Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Αιμίλιος Βεάκης


Γεννήθηκε στον Πειραιά το 13/12/1884. Εχασε σε πολύ μικρή ηλικία τους γονείς του. Από τη μητέρα του, εκτός από το όνομα, Αιμιλία, έλαβε και την ασίγαστη κλίση και την αγάπη προς τις τέχνες. Παρακούοντας τον θείο και κηδεμόνα του, σε ηλικία 16 ετών δίνει εξετάσεις και εισάγεται στη νεοσυσταθείσα Βασιλική Δραματική Σχολή, με δάσκαλο τον Θωμά Οικονόμου. «Η σύγκρουση», θα γράψει αργότερα, «είναι φυσική και απαραίτητη για κάθε τάση προς το καινούργιο...». Σύντομα η Σχολή κλείνει.

Το 1901 κάνει την παρθενική του εμφάνιση στον θίασο της Ευαγγελίας Νίκα και στη συνέχεια, για δέκα χρόνια, γυρνά όλη τη χώρα με τα μπουλούκια. Αυτά τα χρόνια δοκιμάζεται σε πολλούς ρόλους και οι ερμηνείες του «ακονίζουν» την υποκριτική, πνευματική, ιδεολογική και κοινωνική εξέλιξή του.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους επιστρέφει στην Αθήνα και συμπράττει με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στον χώρο της υποκριτικής: Κυβέλη, Κοτοπούλη, Μυράτ, Νέζερ. Το πληθωρικό του ταλέντο, η εκρηκτική σκηνική του παρουσία, τα ανεπανάληπτα «πρόσωπα» που δημιουργεί, εκπλήσσουν και κατακτούν το αθηναϊκό κοινό. Χαρακτηριστική είναι η κριτική του Φώτου Πολίτη για την ερμηνεία του ως Ιάσωνα στη «Μήδεια» του Λεγκουβέ, το 1918. «Αναγκάστηκε να παίζει στην καθαρεύουσα», αλλά «ήτανε τόσο γερό τάλαντο, δεν τον τσάκιζε καμιά καλλιτεχνική κακοτυχία! Η εποχή ακόμα είναι ακαταστάλαχτη. Ο πρώτος μεγάλος τραγωδός του δημοτικισμού μπορεί να παίζει ό,τι τύχει».

«Αυτός είναι ο Ληρ!»

Πρώτος μεγάλος, «μυθικός» σταθμός στην πορεία του ήταν η ερμηνεία του στον «Οιδίποδα Τύραννο», το 1919 σε μετάφραση και σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου». Ο Αλκης Θρύλος έγραψε στον «Νουμά»: «Επαιζε πολύ νεωτεριστικά. Τον έδειξε σαν έν' άνθρωπο (...) έπαιζε τέλεια». Στις δεκαετίες 1920 και 1930 ενσαρκώνει δεκάδες πρωταγωνιστικούς ρόλους: Αρχαιοελληνικού, σαιξπηρικού, κλασικού, νεότερου ευρωπαϊκού, αμερικανικού και νεοελληνικού θεάτρου. Και μόνο η καταγραφή των συγγραφέων και των έργων θα απαιτούσε πολλές σελίδες...

Το 1930 συνέπραξε σε θίασο με το ζεύγος Μινωτή - Παξινού και από το 1931, με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου και για μια δεκαετία, θα γίνει ένα από τα βασικά στελέχη του. Το 1938 ερμηνεύει τον «Βασιλιά Ληρ» - πολλοί τον θεωρούν τον πιο δύσκολο ρόλο στα έργα του Σαίξπηρ. Ο Βεάκης καταφέρνει να τον αποδώσει με «μεγαλείο, συντριβή, οργή και απόγνωση», όπως γράφουν οι κριτικές. Για αυτήν την ερμηνεία, λέγεται, υποκλίθηκε ο Λόρενς Ολίβιε, λέγοντας στην Κ. Παξινού: «Μπορώ να πω: Αυτός είναι ο Ληρ!». Και ο ηθοποιός Χάρι Μπορ δήλωνε: «Νομίζω ότι κι εγώ παίζω βασιλιά Ληρ, αλλά απατώμαι». Για αυτήν του την ερμηνεία, που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή, θα γράψει κάποια χρόνια αργότερα ο Γ. Ρίτσος στις «Γειτονιές του Κόσμου» απευθυνόμενος στους Αγγλους στρατιώτες. «Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, τον Ληρ / κι ο Βεάκης έπαιξε τον Ληρ στα θέατρά μας, Τζον, / ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ / κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ' τ' οδόφραγμα της Κυψέλης / αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη...». Στη μακρά διαδρομή του ερμήνευσε έντεκα από τους μεγάλους σαιξπηρικούς ρόλους.

Αυτά τα χρόνια κατασταλάζει μέσα του και η αντίληψή του για την Τέχνη. Ο Βεάκης γνωρίζει καλά πως η υποκριτική τέχνη είναι συλλογική υπόθεση. Βεντετισμούς και ελιτισμό δεν είχε ποτέ στη μακρά διαδρομή του. «Να αγαπάμε την Τέχνη... Να γίνουμε όργανά της, ένα μικρό ασήμαντο όργανο μέσα στη μεγάλη ορχήστρα, δίνοντας όλο μας το είναι να συντελέσουμε και εμείς στη συνολική επιτυχία, αδιαφορώντας αν θα προσέξει κανείς εμάς, αν θα μας ξεχωρίσει κανείς, και ευτυχισμένοι μόνο αν ο μαέστρος αναγνωρίσει πως συντελέσαμε στην επιτυχία».

«Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα...»

Το καλοκαίρι του 1941 έπαιξε στο Ηρώδειο «Οιδίποδα Τύραννο» με το Εθνικό. Εκείνη την περίοδο συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στου Αβέρωφ «ως επικίνδυνος προπαγανδιστής». Στις 5 Αυγούστου ελευθερώνεται. Το 1942 αποχωρεί από το Εθνικό και συνεργάζεται με τον θίασο της Κατερίνας και με τον θίασο Μανωλίδου, Παππά, Δενδραμή.

Ο Βεάκης από τη δεκαετία του '30 συμμετείχε στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και στη διάρκεια της Κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ, όπως και η πλειοψηφία των ηθοποιών. Με την «Εθνική Αλληλεγγύη» γυρνά τα νοσοκομεία εμψυχώνοντας τους αρρώστους και τους τραυματίες.

Μετά τον Δεκέμβρη του '44 εγκαταλείπει και αυτός μαζί με τον ΕΛΑΣ και τον λαό της Αθήνας την πρωτεύουσα. Στις δύσκολες ώρες της υποχώρησης δεν σταματά να οργανώνει παραστάσεις και μέσω της Τέχνης να δίνει δύναμη και κουράγιο. Στα Δερβενοχώρια όπου βρίσκουν καταφύγιο, θυμάται η κόρη του Μαίρη, «με τα καθημερινά μας ρούχα στήναμε όπως - όπως τη σκηνή και παίζαμε μέχρι και "Οιδίποδα". Κοινό μας οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών».

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Βεάκης επιστρέφει στην Αθήνα και συμμετέχει στους «Ενωμένους Καλλιτέχνες» μαζί με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς. Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη, οι ηθοποιοί, μάλιστα, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της παράστασης. Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μιράντα Μυράτ. «Ο κόσμος τρομοκρατημένος φεύγει προς την έξοδο του θεάτρου, ενώ εμείς προσπαθούμε να βγάλουμε τα αρχαϊκά κοστούμια που φορούσαμε για τις ανάγκες της παράστασης και να μπερδευτούμε με τον κόσμο, ώστε να μη μας γνωρίζουν οι τρομοκράτες... Ο θίασος και μετά την επίθεση αυτή συνέχισε τις παραστάσεις του στο "Λυρικό". Οι ηθοποιοί ήταν φυσικό, παρά τους κινδύνους, να δίνουν τη δική τους μάχη για την αλήθεια, την ειρήνη, εκεί δηλαδή που η Τέχνη καρποφορεί», ανέφερε ο Τίτος Βανδής, ένας από τους ηθοποιούς της παράστασης.

Το 1945 καλείται από την Ασφάλεια για να κάνει δήλωση. Ο Βεάκης απαντά: «Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, τον φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης...».

Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου. Η κόρη του Μαίρη στην εξορία, ο γιος του Γιάννης στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και μετά στην πολιτική προσφυγιά. Ο άνθρωπος αυτός, που για μισό αιώνα ζούσε με το θέατρο και ζούσε το θέατρό μας, αποχωρεί πικραμένος από τις διώξεις και τις πιέσεις. Το 1948 τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών, όπου δίδασκε.

Το 1951, μετά από πολλές πιέσεις και διαμαρτυρίες, το Εθνικό καλεί τον Βεάκη δίνοντάς του μικρά ρολάκια. Προσπαθούν να τον εξευτελίσουν, αλλά μάταια. Ακόμα και σε αυτούς τους ασήμαντους ρόλους καταφέρνει και λάμπει. Συνταράσσει το κοινό, αποδεικνύοντας για έσχατη φορά, προπαραμονές του θανάτου του, ότι κατείχε την τέχνη να είναι μέγιστος στους μεγάλους ρόλους αλλά και να καθιστά μέγιστους και τους ελάχιστους. Εφυγε από τη ζωή στις 29 Ιούνη του 1951, σε ηλικία 67 ετών, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.

«Είχα χρέος να μελετήσω τη ζωή»

«Για να αποκτήσω τις πνευματικές ικανότητες που απαιτεί η Τέχνη μου, είχα χρέος να μελετήσω εντατικά τη ζωή. Προσπάθησα με στοχαστική παρατηρητικότητα να αποχτήσω σαφή γνώση των προβλημάτων που δημιουργούν την ευτυχία ή τη δυστυχία του ανθρώπου. Εμαθα να αναζητώ τους καϋμούς της ανθρώπινης καρδιάς και να ξεχωρίζω το εσωτερικό δράμα του ανθρώπου, τόσο στη σχέση του με το κοινωνικό σύνολο, όσο και με την ατομική του ύπαρξη, τη συνείδησή του. Ετσι αισθάνθηκα μέσα ολόφωτα εκδηλωμένη την αγάπη του ανθρώπου...». Αυτός ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης.

Μέσα από τη ζωή του, τους αγώνες και την τέχνη του, κατάφερε και στις δύσκολες στιγμές να κρατήσει «ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη» του. Το μεγαλείο του Αιμίλιου Βεάκη βρίσκεται πέρα από τη θεατρική αλήθεια που δίδασκε στη σκηνή. Ποιούσε ήθος και στην ίδια τη ζωή, σε όλες τις καμπές της. Και αυτό είναι που τον καθιστά ξεχωριστό μέχρι και σήμερα.

«Αν την τέχνη του θεάτρου τη βλέπετε σαν κάτι που αποχτιέται άκοπα, με το γλέντι και χωρίς παίδεμα της σκέψης, αν τη βρίσκετε μέσα στους προλόγους των κομφερανσιέ, των βαριετέ και των επιθεωρήσεων - "Εμείς δεν σας φέραμε εδώ να σας κουράσουμε με την... υψηλή τέχνη, σας φέραμε να σας διασκεδάσουμε, να περάσετε δύο ώρες ευχάριστες, χωρίς σκέψεις και βαθιούς στοχασμούς..." - αν αυτή η τέχνη - όχι το επάγγελμα, σας αρέσει, φύγετε από μένα! Πηγαίνετε αλλού να το διδαχτείτε!», έλεγε στους μαθητές του.

Αυτοί που είχαν την τύχη να τον δουν πάνω στη σκηνή έλεγαν πως ο Βεάκης δημιουργούσε ερμηνεύοντας και ερμήνευε δημιουργώντας, πέρα από το κείμενο και τον ρόλο, χωρίς όμως ποτέ να τα προδίδει. Πηγαίο ταλέντο και διαρκώς εξελισσόμενο, κατόρθωνε να εισέρχεται στην ουσία των προσώπων που υποδυόταν. Μπορούσε να ερμηνεύσει οποιονδήποτε ήρωα και ο κάθε ανθρώπινος χαρακτήρας αναδυόταν από μέσα του απλά, αληθινά και κυρίως άμεσα, και όλο αυτό το έκανε με αφοπλιστική ευχέρεια. «Η δύναμη και το μεγαλείο, το πάθος και η αγωνία, η απόγνωση και η συντριβή που έκλεινε το παίξιμό του είχαν τόσο μέγεθος, που γίνονταν οικουμενικά σύμβολα και συμπύκνωση ολόκληρης της ανθρώπινης οδύνης. Αλλά ταυτόχρονα είχαν τόση οικεία γνησιότητα, που τα ένιωθες έκφραση ακραία των πιο κρυφών δικών σου συναισθημάτων και δονήσεων», έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης.

Πέθανε, από εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 29/6/1951

1 σχόλιο:

  1. Για να ξέρουμε τι μας γίνεται παραθέτω το ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη στην μνήμη του Ιωάννη Μεταξά αντιγραμμένο από το αφιερωμένο μεταθανάτια στον φασίστα δικτάτορα τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» της 15ης Φεβρουαρίου 1941.

    ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ

    Θρῆνοι καὶ κλάψες ὄχι, στὴ θανή σου.
    Νίκης πολεμικὰ μονάχα θούρια!
    Μέσα μας παιᾶνες θ’ ἀντηχᾶ ἡ φωνή σου,
    φτερούγισμα καινούριο, ὁρμὴ καινούρια.

    Ὁ θάνατός σου ἐσφράγισε τὴ Νίκη
    μὲ φωτεινὴ ἀκατάλυτη σφραγίδα.
    Μεσημεριοῦ λαμπράδα ἡ ἀμφιλύκη!
    Κ’ εἶν’ ἔργο πιὰ τὸ ποὺ ἦταν πρὶν ἐλπίδα.

    Στὴ σκοτεινιὰ δὲν ἔσβυσε τὸ φῶς σου.
    Ὅραμα φωτεινὸ μπροστά σου ἁπλώθη:
    Θρίαμβος τῶν ὅπλων―νίκη!―ὁ στοχασμός σου,
    φυλῆς ἀναστημένης αἰώνιος πόθος.

    Ἀκόμα καὶ στὶς ὕστερες στιγμές σου,
    στὴν ὕστατη ποὺ σὲ φωτοῦσε ἀχτίδα,
    δὲ νοιάστηκες γιὰ σένα. Οἱ Ἕλληνές σου
    στερνή σου ἀνάσα καὶ στερνή σου ἐλπίδα.

    Ἔργο σου νικηφόρο νὰ κορώσεις
    τὴν ἐθνικὴ ψυχή, πυρὴ λαμπάδα,
    καὶ στὶς μελλούμενες γενιὲς νὰ δώσεις
    ἀσύγκριτη μιὰ δοξασμένη Ἑλλάδα.

    Θρῆνοι καὶ κλάψες γιὰ τὸ θάνατό σου
    δὲ στέκουν, ὄχι, ἐσὲ δὲ σοῦ ταιριάζουν.
    Θούρια μονάχα ὁ νικητὴς στρατός σου
    καὶ τοῦ λαοῦ τὰ πλήθη ἂς ἀλαλάζουν!

    ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ

    Και για το ακριβές της πηγής: «Νέα Εστία» (Τεύχος αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά φίλο και προστάτη των γραμμάτων και τεχνών), Έτος ΙΕ΄–1941, Τόμος εικοστός ένατος, Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 1941, Τεύχος 340, σελίδα 139.

    Γραμματικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου