Στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και των δυσκολιών που συναντά η αστική
πολιτική διαχείρισής της, οι πολιτικές δυνάμεις, οι οργανώσεις και τα κόμματα
που κινούνται στο τόξο του εθνικισμού, του ρατσισμού και του αντικομμουνισμού
αποτελούν εφεδρεία για την αστική τάξη. Το τελευταίο διάστημα, και ιδιαίτερα
μετά τις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, στην πολιτική σκηνή βρέθηκαν, με πιο
διακριτό τρόπο και ρόλο, δυνάμεις όπως η εθνικοσοσιαλιστική - φασιστική «Χρυσή
Αυγή» (ΧΑ). Παράλληλα συντελούνται διεργασίες εμφάνισης και άλλων εθνικιστικών
μορφωμάτων και μετακινήσεις ανάμεσά τους.
Οι δυνάμεις αυτές επιλέγουν, στη σημερινή τουλάχιστον συγκυρία, να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστικές, να προτάσσουν τον «εθνικισμό» προκειμένου να συγκαλύπτουν τον πραγματικό εθνικοσοσιαλιστικό τους χαρακτήρα.
Η διαμόρφωση της ΧΑ σε κοινοβουλευτική δύναμη σε συνθήκες κρίσης συντελέστηκε σε σύνδεση με τη διαρροή ψηφοφόρων της ΝΔ, την αποδυνάμωση του εθνικιστικού κόμματος του ΛΑ.Ο.Σ. αλλά και την εκλογική προσχώρηση ψηφοφόρων που διέρρευσαν από το ΠΑΣΟΚ. Στην ενίσχυση των εκλογικών ποσοστών της με ψηφοφόρους προερχόμενους από διαφορετικά κόμματα έπαιξαν ρόλο δύο κύρια ιδεολογήματα, τα οποία βέβαια δεν προβλήθηκαν μόνο από τη ΧΑ αλλά υιοθετήθηκαν και από άλλες πολιτικές δυνάμεις: Αφενός η προβολή της διαφθοράς των πολιτικών και του κοινοβουλίου, με τα γνωστά συνθήματα φασίζουσας απόχρωσης. Αφετέρου η ρατσιστική προπαγάνδα και η στοχοποίηση των μεταναστών, καθώς μια σειρά από υπαρκτά προβλήματα που δημιούργησε η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ελλάδα, αξιοποιήθηκαν για να αποπροσανατολιστούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα από την πραγματική αιτία τους. Η εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση της ΧΑ προορίζεται να λειτουργήσει ως μαστίγιο και δύναμη κρούσης ενάντια στους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος και -αν αυτό χρειαστεί- να γίνει σανίδα σωτηρίας για τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Στηρίζεται από σημαντικούς θύλακες του κράτους και του παρακράτους, ενώ διασυνδέεται και με εγκληματικές οργανώσεις και κυκλώματα.
Με βάση τόσο την ιστορική πείρα από τα εθνικοσοσιαλιστικά ναζιστικά - φασιστικά καθεστώτα όσο και τις θέσεις της ΧΑ σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως οι δυνάμεις του «εθνικισμού» είναι δυνάμεις αστικές ως προς το χαρακτήρα τους, ως προς την ουσία της πολιτικής τους. Τα καθεστώτα αυτά στηρίχτηκαν από το μονοπωλιακό κεφάλαιο ως πιο κατάλληλα να ασκήσουν την πολιτική που οι συγκεκριμένες συνθήκες απαιτούσαν. Η αλλαγή της μορφής του αστικού πολιτεύματος από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε φασιστική δικτατορία είναι αλλαγή που αφορά μόνο το πολιτικό περίβλημα και όχι το χαρακτήρα και τη φύση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος: Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι καπιταλισμός.
Τα ναζιστικά - φασιστικά κόμματα είναι κόμματα του κεφαλαίου, οργανώσεις της αστικής τάξης. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν μαζική βάση, όχι μόνο εκλογική αλλά και δυνάμεις οργανωμένες με στόχο την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα καθώς και στο κίνημα των μεσαίων στρωμάτων. Αποτελούν όχημα για να διεισδύουν στα εργατικά - λαϊκά στρώματα αντιδραστικές ιδέες. Η δεξαμενή από την οποία αντλούν είναι τα μικροαστικά και εν μέρει τα μεσοαστικά στρώματα, αλλά και τμήματα της εργατικής τάξης με χαμηλή ταξική συνείδηση, όπως και λούμπεν στοιχεία.
Προσπάθεια να δημιουργήσει μαζική βάση με παρόμοια σύνθεση κάνει σήμερα και η ΧΑ. Από κοινωνική άποψη, απευθύνεται και στοχεύει σε εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, σε νέες ηλικίες, σε μεσαία στρώματα και ιδιαίτερα της υπαίθρου, όπου μπορεί να εκμεταλλευτεί μια μεγαλύτερη πολιτική βάση που είχε η στρατιωτική χούντα. Σήμερα η ΧΑ έχει διευρυνθεί και από τμήματα του λαού που δε συγκαταλέγονται στον παγιωμένο ακροδεξιό χώρο και δεν αυτοκατατάσσονται σε αυτόν, έλκονται όμως από την προπαγάνδα της και την εντύπωση που καλλιεργείται πως είναι αντισυστημική δύναμη. Οι γυναίκες φαίνεται να αποτελούν μικρό κομμάτι των οργανωμένων δυνάμεων της ΧΑ, των δυνάμεων που συσπειρώνονται γύρω από τη δράση της. Παρόλα αυτά η προσπάθεια που κάνει είναι αρκετά συστηματική και προσανατολισμένη. Εχει σημασία όχι μόνο πόσες γυναίκες εμπλέκονται ενεργά σε δραστηριότητες της ΧΑ, αλλά και σε ποιο βαθμό και έκταση επιδρούν στη συνείδηση ευρύτερου τμήματος γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων οι αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, που δεν καλλιεργούνται μόνο από τη ΧΑ αλλά και από άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Στο επίπεδο της ιδεολογίας ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου ο εθνικοσοσιαλισμός συνδέθηκε με πολιτικές παροχών, αρχικά με τα συστήματα πρόνοιας και προστασίας των ανέργων, στη συνέχεια με την αύξηση της απασχόλησης της εργατικής τάξης με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και την ταύτιση του εργατικού συμφέροντος με τη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο. Ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της ΧΑ αποδεικνύεται από μια σειρά εξωτερικά γνωρίσματα, όπως ο ναζιστικός χαιρετισμός και τα ναζιστικά σύμβολα. Πέρα από αυτά όμως, χαρακτηριστική είναι η θέση της που υποστηρίζει την υπεροχή του ελληνικού έθνους, θεωρεί φυλετικούς εχθρούς και απειλή για την «καθαρότητα της φυλής» τους μετανάστες και συγκεκριμένα τους μετανάστες με σκούρο χρώμα δέρματος, όπως αντίστοιχα θεωρούσε τους Εβραίους ο Χίτλερ. Επίσης αξιοποιεί τη φασιστική δημαγωγία περί κοινωνικών παροχών και παροχών πρόνοιας στους εξαθλιωμένους Ελληνες, ενώ μιμείται τους Ναζί στη Γερμανία και όσον αφορά τις πρακτικές των ταγμάτων εφόδου, που λειτούργησαν σαν δολοφονικά όργανα καταστολής και τσακίσματος του κινήματος.
Η μελέτη πλευρών της ιστορικής πείρας σχετικά με τις θέσεις και την πολιτική του εθνικοσοσιαλισμού όσον αφορά τις γυναίκες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναζιστικό κόμμα στη Γερμανία (NSDAP) κατά την περίοδο του «Τρίτου Ράιχ», είναι χρήσιμη από την άποψη της πιο αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τη ΧΑ και τις άλλες συγγενικές της δυνάμεις, με στόχο την αποκάλυψη των αντιδραστικών απόψεων και πολιτικών που υπερασπίζονται, όσον αφορά τη λαϊκή οικογένεια και ιδιαίτερα τις γυναίκες που ανήκουν σε αυτή. Παρά το γεγονός ότι η ΧΑ έχει απωθήσει από την πρώτη γραμμή της προπαγάνδας της την υποστήριξη του ναζισμού, προκειμένου να μην αποτελεί βαρίδι στην προσπάθειά της να προσεγγίσει λαϊκά στρώματα, η ιστορική πείρα από τα πεπραγμένα του ναζισμού και η ιστορική μνήμη που υπάρχει και στην Ελλάδα, αναδείχνουν ότι στην ουσία έχει ως σημείο ιδεολογικής και πολιτικής αναφοράς το NSDAP, τις θέσεις του και τις πολιτικές που αυτό άσκησε.
Μια αναφορά στη θέση των γυναικών πριν την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, το 1933, είναι σκόπιμη προκειμένου να αποτυπωθεί καλύτερα ποια ήταν η θέση των γυναικών, ποιες μεταβολές βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης2 και με ποιο τρόπο επέδρασε το ναζιστικό καθεστώς και οι πολιτικές του στη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές παροχές, στις αντιλήψεις για τη θέση και το ρόλο των γυναικών.
Οι δυνάμεις αυτές επιλέγουν, στη σημερινή τουλάχιστον συγκυρία, να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστικές, να προτάσσουν τον «εθνικισμό» προκειμένου να συγκαλύπτουν τον πραγματικό εθνικοσοσιαλιστικό τους χαρακτήρα.
Η διαμόρφωση της ΧΑ σε κοινοβουλευτική δύναμη σε συνθήκες κρίσης συντελέστηκε σε σύνδεση με τη διαρροή ψηφοφόρων της ΝΔ, την αποδυνάμωση του εθνικιστικού κόμματος του ΛΑ.Ο.Σ. αλλά και την εκλογική προσχώρηση ψηφοφόρων που διέρρευσαν από το ΠΑΣΟΚ. Στην ενίσχυση των εκλογικών ποσοστών της με ψηφοφόρους προερχόμενους από διαφορετικά κόμματα έπαιξαν ρόλο δύο κύρια ιδεολογήματα, τα οποία βέβαια δεν προβλήθηκαν μόνο από τη ΧΑ αλλά υιοθετήθηκαν και από άλλες πολιτικές δυνάμεις: Αφενός η προβολή της διαφθοράς των πολιτικών και του κοινοβουλίου, με τα γνωστά συνθήματα φασίζουσας απόχρωσης. Αφετέρου η ρατσιστική προπαγάνδα και η στοχοποίηση των μεταναστών, καθώς μια σειρά από υπαρκτά προβλήματα που δημιούργησε η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ελλάδα, αξιοποιήθηκαν για να αποπροσανατολιστούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα από την πραγματική αιτία τους. Η εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση της ΧΑ προορίζεται να λειτουργήσει ως μαστίγιο και δύναμη κρούσης ενάντια στους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος και -αν αυτό χρειαστεί- να γίνει σανίδα σωτηρίας για τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Στηρίζεται από σημαντικούς θύλακες του κράτους και του παρακράτους, ενώ διασυνδέεται και με εγκληματικές οργανώσεις και κυκλώματα.
Με βάση τόσο την ιστορική πείρα από τα εθνικοσοσιαλιστικά ναζιστικά - φασιστικά καθεστώτα όσο και τις θέσεις της ΧΑ σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως οι δυνάμεις του «εθνικισμού» είναι δυνάμεις αστικές ως προς το χαρακτήρα τους, ως προς την ουσία της πολιτικής τους. Τα καθεστώτα αυτά στηρίχτηκαν από το μονοπωλιακό κεφάλαιο ως πιο κατάλληλα να ασκήσουν την πολιτική που οι συγκεκριμένες συνθήκες απαιτούσαν. Η αλλαγή της μορφής του αστικού πολιτεύματος από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε φασιστική δικτατορία είναι αλλαγή που αφορά μόνο το πολιτικό περίβλημα και όχι το χαρακτήρα και τη φύση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος: Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι καπιταλισμός.
Τα ναζιστικά - φασιστικά κόμματα είναι κόμματα του κεφαλαίου, οργανώσεις της αστικής τάξης. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν μαζική βάση, όχι μόνο εκλογική αλλά και δυνάμεις οργανωμένες με στόχο την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα καθώς και στο κίνημα των μεσαίων στρωμάτων. Αποτελούν όχημα για να διεισδύουν στα εργατικά - λαϊκά στρώματα αντιδραστικές ιδέες. Η δεξαμενή από την οποία αντλούν είναι τα μικροαστικά και εν μέρει τα μεσοαστικά στρώματα, αλλά και τμήματα της εργατικής τάξης με χαμηλή ταξική συνείδηση, όπως και λούμπεν στοιχεία.
Προσπάθεια να δημιουργήσει μαζική βάση με παρόμοια σύνθεση κάνει σήμερα και η ΧΑ. Από κοινωνική άποψη, απευθύνεται και στοχεύει σε εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, σε νέες ηλικίες, σε μεσαία στρώματα και ιδιαίτερα της υπαίθρου, όπου μπορεί να εκμεταλλευτεί μια μεγαλύτερη πολιτική βάση που είχε η στρατιωτική χούντα. Σήμερα η ΧΑ έχει διευρυνθεί και από τμήματα του λαού που δε συγκαταλέγονται στον παγιωμένο ακροδεξιό χώρο και δεν αυτοκατατάσσονται σε αυτόν, έλκονται όμως από την προπαγάνδα της και την εντύπωση που καλλιεργείται πως είναι αντισυστημική δύναμη. Οι γυναίκες φαίνεται να αποτελούν μικρό κομμάτι των οργανωμένων δυνάμεων της ΧΑ, των δυνάμεων που συσπειρώνονται γύρω από τη δράση της. Παρόλα αυτά η προσπάθεια που κάνει είναι αρκετά συστηματική και προσανατολισμένη. Εχει σημασία όχι μόνο πόσες γυναίκες εμπλέκονται ενεργά σε δραστηριότητες της ΧΑ, αλλά και σε ποιο βαθμό και έκταση επιδρούν στη συνείδηση ευρύτερου τμήματος γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων οι αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, που δεν καλλιεργούνται μόνο από τη ΧΑ αλλά και από άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Στο επίπεδο της ιδεολογίας ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου ο εθνικοσοσιαλισμός συνδέθηκε με πολιτικές παροχών, αρχικά με τα συστήματα πρόνοιας και προστασίας των ανέργων, στη συνέχεια με την αύξηση της απασχόλησης της εργατικής τάξης με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και την ταύτιση του εργατικού συμφέροντος με τη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο. Ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της ΧΑ αποδεικνύεται από μια σειρά εξωτερικά γνωρίσματα, όπως ο ναζιστικός χαιρετισμός και τα ναζιστικά σύμβολα. Πέρα από αυτά όμως, χαρακτηριστική είναι η θέση της που υποστηρίζει την υπεροχή του ελληνικού έθνους, θεωρεί φυλετικούς εχθρούς και απειλή για την «καθαρότητα της φυλής» τους μετανάστες και συγκεκριμένα τους μετανάστες με σκούρο χρώμα δέρματος, όπως αντίστοιχα θεωρούσε τους Εβραίους ο Χίτλερ. Επίσης αξιοποιεί τη φασιστική δημαγωγία περί κοινωνικών παροχών και παροχών πρόνοιας στους εξαθλιωμένους Ελληνες, ενώ μιμείται τους Ναζί στη Γερμανία και όσον αφορά τις πρακτικές των ταγμάτων εφόδου, που λειτούργησαν σαν δολοφονικά όργανα καταστολής και τσακίσματος του κινήματος.
Η μελέτη πλευρών της ιστορικής πείρας σχετικά με τις θέσεις και την πολιτική του εθνικοσοσιαλισμού όσον αφορά τις γυναίκες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναζιστικό κόμμα στη Γερμανία (NSDAP) κατά την περίοδο του «Τρίτου Ράιχ», είναι χρήσιμη από την άποψη της πιο αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τη ΧΑ και τις άλλες συγγενικές της δυνάμεις, με στόχο την αποκάλυψη των αντιδραστικών απόψεων και πολιτικών που υπερασπίζονται, όσον αφορά τη λαϊκή οικογένεια και ιδιαίτερα τις γυναίκες που ανήκουν σε αυτή. Παρά το γεγονός ότι η ΧΑ έχει απωθήσει από την πρώτη γραμμή της προπαγάνδας της την υποστήριξη του ναζισμού, προκειμένου να μην αποτελεί βαρίδι στην προσπάθειά της να προσεγγίσει λαϊκά στρώματα, η ιστορική πείρα από τα πεπραγμένα του ναζισμού και η ιστορική μνήμη που υπάρχει και στην Ελλάδα, αναδείχνουν ότι στην ουσία έχει ως σημείο ιδεολογικής και πολιτικής αναφοράς το NSDAP, τις θέσεις του και τις πολιτικές που αυτό άσκησε.
Μια αναφορά στη θέση των γυναικών πριν την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, το 1933, είναι σκόπιμη προκειμένου να αποτυπωθεί καλύτερα ποια ήταν η θέση των γυναικών, ποιες μεταβολές βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης2 και με ποιο τρόπο επέδρασε το ναζιστικό καθεστώς και οι πολιτικές του στη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές παροχές, στις αντιλήψεις για τη θέση και το ρόλο των γυναικών.
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε δημογραφικά δεδομένα που επέδρασαν στην
εργασία των γυναικών ενισχύοντας την τάση αύξησής της. Το τέλος του πολέμου
βρήκε τις γυναίκες να υπερέχουν αριθμητικά των αντρών, αφού σχεδόν 1,7
εκατομμύρια Γερμανοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά του. Στα χρόνια του Μεσοπόλεμου
οι γυναίκες ήταν περίπου 2 εκατομμύρια περισσότερες από τους άντρες. Σύμφωνα με
στατιστικά στοιχεία του 1925, το 67,7% του ανδρικού πληθυσμού άνω των 20 ετών
ήταν παντρεμένοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το γυναικείο πληθυσμό
περιοριζόταν στο 60% του συνόλου του. Ο μεγάλος αριθμός των γυναικών που είτε
παρέμεναν ανύπαντρες είτε είχαν μείνει χήρες ή ορφανές αναγκαζόταν
αντικειμενικά να στραφεί στην αναζήτηση εργασίας.
Από το 1916 έως το 1929 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης προκάλεσαν αλλαγές στην εργασία των γυναικών, η οποία σημείωσε αύξηση αλλά με ρυθμό αρκετά πιο αργό σε σύγκριση με την εργασία των ανδρών. Το 1925 υπήρχαν 22,6 εκ. άντρες άνω των 15 ετών, από τους οποίους οικονομικά ενεργοί ήταν τα 20,53 εκ. Αντίστοιχα υπήρχαν 24,28 εκ. γυναίκες άνω των 15 ετών, από τις οποίες 11,48 εκ. θεωρούνται οικονομικά ενεργές4. Από τις οικονομικά ενεργές γυναίκες, μισθωτές (και άνεργες) ήταν μόνο τα 4,2 εκ., δηλαδή περίπου το ένα τρίτο αυτών. Από το σύνολο των μισθωτών γυναικών που καταγράφεται, το 1 εκ. αφορούσε εργάτριες γης και άλλο 1 εκ. οικιακές βοηθούς. Οι εργάτριες στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν 2,2 εκ. και σε μεγάλο ποσοστό συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως στην κλωστοϋφαντουργία και τα τρόφιμα, σε κακοπληρωμένες και ημι-ειδικευμένες θέσεις εργασίας.5 Στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες το 1925 εξακολουθούσαν να ζουν είτε από το μισθό των συζύγων και των παιδιών τους είτε από συντάξεις χηρείας που λάμβαναν, χωρίς να εργάζονται στην κοινωνική παραγωγή.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μια σειρά επιχειρήσεις προχώρησαν σε επενδύσεις με στόχο την εκμηχάνιση της παραγωγής τους.6 Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εκτοπιστούν οι παλιότερες επιχειρήσεις που απασχολούσαν ειδικευμένο αντρικό εργατικό δυναμικό. Αυξήθηκε η ζήτηση για ανειδίκευτο γυναικείο εργατικό δυναμικό, αφού η εισαγωγή μηχανών έκανε δυνατή την εργασία των γυναικών σε τομείς και κλάδους που προηγούμενα εργάζονταν άντρες, ενώ οι εργοδότες προτιμούσαν να προσλαμβάνουν γυναίκες, καθώς οι μισθοί τους ήταν πιο χαμηλοί και οι ίδιες ως εργαζόμενες θεωρούνταν πιο πειθήνιες.
Σημαντική μεταβολή παρουσίασε ο αριθμός των γυναικών υπαλλήλων. Το 1925 υπήρχαν 1,5 εκ. γυναίκες υπάλληλοι, αριθμός τριπλάσιος σε σύγκριση με το 1907.7 Μια σειρά θέσεις εργασίας, όπως υπάλληλοι, δακτυλογράφοι, πωλήτριες, κατώτερες διοικητικές θέσεις, απευθύνονταν κυρίως σε γυναίκες και ήταν πολύ πιο ελκυστικές, καθώς συνεπάγονταν πολύ λιγότερη κούραση σε σύγκριση με τη χειρωνακτική δουλειά και καλύτερη αμοιβή.
Ωστόσο η εργασία στο εμπόριο, σε διοικητικές και άλλες υπηρεσίες, στη βιομηχανία συνυπήρχε με παλιότερες, προκαπιταλιστικές μορφές εργασίας, με την απασχόληση των γυναικών στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση ή μικρή επιχείρηση. Οι γυναίκες αποτελούσαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στον αγροτικό τομέα. Το 1925 οι γυναίκες συμβοηθούντα μέλη στις οικογενειακές φάρμες έφταναν τα 3.578.000. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των εργαζόμενων στην αγροτική παραγωγή μειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1920, με συνέπεια να μειωθεί σημαντικά και ο αριθμός των γυναικών, ωστόσο αυτός παρέμενε υψηλός: Το 1925 τα συμβοηθούντα μέλη και οι εργάτριες γης σχημάτιζαν τη μεγαλύτερη ομάδα των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, φτάνοντας τα 4,63 εκ. Οσον αφορά τις γυναίκες αυτές, πρέπει να σημειωθούν οι ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες δουλειάς τους, αλλά και το γεγονός πως οι οικογένειες των αγροτών ήταν μεγαλύτερες από αυτές των κατοίκων των πόλεων, είχαν περισσότερα παιδιά, πράγμα που πολλαπλασίαζε τα βάρη για τις γυναίκες.8
Πολύ λίγες γυναίκες διέθεταν υψηλή επαγγελματική ειδίκευση κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κάποια αλλαγή είχε σημειωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το 1931 ο αριθμός των γυναικών που φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο έφτασε τις 19.000, αλλά μόνο στην ιατρική και τη δημόσια διοίκηση οι γυναίκες είχαν καταφέρει να καθιερωθούν σε σημαντικό βαθμό και βέβαια η συμμετοχή αφορούσε κατά κύριο λόγο τις γυναίκες της αστικής τάξης. Οι γυναίκες γιατροί έφταναν τις 3.500. Οι πιέσεις και οι προκαταλήψεις που έπρεπε να ξεπεράσουν οι γυναίκες για να ακολουθήσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία αποδεικνύονταν ισχυρές και επίμονες. Η πιο συχνή πηγή εισοδήματος για τις γυναίκες με ανώτερη μόρφωση παρέμενε η διδασκαλία. Ο αριθμός των γυναικών δασκάλων αυξήθηκε αργά αλλά σταθερά, φτάνοντας τις 100.000 περίπου το 1925. Οι θέσεις αυτές όμως αφορούσαν εργαζόμενες με μικρότερες αμοιβές σε σύγκριση με τους άντρες. Οι γυναίκες θεωρούνταν κατάλληλες για την εκπαίδευση των μικρών παιδιών και των κοριτσιών, ενώ οι άντρες δίδασκαν τα αγόρια. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία αποτελούσαν οι 130.000 νοσοκόμες.9
Ο αριθμός των γυναικών με εργασία και ασφάλιση αυξήθηκε κατά 20% από το καλοκαίρι του 1925 έως το καλοκαίρι του 1929. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 οδήγησε σε απότομη και βίαιη ανακοπή της τάσης αύξησης της απασχόλησης των γυναικών, επέδρασε καθοριστικά στην τάση απομάκρυνσης των γυναικών από την παραγωγή, στις απόψεις και αντιλήψεις που τη συνόδευσαν. Υπολογίζεται πως η εργασία των γυναικών κατέγραψε πτώση της τάξης του 12% από το 1925 έως το 193310, ενώ οι πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος στα 1933 και 1934 ενίσχυσαν την τάση αυτή.
Το μέγεθος των οικογενειών μειωνόταν με ταχύτατο ρυθμό. Κατά τη δεκαετία του 1920 η τάση για τη δημιουργία μικρότερων οικογενειών είχε γίνει κυρίαρχη στον αστικό πληθυσμό και μέχρι το 1933 το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού σε κάθε γερμανική πόλη είχε πέσει κάτω από τα 4 άτομα.11 Για παράδειγμα, στο Βερολίνο σημειώνεται ο χαμηλότερος δείκτης γεννήσεων σε σύγκριση με κάθε άλλη πόλη στον κόσμο: Το 1933 το 35% όλων των παντρεμένων ζευγαριών δεν είχαν παιδιά, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο.12 Την ίδια χρονιά υπολογίζεται πως το μισό του πληθυσμού ζούσε σε μικρά νοικοκυριά που αποτελούνταν από 1 έως 4 μέλη, ενώ το 1910 τα νοικοκυριά αυτά αναλογούσαν στο 1/3 του πληθυσμού.13
Τα στατιστικά αυτά στοιχεία υποδηλώνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που σηματοδότησαν σημαντική μεταβολή στη ζωή των γυναικών. Οι όποιες αλλαγές δεν αποτυπώθηκαν ωστόσο στο οικογενειακό δίκαιο, το οποίο παρέμενε χωρίς αλλαγή από το 1920 και εκχωρούσε στο σύζυγο σχεδόν αποκλειστικά δικαιώματα πάνω στην περιουσία της συζύγου και στα παιδιά.
Ο χαρακτηριστικός κύκλος ζωής των γυναικών, με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά που ξεκινούσε από μικρή ηλικία, τερματιζόταν με το γάμο και τις επαναλαμβανόμενες εγκυμοσύνες και κατέληγε συχνά σε πρόωρο θάνατο, είχε περιοριστεί σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και τομείς της οικονομικής ζωής, κυρίως στην αγροτική παραγωγή, που βρίσκονταν μεν σε πορεία συρρίκνωσης, είχε δε σχετικά μεγάλες ακόμα διαστάσεις.14
Η πτώση του δείκτη των γεννήσεων έγινε αφορμή για ιδεολογική επίθεση από μια σειρά πολιτικές δυνάμεις, με αιχμή την υποτιθέμενη επικείμενη δημογραφική καταστροφή. Τα βασικά σημεία των αντιλήψεων αυτών δεν ανήκαν αποκλειστικά στους Ναζί, αλλά φορείς τους ήταν και άλλα συντηρητικά κόμματα, όπως το Κόμμα του Κέντρου, αλλά και η Καθολική εκκλησία. Οι αντιλήψεις και η συγκεκριμένη ιδεολογική επίθεση βρίσκονταν σε αντιστοιχία με μια σειρά πολιτικές επιλογές, πριν ακόμα από την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών. Π.χ. ο καγκελάριος Μπρούνινγκ, προερχόμενος από το Κόμμα του Κέντρου, είχε εισάγει το 1930 υψηλότερη φορολογία για τους άγαμους. Επίσης, οι κυβερνήσεις των Μπρούνινγκ και Φον Πάπεν είχαν προχωρήσει σε μειώσεις του αριθμού των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων το 1931 και 1932.
Το 1933, όταν η διακυβέρνηση της Γερμανίας πέρασε στα χέρια του ναζιστικού κόμματος, η περίοδος της σχετικής προόδου όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή έχει ήδη τερματιστεί. Η οικονομική κρίση του 1929 είχε ήδη σηματοδοτήσει μια αντίστροφη πορεία, με την αποβολή των γυναικών από την παραγωγική διαδικασία. Παράλληλα είχαν εμφανιστεί και σε ένα βαθμό διαδοθεί οι αντιδραστικές αντιλήψεις πως η γυναικεία εργασία ευθύνεται για τη διογκούμενη ανεργία. Είχαν ήδη εκδηλωθεί, στο γενικό τουλάχιστον περίγραμμά τους, οι απόψεις που υποστήριζαν από τη μια την ανάγκη να απομακρυνθούν οι γυναίκες από τις θέσεις εργασίας σε όφελος των ανδρών και τόνιζαν από την άλλη την «ευθύνη» και το «καθήκον» του γυναικείου φύλου όσον αφορά την αναπαραγωγή της «γερμανικής φυλής».
Από το 1916 έως το 1929 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης προκάλεσαν αλλαγές στην εργασία των γυναικών, η οποία σημείωσε αύξηση αλλά με ρυθμό αρκετά πιο αργό σε σύγκριση με την εργασία των ανδρών. Το 1925 υπήρχαν 22,6 εκ. άντρες άνω των 15 ετών, από τους οποίους οικονομικά ενεργοί ήταν τα 20,53 εκ. Αντίστοιχα υπήρχαν 24,28 εκ. γυναίκες άνω των 15 ετών, από τις οποίες 11,48 εκ. θεωρούνται οικονομικά ενεργές4. Από τις οικονομικά ενεργές γυναίκες, μισθωτές (και άνεργες) ήταν μόνο τα 4,2 εκ., δηλαδή περίπου το ένα τρίτο αυτών. Από το σύνολο των μισθωτών γυναικών που καταγράφεται, το 1 εκ. αφορούσε εργάτριες γης και άλλο 1 εκ. οικιακές βοηθούς. Οι εργάτριες στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν 2,2 εκ. και σε μεγάλο ποσοστό συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως στην κλωστοϋφαντουργία και τα τρόφιμα, σε κακοπληρωμένες και ημι-ειδικευμένες θέσεις εργασίας.5 Στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες το 1925 εξακολουθούσαν να ζουν είτε από το μισθό των συζύγων και των παιδιών τους είτε από συντάξεις χηρείας που λάμβαναν, χωρίς να εργάζονται στην κοινωνική παραγωγή.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μια σειρά επιχειρήσεις προχώρησαν σε επενδύσεις με στόχο την εκμηχάνιση της παραγωγής τους.6 Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εκτοπιστούν οι παλιότερες επιχειρήσεις που απασχολούσαν ειδικευμένο αντρικό εργατικό δυναμικό. Αυξήθηκε η ζήτηση για ανειδίκευτο γυναικείο εργατικό δυναμικό, αφού η εισαγωγή μηχανών έκανε δυνατή την εργασία των γυναικών σε τομείς και κλάδους που προηγούμενα εργάζονταν άντρες, ενώ οι εργοδότες προτιμούσαν να προσλαμβάνουν γυναίκες, καθώς οι μισθοί τους ήταν πιο χαμηλοί και οι ίδιες ως εργαζόμενες θεωρούνταν πιο πειθήνιες.
Σημαντική μεταβολή παρουσίασε ο αριθμός των γυναικών υπαλλήλων. Το 1925 υπήρχαν 1,5 εκ. γυναίκες υπάλληλοι, αριθμός τριπλάσιος σε σύγκριση με το 1907.7 Μια σειρά θέσεις εργασίας, όπως υπάλληλοι, δακτυλογράφοι, πωλήτριες, κατώτερες διοικητικές θέσεις, απευθύνονταν κυρίως σε γυναίκες και ήταν πολύ πιο ελκυστικές, καθώς συνεπάγονταν πολύ λιγότερη κούραση σε σύγκριση με τη χειρωνακτική δουλειά και καλύτερη αμοιβή.
Ωστόσο η εργασία στο εμπόριο, σε διοικητικές και άλλες υπηρεσίες, στη βιομηχανία συνυπήρχε με παλιότερες, προκαπιταλιστικές μορφές εργασίας, με την απασχόληση των γυναικών στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση ή μικρή επιχείρηση. Οι γυναίκες αποτελούσαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στον αγροτικό τομέα. Το 1925 οι γυναίκες συμβοηθούντα μέλη στις οικογενειακές φάρμες έφταναν τα 3.578.000. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των εργαζόμενων στην αγροτική παραγωγή μειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1920, με συνέπεια να μειωθεί σημαντικά και ο αριθμός των γυναικών, ωστόσο αυτός παρέμενε υψηλός: Το 1925 τα συμβοηθούντα μέλη και οι εργάτριες γης σχημάτιζαν τη μεγαλύτερη ομάδα των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, φτάνοντας τα 4,63 εκ. Οσον αφορά τις γυναίκες αυτές, πρέπει να σημειωθούν οι ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες δουλειάς τους, αλλά και το γεγονός πως οι οικογένειες των αγροτών ήταν μεγαλύτερες από αυτές των κατοίκων των πόλεων, είχαν περισσότερα παιδιά, πράγμα που πολλαπλασίαζε τα βάρη για τις γυναίκες.8
Πολύ λίγες γυναίκες διέθεταν υψηλή επαγγελματική ειδίκευση κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κάποια αλλαγή είχε σημειωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το 1931 ο αριθμός των γυναικών που φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο έφτασε τις 19.000, αλλά μόνο στην ιατρική και τη δημόσια διοίκηση οι γυναίκες είχαν καταφέρει να καθιερωθούν σε σημαντικό βαθμό και βέβαια η συμμετοχή αφορούσε κατά κύριο λόγο τις γυναίκες της αστικής τάξης. Οι γυναίκες γιατροί έφταναν τις 3.500. Οι πιέσεις και οι προκαταλήψεις που έπρεπε να ξεπεράσουν οι γυναίκες για να ακολουθήσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία αποδεικνύονταν ισχυρές και επίμονες. Η πιο συχνή πηγή εισοδήματος για τις γυναίκες με ανώτερη μόρφωση παρέμενε η διδασκαλία. Ο αριθμός των γυναικών δασκάλων αυξήθηκε αργά αλλά σταθερά, φτάνοντας τις 100.000 περίπου το 1925. Οι θέσεις αυτές όμως αφορούσαν εργαζόμενες με μικρότερες αμοιβές σε σύγκριση με τους άντρες. Οι γυναίκες θεωρούνταν κατάλληλες για την εκπαίδευση των μικρών παιδιών και των κοριτσιών, ενώ οι άντρες δίδασκαν τα αγόρια. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία αποτελούσαν οι 130.000 νοσοκόμες.9
Ο αριθμός των γυναικών με εργασία και ασφάλιση αυξήθηκε κατά 20% από το καλοκαίρι του 1925 έως το καλοκαίρι του 1929. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 οδήγησε σε απότομη και βίαιη ανακοπή της τάσης αύξησης της απασχόλησης των γυναικών, επέδρασε καθοριστικά στην τάση απομάκρυνσης των γυναικών από την παραγωγή, στις απόψεις και αντιλήψεις που τη συνόδευσαν. Υπολογίζεται πως η εργασία των γυναικών κατέγραψε πτώση της τάξης του 12% από το 1925 έως το 193310, ενώ οι πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος στα 1933 και 1934 ενίσχυσαν την τάση αυτή.
Το μέγεθος των οικογενειών μειωνόταν με ταχύτατο ρυθμό. Κατά τη δεκαετία του 1920 η τάση για τη δημιουργία μικρότερων οικογενειών είχε γίνει κυρίαρχη στον αστικό πληθυσμό και μέχρι το 1933 το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού σε κάθε γερμανική πόλη είχε πέσει κάτω από τα 4 άτομα.11 Για παράδειγμα, στο Βερολίνο σημειώνεται ο χαμηλότερος δείκτης γεννήσεων σε σύγκριση με κάθε άλλη πόλη στον κόσμο: Το 1933 το 35% όλων των παντρεμένων ζευγαριών δεν είχαν παιδιά, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο.12 Την ίδια χρονιά υπολογίζεται πως το μισό του πληθυσμού ζούσε σε μικρά νοικοκυριά που αποτελούνταν από 1 έως 4 μέλη, ενώ το 1910 τα νοικοκυριά αυτά αναλογούσαν στο 1/3 του πληθυσμού.13
Τα στατιστικά αυτά στοιχεία υποδηλώνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που σηματοδότησαν σημαντική μεταβολή στη ζωή των γυναικών. Οι όποιες αλλαγές δεν αποτυπώθηκαν ωστόσο στο οικογενειακό δίκαιο, το οποίο παρέμενε χωρίς αλλαγή από το 1920 και εκχωρούσε στο σύζυγο σχεδόν αποκλειστικά δικαιώματα πάνω στην περιουσία της συζύγου και στα παιδιά.
Ο χαρακτηριστικός κύκλος ζωής των γυναικών, με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά που ξεκινούσε από μικρή ηλικία, τερματιζόταν με το γάμο και τις επαναλαμβανόμενες εγκυμοσύνες και κατέληγε συχνά σε πρόωρο θάνατο, είχε περιοριστεί σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και τομείς της οικονομικής ζωής, κυρίως στην αγροτική παραγωγή, που βρίσκονταν μεν σε πορεία συρρίκνωσης, είχε δε σχετικά μεγάλες ακόμα διαστάσεις.14
Η πτώση του δείκτη των γεννήσεων έγινε αφορμή για ιδεολογική επίθεση από μια σειρά πολιτικές δυνάμεις, με αιχμή την υποτιθέμενη επικείμενη δημογραφική καταστροφή. Τα βασικά σημεία των αντιλήψεων αυτών δεν ανήκαν αποκλειστικά στους Ναζί, αλλά φορείς τους ήταν και άλλα συντηρητικά κόμματα, όπως το Κόμμα του Κέντρου, αλλά και η Καθολική εκκλησία. Οι αντιλήψεις και η συγκεκριμένη ιδεολογική επίθεση βρίσκονταν σε αντιστοιχία με μια σειρά πολιτικές επιλογές, πριν ακόμα από την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών. Π.χ. ο καγκελάριος Μπρούνινγκ, προερχόμενος από το Κόμμα του Κέντρου, είχε εισάγει το 1930 υψηλότερη φορολογία για τους άγαμους. Επίσης, οι κυβερνήσεις των Μπρούνινγκ και Φον Πάπεν είχαν προχωρήσει σε μειώσεις του αριθμού των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων το 1931 και 1932.
Το 1933, όταν η διακυβέρνηση της Γερμανίας πέρασε στα χέρια του ναζιστικού κόμματος, η περίοδος της σχετικής προόδου όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή έχει ήδη τερματιστεί. Η οικονομική κρίση του 1929 είχε ήδη σηματοδοτήσει μια αντίστροφη πορεία, με την αποβολή των γυναικών από την παραγωγική διαδικασία. Παράλληλα είχαν εμφανιστεί και σε ένα βαθμό διαδοθεί οι αντιδραστικές αντιλήψεις πως η γυναικεία εργασία ευθύνεται για τη διογκούμενη ανεργία. Είχαν ήδη εκδηλωθεί, στο γενικό τουλάχιστον περίγραμμά τους, οι απόψεις που υποστήριζαν από τη μια την ανάγκη να απομακρυνθούν οι γυναίκες από τις θέσεις εργασίας σε όφελος των ανδρών και τόνιζαν από την άλλη την «ευθύνη» και το «καθήκον» του γυναικείου φύλου όσον αφορά την αναπαραγωγή της «γερμανικής φυλής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου