Ένα αφιέρωμα στην ΓΥΑΡΟΣ `Η ΓΙΟΥΡΑ, φόρο
τιμής στα μαρτύρια και τη θυσία χιλιάδων κομμουνιστών, φίλων του ΚΚΕ, μελών και
στελεχών της ΕΑΜικής Αντίστασης και άλλων αγωνιστών, παρουσιάζει ελάχιστα
αποσπάσματα από το βιβλίο «Γιούρα το θανατονήσι», γραμμένα από τους
ίδιους τους εξόριστους της πρώτης περιόδου
Χωρίς τέλος τα βασανιστήρια
Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι κρατούμενοι στη Γιούρα όπου μεταφέρθηκαν απ' όλες τις φυλακές της χώρας είναι πρωτοφανείς. Ιδού πώς περιγράφουν την κατάσταση οι ίδιοι οι κρατούμενοι - όπως την παρουσιάζει ο Νίκος Κυριακίδης, μέλος της ΚΕΟΕ του ΚΚΕ και πολιτικός κρατούμενος στη Γιούρα ο ίδιος:
Από τις πρώτες μέρες της Γιούρας (Ιούλης - Οχτώβρης 1947), κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι η ωμή βία. Βασανιστήρια φριχτά. Κτηνωδία. Φρίκη. Μπορούμε να πούμε πως (στην αρχή) η τρομοκρατία είναι «ανοργάνωτη» ακόμη. Λείπει ένα πρόγραμμα μελετημένης εξόντωσης. Γι' αυτό το βασικό είναι το απροσχημάτιστο, συνεχές, τρομερό ξύλο, σε κάθε στιγμή. Η άμεση κτηνώδης βία. Η πολιτική του «όποιον πάρει ο χάρος» ή του «δε σας έχουμε μετρημένους». Ολη αυτή η τακτική εκφράζεται στα λόγια του Παπαδημητρόπουλου (πρώτου διευθυντή του στρατοπέδου): «Θα φτάνει η καρδιά σας στους 3 παλμούς. Τότε θα σας στέλνω στη Σύρα, όχι για να θεραπευτείτε, αλλά για να πεθάνετε στο δρόμο». Στην πρώτη γραμμή της κτηνωδίας είναι η καινούρια άφιξη κρατουμένων. Η «υποδοχή». Πρέπει να 'ναι τρομερή η υποδοχή, απρόβλεπτη, να ξεπερνά κάθε προετοιμασία του καινουριοφερμένου. «Από μας εξαρτάται αν θα τους πάρουμε τον αέρα μια για "πάντα"», καθοδηγούσε ο Παπαδημητρόπουλος. Κι έστελνε τους φύλακές του για τις «επιχειρήσεις».
Η υποδοχή
Τ' αρματαγωγά, τα καράβια, τα καΐκια άδειαζαν καθημερινά το ανθρώπινο φορτίο τους. Τι είχαν υποφέρει οι άνθρωποι αυτοί πριν πεταχτούν στη Γιούρα, είναι γνωστό: Παρανομία, σύλληψη, Ασφάλειες, δίκες, φυλακές. Αλυσίδα από αμέτρητα βασανιστήρια. Και ξαφνικά, αρπάζονται από τον τόπο τους, χωρίς να δουν κανένα συγγενή ν' αποχαιρετίσουν, χωρίς να πάρουν καμιά ενίσχυση - για τη Γιούρα. Η Γιούρα ήταν ακόμα κάτι άγνωστο. Λίγοι ξέραν τ' όνομά της. Ολοι όμως, με την πείρα χρόνων φυλακής και καταπίεσης, μπορούσαν να φανταστούν τι σήμαινε Γιούρα: Καινούρια βάσανα. Σφίγγαν τα δόντια. Ηταν αγωνιστές της λευτεριάς και ξέραν την τύχη τους, σαν πέφταν στα νύχια του φασισμού. Ετοιμαζόντουσαν και περίμεναν τη Γιούρα...
«Εντυπώσεις» σπάνια μπορούσε να πάρει ο νεοφτασμένος: Δεν πρόφταινε ν' αντιληφθεί πότε έφτασε, πότε εγκατέλειψε το πλοίο, πώς βρέθηκε πάνω στα βράχια: Οι χωροφύλακες της συνοδείας τον πέταγαν με κλοτσιές έξω. Πριν συνέλθει, δεχόταν το πρώτο ρόπαλο στο κεφάλι, στο σώμα του. Μετά κλοτσιές. Φωνές γύρω του ανάκατες, έξαλλες και φωνές πόνου. Βρισιές κι αναστεναγμοί. Νιώθει το αίμα να κυλά απ' τη μύτη, το στόμα. Ανοίγει μια στιγμούλα τα μάτια και βλέπει τους συναδέλφους του ριγμένους στο χώμα - αίμα - πόσο αίμα!.. Αλλοι να τρέχουν αλλόφρονες. Φύλακες, χωροφύλακες, αξιωματικοί. Δέρνουν, δέρνουν...
Η «υποδοχή» κράταγε ώρες. Οταν «κόπαζε» το μαρτύριο, μέτραγες. Κι ήταν τ' αποτελέσματα τραγικά, κάτι σα να είχε γίνει μάχη ή μεγάλο δυστύχημα: Σπασμένα κεφάλια, χέρια, πλευρά. Ματωμένα τα σώματα.
Το «Πειθαρχείο»
Το «Πειθαρχείο» πάντα στη Γιούρα ήταν κάτι το τρομερό. Την εποχή εκείνη ήταν κάτι αφάνταστο: Μια χτιστή σπηλιά, μες στη βαθύτερη χαράδρα της Γιούρας. Κρύο και λάσπη - αέρας βρώμικος. Δεσμοφύλακες ο Σουπιώνης - όχι μόνος του όμως: Τον βοηθούσαν όσοι είχαν κέφι, όσοι δεν ικανοποιήθηκαν μ' ό,τι έκαναν πριν λίγη ώρα. Τα βασανιστήρια φριχτά. Φάλαγγα, ξεγύμνωμα, περίχυμα με βρώμικα νερά, δέσιμο με σύρμα (αγκαθωτό πολλές φορές), πάτημα (χορός) στην κοιλιά, βούρδουλας. Οταν τέλειωνες, δέσιμο στη συκιά, την ξακουσμένη συκιά της Γιούρας: Να κρέμεσαι ώρες, γυμνός, πεθαμένος... Οι οιμωγές, οι φωνές ήταν τόσο δραματικές κάθε φορά, που όλο το στρατόπεδο σιγούσε. Τα βασανιστήρια σταματούσαν, όταν οι δήμιοι κουράζονταν.
Στη Γιούρα όμως, την εποχή εκείνη, ήταν αδύνατο να «ησυχάσει» άνθρωπος: Πρώτα οι σκηνές: Κουρελιασμένες. Σκαμμένες στη γη, μισό μ' ένα μέτρο, τάφος σωστός. Υγρές όσο δεν παίρνει - η θάλασσα ήταν δυο βήματα. Μύριζαν μούχλα, ήταν βρώμικες. Ο συνωστισμός φριχτός. Σ' ένα χώρο 4X4 16-18 άνθρωποι. Πώς να χωρέσουν - ούτε 45 πόντους χώρο ο καθένας. Και δίπλα σου να 'ναι ανάπηρος, μ' ένα πόδι ή πληγιασμένος ή άρρωστος. Η βουή έξω ατέλειωτη: Δίναν το συσσίτιο, μια ουρά 300-400 μέτρα και περισσότερο. Ενας - ένας. Προσοχή. Πού να κινηθεί κανένας - πού να μιλήσει με τον κοντινό του. Οι δήμιοι δίπλα, έτοιμοι: Η μαγκούρα ανεβοκατεβαίνει.
Αλλοι δήμιοι έχουν μπλοκάρει στις σκηνές. Δεν επιτρέπεται σε κανένα να μείνει στη σκηνή του την ώρα του συσσιτίου, θέλει να 'ναι άρρωστος, θέλει να 'ναι ετοιμοθάνατος. Το μπλοκάρισμα αυτό είναι απ' τα πιο ευχάριστα «παιχνίδια» των φυλακών. Δέρνουν αλύπητα το θύμα τους, το σέρνουν έξω, το τσαλαπατούν και το στέλνουν για την ουρά για να παν γι' άλλο. Ωρα πολλή θέλεις για να πάρεις το συσσίτιο. Οι τελευταίοι κάνουν μια ώρα και περισσότερο. Πολλές φορές δεν προφταίνεις καν να το πάρεις. Είτε τελειώνει, είτε, πιο συνηθισμένο, σ' αρπάζουν οι φύλακες και σε στέλνουν αγγαρεία. Η ουρά στο συσσίτιο είναι η καλύτερη παγάνα - είναι όλοι μαζεμένοι και μπλοκαρισμένοι...
Το συσσίτιο
Τι να πρωτοπείς για το «συσσίτιο». Κάτι φριχτό: Φασόλια μαυρομάτικα, άβραστα, βρωμερά και ...μετρημένα. Κουκιά με τα μαμούνια. Καμιά σαρδέλα παστή σάπια - αηδία. Ενα απαίσιο νεροζούμι, θαλασσοζούμι μάλλον, γιατί και το νερό είναι αλμυρό. Λάδι - σταγόνα. Λένε ότι στη Γιούρα δεν προβλέπει λάδι το υπουργείο! Το κλέβουν φύλακες, μάγειροι, τσακάλια...
Το βράδυ, μόλις σε παίρνει ο ύπνος, θόρυβος, κακό. Πήρε ο αέρας τη σκηνή. `Η σκίστηκε η σκηνή. `Η μέθυσαν οι φύλακες και κάνουν καψώνι. Ο ύπνος είναι εφιαλτικός: Κοιμάσαι σ' ένα πλευρό, θες να γυρίσεις - σ' εμποδίζει ο διπλανός που 'ναι στο αντίθετο πλευρό. Να τον ξυπνήσεις, είναι κακό. Περιμένεις να γυρίσει, ξαγρυπνάς. Πού να χορτάσεις ύπνο; Πριν φέξει, χτυπά το εγερτήριο... Πρέπει σε δυο λεφτά να ετοιμαστείς. Αρχίζει το δράμα της μέρας, τ' ατέλειωτα μαρτύρια - ως τη νύχτα. Στ' αποχωρητήριο (16 θέσεις όλο - όλο), τεράστια ουρά. Πολλή ώρα χρειάζεται να περιμένεις. Βιάζεσαι όμως. Οπου να 'ναι, θα σαλπίσει για τσάι και πρέπει να 'σαι στη γραμμή. Οι φύλακες μπλοκάρουν. Σφυρίχτρες, ξύλο, ουρλιαχτά. Το τρέξιμο αρχίζει - μαντρώνεσαι στο τσάι. Είσαι πια στη διάθεσή τους: Χίλιοι για πέτρα. Πεντακόσιοι στα τρόφιμα. Αλλοι πεντακόσιοι για σκάψιμο. Η δουλιά αρχίζει για να μην τελειώσει ποτέ. Καθημερινή, ασταμάτητη, βασανιστική η δουλιά - η αγγαρεία όπως τη λεν. Χωρίς κανένα σκοπό, να σκάβεις για να σκάβεις. Να κουβαλάς πέτρα και να τη ρίχνεις στη θάλασσα.
Τα μελτέμια φυσάν δυνατά και κατεβάζουν σύννεφα τη σκόνη. Κάτι αφάνταστο είναι η σκόνη. Παχιά, πηχτή, γεμίζει το στόμα και τα πλεμόνια. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι - είναι καλοκαίρι με όλη την κάψα του. Σκόνη κι ιδρώτας κάνουν ένα στρώμα από λάσπη πάνω στο κορμί. Είναι η κούραση, είναι η αγωνία, είναι η πείνα (το τσάι σου χύθηκε). Πού να τολμήσεις, όμως, να σταματήσεις τη δουλιά; Θηρίο ο φύλακας από πάνω με το ζαχαροκάλαμο, το βούρδουλα. Βλέπεις δίπλα σου, το γείτονά σου να πέφτει λιπόθυμος, τρέχεις να τον βοηθήσεις - τι βοήθεια; Ορμούν οι φύλακες δέρνουν το λιπόθυμο - δέρνουν εσένα, θα 'ναι τύχη να μη σε τραβήξουν για τη χαράδρα, τη συκιά.
Σφίγγεις τα δόντια - υπομονή, θα 'ρθει το μεσημέρι. Νερό σταγόνα - πεθαίνεις από δίψα - ούτε τολμάς να σκεφτείς, να πεταχτείς ως το πηγάδι. Ας είναι και θάλασσα. Το μεσημέρι έρχεται: Δε φέρνει την ξεκούραση που λαχταράς. Να πλυθείς αποκλείεται - πού νερό, ούτε για τα χέρια. Τρέχεις στο συσσίτιο - ουρά. Καίει ο ήλιος, πού να τολμήσεις να βάλεις ένα μαντίλι, ένα πιάτο στο κεφάλι - το φρεσκοκουρεμένο (κάθε 10 μέρες με την ψιλή μηχανή). Προσοχή, ακινησία - σου 'ρχεται ζαλάδα. Παίρνεις το «φαγητό». Ψωμί δεν έχει σήμερα - τρίτη μέρα, το μελτέμι δεν άφησε το καΐκι να πλησιάσει.
Αύριο: Ο Γολγοθάς των κρατουμένων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου