Παρέλυσε όταν εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη
Υπάρχουν φορές που αναρωτιέμαι αν η Ελλη Λαμπέτη, που γεννήθηκε 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια και πέθανε 3 Σεπτεμβρίου του 1983, έζησε πράγματι ανάμεσά μας.
Γι' αυτόν τον μύθο που δεν ξεθωριάζει ποτέ, θα βρούμε άραγε κάποιες συντεταγμένες για να τον κατανοήσουμε;
Κατανοούνται οι μύθοι ή υπάρχουν μόνο για να μας ταξιδεύουν;
Θα καταφέρουμε έστω να υποψιαστούμε το βάθος και το μέγεθος αυτής της μάγισσας, που έζησε μια ζωή βγαλμένη λες από αρχαία τραγωδία;
Μια ζωή γεμάτη θάνατο. Πριν χαθεί η ίδια, στα 57 της χρόνια, χάνει από φυματίωση τον 15χρονο δίδυμο αδελφό της, ύστερα την μητέρα της από αδέσποτη σφαίρα στα Δεκεμβριανά, μετά τον πατέρα της το 1953, αλλά και τις δυο αδελφές της από καρκίνο. «Τουλάχιστον αγαπήθηκα πολύ, είναι κάτι κι αυτό. Επίσης, αγάπησα τόσο. Εδωσα και πήρα. Ηταν ένα τίμιο παιχνίδι», είχε δηλώσει κάποτε.
Απίστευτο πλάσμα;
Οπως έλεγε ο Παύλος Μάτεσις: «Οποιος δεν έχει γοητευθεί από την Λαμπέτη, θα πάει στην Κόλαση».
Τη συνέκριναν με την Σάρα Μπερνάρ και την Γκρέτα Γκάρμπο, ήταν όμως η Λαμπέτη. Μόνο εκείνη. Κι ας μην έπαιξε ποτέ κλασικό ρεπερτόριο και αρχαίο δράμα. Ηταν ένα μοναχικό ιερό τέρας. Μοναχικό ακριβώς επειδή ήταν ιερό, επειδή αρνήθηκε την εποχή του, ένας μάταιος αντάρτης, ένα ανίσχυρο κορμί που πάλευε με μια πανίσχυρη ψυχή, και μ' ένα λεηλατημένο, αλλά νικηφόρο πρόσωπο. «Η Λαμπέτη είναι για το θέατρο ό,τι ο Καβάφης ή ο Κάλβος ή ο Καρυωτάκης στη λογοτεχνία. Ανεπανάληπτη και μοναδική». Λόγια του Κ. Γεωργουσόπουλου.
Για την μεγάλη θεατρίνα που ακτινοβολούσε στη σκηνή ευαισθησία και που χάρισε ζωή σε τόσα θεατρικά πρόσωπα, η ηθοποιός και αγωνίστρια της Αντίστασης Ολυμπία Παπαδούκα είχε διηγηθεί:
«Θυμάμαι πώς αντιδρούσε η Κοτοπούλη βλέποντάς την να παίζει. Μαγευόταν μαζί της, την λάτρευε κι όταν τελείωνε η Ελλη, σηκωνόταν όρθια, τη χειροκροτούσε κι έλεγε:
"Μπράβο σου πουλάκι μου, μπράβο σου καρδούλα μου!"».
Για τη γνωριμία τους στην Κατοχή, η θρυλική ΕΑΜίτισσα είχε αποκαλύψει: «Η Ελλη ήθελε πολύ να μας βοηθήσει κι όλο έψαχνε τρόπους. Εγώ δεν ήθελα να μπλεχτεί μ' αυτά, γιατί ήταν άμαθη, δεν ήταν μπαρουτοκαπνισμένη σαν κι εμάς και δεν θα τα κατάφερνε, θα την πιάνανε αμέσως. Εκείνη όμως με πίεζε κάθε μέρα, ήθελε να αγωνιστεί μαζί μας, επέμενε να προσφέρει στον αγώνα ό,τι μπορούσε».
Ο Χορν, ο Καραμανλής και ο Μπελογιάννης
Κάποια στιγμή μπαίνει στη ζωή της ο τυφώνας Χορν. «Με τον Τάκη - έλεγε η Λαμπέτη - ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια. Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Ερωτας με δόντια - τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως. Ηταν τότε όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: "Για να δούμε πώς θα ταιριάξουν οι Βερσαλίες με τα Βίλια". Δηλαδή ο Χορν με την υψηλή του καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα. Και νομίζω ότι δεν είχε κι άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγωγής, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις βαθύτερες αιτίες του χωρισμού μας».
Στη συνέντευξη που μου είχε δώσει ο Χορν το 1993, μου είχε εκμυστηρευτεί πως το πιο δυνατό συναίσθημα που ένιωσε ποτέ για την Λαμπέτη δεν ήταν ο έρωτας, αλλά η ζήλια, όταν τον εγκατέλειψε το 1959, για να παντρευτεί τον Αμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν.
«Ημουν ταύρος σε υαλοπωλείο», έλεγε τότε. «Ζήλευα ελεεινά. Υπήρξαν φορές που της χτύπαγα το κεφάλι στον τοίχο». Κάποτε της είχε συστήσει περιχαρής ο Χορν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, γύρω στο '57 - '58. Της είπε λοιπόν ο Καραμανλής, «ξέρετε, εγώ... επί των ημερών μου, υπάρχουν μόνο 800 πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές». Και του λέει η Λαμπέτη: «Δεν ντρέπεστε που το λέτε; 800 πολιτικοί κρατούμενοι! Και είναι λίγοι; Ούτε έναν δεν έπρεπε να έχετε!».
Και ο Χορν, βεβαίως, χλώμιασε.
Το είχε διηγηθεί ο Φρέντυ Γερμανός στην Εύη Κυριακοπούλου στην εκπομπή της στην ΕΡΤ.
Η ίδια η Λαμπέτη είχε αποκαλύψει στην δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπι:
«Οταν ήμουν είκοσι έξι χρονών έπαθα πάρεση. Πλήρη. Ηταν τη μέρα που εκτέλεσαν τον Μπάτση και τον Μπελογιάννη. Οταν το 'μαθα, πάγωσα. Δεν ήταν λύπη, ήταν κάτι παραπάνω. Σοκ! Καταλάβαινα πως δε θ' άντεχα, κάτι θα μου συνέβαινε. Κι ωστόσο δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσο σχετική είναι η ύλη - το σώμα - με τον συναισθηματικό κόσμο. Σκέφτηκα αμέσως: Μετά απ' αυτήν την τραγωδία, μετά από τόση θλίψη, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσω να είμαι ίδια, κάπου θα βγω αλλαγμένη. Αλλά δεν πίστευα πως θ' αντιδρούσε έτσι ο οργανισμός μου. Κι όμως, ως το βράδυ είχα παραλύσει. Το μισό μου πρόσωπο ήταν τελείως παράλυτο. Μου κράτησε έξι εβδομάδες. Ημουν πολύ νέα, έκανα ηλεκτροσόκ - δεν είναι πολύ δύσκολο να περάσει η πάρεση όταν είσαι νέος, όπως επίσης είναι σπάνιο να την πάθεις σε μικρή ηλικία. Αλλά εκείνες τις έξι εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Ετρεχαν τα σάλια μου. Το στόμα μου είχε στραβώσει. Να, κοίτα, ως τώρα δεν έχει έρθει εντελώς στη θέση του.
Ηταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!... Τον Μπάτση τον γνώριζα προσωπικά, ήταν φίλος του Μάριου. Το προηγούμενο Πάσχα είχαμε πάει μαζί στον Πόρο, είχε κοντά του και την κόρη του, την Ελενίτσα. Ετσι συνδεθήκαμε. Δεν ήταν βέβαια κανένας πολύ δικός μου άνθρωπος, αλλά αυτό το θέμα της εκτέλεσης δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να συλλάβω το "εν ψυχρώ". Σε πιάνω, σε στήνω, σε σκοτώνω... Ηταν πέρα από τις δυνατότητές μου. Είχα ζήσει ήδη τις μέρες των ανώμαλων καταστάσεων, αλλά αυτό! Αγριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος, ε;"».
Πλασμένη από υλικό ονείρων
Για την ηθοποιό που δημιούργησε έναν ιδιόμορφο υποκριτικό κώδικα, που τον υπηρέτησε μέχρι τέλους, αλλά και για το πάθος που είχε για την τέχνη της, ο Κουν έλεγε: «Η Ελλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο». Ακριβώς αυτό έκανε. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ηταν μια σκηνή στον «Γυάλινο κόσμο» όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της. Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Ελλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά. Είχε πει: «Τελικά βρήκα τον τρόπο. Επρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο - η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Εμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα».
Ολα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Αξιζε όμως τον κόπο. Ενα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Αγγελος Σικελιανός - περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές: «Ερχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό», λέει ο Σικελιανός. «Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου».
Εχει γράψει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος:
Η Λαμπέτη κατάγεται από τον άνεμο και τη νεφέλη. Εχει άλλο ήθος, είναι πλασμένη από το υλικό του ονείρου... Είναι τα μάτια της, αυτά τα πελώρια μάτια τα συνεχώς διαπορούντα, τα έκπληκτα, που κάθε φορά κοιτούν τον κόσμο σαν να τον ανακαλύπτουν εκείνη τη στιγμή. Αυτά τα μάτια κανένας ηθοποιός, εκτός από τον Χορν, δεν τα αντιμετώπισε κατάματα. Δεν ξέρω αν το προσέξατε, όσοι συνεργάστηκαν μαζί της στη σκηνή, έπαιζαν συνήθως με χαμηλωμένα τα μάτια ή όταν το κείμενο υποχρέωνε, την κοιτούσαν, αλλά το βλέμμα παράπαιε και λοξοδρόμιζε πότε αριστερά, πότε δεξιά, πότε πάνω από τα μαλλιά της. Ποιος να αντέξει αυτά τα μάτια, τα γεμάτα ερωτηματικά, τα άπληστα, τα λαίμαργα μάτια, τα πλημμυρισμένα υπαρξιακά «γιατί»; Κι αυτά τα ψευδίζοντα χείλη, τι δεν είπαν οι ηλίθιοι για το ψεύδισμά της! Αλλά τι να πουν, όταν δεν συλλαμβάνουν τη ζωή ως αιφνιδιασμό, όπως εκείνη. Η Λαμπέτη δεν ψευδίζει, εγκαινιάζει, κάθε φορά που αρθρώνει, μια νέα επαφή με τη λέξη και μέσα από τη λέξη, μια νέα επαφή με τα πράγματα. Πάνω στη σκηνή το άρτιο λεξιλόγιο των άλλων ηθοποιών, όταν ακούγεται παράλληλα με το ψεύδισμα της Λαμπέτη, γίνεται ψεύτισμα.
Ηχογραφούσε κασέτες σπαράζοντας
Λίγο πριν πεθάνει, τα είχε βάλει με τον εαυτό της. Ξενυχτούσε κλαίγοντας και ηχογραφώντας σε κασέτες την σπασμένη, την κατεστραμμένη από την αρρώστια φωνή της, να μιλάει στον εαυτό της και να τον κατηγορεί πως σπατάλησε τη ζωή και το ταλέντο του σε ασήμαντα πράγματα, πως δεν έκανε τις επιλογές που έπρεπε, να του θυμώνει, να λέει πικρά λόγια μπερδεμένα με λυγμούς.
Η Λαμπέτη μιλούσε, μιλούσε... σ' αυτήν την αλλόκοτη τελευταία παράσταση κι έλεγε με ανατριχιαστικό τρόπο όσα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, ηχογραφούσε ολομόναχη, φοβισμένη σ' ένα δωμάτιο, μέχρι να 'ρθουν τα ξημερώματα και να καταρρεύσει από την κούραση και τον πόνο. «Κοιμάμαι ελάχιστα και μόνο με χάπια», έλεγε σε εκείνο το μαγνητόφωνο. «Πονάω αφόρητα. Αργώ πολύ να πεθάνω κι αυτό είναι πολύ δυσάρεστο, γιατί αλλοιώνεται ο χαρακτήρας μου. Το απόθεμα της αγάπης που είχα μέσα μου για τους ανθρώπους, χάνεται. Φτάνει ως εδώ».
«Υπήρξε θαμπωτικό φως»
Κρατάω για το τέλος κουβέντες δυο ανθρώπων που την αγάπησαν και την κατάλαβαν βαθιά. Η Κωστούλα Μητροπούλου έγραψε για εκείνην το 1964:
«Η Ελλη Λαμπέτη είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κανένας απ' την ποίηση! Αυτή η αισθητική συγκίνηση, η λεπτή και εύθραυστη έκπληξη, αυτό το κάτι, που το περιέχει η παρουσία του ηθοποιού στη σκηνή, τότε που η σκηνή είναι γεμάτη πάντα, είναι ένας κόσμος που λάμπει».
Και ο αγαπημένος της Μάριος Πλωρίτης:
«Η αληθινή δύναμη, το γνήσιο πάθος, η ουσιαστική επιβολή είναι θέμα και καρπός εσωτερικού παλμού, ψυχικής δόνησης, ηθικού μεγέθους. Και η Ελλη Λαμπέτη, που δίνει την εντύπωση "εύθραυστου", "ευάλωτου" πλάσματος, η Ελλη Λαμπέτη, που παίζει με ημιτόνια και αποχρώσεις, έχει τόσο βάθος και μέγεθος, ώστε τα ημιτόνιά της παίρνουν διαστάσεις απέραντου σπαραγμού κι οι αποχρώσεις της ακτινοβολούν θαμπωτικό φως!».
Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου