Ανακοινώνεται, 12/10/1953, από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και ΗΠΑ η συμφωνία για την εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.
«Εις εκπλήρωσιν των εκ του άρθρου 3 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού απορρεουσών υποχρεώσεών των, η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος με την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέγραψαν σήμερον μίαν Διμερήν Συμφωνίαν, παρέχουσα εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσιν και χρησιμοποιήσωσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ορισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι. Η συμφωνία έχει ως προορισμόν, διευκολυνομένης της ολοκληρώσεως της αμύνης της Ελλάδος, της αναπτυχθείσης κατά τα τελευταία πέντε έτη με την αμερικανικήν βοήθειαν, εντός του αμυντικού συστήματος του ΝΑΤΟ, να ενισχύση την ασφάλειαν της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού και να διαφυλάξη την διεθνήν ειρήνην και ασφάλειαν. Η κοινή προσπάθεια των δύο χωρών όπως βελτιωθή και ενισχυθή η συλλογική ικανότης προς αντίστασιν εναντίον ενόπλου επιθέσεως αντικατοπτρίζει το επικρατούν πνεύμα συνεργασίας και τους δεσμούς φιλίας ήτις υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών».
Και μ' αυτή τη συμφωνία το αντιδραστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς της άρχουσας τάξης της Ελλάδας ενίσχυε τη συμμαχική στήριξη της εξουσίας του, από το βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, το τρίτο κατά σειρά μετά το δόγμα Τρούμαν (12/3/1947) και τα επακόλουθά του, αλλά και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ (18/2/1952). Επρόκειτο για τη συμφωνία, βάσει της οποίας εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τι είχε προηγηθεί; Στις 24 του Φλεβάρη 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ ενημέρωνε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζ. Μάρσαλ, ότι η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση και το θρόνο. Ετσι, σχετικά με αυτήν τη στήριξη του καθεστώτος στην Ελλάδα, τη σκυτάλη έπαιρναν οι Αμερικανοί.
Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Πρόεδρος Τρούμαν εξάγγελνε το «δόγμα» του - το δόγμα της αμερικανικής εμπλοκής στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Δεν πρόκειται για τέλειες Δημοκρατίες - εξηγούσε στο Κογκρέσο - αλλά η στρατηγική τους σημασία είναι τεράστια, αποτελούν τις πύλες για τη Μαύρη Θάλασσα και την καρδιά της ΕΣΣΔ. Το Μάρτη εκείνου του χρόνου εγκρίθηκαν τα πρώτα κονδύλια αμερικανικής «βοήθειας» για την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνη, υπογράφηκε η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία.
Επομένως, την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, αλλά και την εγκατάσταση των αμερικάνικων βάσεων στη χώρα μας δεν πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε μόνο από τη σκοπιά της ενίσχυσης του αστικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος και της εξουσίας του σε μια εποχή που η αστική εξουσία κινδύνεψε από την τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού στην πιο ανώτερη μορφή ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη, το λαό, τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και από τη σκοπιά της διεθνούς διάστασης της ταξικής πάλης, ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλισμό. Ας το παρακολουθήσουμε.
Η ίδρυση του ΝΑΤΟ
Στις 4 Απρίλη 1949, στην αίθουσα τελετών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον, οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization), ΝΑΤΟ. Η εκδήλωση έβαλε τη σφραγίδα επισημοποίησης του οργανισμού που προετοιμαζόταν μερικά χρόνια πριν, πριν ακόμη το τέλος του πολέμου. Τον Αύγουστο του 1945, αν και ο πόλεμος ουσιαστικά έχει τελειώσει (ήδη στις 9 του Μάη είχε υπογραφεί η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, ενώ και η Ιαπωνία ετοιμαζόταν να υπογράψει ανάλογη συνθήκη), οι Αμερικανοί προπαγανδίζοντας την αναγκαιότητα να δοθεί «η χαριστική βολή» στην Ιαπωνία, δοκιμάζουν την ατομική βόμβα όχι σε στρατιωτικούς στόχους, αλλά στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Το γεγονός και μόνον ότι ήδη η Ιαπωνία είχε ήδη ηττηθεί, αλλά και ότι οι δύο ατομικές βόμβες δεν έπεσαν σε στρατιωτικούς στόχους, έκανε φανερό ότι άλλος ήταν ο σκοπός που οι ΗΠΑ έριξαν τις βόμβες. Αντικειμενικά, η πορεία διαμόρφωσης του μεταπολεμικού κόσμου ήταν αντικείμενο οξύτατης διαπάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Και εκφραζόταν και πριν την έναρξη του πολέμου και στη διάρκειά του. Κανείς δε διαφωνεί ότι η προετοιμασία της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας για πόλεμο στηρίχτηκε στα κεφάλαια των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών (Αγγλίας, ΗΠΑ, Γαλλίας), των αντιπάλων της στον πόλεμο, με στόχο την επίθεση στην ΕΣΣΔ και την καταστροφή του πρώτου στον κόσμο σοσιαλιστικού κράτους και το μοίρασμά του, όπως και το ξαναμοίρασμα άλλων εδαφών, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη. Αλλά η Γερμανία έκανε πόλεμο πρώτα ενάντια στα αντίπαλα σ' αυτήν ιμπεριαλιστικά κράτη στην Ευρώπη.
Η διαμόρφωση του αντιχιτλερικού συνασπισμού (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Αγγλία), μετά την επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, ήταν ένας προσωρινός συμβιβασμός των ιμπεριαλιστικών αυτών κρατών με το σοσιαλισμό, αλλά το ζήτημα της διαμόρφωσης και της εξέλιξης του μεταπολεμικού κόσμου ήταν αντικείμενο διαπάλης και εντός του αντιχιτλερικού συνασπισμού. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο προσωρινός συμβιβασμός δεν καταργούσε την παντοτινή εχθρότητα ανάμεσα στα δυο συστήματα. Αυτή υπάρχει, είναι αντικειμενική.
Ομως, ο μεταπολεμικός κόσμος αλλάζει ραγδαία και η νίκη των λαών συνοδεύεται με χτυπήματα στον ίδιο τον ιμπεριαλισμό. Η ΕΣΣΔ, σηκώνοντας το κύριο βάρος του πολέμου, γίνεται για τους λαούς «σύμβολο» που οδηγεί την πάλη τους, αλλά και δύναμη που τους ωθεί σε αυτό που η ίδια οικοδομεί, το σοσιαλισμό. Σύμβολο και υλική δύναμη της πάλης των λαών είναι ο σοσιαλισμός. Ο ιμπεριαλισμός αισθάνεται τις αλλαγές, προβλέπει το μέλλον και συνειδητοποιεί ότι του λιγοστεύει το οξυγόνο. Αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων εις βάρος του. Το πεδίο στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο, γίνεται εύφορο για να καρποφορήσουν οι ιδέες που κυοφορούν τη νέα κοινωνία. Οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν να φράξουν το δρόμο που μπορεί να οδηγήσει το ιμπεριαλιστικό σύστημα στο θάνατο. Με την αποτρόπαια πράξη της ρίψης των ατομικών βομβών, θέλησαν να επιβάλουν την ιμπεριαλιστική παγκόσμια κυριαρχία και κυρίως τη δική τους ηγεμονία, σώζοντας ό,τι απέμενε από το σάπιο σύστημά τους στον πλανήτη. Πραγματικός σκοπός ήταν να τρομοκρατήσουν την ΕΣΣΔ, τη νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τον αγώνα του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες για κοινωνική απελευθέρωση, ουσιαστικά να σταματήσουν την ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης προς τα μπρος και, αν μπορούσαν, να την «αντιστρέψουν». Σχετικά μ' αυτό, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μιλώντας στις 31 Μάρτη 1949 στη Βοστόνη, ανέφερε τα εξής: «Είναι βέβαιον ότι η Ευρώπη θα είχε κομμουνιστικοποιηθεί... εάν δεν ευρίσκετο η ατομική βόμβα εις τας χείρας των Ηνωμένων Πολιτειών».
Στις 5 Μάρτη 1946, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, παρουσία του Χάρι Τρούμαν, μιλώντας στο Φούλτον του Μιζούρι των ΗΠΑ, σημείωνε ανάμεσα στα άλλα: «Από το Στεττίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει απλωθεί κατά μήκος της ηπείρου (...). Η απειλή μιας νίκης της τυραννίας βαραίνει πάνω στη στέγη κάθε σπιτιού, πάνω στο κεφάλι κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Η πείρα μου από τον πόλεμο μου έδειξε ότι οι Ρώσοι δε σέβονται παρά μόνο τη βία (...). Η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούν τη μόνη οδό των ελευθεριών μας (...). Μαζί, αδελφικά ενωμένοι θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος...». Ο Τσόρτσιλ διατυπώνει ουσιαστικά πρόταση για μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία του καπιταλιστικού κόσμου και ειδικότερα της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ.
Το Μάρτη του 1947, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν θα διακηρύξει στο Κογκρέσο το πολιτικό και στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ, που θα μείνει στην ιστορία με το όνομά του, όπου ανάμεσα στ' άλλα έδωσε το στίγμα των σκοπών του «δόγματός του» ως εξής: «Δε θα έχωμεν αντιληφθεί τους αντικειμενικούς μας σκοπούς εάν δε θελήσωμεν να βοηθήσωμεν τους ελεύθερους λαούς όπως διατηρήσουν τους ελεύθερους θεσμούς των και την εθνικήν των ακεραιότητα εναντίον των επιθετικών κινημάτων τα οποία ζητούν να επιβάλουν επ' αυτών ολοκληρωτικά καθεστώτα... Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (σ.σ. έτσι χαρακτηρίζει την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες) επιβαλλόμενα επί ελευθέρων λαών δι' αμέσου ή εμμέσου επιθέσεως υπονομεύουν τας βάσεις της διεθνούς ειρήνης, άρα και την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».
Για τη σημασία αυτού του δόγματος, ο Henry Kissinger γράφει: «Αν οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν μελετήσει περισσότερο την αμερικανική ιστορία, θα καταλάβαιναν πόσο κίνδυνο έκρυβαν τα λόγια του προέδρου. Το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε ένα ορόσημο επειδή, από τη στιγμή που πέταξε η Αμερική το γάντι της ηθικής, το είδος της Realpolitik που γνώριζε τόσο καλά ο Στάλιν, θα τελείωνε για πάντα και οι διαπραγματεύσεις για αμοιβαίες παραχωρήσεις δε θα είχαν πλέον καμιά θέση στις μεταξύ τους σχέσεις. Από εδώ και πέρα, οι διαφορές μπορούσαν να λυθούν μόνο με μια αλλαγή των σοβιετικών σκοπών, την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος ή και με τα δύο μαζί». Αλλά τόσο το Δόγμα Τρούμαν αφ' ενός δεν αρκούσε, για την επίτευξη των «αντικειμενικών σκοπών των ΗΠΑ, αφ' ετέρου η υπόθεση που αναλάμβαναν οι ΗΠΑ δεν ήταν μόνο δική τους, αλλά ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου. Για να προχωρήσει, λοιπόν, όσο γινόταν πιο αποτελεσματικά, απαιτούσε ένα συνδυασμό της ενωμένης δράσης των ιμπεριαλιστικών κρατών με την πρόσδεση «χιλίων νημάτων» σε αυτή τη δράση και άλλων καπιταλιστικών κρατών. Η ιδέα συγκρότησης μιας στρατιωτικοπολιτικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας ωρίμαζε ακόμη πριν το τέλος του πολέμου, αλλά τώρα είχε ήδη μπει σε τροχιά υλοποίησής της. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και το «Σχέδιο Μάρσαλ».
Στις 5 Ιούνη 1947, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ, μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ανακοίνωσε ένα οικονομικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ, με το πρόσχημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμησή τους από τον πόλεμο, άνοιγαν το δρόμο της παρέμβασής τους στην Ευρώπη. Ο σκοπός διπλός: Από τη μια, η διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στην καπιταλιστική Ευρώπη, από την άλλη, η αποτροπή ενδυνάμωσης των επαναστατικών εργατικών κινημάτων με δεδομένο ότι και η αστική εξουσία δεν ήταν εντελώς εδραιωμένη και ισχυρή αμέσως μετά τον πόλεμο. Ετσι, από κοινωνικοπολιτική άποψη, το «Σχέδιο Μάρσαλ» αποσκοπούσε, σε συνδυασμό με την εξαγωγή αμερικανικών κεφαλαίων, να εμποδίσει με οικονομικούς όρους το ξέσπασμα μιας επαναστατικής κρίσης στην Ευρώπη και να φράξει το δρόμο σε εξελίξεις που θα έθεταν σε περιπέτειες το καπιταλιστικό σύστημα. «Η παγκόσμιος κατάστασις είναι πολύ σοβαρά», είπε στην εν λόγω ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ο στρατηγός Μάρσαλ και πρόσθεσε: «Ο πόλεμος έχει προκαλέσει τοιαύτης εκτάσεως καταστροφάς, ώστε αι σημεριναί ανάγκαι της Ευρώπης είναι πολύ μεγαλύτεραι από τας οικονομικάς της δυνατότητας. Είναι ανάγκη να αντιμετωπίσωμεν μίαν βοήθειαν συμπληρωματικήν, μίαν βοήθειαν ήτις να είναι δωρεά και συγχρόνως να είναι πολύ σημαντική, άλλως κινδυνεύομεν να υποστώμεν πολύ σοβαράς κοινωνικάς, οικονομικάς και πολιτικάς συνεπείας».
Ο Τρούμαν έλεγε για τη σχέση του «Δόγματος Τρούμαν» και του «Σχεδίου Μάρσαλ»: «Το εν και το άλλο αποτελούν τα δύο ημίσεα του ιδίου καρυδιού».
Το 1948 έγινε η πιο σημαντική κίνηση συγκρότησης συνασπισμού στην Ευρώπη πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Στις 4 Μάρτη 1948 - ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία που είχε εκδηλωθεί το Γενάρη του ιδίου έτους - συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για να συζητήσουν τους όρους σύναψης συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Στις 17 Μάρτη 1948 υπογράφηκε τελικά η Συνθήκη των Βρυξελλών, με την οποία συγκροτήθηκε η «Δυτική Ενωση» των 5 προαναφερόμενων κρατών. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δε θα άφηναν τις εξελίξεις στην Ευρώπη χωρίς τη δική τους παρουσία.
Στις 4 Απρίλη 1949, με την υπογραφή του Συμφώνου του Βορείου Ατλαντικού, ιδρύθηκε ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization), ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν φρόντισε, με το λόγο του, να στείλει μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση για τη σημασία αυτού του Συμφώνου και για το ρόλο που θα έπαιζε μελλοντικά. Αναφερόμενος, ανάμεσα στα άλλα, στην επιρροή του Συμφώνου, σημείωσε ότι «δε θα γίνει μόνο αισθητή εις την περιοχήν την οποία καλύπτει αλλ' εις ολόκληρον τον κόσμον». Και έδωσε ένα παράδειγμα ως προς αυτό: «Με την εξουσιοδότησίν μου - είπε - και κατόπιν οδηγιών μου το υπουργείον Εξωτερικών απεσαφήνισε προσφάτως ότι η προσχώρησις των Ηνωμένων Πολιτειών εις το Σύμφωνον αυτό δε σημαίνει κατ' ανάγκην την χαλάρωσιν του αμερικανικού ενδιαφέροντος διά την ασφάλειαν και ευημερίαν άλλων περιοχών, ως η Εγγύς Ανατολή».
Σχετικά με την αναγκαιότητα, το ρόλο και την αποστολή του ΝΑΤΟ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μιλώντας στις 31 Μάρτη 1949 στη Βοστόνη, σχετικά με την ΕΣΣΔ αναφερόμενος στην ηγεσία της, τους «14 άνδρες του Κρεμλίνου», όπως τους αποκάλεσε, είπε: «Η επιβίωσίς των και ουχί εκείνη της Ρωσίας είναι η ρίζα και η αφορμή, ως και η μοναδική εξήγησις της απαισίας και κακοποιού πολιτικής των... Αντιμετωπίζομεν πράγματι τη στιγμήν αυτήν κάτι πολύ χειρότερον και μεγαλύτερον εκείνου το οποίον αντιμετωπίσαμεν εν τω προσώπω του Χίτλερ. Εκείνος είχε να εκμεταλλευθεί μόνον την αλαζονείαν του "λαού των κυρίων" και το αντισημιτικόν του μίσος. Οι 14 όμως αυτοί άνδρες εις το Κρεμλίνον έχουν την ιεραρχίαν των και εν είδος θρησκείας, της οποίας οι ιεραπόστολοι ευρίσκονται εις κάθε χώραν (σ.σ. εννοεί την κομμουνιστική ιδεολογία και τα κομμουνιστικά κόμματα) ως πέμπτη φάλαγξ, αναμένοντες την ημέραν καθ' ην, ως ελπίζουν, θα είναι οι απόλυτοι κύριοι των συμπατριωτών των και θα εξοφλήσουν παλαιούς λογαριασμούς. Εχουν την αθεϊστικήν θρησκείαν των και το κομμουνιστικόν δόγμα των, της πλήρους υποταγής του ατόμου εις το κράτος. Οπισθεν τούτου ίσταται ο μεγαλύτερος στρατός εν τω κόσμω...». Τέλος, κάνοντας αναφορά στην κατάσταση που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ο καπιταλιστικός κόσμος, ο Τσόρτσιλ τόνισε: «Εχομεν ως κυριαρχούντα γεγονότα το περίφημον Σχέδιον Μάρσαλ υπέρ μιας νέας ενότητος της Δυτικής Ευρώπης και τη στιγμήν αύτην το Ατλαντικόν Σύμφωνον (...). Υπό την πίεσιν του κομμουνισμού όλα τα ελεύθερα έθνη συνεσπειρώθησαν όσον ουδέποτε άλλοτε εις εν σύνολον (...). Ας προχωρήσωμεν ομού εις την εκπλήρωσιν της αποστολής μας και του καθήκοντός μας, φοβούμενοι τον θεόν και ουδέν άλλο»10.
Η ένταξη της Ελλάδας
Το Φλεβάρη του 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου κάνει ένα ακόμη μεγάλο βήμα, το δεύτερο για την ενίσχυση της συμμαχίας του αντιδραστικού ελληνικού καθεστώτος με τους ιμπεριαλιστές. Η ελληνική Βουλή κυρώνει νόμο με τον οποίο η χώρα μπαίνει στο NATO. Καταψηφίζουν οι βουλευτές της ΕΔΑ, ενώ ήδη το ΚΚΕ από την πολιτική προσφυγιά καταγγέλλει τα πολεμοκάπηλα σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τη συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου σ' αυτά. Ταυτόχρονα, γίνεται και η ένταξη της Τουρκίας σ' αυτό τον ιμπεριαλιστικό στρατιωτικοπολιτικό συνασπισμό.
Αρχικά το συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας στην Οττάβα του Καναδά, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1951, αποφάσισε να δεχτεί την είσοδο των δύο χωρών. Στη συνέχεια, στο διάστημα 17-22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, υπογράφηκε στο Λονδίνο το πρωτόκολλο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για την προσχώρηση των δύο χωρών στη συμμαχία. Τέλος, η διαδικασία της προσχώρησης ολοκληρώθηκε με την έγκριση των σχετικών αποφάσεων της Συμμαχίας, τόσο από τα Κοινοβούλια των χωρών - μελών της, όσο και από τα Κοινοβούλια των δύο ενδιαφερόμενων χωρών.
Το τι σήμαινε για τις ΗΠΑ η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το ομολόγησε, χωρίς περιστροφές, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον, μιλώντας εκείνο το χρονικό διάστημα στην αμερικανική Γερουσία: «Η εισδοχή των δύο χωρών δε θα συντελέσει μόνο εις την ενίσχυσην της ιδικής των ασφαλείας, αλλά και των άλλων χωρών του συμφώνου, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας. Αρκεί να ρίξωμεν ένα βλέμμα - συνέχισε ο Ατσεσον - εις τον χάρτην, διά να ειδώμεν ποία είναι η στρατηγική σημασία των δύο χωρών διά την δυτικήν άμυναν: φρουρούν τας ανατολικάς προσβάσεις προς την Μεσόγειον, περιλαμβανομένων και των στενών της Ιταλίας, από την Μαύρην Θάλασσαν προς την Κεντρικήν Μεσόγειον. Επιπλέον, η Τουρκία πλευροκοπεί τας χερσαίας οδούς, αι οποίαι άγουν από την Ρωσίαν προς τας πλούσιας πετρελαιοπηγάς της Μέσης Ανατολής. Είναι δε γνωστή η απόφασις της Ελλάδας και της Τουρκίας να διατηρήσουν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των και να αναπτύξουν περαιτέρω την δύναμίν των εις αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν» (Κ. Μαδρά: «Η Ελλάδα στα δίκτυα των βάσεων», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 45).
Το 1952, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, να τους παραχωρήσει και αεροπορικές βάσεις, πράγμα που πρακτικά σήμαινε να χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά αεροδρόμια. Το σχέδιο συμφωνίας, που είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, έλεγε μεταξύ άλλων ότι «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ' ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων». Η συμφωνία δεν υπογράφτηκε λόγω εκλογών, τις οποίες «κέρδισε» το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλ. Παπάγου. Πριν περάσει χρόνος από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Παπάγου υπογράφεται η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις. Ηταν 12 του Οκτώβρη 1953.
Ετσι αρχίζει το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα
Στο πρώτο άρθρο της συγκεκριμένης συμφωνίας γίνεται σαφές πως σε συνδυασμό με την ενίσχυση του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα προωθούνται και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή με τη συμμετοχή και της καπιταλιστικής Ελλάδας. Ας το δούμε.
«Διά του παρόντος η Ελληνική Κυβέρνησις, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τους καθοριζόμενους εν τη παρούση Συμφωνία, ως και επί τη βάσει των τεχνικών συνεννοήσεων, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων, εξουσιοδοτεί την κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτη εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι αρχαί των δύο κυβερνήσεων ήθελον θεωρήση κατά καιρούς ως αναγκαία διά την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του NATO. Η κατασκευή, ανάπτυξις, χρησιμοποίησις και θέσις εν λειτουργία τοιούτων έργων θα είναι σύμφωνος προς συστάσεις, τύπους και οδηγίας της Οργανώσεως της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (NATO), όπου αύται είναι εφαρμόσιμοι.
Χάριν του σκοπού της παρούσης Συμφωνίας και συμφώνως προς τας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων διεξαχθησομένας τεχνικάς συνεννοήσεις η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζη εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχόν των υλικόν δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο κυβερνήσεων. Αι ενέργειαι αύται απαλλάσσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».
Με τη συμφωνία αυτή, που συμπληρώθηκε το 1956, οι ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν όσες και όποιες στρατιωτικές βάσεις ήθελαν, να διακινούν ελεύθερα όποια και όσα στρατεύματα ήθελαν και να έχουν, επιπλέον, το δικαίωμα της ετεροδικίας. «Είμαι ευτυχής και υπερήφανος», δήλωνε ο πρωθυπουργός Παπάγος...
Επόμενος σταθμός: Τα χρόνια 1959-1961, οπότε εγκαθίστανται στο ελληνικό έδαφος πυρηνικά όπλα.
Το 1967, με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα, «ανθεί» η ασύδοτη παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, ενώ οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, διαφόρων τομέων και αποστολών, είναι διάσπαρτες σ' όλη τη χώρα σε στεριά και σε λιμάνια.
Και ...εκσυγχρονισμός
Από το 1974, μετά την αντικατάσταση της χούντας από αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπαίνουν σε νέο στάδιο. «Πολλά πράγματα άλλαξαν», έγραφε σ' ένα κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», ζητώντας «εκσυγχρονισμό» της συμφωνίας του 1953. Αλλωστε, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα φούντωνε με σαφή αντιαμερικανικό προσανατολισμό, βάζοντας στόχους που εκφράζονταν με τα συνθήματα: «Εξω οι βάσεις του θανάτου», «Εξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ». Επρεπε να αμβλυνθεί, να αντιμετωπιστεί, να καμφθούν οι αντιιμπεριαλιστικές αντιστάσεις και η τότε κυβέρνηση πάσχιζε να πάρει μέτρα εκσυγχρονισμού σ' αυτά τα πλαίσια, με τη λογική των λεγόμενων εθνικών ανταλλαγμάτων που επικεντρώνονταν στην αναζήτηση από τις ΗΠΑ εγγυήσεων για το δήθεν σταμάτημα των τουρκικών απειλών και της λύσης του Κυπριακού.
Η προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» άρχισε το 1976. Το 1977, στις 26 του Ιούλη, μονογραφήθηκε ένα σχέδιο νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, από τον Δ. Μπίτσιο και τον Χ. Κίσινγκερ. Μα το σχέδιο έμεινε σχέδιο. Το έργο του «εκσυγχρονισμού» έμελλε να το φέρει σε πέρας η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
Οντας στην αντιπολίτευση, ο Α. Παπανδρέου στιγμάτιζε την πολιτική των «εθνικών ανταλλαγμάτων» με ιδιαίτερη οξύτητα. «Συνεχίζουμε - έγραφε το 1975 στον Κ. Καραμανλή - να εναποθέτουμε την τύχη του έθνους στην Ουάσιγκτον, το NATO, σ' εκείνους ακριβώς που σχεδίασαν ή είναι υπεύθυνοι για την εθνική μας συμφορά».
Μα όταν έγινε πρωθυπουργός, το 1981, ο τόνος άλλαξε. «Η κυβέρνησή μου - έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο - θα ζητήσει εγγύηση των ανατολικών συνόρων μας. Εγγύηση που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα, απέναντι σε κάθε απειλή». Εξι χρόνια αργότερα εξακολουθεί να ζητάει την ίδια «εγγύηση». Μόνο που, στο μεταξύ, οι βάσεις έμειναν στην Ελλάδα.
Από την πλευρά των Αμερικανών, τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά. Τον ήθελαν τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας του 1953 - μα από τη δική τους σκοπιά. Και κυρίως για την επέκταση της σφαίρας δράσης τους στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό, αλλά και για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ. Αλλωστε, η εγκατάσταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο βήμα ενίσχυσης των θέσεων του ιμπεριαλισμού και της πολεμοκάπηλης επιθετικής πολιτικής του ενάντια στο σοσιαλισμό στα Βαλκάνια και στην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με τα συμφέροντά του στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω πετρελαίων, αλλά κυρίως λόγω γεωστρατηγικών συμφερόντων.
Μια έκθεση της υποεπιτροπής για την Ευρώπη, της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των ΗΠΑ, που συντάχθηκε τον Οκτώβρη του 1986, γράφει για τις βάσεις στην Ελλάδα: «Η θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο την καθιστά κατάλληλη να προσφέρει στρατιωτικές διευκολύνσεις που ενισχύουν την επιχειρησιακή ικανότητα των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων που δρουν στην περιοχή. Οι ελληνικές διευκολύνσεις συμβάλλουν στη φύλαξη της διόδου του Αιγαίου προς τη Μεσόγειο, προσφέρουν σημαντικούς σταθμούς επικοινωνίας των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων, δίνουν κέντρα στάθμευσης, ελλιμενισμού και αποθήκευσης για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και του NATO και επιτρέπουν τον έλεγχο και την κατασκόπευση των στρατιωτικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Το 1980, αφού είχαν περάσει τρία «νεκρά» χρόνια από τη μονογράφηση του σχεδίου νέας συμφωνίας, άρχισαν νέες συνομιλίες για το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Οι Αμερικανοί υποβάλλουν νέο σχέδιο, το οποίο η Αθήνα απορρίπτει. Αντιπροτείνεται ελληνικό αντισχέδιο, αλλά ήδη, από τις αρχές του 1981, καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, οι Αμερικανοί κάνουν σαφές ότι δε θέλουν να υπογράψουν συμφωνία με την κυβέρνηση Ράλλη. Οδηγούν τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο στις 18 του Ιούνη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το λέει σχεδόν καθαρά τότε: Θέλουμε να διαπραγματευτούμε με τη νέα κυβέρνηση, που δεν πιστεύουμε ότι θα είναι κυβέρνηση ΝΔ... Και ο Α. Παπανδρέου δηλώνει, τότε, «πολυσήμαντα» ότι θα διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ, αν γίνει κυβέρνηση, και ότι ...«η απομάκρυνση των βάσεων από το έδαφός μας μπορεί να περάσει από μια πρώτη φάση στεγανοποίησης». Οι Αμερικανοί παίρνουν το μήνυμα και αντιδρούν ανάλογα. Ελάχιστες μέρες μετά τις εκλογές του 1981, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μιλώντας σε ένα δείπνο στη Φλόριδα, στις 15 του Νοέμβρη, καθησυχάζει το αμερικανικό ακροατήριο και συνιστά να μη λαμβάνονται υπόψη τα όσα λέει δημόσια ο νέος Ελληνας πρωθυπουργός. Ο Χέιγκ σημείωνε: «Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας δεν απαιτεί την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και του στρατιωτικού προσωπικού, παρά τις εικασίες που πιθανότατα συνδέονται με προεκλογική φρασεολογία...».
Οι βάσεις «φεύγουν» μένοντας...
Αλλά αυτό που ο Χέιγκ ονόμασε «προεκλογική φρασεολογία», δεν επέτρεπε εικασίες. Η διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ έλεγε σαφώς:
«Οι ξένες βάσεις δεν έχουν θέση στη χώρα μας, γιατί αντιστρατεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία, γιατί δεν προσφέρονται για την άμυνα της χώρας μας σε περιορισμένο τοπικό πόλεμο και γιατί στην περίπτωση παγκόσμιας σύγκρουσης θα οδηγήσουν σε ολοκαύτωμα».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Τον Οκτώβρη του 1982 άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βάσεων, που διάρκεσαν εννέα μήνες, διακόπηκαν δεκάδες φορές, άλλες τόσες δόθηκε η εντύπωση ότι ναυαγούν, μα εν τέλει οδήγησαν σε «αίσιο τέλος», στις 15 Ιούλη 1983. Υπογράφηκε η λεγόμενη συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων.
Μα, ω του θαύματος, από τον Οκτώβρη του 1985, οι Αμερικανοί θέτουν πιεστικά το ερώτημα: Πώς θα ανανεωθεί το καθεστώς των βάσεων μετά το 1988; Και η κυβέρνηση Παπανδρέου, αντί να απαντήσει απλά ότι... δε θα ανανεωθεί, διότι έτσι δεσμεύτηκε απέναντι στον ελληνικό λαό, μπήκε στη διαδικασία της «βήμα προς βήμα» υπαναχώρησης. Αλλωστε, η λεγόμενη για το ΠΑΣΟΚ συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων ήταν συμφωνία παραμονής τους. Το άρθρο 12 ήταν σαφές: «Η συμφωνία αυτή θα τεθεί σε ισχύ όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1983, με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο μερών που θα διευκρινίζουν ότι ρυθμίστηκαν οι αντίστοιχες συνταγματικές τους υποχρεώσεις. Η συμφωνία αυτή μπορεί να τερματιστεί μετά πέντε χρόνια με έγγραφη ειδοποίηση οποιουδήποτε των μερών, η οποία (ειδοποίηση) θα πρέπει να δοθεί πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία θα λάβει χώρα ο τερματισμός (της συμφωνίας)». «Μπορεί να τερματιστεί» λοιπόν και όχι «τερματίζεται». Η διατύπωση σημαίνει ότι μπορεί και να μην τερματιστεί.
Το Μάρτη του 1986, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς έρχεται στην Αθήνα και ανακοινώνει ότι πέτυχε μια συμφωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό, να αρχίσουν νέες συνομιλίες ώστε να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν το Δεκέμβρη του 1988» το θέμα του μέλλοντος των βάσεων.
Και πράγματι για άλλη μια φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που είχε εξαπατήσει τον ελληνικό λαό με τη συμφωνία που υπέγραψε στα 1983, υποσχόμενη ότι οι βάσεις θα έφευγαν οριστικά, συνέχισε στην ίδια ρότα συνέχισης και ενίσχυσης των ιμπεριαλιστικών θέσεων στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Ετσι στις 23 Γενάρη του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή αναγγέλλει επίσημα την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για τις βάσεις επί μηδενικής βάσης. Ουσιαστικά, όπως είδαμε, οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο είχαν ξεκινήσει, αλλά μάλλον υπήρχε και κατ' αρχήν κατάληξη. Και εκείνο το «από μηδενικής βάσης» ήταν ένα ακόμη επιχείρημα απάτης, αφού οι βάσεις ήταν εγκαταστημένες στην Ελλάδα, η δε απομάκρυνσή τους ήταν δυνητική. Αλλά είπαμε. Οι βάσεις είχαν γίνει για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το παραμύθι μιας «εθνικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής» που στηριζόταν στους αμερικανικούς εξοπλισμούς δήθεν έναντι της Τουρκίας και της επίσης υποτιθέμενης αμερικανοΝΑΤΟικής προστασίας των συνόρων στο Αιγαίο από τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Τουρκία! Δηλαδή, οι Αμερικανοί είχαν ουσιαστικά τον πρώτο λόγο για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα οποία τότε δε φαίνονταν ότι εκχωρούνταν ανοιχτά (σήμερα η ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου είναι γεγονός), αλλά η ίδια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στον ανταγωνισμό με την Τουρκία τα ΝΑΤΟποιούσε. Και αυτό ονομαζόταν προστασία, με ανταλλαγή την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα!
Στη συνέχεια στις 24 Μάη ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει ότι το νέο κείμενο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα μπει στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα. Η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ δούλευε καλά ως προς αυτό. Δηλαδή, στην ενεργότερη συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Είναι το ίδιο πράγμα μ' αυτό που οι σημερινοί κυβερνώντες λένε με κομπασμό ότι η φωνή της Ελλάδας ακούγεται στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση).
Βεβαίως, μετά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπήκε στη δίνη μιας περιόδου που καταγράφηκε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ως «περίοδος των σκανδάλων», με προεξάρχον αυτό του Κοσκωτά. Ετσι πέρασαν τα πέντε χρόνια, αλλά πριν περάσουν οι δεκαεφτά μήνες, κυβέρνηση, στις εκλογές του Απρίλη του 1990, αναδεικνύεται η ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Η συμφωνία για την παραμονή των βάσεων, που είχε καταληχθεί ήδη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν πέσει ακόμη οι υπογραφές, έγινε τελικό κείμενο συμφωνίας, που την υπέγραψαν στις 8 Ιούλη ο Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός Εξωτερικών της ΝΔ και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ως υπουργός Αμυνας της ΝΔ και από την πλευρά των ΗΠΑ ο Ντικ Τσένεϊ, σημερινός αντιπρόεδρος και τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και ο Μάικλ Σωτήρχος, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Το νέο χαρακτηριστικό, η κατ' έτος ανανέωσή της, γεγονός που συνεχίζεται ως τα σήμερα.
Η συμπληρωματική συμφωνία αναβάθμισης
Στις 13 Ιούνη 2001 στις Βρυξέλλες από τους υπουργούς Εξωτερικών, Ελλάδας και ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου και Κ. Πάουελ, υπογράφτηκε στα πλαίσια της ετήσιας ανανέωσης παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, συμπληρωματική συμφωνία με τον τίτλο «Συνολική Τεχνική Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και ΗΠΑ», που ήρθε προς κύρωση στη Βουλή από την κυβέρνηση. Πρόκειται για τη συμφωνία που καθιερώνει καθεστώς γενικευμένης ετεροδικίας για όλους τους Αμερικανούς (καθεστώς ετεροδικίας υπήρχε και πριν, αλλά τώρα επεκτάθηκε, αφού επεκτάθηκε και η κίνηση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών σ' όλη την Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή των πολέμων), στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, που βρίσκονται με κρατική αποστολή στην Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή είναι συμπληρωματική της ισχύουσας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, του 1990 (MDCA). Η συμπληρωματική αυτή συμφωνία καλύπτει εκτός από το προσωπικό των βάσεων και τους Αμερικανούς που υπηρετούν στις ΝΑΤΟικές εγκαταστάσεις και στα ΝΑΤΟικά στρατηγεία στην Ελλάδα και οποιονδήποτε άλλο Αμερικανό πολίτη, στον οποίο θα δίνεται το «χρίσμα» του μέλους της αποστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάση για την παρούσα συμφωνία, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, είναι εκτός από τη συμφωνία του 1990, η «Σύμβαση μεταξύ των κρατών - μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού για το Νομικό Καθεστώς των Δυνάμεων αυτών» του 1951.
Ειδικότερα στο άρθρο 2 ορίζεται «το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, το οποίο περιλαμβάνει τις δυνάμεις των ΗΠΑ, τα μέλη της δυνάμεως και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετούν στις ευκολίες των ΗΠΑ στην Ελλάδα ή βρίσκονται σε εκτέλεση υπηρεσίας στην Ελλάδα, καθώς και στα εξαρτώμενα από αυτούς μέλη». Με αυτή τη συμπληρωματική συμφωνία τα μέλη οποιουδήποτε είδους κρατικής αποστολής των ΗΠΑ, θα μπορούν να παραβιάζουν τους ελληνικούς νόμους και να διαπράττουν εγκλήματα επί του ελληνικού εδάφους, χωρίς το φόβο της τιμωρίας από τον ελληνικό νόμο.
Η ετεροδικία θεσμοθετείται με την παραίτηση των ελληνικών αρχών από το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης κατά των Αμερικανών. Το άρθρο 4 περί ποινικής δικαιοδοσίας ορίζει: «Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου από τις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέλη της δυνάμεως και την επίδραση που έχει ο έλεγχος αυτός στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι αρμόδιες Ελληνικές αρχές, συμφώνως προς τις διατάξεις του Αρθρου 7, παράγραφος 3 (γ) της ΝΑΤΟ SOFA και της MDCA, θα εξετάσουν ταχέως και συμπαθώς την παραίτηση από το πρωταρχικό τους δικαίωμα για την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας».
Και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση η παραίτηση θα θεωρείται παρασχεθείσα, εάν, εντός 45 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το αίτημα από τη Μεικτή Επιτροπή, η αρμόδια Ελληνική αρχή δεν έχει γνωστοποιήσει στις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ότι το αίτημα απερρίφθη ή δεν έχει ζητήσει διευκρινίσεις επί του αιτήματος». Αυτό το τελευταίο βεβαίως, με δεδομένο το συσχετισμό ΗΠΑ - Ελλάδας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Αλλωστε τα όσα τελευταία έχουν συμβεί, όπως π.χ. ξυλοδαρμοί Ελλήνων πολιτών (Χανιά) από Αμερικανούς και παρά τη σύλληψη των Αμερικανών από τις ελληνικές αρχές, κανείς δεν πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Με βάση λοιπόν αυτό το καθεστώς, οι Αμερικανοί θα έχουν επί του ελληνικού εδάφους μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ή πιο σωστά θα είναι ασύδοτοι να εγκληματούν καθώς δε θα ελέγχονται από το νόμο και δε θα τιμωρούνται.
Οι βάσεις σήμερα
Οι αμερικανοΝΑΤΟικές βάσεις στη χώρα μας, μετά τις 11 Σεπτέμβρη 2001 τέθηκαν σε ύψιστο βαθμό πολεμικής ετοιμότητας. Ηδη η Ελλάδα με την ενεργοποίηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ τέθηκε κατ' ουσία σε εμπόλεμη κατάσταση. Να σημειωθεί ακόμα πως για πρώτη φορά τόσο απροκάλυπτα ελληνική κυβέρνηση προσφέρει τις βάσεις και το ελληνικό έδαφος στη διάθεση των Αμερικανών. Σε τέτοια έκταση δεν είχε γίνει ούτε στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967.
Οι ΗΠΑ με την έναρξη των βομβαρδισμών κατά του Αφγανιστάν απαίτησαν και τους διατέθηκε ο ελληνικός εναέριος χώρος για τη διέλευση των αεροσκαφών τους, μεταγωγικών και μαχητικών. Αλλωστε η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε για κάθε είδους διευκόλυνση και συμμετοχή. Σε πολεμική κινητοποίηση τέθηκαν η αεροναυτική βάση της Σούδας και η βάση του Ακτιου, που αποτελεί προκεχωρημένη βάση εξόρμησης των ιπταμένων ραντάρ (ΑΒΑΚΣ). Στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών τέθηκαν άμεσα και τα ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας, από τα οποία παρέχεται κατευθείαν εικόνα στα ΝΑΤΟικά επιτελεία μέσω του αεροπορικού στρατηγείου της Νάπολης.
Την ίδια ώρα το ΝΑΤΟικό περιφερειακό στρατηγείο της Λάρισας συμμετείχε ενεργά στην πολεμική κινητοποίηση. Και αυτό ένα είδος ΝΑΤΟικής βάσης είναι.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει περισσότερες βάσεις από ποτέ άλλοτε, αφού όλη η χώρα είναι ένα μεγάλο ορμητήριο των Αμερικανών και των άλλων ΝΑΤΟικών συμμάχων. Χρησιμοποιούν, κατά βούληση και σύμφωνα με τις επιχειρησιακές τους ανάγκες, οποιαδήποτε εγκατάσταση υπάρχει επί του ελληνικού εδάφους. Η εμπειρία των ΝΑΤΟικών επιδρομών κατά της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και του Αφγανιστάν, και του Ιράκ το επιβεβαιώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο.
Σήμερα υπάρχει επίσημα επί του ελληνικού εδάφους μόνο μία αμερικανική βάση, η υπέρ-βάση της Σούδας, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι δραστηριότητες και των άλλων αμερικανικών βάσεων που έκλεισαν (Ν. Μάκρη, Ελληνικό, Γούρνες). Η βάση αυτή είναι η μόνη που διέπεται από το καθεστώς της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις, που μπήκε σε ισχύ το 1990 και συνεχίζει να είναι σε ισχύ και σήμερα με ετήσιες ανανεώσεις.
Η βάση της Σούδας, εξάλλου, εντάσσεται, σύμφωνα με τις πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις, στις «επιχειρησιακές διευκολύνσεις» που παρέχει η Ελλάδα στα αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη τα οποία πήραν μέρος στον πόλεμο του Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η προσφορά της βάσης της Σούδας στην εξυπηρέτηση των αμερικανικών σχεδίων είναι ιδιαίτερα σημαντική και αναντικατάστατη.
Η Κρήτη, στην καρδιά της Μεσογείου, προσφέρεται ως το βασικότερο στήριγμα του 6ου Στόλου και άλλων μονάδων για επιχειρήσεις σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επίσης, η Σούδα συνδέεται επιχειρησιακά με τις αγγλικές βάσεις της Κύπρου και κατέχει στρατηγική θέση στους σχεδιασμούς των Αμερικανών για την ευρύτερη περιοχή. Μαζί δε με τις εγκαταστάσεις των ραντάρ στη Ζήρο της Κρήτης αποτελεί έναν ενιαίο ιστό με τη βάση στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας και τις αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία.
Η Σούδα αποτελεί ναυτική και αεροπορική βάση για τις αμερικανικές δυνάμεις, που βρίσκονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι απλά μια ξένη βάση σε ελληνικό έδαφος, αλλά έχει χαρακτήρα αμερικανικού εδάφους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο παράρτημα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας υπάρχει συγκεκριμένη διατύπωση, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους Αμερικανούς να αποβιβάζουν στο νησί τμήματα πεζοναυτών, που προορίζονται για επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Οι αμερικανο-ΝΑΤΟικές βάσεις στην Ελλάδα και ειδικότερα η βάση της Σούδας, έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο υποστήριξης των πολεμικών επιδρομών κατά λαών της περιοχής. Κατά τον πρόσφατο πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, η βάση ήταν σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας και εξυπηρετούσε τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΝΑΤΟ, λειτουργώντας είτε ως κατασκοπευτικό είτε ως επιχειρησιακό κέντρο για την εκτέλεση των ΝΑΤΟικών αεροπορικών επιδρομών. Τέτοιο ρόλο έπαιξε και στη διάρκεια των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά των Σέρβων της Βοσνίας, πριν από την επιβολή της συνθήκης του Ντέιτον. Επίσης, και κατά την επιδρομή των ΗΠΑ ενάντια στη Λιβύη το 1986, κατά την περίοδο της επίθεσης στον Περσικό Κόλπο το 1991.
Ανάλογη πολεμική ετοιμότητα επέδειξαν η βάση της Σούδας και οι άλλες αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα την περίοδο του Πολέμου των 6 ημερών στη διώρυγα του Σουέζ, κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο, το 1973, στην επιδρομή των Ισραηλινών στο Λίβανο. Να θυμίσουμε ακόμα το ρόλο των αμερικανικών βάσεων κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι ΗΠΑ από τις βάσεις τους συνέβαλαν στην εξουδετέρωση κάθε ελληνικής αντίδρασης και επομένως στην επιτυχία της εισβολής. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο αποπροσανατολισμός ελληνικών βομβαρδιστικών που απογειώθηκαν από την Κρήτη και τελικά αναγκάστηκαν να αδειάσουν τις βόμβες τους στη θάλασσα.
Πηγές:
1.«Οι βάσεις στην Ελλάδα - Κείμενα του Ριζοσπάστη», έκδοση του «Ριζοσπάστη» 1987.
2. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος β΄, σελ. 121.
3. Εφημερίδα «ΠΟΝΤΙΚΙ» 28/8/87.
4. Γ. Ασούρα: «Η Ελλάδα κάτω από την Κυριαρχία των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ», εκδόσεις «ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», 1975, σελ. 31-32.
5. «Καθημερινή» 1/4/1949, και 5/4/1949.
6. David Horovitz: «Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ», εκδόσεις Κάλβος σελ. 85, Ρεϊμόν Καρτιέ: «Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία»/2, σελ. 17-18 κ.ά.
7. Henry Kissinger: «Διπλωματία», Εκδόσεις «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνης», σελ. 506.
8. Claude Delmas: «Η Ατλαντική Συμμαχία», Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήνα 1965, σελ. 167.
9. Π. Οικονόμου - Γκούρα: «Το Δόγμα Τρούμαν και η αγωνία της Ελλάδος», Αθήνα 1957, σελ. 119.
10. Στοιχεία έχουν αντληθεί και από το «Ριζοσπάστη» 23/3/2003, Γ. Πετρόπουλος, «Το Δόγμα Τρούμαν στην Ατλαντική Συμμαχία».
Επιμέλεια:
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ
Σύμβαση για το καθεστώςετεροδικίας των Αμερικανών στην Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου