Τις τελευταίες μέρες, κι ενώ τα πανεπιστήμια παραμένουν ένα χρόνο κλειστά, έχει ανοίξει συζήτηση για το νέο στρατηγικό σχεδιασμό των ΑΕΙ και διατυπώνονται προτάσεις για την αναδιοργάνωση των Τμημάτων σε όλη τη χώρα. Στο πλαίσιο του «νέου» χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, οι προτάσεις που κατατίθεται από τα Ιδρύματα, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Πανεπιστημίου Πατρών, είναι αποκαλυπτικές. Οι παραπάνω αλλαγές έρχονται να προστεθούν σε πολύπαθα Ιδρύματα, από τα οποία έχουν περάσει σαν οδοστρωτήρας αλλαγές τα τελευταία χρόνια, με τις αναδιατάξεις του χάρτη των Ιδρυμάτων που εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι νέες προτάσεις περιλαμβάνουν αναδιαρθρώσεις και αναδιατάξεις, με συγχωνεύσεις Τμημάτων, μεταφορές έδρας και μετονομασίες, καθώς και ίδρυση νέων Τμημάτων και καταργήσεις άλλων, χωρίς, για ακόμα μια φορά, να προβλέπεται μέριμνα για τους φοιτητές και τις τύχες τους. Να σημειωθεί επίσης ότι οι αλλαγές αυτές αφορούν σε μεγάλο βαθμό Τμήματα που μπορεί να άλλαξαν πριν από δυο χρόνια μόνο, Τμήματα «ευάλωτα», με διαμορφούμενο αντικείμενο, χωρίς εξασφαλισμένες υποδομές και προσωπικό. Αρκεί να αναφέρει κανείς την πρόταση εξέλιξης του Τμήματος Αειφορικής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Πατρών στο Αγρίνιο σε Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος (!), βάσει της οποίας οι σημερινοί φοιτητές σπουδάζουν γεωπόνοι και θα βγουν μηχανικοί...
Οι προτάσεις που κατατίθενται αυτό το διάστημα, στο πλαίσιο των στρατηγικών σχεδιασμών των ΑΕΙ, είναι αποκαλυπτικές για τις προθέσεις, που είναι διαχρονικές! Στόχος είναι η διαμόρφωση Τμημάτων ανταγωνιστικών, με μεγαλύτερη ικανότητα να προσελκύουν προγράμματα και χορηγούς, πιο συνδεδεμένα με την επιχειρηματικότητα στην περιοχή. Η διασπορά το προηγούμενο διάστημα και το συμμάζεμα σήμερα Τμημάτων σε διάφορες ελληνικές πόλεις, στην πράξη συνιστούν την ενιαία προσπάθεια των αστικών κυβερνήσεων διαχρονικά να συνδέσουν πιο επιτελικά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας. Ο «χάρτης» λοιπόν αυτός πάει αρκετά πίσω, είναι βασική θέση της λεγόμενης Συνθήκης της Μπολόνια μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ ήδη από το 1999 και δομείται στην αρχή της γεωγραφικής κατανομής Ιδρυμάτων και Τμημάτων με κριτήριο την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων κατά κλάδο και περιφέρεια.
Τα τελευταία ειδικά χρόνια η διαδικασία της γεωγραφικής αναδιάταξης των ΑΕΙ έχει επιταχυνθεί. Από το 2001, με τις περίφημες τότε «ανωτατοποιήσεις» των ΤΕΙ, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με τις πιο πρόσφατες «πανεπιστημιοποιήσεις» του νόμου Γαβρόγλου (ΣΥΡΙΖΑ) και τις αλλαγές που μεθοδεύονται τώρα με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής του νόμου Κεραμέως έχουμε δει πανεπιστημιακά Τμήματα να κλείνουν, να συγχωνεύονται, να μεταφέρονται, να αλλάζουν τίτλο, να αλλάζουν δομή, περιεχόμενο και πρόγραμμα σπουδών. Η πρόσφατη δήλωση του υφυπουργού Παιδείας για επιστροφή των Τετραετών Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών βάζει από την πίσω πόρτα ξανά στο προσκήνιο τα πρώην ΤΕΙ ως Ιδρύματα δεύτερης κατηγορίας. Στην ουσία, με τις «πανεπιστημιοποιήσεις» τα Ιδρύματα αυτά παρέμειναν μια βαθμίδα πιο χαμηλά, δεν ισοτιμήθηκαν στην πράξη ποτέ με τα πανεπιστήμια (άλλωστε, οι απόφοιτοί τους δεν γράφονται ούτε στις αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις ούτε εντάσσονται στην κατηγορία ΠΕ στις προσλήψεις του Δημοσίου), ενώ σήμερα προετοιμάζεται ένα πισωγύρισμα και περαιτέρω υποβάθμισή τους με την ντε φάκτο αναγνώριση διακριτού τεχνολογικού Τομέα.
Οι αλλαγές που φέρνει ο νέος «χάρτης» δεν γίνονται με κίνητρο την απάντηση σε εξελίξεις στις επιστήμες. Αλλωστε, το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή η αντιστοίχιση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις εξελίξεις σε κάθε επιστημονικό κλάδο, στο σύστημα αυτό στρεβλώνεται, φρενάρει, αντιστρέφεται, γιατί προτεραιότητα έχει η άμεση και μεγαλύτερη κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Πρακτικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι τα πανεπιστημιακά Τμήματα τελικά υποτάσσονται στους νόμους της αγοράς κατά προτεραιότητα και όχι στους νόμους της επιστήμης.
Ας δούμε, για παράδειγμα, τι γίνεται με τις αποκαλούμενες «ανθρωπιστικές σπουδές». Στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για αντικείμενα που δεν συνδέονται με πλευρές της καινοτομίας, δηλαδή με την άμεση εφαρμογή της τεχνολογίας στην παραγωγή και οικονομία, την καπιταλιστική εν προκειμένω. Τα αντίστοιχα Τμήματα είναι συνήθως τα πιο ευάλωτα για το λόγο αυτό, είναι αυτά που πρώτα κινδυνεύουν να κλείσουν, να συγχωνευθούν, να αλλάξουν περιεχόμενο, με συνέπειες όμως στο σύνολο της επιστημονικής γνώσης, καθώς, λόγω της διεπιστημονικότητας, τροφοδοτούν άλλα επιστημονικά αντικείμενα, αποτελούν δομικό στοιχείο αυτού που θα αποκαλούσαμε επιστημονική γνώση και αλήθεια, γνώση του κόσμου και των νομοτελειών κίνησής του.
Εχουμε παρακολουθήσει όμως και μια άλλη πλευρά. Τα πανεπιστημιακά Ιδρύματα σταθερά τα τελευταία χρόνια αποψιλώνονται από το διδακτικό τους προσωπικό, από τους διοικητικούς και λοιπούς υπαλλήλους. «Ελαστικοποιούνται» οι σχέσεις εργασίας, διδάσκοντες συνταξιοδοτούνται και δεν προσλαμβάνονται νέοι. Ειδικά σε κάποια Τμήματα που δεν αποτελούν προτεραιότητα στην αγορά, το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο, με αποτέλεσμα να κόβονται μαθήματα, θεωρητικά και εργαστήρια, που δεν έχουν προσωπικό να τα διδάξουν. Αντίστοιχα η κατάσταση είναι τραγική και με τις υποδομές, ιδιαίτερα σε κάποια Τμήματα της περιφέρειας. Αξίζει εδώ να επαναφέρουμε το παράδειγμα της ΑΣΠΑΙΤΕ, που παραμένει σε ένα αδιαβάθμητο επίπεδο (δεν εντάχθηκε στις «πανεπιστημιοποιήσεις»), καθώς το κτιριακό της συγκρότημα και το οικόπεδό του στο Μαρούσι είναι φιλέτο για διάφορα συμφέροντα και πρέπει πρώτα να παιχτεί η ρουλέτα γι' αυτό και έπειτα να λυθούν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο του Ιδρύματος..!
Και όλο αυτό επιδεινώνεται σήμερα με τη σύνδεση «αξιολόγησης» - χρηματοδότησης, με συνέπεια τα Τμήματα που είναι ήδη υποβαθμισμένα, χωρίς διδάσκοντες και αίθουσες, να οδηγούνται κυριολεκτικά σε κλείσιμο. Αυτή είναι επίσης μια διαδικασία που δεν αντανακλά βέβαια εξελίξεις σε επιστημονικά αντικείμενα και αντίστοιχη προσαρμογή Τμημάτων. Αυτό που αντανακλά είναι η πολιτική του σταδιακού μαρασμού, της μεγαλύτερης περικοπής σε δαπάνες, σε στελέχωση, των Τμημάτων εκείνων που δεν έχουν ζήτηση στην αγορά.
Κάθε αστική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια κυριολεκτικά πειραματίζεται με τον αποκαλούμενο «χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης» και πληρώνουν βέβαια αυτούς τους πειραματισμούς ειδικά οι φοιτητές, οι διδάσκοντες και εργαζόμενοι των «περιφερειακών» Ιδρυμάτων. Τα προβλήματά τους όμως είναι συσσωρευμένα και πάνε αρκετά πίσω. Πρόκειται για Ιδρύματα που λειτουργούν με τεράστιες ελλείψεις καταρχάς σε διδακτικό προσωπικό. Οι διδάσκοντες, λίγοι και κυρίως ωρομίσθιοι, είναι συνήθως «περιοδεύων θίασος», καθώς μένουν στα αστικά κέντρα αντικειμενικά και επισκέπτονται τα περιφερειακά Ιδρύματα μόνο τις μέρες και ώρες του μαθήματος. Αυτό δυσχεραίνει εκ των πραγμάτων τη διδασκαλία και έρευνα, την επαφή και ουσιαστική βοήθεια των φοιτητών, παρόλο που οι διδάσκοντες μπορεί να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Επιπλέον, είναι τα Ιδρύματα που έχουν τις σοβαρότερες ελλείψεις σε υποδομές και δομές φοιτητικής μέριμνας. Στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων στην Κοζάνη κάνουν μάθημα σε παλιό σούπερ μάρκετ, στο Αιγαίο τα περισσότερα Τμήματα κάνουν μάθημα σε ενοικιαζόμενα κτίρια, ακατάλληλα για διδασκαλία και εργαστηριακό εξοπλισμό. Οι φοιτητικές εστίες στην περιφέρεια ειδικότερα είναι ελλιπέστατες - όπου υπάρχουν - και ασυντήρητες. Οι εστιακοί φοιτητές πετιούνται κυριολεκτικά έξω το καλοκαίρι ή υποχρεώνονται να πληρώνουν νοίκια για τους θερινούς μήνες. Τα κτίρια έχουν κριθεί ακατάλληλα και αυτό το πρόβλημα, με τις αυξημένες υγειονομικές απαιτήσεις σήμερα, καθιστά τις περισσότερες από τις εστίες της περιφέρειας (και όχι μόνο) πραγματικά επικίνδυνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τα προβλήματα των περιφερειακών Ιδρυμάτων δεν είναι σημερινά, δεν θα ξεκινήσουν σήμερα με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας, η υποβάθμιση των σπουδών είναι δεδομένη. Οι επιδόσεις των περιφερειακών Ιδρυμάτων, όπως και των κεντρικών, μετριούνται από τις αστικές κυβερνήσεις με άλλους όρους, με τα κριτήρια της αγοράς. Με αυτά τα κριτήρια, υπάρχουν περιφερειακά Τμήματα που όντως έχουν καλές επιδόσεις, που είναι στενά συνδεδεμένα με τις μεγάλες επιχειρήσεις κάθε περιφέρειας, με αντάλλαγμα βέβαια να προσαρμόζονται συνεχώς στα δεδομένα και τα ζητούμενά τους. Υπάρχουν και άλλα που μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων, και έχοντας στο παρελθόν κινδυνέψει να κλείσουν, φιλοδοξούν να συμπλεύσουν με επιχειρήσεις πιο οργανικά, για να εξασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη, βιωσιμότητα και «ανθεκτικότητα».
Ετσι, για παράδειγμα, βλέπουμε στην Κοζάνη τα Τμήματα Μηχανικών να προσαρμόζονται στα επιχειρηματικά σχέδια απολιγνιτοποίησης της περιοχής, μέσα από την έρευνά τους, τα μεταπτυχιακά τους, το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. Και οι περισσότεροι δεν αναρωτιούνται, βέβαια, είναι όντως επιστημονικά τεκμηριωμένη η απολιγνιτοποίηση; Μπορεί μια επιστημονική μελέτη, μια έρευνα να υποστηρίξει το αντίθετο; Αυτό το ερώτημα όμως θα σημάνει ταυτόχρονα την υποβάθμιση του Τμήματος στην προτίμηση των μεγάλων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στα σχέδια απολιγνιτοποίησης, στα οποία παίζουν εκατομμύρια. Τέλος, θα συμπαρασύρει την αρνητική αξιολόγηση του Τμήματος, μετά την περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης, η ιδιωτική χρηματοδότηση θα είναι ήδη μηδαμινή. Και να πώς η σύνδεση με την επιχειρηματικότητα είναι αυτή που τελικά κλείνει και όχι ανοίγει και εγγυάται την ύπαρξη ενός Τμήματος...
Οι εξελίξεις στον χώρο των ΑΕΙ δείχνουν ότι οι προτεραιότητες όλων των κυβερνήσεων δεν είναι οι ανάγκες των φοιτητών, ούτε η διάχυση της επιστημονικής γνώσης προς όφελος των λαϊκών προβλημάτων. Κι αυτό παρόλο που υπάρχουν και δυνατότητες και προϋποθέσεις. Υπάρχει και συσσωρευμένη επιστημονική γνώση και άξιο επιστημονικό δυναμικό που μπορεί να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση.
Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας η πραγματική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει, είναι για ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο, δημόσιο και δωρεάν για όλους, που θα στηρίζει τους νέους στην προσπάθειά τους να σπουδάσουν. Που θα παρέχει ενιαία επιστημονική μόρφωση και θα δίνει εφόδια στους νέους επιστήμονες να ασκήσουν το επάγγελμά τους συμβάλλοντας στην πρόοδο της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν όλα σχεδιαστούν από τη σκοπιά της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και όχι με κριτήριο το αν κάθε Τμήμα, Ιδρυμα είναι ανταγωνιστικό με βάση τα κριτήρια της αγοράς.
Η σχέση μεταξύ των Ιδρυμάτων θα έπρεπε να χτίζεται στη βάση της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, προκειμένου να προχωράει η επιστήμη προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας, να βελτιώνεται το επίπεδο σπουδών και όχι να κυριαρχεί φαγωμάρα για το ποιος θα πρωτοπάρει μερίδιο από την κουτσουρεμένη κρατική χρηματοδότηση, σε βάρος του άλλου.
Καλούμε τους φοιτητές, τους διδάσκοντες, τους εργαζόμενους των Ιδρυμάτων να μη συναινέσουν σε αλλαγές που θα βάλουν νέα εμπόδια και φραγμούς στις σπουδές τους. Οι φοιτητές δεν είναι πειραματόζωα ούτε πελάτες στα Ιδρύματα και στα τοπικά μαγαζιά. Είναι νέοι που θέλουν να σπουδάσουν ολοκληρωμένα την επιστήμη τους, να αποκτήσουν εφόδια και άμεση και πλήρη πρόσβαση στο αντίστοιχο επάγγελμα.
Δεν θα επιτρέψουμε να γίνουμε για άλλη μια φορά το όχημα για τους σχεδιασμούς των μεγάλων επιχειρήσεων.
Κανένα κλείσιμο, καμιά συγχώνευση χωρίς να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη ολοκλήρωση σπουδών των φοιτητών με όλους τους όρους, χωρίς να χρειαστεί να βάλουν ούτε ένα ευρώ από την τσέπη τους, με εξασφαλισμένη δωρεάν σίτιση και στέγαση για όλους, με εξασφαλισμένα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα.
Απαιτούμε να ανοίξουν τώρα οι σχολές, με εξασφαλισμένους όλους τους αναγκαίους υγειονομικούς όρους, ώστε, μεταξύ άλλων, να συνεδριάσουν τα φοιτητικά όργανα και να μπορέσουν να πάρουν θέση απέναντι στη νέα επίθεση στα μορφωτικά τους δικαιώματα.
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου