Το αστικό κράτος παρεμβαίνει με πολλούς τρόπους στην οικονομική ζωή για να διασφαλίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου και, ιστορικά, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού εξελίσσεται και ο τρόπος παρέμβασης του αστικού κράτους.
Πλευρές της παρέμβασης του αστικού κράτους αφορούν την πολιτική που σχετίζεται με το «χρήμα» και που τυπικά ασκείται από την κεντρική (κρατική) τράπεζα. Στις σύγχρονες οικονομίες η συνολική ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία καθορίζεται τελικά από επιλογές της κεντρικής τράπεζας που μπορεί να αυξήσει (ή και έμμεσα να μειώσει) την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η κεντρική τράπεζα για να επιτύχει αυτόν το σκοπό είναι είτε η άμεση εκτύπωση χρήματος που αυξάνει την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία ή οι αλλαγές στο λεγόμενο βασικό επιτόκιο, με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες, επιδρώντας έμμεσα στο τελικό κόστος δανεισμού. Η πολιτική της κεντρικής τράπεζας, η νομισματική πολιτική, θεωρείται επεκτατική, δηλαδή πολιτική που είτε τυπώνοντας νέο χρήμα, είτε χαμηλώνοντας το βασικό επιτόκιο, διευκολύνει τις νέες επενδύσεις, είτε περιοριστική, δηλαδή πολιτική που αυξάνει το βασικό επιτόκιο και περιορίζει τις νέες επενδύσεις.
Αντίστοιχα, άλλη πλευρά της παρέμβασης του αστικού κράτους στην οικονομία είναι η δημοσιονομική πολιτική. Η δημοσιονομική πολιτική αφορά τα έσοδα, τις δαπάνες και τον δανεισμό του κεντρικού κράτους. Τα έσοδα του κράτους προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη φορολογία, οι δαπάνες αφορούν το σύνολο των δαπανών του κράτους και ο δανεισμός είναι είτε εσωτερικός -από την εγχώρια οικονομία- είτε εξωτερικός. Η δημοσιονομική πολιτική θεωρείται επεκτατική όταν μειώνεται η φορολογία και αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες -συνήθως τροφοδοτείται από αυξημένο δανεισμό- και περιοριστική όταν αυξάνεται η φορολογία και μειώνονται οι κρατικές δαπάνες.
Στις σύγχρονες συνθήκες, οι δύο πλευρές συνδέονται στενά μεταξύ τους, αφού το κράτος έχει τη δυνατότητα να δανείζεται από την κεντρική τράπεζα, με την τελευταία να κόβει νέο χρήμα και έτσι η νομισματική και η δημοσιονομική επέκταση συχνά συνδέονται.
Κρίσιμη πλευρά είναι πως η κρατική πολιτική δεν είναι γενική, αταξική, δεν επηρεάζει γενικά και αόριστα όλους με τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα, στον καπιταλισμό, η οικονομική πολιτική του κράτους έχει πάντοτε ως γενικό στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και συνεπώς ωφελεί το κεφάλαιο, ακόμα και αν επιμέρους τμήματά του μπορεί να έχουν κατά καιρούς αντιτιθέμενα συμφέροντα. Το μείγμα πολιτικής -πόσο επεκτατική- που επιλέγεται κάθε φορά είναι το μείγμα που έχει ανάγκη το κεφάλαιο στη δεδομένη συγκυρία - επεκτατική όταν χρειάζεται ώθηση ή ανάπτυξη, περιοριστική όταν η καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε φάση υπερθέρμανσης, όταν δηλαδή οι επενδύσεις είναι «πάρα πολλές» με κριτήριο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η κρατική πολιτική στον καπιταλισμό ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Άλλωστε και τα «εργαλεία» υλοποίησής της έχουν αντεργατικό χαρακτήρα. Π.χ. οι φόροι δεν αφορούν γενικά την κοινωνία, αλλά κατά βάση είναι μηχανισμός αναδιανομής προς όφελος του κεφαλαίου -φορολογούνται οι εργαζόμενοι και δεν φορολογείται το κεφάλαιο- οι κρατικές δαπάνες δεν είναι ουδέτερες αλλά χρηματοδοτούν κυρίως τους μεγάλους ομίλους άμεσα και έμμεσα, ο αυξημένος εξωτερικός δανεισμός οδηγεί σε φορολογία των εργαζομένων την επόμενη μέρα, η αύξηση του χρήματος στην οικονομία γίνεται μέσα από τις τράπεζες που κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος ή μέσα από το κράτος που χρηματοδοτεί την καπιταλιστική ανάπτυξη, ο πληθωρισμός που παράγει το περισσότερο χρήμα διαβρώνει το λαϊκό εισόδημα κ.λπ. Με αυτό το πρίσμα μπορεί συνεπώς να γίνει εύκολα κατανοητό γιατί η επεκτατική πολιτική -που κατά βάση είναι ιστορικά περισσότερο συνδεδεμένη με τη σοσιαλδημοκρατία και την επικαλείται κατά κόρον ο ΣΥΡΙΖΑ- δεν είναι περισσότερο φιλολαϊκή από την περιοριστική πολιτική, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση των εργαζομένων, απλά με διαφορετικό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου