΚΑΔΕΣ» και το δεύτερο θέμα τον τίτλο «ΕΚΗΡΥΧΘΗ ΧΘΕΣ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΝΟΥΝ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΨΩΜΙ ΜΟΛΥΒΙ».

Στο ρεπορτάζ αναφέρεται:

«...σήμερα (σ.σ. εννοεί στις 5 Μάρτη) από τις 5 το πρωί, οι απεργιακές φρουρές των εργατών, τοποθετημένες στις θέσεις τους, ειδοποιούν τους εργάτες για την κήρυξη της απεργίας και αυτοί μέσα σε ζητωκραυγές υπέρ αυτής, σχημάτιζαν ογκώδεις συγκεντρώσεις.

Ετσι κατέβηκαν στην απεργία 2.500 εργάτες πάνω-κάτω ανήκοντες σε έντεκα εργοστάσια, μεταξύ των οποίων και αυτά:

Εργοστάσιο τσιμέντων "Τιτάν" με 400 εργάτες, εργοστάσιο Οίνων και Οινοπνευμάτων «Βότρυς» (Χαρίλαου) με 350 εργάτες, Οίνων και Οινοπνευμάτων "Κρόνος" (Σακαρά) με 250 εργάτες, Βαμβακελουργίας και Σαπωνοποιίας με 250 εργάτες (Χαρίλαου και Κανελλόπουλου), Νευτοποιίας των Παύλου, Μαρνέρη, Κανάκη, Πάλλη, Πανταζή, Δούκα, Μάζη και Γκίκα με 500 εργάτες, Κεραμοποιία Δήμα-Αθανασουλοπούλου με 500 εργάτες σχεδόν.

Επίσης, με τους απεργούς ενώθηκαν και όλοι οι εργάτες φορτοεκφορτωτές Ελευσίνας, ανερχόμενοι σε 70 περίπου».

Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων που παρακολουθούσαν τους απεργούς, ανθυπομοίραρχος Κικιρής, «έχοντας προφανώς εντολή να προκαλέσει τους εργάτες και να επιτεθεί εναντίον τους, προέβη αυθαίρετα στη σύλληψη τριών μελών της διοικήσεως του Σωματείου...». Στην απαίτηση των απεργών να αφεθούν οι συλληφθέντες, ο ανθυπομοίραρχος διέταξε τους χωροφύλακες να πυροβολήσουν εναντίον τους. «Οι χωροφύλακες, πιστοί στις εντολές του δολοφόνου αρχηγού τους, άρχισαν να πυροβολούν και να χτυπούν τους εργάτες (...). Πολλοί εργάτες, μεταξύ των οποίων και ο Πετρόπουλος, ρίχνονται στη θάλασσα για να σωθούν, αλλά και εκεί καταδιώκονται από τους χωροφύλακες, οι οποίοι αλύπητα χτυπούν και με τους υποκόπανους τους τραυματίες και όσους φεύγουν, πολλούς από αυτούς τρυπούν με χτυπήματα της κάνης των όπλων τους.

Στον τόπο της δολοφονικής ενέδρας πέφτουν ματωμένοι οι εργάτες Δημ. Μιχαήλ με σφαίρα στο στήθος, ο οποίος και μένει άπνους, Ευάγ. Γκίκας με δύο τραύματα όπλου στο στήθος, Ευάγ. Μπέκας με δύο τραύματα διαμπερή στο μηρό, Ανδρ. Ροδίτης με τραύμα στην κεφαλή, Αϊβαζόγλου τραύμα διαμπερές στο βραχίονα, Παναγ. Ηλίας τραύμα δι' υποκόπανου και ο επαγγελματίας Αντ. Κοροπούλης τραυματίζεται στο χέρι με σφαίρα από τους χωροφύλακες, οι οποίοι πυροβολούν και σκοτώνουν όποιον βρουν. Επίσης τραυματίζεται στο πόδι και μια γυναίκα...».

Στη διάρκεια της επίθεσης, ο ανθυπομοίραρχος πλησίασε τον αιμόφυρτο εργάτη Αν. Πέππα, που ήταν από τη Μάνδρα. Ο «Ριζοσπάστης» αναφέρει ότι ο ανθυπομοίραρχος του είπε: «Ακόμα δεν ψόφησες; Και άρχισε να αδειάζει απάνω του το πιστόλι, ρίχνοντας εναντίον του οκτώ σφαίρες».

Παράλληλα με την επίθεση, «ο γιατρός των επιχειρήσεων κ. Αλετράς διέταξε τον φαρμακοποιόν Αθανασιάδην να κλείσει το φαρμακείο του και να μη δέχεται τραυματίες να επιδέσει, ο φαρμακοποιός δε αυτός υπάκουσε».

Της δολοφονικής επίθεσης ακολούθησε μαζικό συλλαλητήριο από τους εργάτες και τους επαγγελματίες της Ελευσίνας, ζητώντας την τιμωρία του ανθυπομοιράρχου, την καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων, την αποδοχή των αιτημάτων των απεργών. Την τιμωρία του Κικιρή ζήτησαν και οι κάτοικοι της Μάνδρας.

Στις 12 Μάρτη 1929 ο «Ριζοσπάστης» καταγγέλλει τις απεργοσπαστικές μεθοδεύσεις ΓΣΕΕ, κράτους και εργοδοτών

 «Υπάρχει κομμουνιστικός δάκτυλος»

Μετά τη δολοφονική επίθεση, Επιτροπή των απεργών επισκέφθηκε τον Βενιζέλο διαμαρτυρόμενη για την επίθεση και ζητώντας την υλοποίηση των αιτημάτων. Σύμφωνα με τα μέλη της Επιτροπής, ο Βενιζέλος απάντησε στις διαμαρτυρίες τους ως εξής:

«Και σεις δεν είστε άγιοι Ονούφριοι και έχετε κάνει αρκετές φασαρίες. Πρέπει να ξέρετε πως έχω τη δύναμη να σας επιβληθώ όταν θελήσω.

Ενα μέλος της Επιτροπής ανταπαντώντας λέγει στον κ. Βενιζέλο:

Στις διαμαρτυρίες μας για τη δολοφονική επίθεση εναντίον μας, σεις μας απαντάτε, δείχνοντάς μας τη δύναμή σας. Μήπως θέλετε να σκοτώσετε και σεις και κανέναν άλλο από μας;»

Ακόμα ο «Ριζοσπάστης» αναφέρει ότι ο Βενιζέλος, απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους δήλωσε «υπάρχει κομμουνιστικός δάκτυλος όπως και σχέσεις μεταξύ των γεγονότων του Λαυρίου και της Ελευσίνας και ότι προφανώς υφίσταται κομμουνιστικόν κέντρον εις Αθήνας το οποίο οργανώνει και κατευθύνει τις απεργίες (...) Εάν εξακολουθήσουν οι ανατρεπτικές ενέργειες η Κυβέρνηση θα λάβει γενικότερα μέτρα».

Η επίθεση προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Ενωτικής ΓΣΕΕ προς την κυβέρνηση ενώ έβγαλε και ανακοίνωση, καλώντας τους εργάτες να συνεχίσουν τον αγώνα.

Στις 6 Μάρτη, ο μοίραρχος απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις χωρίς ειδική άδεια. Ωστόσο, οι απεργοί έκαναν συγκέντρωση για να οργανώσουν τη συνέχεια του αγώνα τους. Στις 7 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» επισημαίνει: «Η απεργία συνεχίζεται με ακμαίο το ηθικόν. Επί 2.500 περίπου απεργών μόνον οι Μιχ. Λιάσκος, Ι. Πανίδης, Γ. Μίχας, και Π. Σαντοριναίος εργάζονται, τα δε ονόματά τους τοιχοκολλήθηκαν». Στο πλάι των απεργών στάθηκαν οι επαγγελματίες της περιοχής που ζήτησαν από την κυβέρνηση την υλοποίηση των αιτημάτων τους.

Συλλήψεις και κλείσιμο του Σωματείου

Στις 8 Μάρτη το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» ξεκινά με τη φράση: «Η πόλη ολόκληρη κυριολεκτικά στρατοκρατείται» και συνεχίζει «τμήματα ολόκληρα στρατού και χωροφυλακής από 25-50 άνδρες, αποτελούμενο το καθένα, περιφέρονται από πολύ πρωί στους δρόμους και προβαίνουν σε αθρόες συλλήψεις εργατών τους οποίους αποστέλλουν αμέσως σε συνοδεία στην Αθήνα χωρίς να τους ανακοινώνεται η αιτία της σύλληψής τους. (...) Επίσης κλείστηκαν τα γραφεία του Σωματείου και ξεσκίστηκε από τους χωροφύλακες η, σε ένδειξη πένθους για το θάνατο του σ. Μιχαήλ, μαύρη ταινία που υπήρχε στην πόρτα.

Στη 1.30 το πρωί έγιναν έρευνες σε όλα τα σπίτια των συμβούλων του Σωματείου καθώς και των μελών που αποτελούσαν την απεργιακή επιτροπή και τους συνέλαβαν εντελώς αυθαίρετα, οδηγώντας τους στο αστυνομικό τμήμα, όπου κλείνοντάς τους τους σάπισαν κυριολεκτικά στο ξύλο».

Οι συλλήψεις μέχρι εκείνη τη μέρα ξεπέρασαν τις 50 ενώ στάλθηκε επιπλέον δύναμη 500 στρατιωτών. Μετά τη σύλληψη της απεργιακής επιτροπής τη συνέχιση του συντονισμού της απεργίας ανέλαβε η παράνομη αναπληρωματική απεργιακή επιτροπή.

Στις 19 Μάρτη 1929 δημοσιεύεται η ανακοίνωση της Ενωτικής ΓΣΕΕ που αποκαλύπτει τις ενέργειες της ΓΣΕΕ για το σπάσιμο της απεργίας

Παρέμβαση εργοδοτικών συνδικαλιστικών δυνάμεων

Στο μεταξύ, εκδηλώνεται η πρώτη, όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα, προσπάθεια των εργοδοτικών συνδικαλιστικών δυνάμεων που πρόσκεινται στη ΓΣΕΕ, κρίνοντας προφανώς ότι το έργο τους διευκολύνεται από τις συλλήψεις των μελών του σωματείου και της απεργιακής επιτροπής.

Οπως γράφει ο «Ριζοσπάστης» οι εργοδοτικοί «τοιχοκόλλησαν στην πόρτα του Σωματείου μια δήλωση που υπογραφόταν από τους τύπους αυτούς ως προσωρινή διοικούσα επιτροπή και στην οποία τάζανε τα εξής στους απεργούς για να λύσουν την απεργία:

1ον) Εφαρμογή 8ωρου εις τας εργασίας, σε όσες έχει κατοχυρωθεί αυτό.

2ον) Την αποπομπή των ανηλίκων (χωρίς αποζημίωση)

3ον) Προσπάθεια βελτιώσεως όσο το δυνατόν και η με μέτρο αναθεώρηση του ισχύοντος μισθολογίου.

4ον) Την εκκαθάριση προς όφελος του συντηρητικού και τίμιου εργάτου, αποδοκιμασίαν και αποπομπήν παντός κομμουνίζοντος κ.λπ.»

Μαζί με την απεργία συνεχίζεται και η τρομοκρατία. Συλλαμβάνονταν εργάτες που μιλούσαν υπέρ της απεργίας, ακόμα και εργάτες που δεν δέχονταν να πάνε για δουλειά. Παρ' όλα αυτά «τα εργοστάσια εξακολουθούν να μη δουλεύουν εκτός 2-3 τα οποία με τη βοήθεια 5-10 απεργοσπαστών ανάβουν τις φωτιές των για να κλονίσουν το ηθικό των απεργών».

Παράλληλα, η κυβέρνηση μέσω του Επιθεωρητή του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Μπότση, προσπάθησε να στήσει απεργοσπαστικό μηχανισμό. Ο ίδιος ζήτησε από εργάτες να δηλώσουν ότι δεν ανήκουν στην Ενωτική ΓΣΕΕ.

Στις 12 Μάρτη, ο «Ριζοσπάστης» σημειώνει ότι εργοδότες και κράτος στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την απεργία επιστρατεύουν και το γενικό γραμματέα της ΓΣΕΕ, Στρατή, «ο οποίος ειδοποιήθηκε κατάλληλα από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να αναμιχθεί στην απεργιακή κίνηση των εργατών για να επιφέρει σύγχυση μεταξύ των απεργών (...). Ετσι, αφού ο Στρατής συνεννοήθηκε χθες το πρωί με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος τον ενημέρωσε για τις απόψεις των εργοστασιαρχών, έφθασε στην Ελευσίνα για να εκμεταλλευθεί την ψυχολογία των εργατών που βρίσκονταν κάτω από την εξαπολυθείσα λευκή τρομοκρατία.

Ο Στρατής, αφού ήλθε εδώ, συνεννοήθηκε πρώτα με τις αστυνομικές δυνάμεις και κατόπιν παρουσιάστηκε σε συγκεντρωμένες ομάδες απεργών προς στις οποίες μίλησε, προσπαθώντας να τους πείσει να λύσουν την απεργία διαβεβαιώνοντας ότι τα ζητήματά τους θα λυθούν κατόπιν συνεννοήσεώς του με τους εργοδότες και το Κράτος».

Τελικά, ο Στρατής κατάφερε να παρασύρει κάποιους απεργούς και να συγκροτήσει μια Επιτροπή για να συναντηθεί με την κυβέρνηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την εμφάνιση του Στρατή δόθηκαν τα κλειδιά του Σωματείου και επετράπηκε η λειτουργία του, γεγονός που δείχνει πως κυβέρνηση και εργοδότες στήριζαν και περίμεναν πολλά από τη δράση του γραμματέα της ΓΣΕΕ.

Σπάσιμο της απεργίας

Στις 13 Μάρτη, οι εργάτες ενημερώθηκαν για τη συνάντηση της Επιτροπής με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και τους εργοδότες. Οι προτάσεις των εργοδοτών ήταν κατώτερες των αιτημάτων τους και οι εργάτες τις αποδοκίμασαν. Η Ενωτική ΓΣΕΕ έβγαλε ανακοίνωση, καλώντας τους εργάτες να διώξουν το Στρατή και τα όργανά τους «και να αναθέσουν τον αγώνα τους σε συνειδητούς, αποφασιστικούς εργάτες και θαρραλέα να τραβήξουν για την νίκη».

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έγινε. Η τρομοκρατία και η αποπροσανατολιστική δράση της ΓΣΕΕ έσπασαν την απεργία στα μέσα Μάρτη με πενιχρά αποτελέσματα για τους εργάτες. Στις 19 Μάρτη, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε την ανακοίνωση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, η οποία εκτιμούσε τον αγώνα που δόθηκε και κατήγγειλε τον επιζήμιο ρόλο της ΓΣΕΕ σε βάρος των εργατών.

«Ο Στρατής- ανέφερε η Ενωτική ΓΣΕΕ -αμέσως εγκατέλειψε τα αιτήματα των εργατών και υποχώρησε στις προτάσεις των εργοδοτών, καταβάλλοντας με τα εκεί όργανά του κάθε προσπάθεια για τη διάσπαση και λύση της απεργίας (...). Ετσι οι εργάτες προδομένοι, άρχισαν να επανέρχονται στη δουλειά (...). Και η απεργία έσπασε».

Στη ουσία σημείωνε δε δόθηκε καμία αύξηση στα μεροκάματα, ούτε για το 8ωρο. Ακόμα όχι μόνο δεν επαναπροσλήφθηκαν οι απολυμένοι, αλλά μετά το λύσιμο της απεργίας απολύθηκαν κι άλλοι που είχαν ενεργό ρόλο στο σωματείο. Ο υπεύθυνος της δολοφονικής επίθεσης δεν τιμωρήθηκε, ούτε αποζημιώθηκαν οι οικογένειες των θυμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου