Επιλογή γλώσσας

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Η κρίση στην Ταϊβάν Β' Μέρος


 Η στρατιωτική διάσταση

Το αμυντικό σχέδιο της Ταϊβάν και οι ΗΠΑ

Δεν γνωρίζουμε αν η Κίνα θα περιοριστεί μόνο στη διεξαγωγή των πρόσφατων στρατιωτικών ασκήσεων γύρω από τα ύδατα της Ταϊβάν και κάθε πότε θα τις επαναλαμβάνει. Μεταξύ των επιλογών του Πεκίνου, που θα κλιμακώσουν την ένταση, υπάρχει πάντα και ο πιθανός οικονομικός αποκλεισμός της Ταϊπέι, παρεμπόδιση άφιξης και αποστολής εμπορευμάτων από τα κύρια λιμάνια του νησιού, ακόμη και η αιφνιδιαστική εισβολή.


Είναι αλήθεια ότι η κινεζική «απειλή» επικρέμαται πάνω από την Ταϊβάν εδώ και 70 χρόνια, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η «απειλή» δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη από αυτήν την περίοδο. Σε περίπτωση πολέμου, είναι θεμιτό να αναρωτηθεί κάποιος εάν η Ταϊπέι είναι πραγματικά ικανή να αμυνθεί. Οι Αμερικανοί και οι Ταϊβανέζοι στρατιωτικοί έχουν επιλέξει να υιοθετήσουν ενόψει μιας πιθανής κινεζικής επίθεσης τη «στρατηγική ενός ασύμμετρου πολέμου».

Η επιλογή του ασύμμετρου πολέμου ή, όπως ο Λι Χσι Μινγκ, τότε αρχηγός του στρατού της Ταϊβάν, την αποκάλεσε όταν εισήγαγε τη στρατηγική το 2017, «Global Defense Concept», είναι σχεδόν υποχρεωτική για την Ταϊβάν. Η βασική υπόθεση είναι ότι η Ταϊβάν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Επομένως, η Ταϊπέι πρέπει να υιοθετήσει ελαφρύτερους, αλλά αποτελεσματικούς τρόπους για να απωθήσει έναν πολύ ισχυρότερο εχθρό.

Αντί να αγοράζει ακριβό συμβατικό εξοπλισμό, όπως άρματα μάχης και υποβρύχια, τα οποία είναι δύσκολο να κρυφτούν και εύκολα να χτυπηθούν, προτιμά να επικεντρωθεί σε ευκίνητα όπλα, όπως οι πύραυλοι παράκτιας άμυνας, οι θαλάσσιες νάρκες, οι φορητοί πύραυλοι «Javelin» και «Stinger», που έχουν χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία και άλλα παρεμφερή οπλικά συστήματα.

Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν τα ταϊβανέζικα οπλικά συστήματα θα είναι αρκετά για να αποτρέψουν το Πεκίνο. Το βέβαιο είναι ότι η στρατηγική της Ταϊβάν που έχει υιοθετηθεί συνίσταται στο να κλείνεται σαν σκαντζόχοιρος, να κάνει το κόστος μιας υποθετικής εισβολής τόσο υψηλό ώστε να την αποθαρρύνει και, στο μεταξύ, να περιμένει βοήθεια από έξω. Αλλά αυτή η βοήθεια από έξω, με βάση τη «στρατηγική ασάφειας» των ΗΠΑ, αποτελεί ένα ερωτηματικό. Επομένως, όλη αυτή η στρατηγική της Ταϊπέι δεν είναι πολύ ευσταθής.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ του 2021 για την κινεζική στρατιωτική απειλή, η Κίνα θα μπορούσε να επιχειρήσει έναν αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν για να εξαναγκάσει την παράδοσή της, πιθανότατα συνοδευόμενη από την κατάληψη των υπεράκτιων νησιών της και πιθανές πυραυλικές επιθέσεις σε βασικούς στρατιωτικούς στόχους της, όπως εγκαταστάσεις αντιπλοϊκών πυραύλων και πυραύλων εδάφους - αέρος.

Οποιαδήποτε απόπειρα των ΗΠΑ να σπάσουν τον κινεζικό αποκλεισμό, θα οδηγούσε σε κλιμάκωση, που πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα η Κίνα να στραφεί εναντίον αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών, οδηγώντας είτε σε τοπικό πόλεμο, είτε στο ξέσπασμα του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Κίνα θα ισχυριζόταν ότι δεν αποκλείει την Ταϊβάν, αλλά μάλλον επιβάλλει καραντίνα στη δική της κυρίαρχη επικράτεια, στον βαθμό που η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως κυρίαρχο κράτος, η οποία δεν θεωρείται πράξη πολέμου σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, μειώνοντας περαιτέρω τις πιθανότητες άμεσης στρατιωτικής απάντησης των ΗΠΑ.

Οπως σημειώνεται στην έκθεση, ένας τέτοιος κινεζικός αεροπορικός και ναυτικός αποκλεισμός πιθανότατα θα ακολουθούσε μαζικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο εναντίον ζωτικής σημασίας υποδομής της Ταϊβάν που θα είχαν προηγηθεί, συμπεριλαμβανομένης μιας προσπάθειας εμπλοκής ή απενεργοποίησης των συστημάτων επικοινωνίας τους για να διακοπεί η πρόσβασή τους στον έξω κόσμο.

Οι Κινέζοι ηγέτες ενδέχεται να αρνηθούν την ευθύνη για εκτεταμένες αποτυχίες του ηλεκτρικού δικτύου, του διαδικτύου και των επικοινωνιών στην Ταϊβάν, κατηγορώντας ίσως κάποιους μη κρατικούς χάκερ.

Μια πρόσφατη σειρά τέτοιων αστοχιών στην Ταϊβάν θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια δοκιμαστική πορεία για μια προγραμματισμένη κινεζική επίθεση στον κυβερνοχώρο, δεδομένου ότι, ακριβώς όπως το ηλεκτρικό δίκτυο της Αμερικής, το ηλεκτρικό δίκτυο της Ταϊβάν χρησιμοποιεί δεκάδες μεγάλους κινεζικούς μετασχηματιστές, που πιθανώς έχουν το κατάλληλο software που επιτρέπει στην Κίνα για να τους απενεργοποιήσει ή να παρέχει ψευδείς ενδείξεις, που μπορεί να προκαλέσουν εκτεταμένες διακοπές ρεύματος χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός ξένων παρεμβολών.

Μια τέτοια κυβερνοεπίθεση θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το σύστημα Διοίκησης, Ελέγχου και Επικοινωνιών (C3) της Ταϊβάν και να απενεργοποιήσει τους δορυφόρους GPS, καθιστώντας το ανίκανο να συντονίσει την άμυνα του νησιού.

Επιπλέον, θα μπορούσε να απονεκρώσει τις αντλίες αερίου, με αποτέλεσμα τα στρατιωτικά οχήματα, τα αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία να ξεμείνουν γρήγορα από καύσιμα μαζί με τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα τρένα του πολιτικού τομέα, παραλύοντας το σύστημα διανομής τροφίμων της Ταϊβάν.

Θα απενεργοποιούσε επίσης τα συστήματα τρεχούμενου νερού και καθαρισμού του νερού της Ταϊβάν, ενώ θα καταργούσε τις υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής και πυροσβεστικής επέμβασης, καθώς και επιβολής του νόμου, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του νόμου και της τάξης. Αυτές οι επεμβάσεις μπορεί να αναγκάσουν την Ταϊβάν να συνθηκολογήσει με την Κίνα, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Από όλες τις διαθέσιμες επιλογές της Κίνας για να ανακτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν και τα γύρω νησιά της, η σχεδιαζόμενη στρατηγική αποκλεισμού της θα είναι αυτή με τον μικρότερο κίνδυνο. Σύμφωνα με τα πρόσφατα απομνημονεύματα του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, κατά τη διάρκεια συνάντησης στον Λευκό Οίκο, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστη, λόγω του γεγονότος ότι απέχει μόλις 81 μίλια από την Κίνα αλλά 8.000 μίλια από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Επιπλέον, δεδομένου του κυρίαρχου συμφέροντος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ για την αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου με την Κίνα, οι κίνδυνοι στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ όσον αφορά μια πιθανή κινεζική πυρηνική κλιμάκωση μπορεί να υπερτερούν του εθνικού συμφέροντος των ΗΠΑ, στην προσπάθεια υπεράσπισης της Ταϊβάν από την κινεζική επιθετικότητα.

Εάν η Ταϊβάν πειστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έσπαγαν τον κινεζικό αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό για να την ανεφοδιάσουν με ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια, είναι πιθανό να συμβιβαστεί γρήγορα με το Πεκίνο σε μια συμφωνία επανένωσης, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον ρόλο μεσολαβητή.

Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να συγκροτηθεί με βάση το μοντέλο «μία χώρα - δύο συστήματα» που πρότεινε ο Τενγκ Σιαοπίνγκ το 1979, αποτρέποντας ένα πιθανό πυρηνικό ολοκαύτωμα. Και παρά την απόκτηση της προηγμένης βιομηχανίας ημιαγωγών της Ταϊβάν από την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πιθανώς να ζήσουν σε έναν κόσμο στον οποίο η Ταϊβάν θα είναι μέρος της Κίνας, αλλά ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα στρατιωτικής συμμαχίας του Ινδο-Ειρηνικού θα παρέμενε ανέπαφο.

Οι ασκήσεις της Κίνας

Προφανώς, οι πραγματικές μαχητικές και επιθετικές συνέπειες των τρεχουσών στρατιωτικών ασκήσεων είναι πολύ ισχυρότερες από ό,τι το 1996 (βλέπε χάρτη). Το 1996, ο στρατός της Κίνας είχε πέντε περιοχές ασκήσεων, αλλά ο βορράς και ο νότος της Ταϊβάν ήταν οι περιοχές προσγείωσης πυραύλων και μόνο οι παράκτιες περιοχές ήταν οι περιοχές αμφίβιων ασκήσεων. Προφανώς, ο χώρος άσκησης ήταν πιο κοντά στη στεριά και η άσκηση δεν ήταν τόσο το πώς θα φτάσουν οι Κινέζοι στο νησί, όσο το πώς θα φτάσουν στη θάλασσα.

Στις πρόσφατες ασκήσεις, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι δύο περιοχές στη βόρεια γραμμή πλησιάζουν την Ταϊπέι και την Keelung, η αριστερή περιοχή δείχνει απευθείας στην Ταϊπέι, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση της Ταϊπέι, και η δεξιά περιοχή υποστηρίζει την κατεύθυνση του Ryukyu, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Yilan.

Η αριστερή περιοχή της νότιας γραμμής είναι κοντά στο Kaohsiung, το οποίο μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Kaohsiung. Η δεξιά περιοχή προστατεύει το στενό Bashi, εμποδίζοντας την κατεύθυνση του Γκουάμ και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, που μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του καναλιού Bashi.

Η ανατολική γραμμή δείχνει στο Hualien, Taitung, και απομονώνει την ανατολική ακτή της Ταϊβάν, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Ειρηνικού. Η «μεσαία γραμμή του στενού», που πλησιάζει το Hsinchu και το Taichung, μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Hsinchu. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε άμεση απόβαση και η υποχώρηση μπορεί να εμποδίσει τις δυνάμεις της Ταϊβάν, από θάλασσα και αέρα.

Υπάρχει όμως μια προϊστορία των ασκήσεων και της αμερικανικής παρέμβασης στο Στενό της Ταϊβάν. Αυτή η προϊστορία καταγράφει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος στην περιοχή.

Οταν ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, ο Χάρι Τρούμαν, τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, διέταξε απευθείας τον 7ο Στόλο να τοποθετηθεί στη «μέση γραμμή του Στενού της Ταϊβάν». Ο λόγος που δόθηκε τότε ήταν να αποτραπούν οι δύο πλευρές του Στενού να επιτεθούν η μία στην άλλη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ενίσχυσε τη ναυτική της δύναμη. Ειδικά μετά τη νίκη σε δύο ναυμαχίες το 1965. Το Πολεμικό Ναυτικό της Ταϊβάν εγκατέλειψε τη στρατηγική της ενεργητικής επίθεσης και αποκλεισμού των λιμανιών, αλλά παρ' όλα αυτά απέκλεισε τα Στενά της Ταϊβάν.

Το 1966, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποφάσισε να ανοίξει μια διαδρομή βορρά - νότου. Στις 25 Απρίλη 1968, ένα κινεζικό πλοίο αναχώρησε από το Zhanjiang, έκανε τον περίπλου των Φιλιππίνων, πολύ μακριά από την Ταϊβάν, και έφτασε στο Qingdao στις 8 Μάη. Ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στα Στενά της Ταϊβάν ήταν εξολοκλήρου στα χέρια της Ταϊπέι.

Το 1974, κατά τη διάρκεια της μάχης της Xisha, πολεμικά πλοία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας διέσχισαν για πρώτη φορά τα Στενά της Ταϊβάν. Τα εμπορικά πλοία δεν τα διέσχισαν με επιτυχία μέχρι το 1979.

Τον Μάη του 1979, η Κίνα ενέκρινε το παρθενικό ταξίδι του πλοίου «Meishan» στο Στενό της Ταϊβάν. Το πλοίο «Meishan» ήταν εξοπλισμένο με στρατιωτικά ραδιόφωνα, αντιαεροπορικά πολυβόλα, βαριά πολυβόλα και άλλα όπλα και εξοπλισμό, και πραγματοποίησε στρατιωτική εκπαίδευση για το πλήρωμα. Στις 27 Μάη, το πλοίο «Meishan» απέπλευσε από το λιμάνι Guangzhou Huangpu. Στις 29 έφτασε στα νερά νότια του Kinmen. Μετά τα ξημερώματα, το πλοίο «Meishan» άρχισε να διασχίζει το μεσαίο τμήμα του Στενού της Ταϊβάν και διέσχισε τα νερά του νησιού Matsu.

Το ταξίδι ήταν συνολικά 168 ναυτικά μίλια και διήρκεσε 11 ώρες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η Πολεμική Αεροπορία της Ταϊβάν έστειλε ένα αεροπλάνο και το Πολεμικό Ναυτικό έστειλε δύο πολεμικά πλοία, αλλά δεν υπήρξε καμία στρατιωτική απάντηση στο πλοίο «Meishan». Τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πολιτικά πλοία από την ηπειρωτική Κίνα πέρασαν για πρώτη φορά από το Στενό της Ταϊβάν.

Μόλις το 1992 η Ταϊβάν κατάργησε τα «Μέτρα Εκτακτης Ανάγκης» που επέτρεπαν την κατάληψη πλοίων της ηπειρωτικής Κίνας.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Στενά της Ταϊβάν του 1995 - 1996, όταν το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «USS Nimitz» εισήλθε στα Στενά της Ταϊβάν, τον Δεκέμβρη 1995, θεωρήθηκε στο Πεκίνο εθνική ταπείνωση. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Στενά της Ταϊβάν το 1995 - 1996, η Κίνα έκανε, επίσης, ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Πριν από την κρίση του 1995, η γραμμή στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών απείχε 15 ναυτικά μίλια από την ηπειρωτική ακτογραμμή. Τότε η σιωπηρή συμφωνία των δύο πλευρών ήταν «δεν πας στη θάλασσα, δεν πάω στη στεριά».

Οταν τα στρατιωτικά αεροπλάνα της Κίνας βγήκαν στη θάλασσα, θεωρήθηκαν ως προβοκάτσια από την Ταϊβάν. Η κρίση στα Στενά της Ταϊβάν το 1995 έσπασε αυτήν τη γραμμή αντιπαράθεσης και τα στρατιωτικά αεροσκάφη του Πεκίνου άρχισαν να πλησιάζουν την κεντρική γραμμή του Στενού. Το 1998 ξεκίνησαν τακτικές περιπολίες στην ηπειρωτική πλευρά της κεντρικής γραμμής του Στενού.

Πριν από το 1996, ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στο Στενό ήταν στα χέρια της Ταϊβάν. Μετά το 1996, η κατάσταση μοιράστηκε μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι...

Στη συνέχεια, οι στρατιωτικοί συσχετισμοί ανατράπηκαν ραγδαία. Το 2019, κινεζικό στρατιωτικό αεροσκάφος άρχισε να διασχίζει τη μεσαία γραμμή του Στενού, χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις. Στην κρίση του 1996, όταν η γραμμή αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών υποχώρησε από την ηπειρωτική ακτή στην κεντρική γραμμή του Στενού, ο στρατός της Ταϊβάν αντιτάχθηκε σθεναρά. Θεώρησε ότι αυτή η υποχώρηση θα συντομεύσει τον χρόνο στρατιωτικής απόκρισης της Ταϊβάν και θα αυξήσει σημαντικά τη δυσκολία άμυνας. Στην παρούσα φάση, οι κινεζικές ασκήσεις ξεπέρασαν τη μεσαία γραμμή του Στενού της Ταϊβάν και περικύκλωσαν το νησί.

Κατά μία έννοια, αυτή η αλλαγή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή στο στρατιωτικό πεδίο και στις δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν από το 1996. Και αν η αντίδραση της Ταϊπέι κάμφθηκε, παραμένει ανοιχτό το πώς θα απαντήσουν, σε συμβολικό επίπεδο, οι ΗΠΑ. Θα επαναλάβουν την αποστολή αεροπλανοφόρου στο Στενό της Ταϊβάν, όπως έκαναν στην κρίση του 1995 - 1996; Η τελευταία φορά που ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο, το «USS Kitty Hawk», διέσχισε το Στενό της Ταϊβάν ήταν το 2007.

Στις 8 Αυγούστου 2022, ο Κόλιν Καλ, αναπληρωτής υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ για Υποθέσεις Πολιτικής, χαρακτήρισε τα αντίμετρα της Κίνας ένα είδος σαλαμοποίησης, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ «δεν θα πέσουν στην παγίδα». Είπε ότι η αμερικανική πλευρά αναμένει πως το Πεκίνο δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν τα επόμενα δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, είπε επίσης ότι ο στρατός των ΗΠΑ θα περάσει από τα Στενά της Ταϊβάν τις επόμενες βδομάδες.

Οντως, στις 28 Αυγούστου, τα αμερικανικά καταδρομικά «USS Antietam» και «USS Chancellorsville» διέσχισαν το Στενό της Ταϊβάν.

Ο Τζον Κίρμπι, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, ανακοίνωσε την Κυριακή 28/8 ότι τα δύο πολεμικά πλοία του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού που διήλθαν από το Στενό της Ταϊβάν έστειλαν ένα «πολύ σαφές» και «πολύ συνεπές» μήνυμα, ότι «ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών θα πλεύσει, θα πετάξει και λειτουργήσει όπου το Διεθνές Δίκαιο μας το επιτρέπει». «Αυτό είχε σχεδιαστεί εδώ και πολύ καιρό», πρόσθεσε ο Κίρμπι.

Η απάντηση των ΗΠΑ είναι μια δήλωση ισχύος, αλλά μελετημένη στο να μη δημιουργήσει μεγάλη πρόκληση. Προφανώς, η αποστολή ενός αεροπλανοφόρου μπορεί να δημιουργούσε μια κλιμάκωση της έντασης.

Το γεγονός είναι ότι η ισορροπία δυνάμεων στο Στενό της Ταϊβάν έχει αλλάξει και δεν πρόκειται να μεταβληθεί από την εμφάνιση ή όχι ενός αμερικανικού αεροπλανοφόρου. Ωστόσο, στο επίπεδο των συμβολισμών και των ψυχολογικών επιχειρήσεων, όλες οι κινήσεις έχουν τη σημασία τους.

Στρατιωτικές αποφάσεις: Ουκρανία και Ταϊβάν

Με βάση τη θεωρία, υπάρχουν αρκετά βασικά σημεία που επηρεάζουν τη λήψη στρατιωτικών αποφάσεων, όπως «η αντίληψη του αναπόφευκτου του πολέμου», «η αστάθεια της στρατιωτικής ισορροπίας», «η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή», «οι υπάρχουσες στρατιωτικές επιλογές» και «η αποστροφή στον ίδιο τον πόλεμο».

Εξετάζοντας τα γεγονότα στην Ουκρανία και τη ρωσική εισβολή. μπορούμε να αξιολογήσουμε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ρωσικής πλευράς, με βάση τα προαναφερθέντα σημεία.

Πρώτα απ' όλα, η προκλητική συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που είχαν υπερβεί προ πολλού την «κόκκινη γραμμή» που έχει χαράξει η Ρωσία, έκαναν τη Μόσχα να έχει ένα ισχυρό προαίσθημα ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος.

Δεύτερον, η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη στρατιωτική ισορροπία με τη Δύση, βραχυπρόθεσμα. Εκτίμησε όμως ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την αστάθειά της.

Τρίτον, η Ρωσία έκρινε ότι έχει απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας στο Ναυτικό και στην Αεροπορία. Υπάρχουν όμως περιορισμοί στη χρήση αυτών των στρατιωτικών πλεονεκτημάτων από τις ΗΠΑ στο έδαφος της Ουκρανίας. Επομένως, γενικά η Ρωσία έχει πλεονέκτημα στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Τέταρτον, η αντίληψη της Ρωσίας για τις δικές της στρατιωτικές επιλογές είναι ότι είναι δυνατό να λυθεί το πρόβλημα της Ουκρανίας μέσω μιας βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης στρατιωτικής επιχείρησης. Οι στρατιωτικές επιλογές των ΗΠΑ ήταν εμφανές ότι δεν περιλαμβάνουν την αποστολή στρατευμάτων απευθείας στην Ουκρανία για να πολεμήσουν, ούτε περιλαμβάνουν μεγάλης κλίμακας βοήθεια στην Ουκρανία για να αλλάξει η ισορροπία Ρωσίας και Ουκρανίας. Τα στρατιωτικά, πληθυσμιακά και οικονομικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν από τη δυτική βοήθεια.

Πέμπτον, λόγω της εκτίμησής της για τη διεθνή οικονομική και πολιτική κατάσταση η Ρωσία πιστεύει ότι είναι δυνατό να διεξαχθεί πόλεμος και να αποκομίσει στρατηγικά οφέλη από αυτόν, επομένως δεν υπάρχει ισχυρή αποστροφή στον πόλεμο.

Μπορεί να ειπωθεί ότι μεταξύ των πέντε σημείων, ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να ωθήσει το Κρεμλίνο να κρίνει ότι ο πόλεμος δεν θα είναι αποδοτικός για τη Ρωσία είναι το στρατιωτικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αυτό το πλεονέκτημα - κυρίως ναυτικό και αεροπορικό - μπορεί να αποδυναμωθεί στο μέτωπο της Ουκρανίας. Κρίνοντας από την εξέλιξη του θέματος, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση σε αυτήν την κρίση.

Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία πήρε τελικά την απόφαση να αναλάβει στρατιωτικούς κινδύνους και ήταν πρόθυμη να ρισκάρει.

Στη συνέχεια μπορούμε να αξιολογήσουμε την τρέχουσα διαδικασία κρίσης των ΗΠΑ για το ζήτημα της Κίνας σε σχέση με τα Στενά της Ταϊβάν.

Πρώτον, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Κίνα δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα, επομένως οι συγκρούσεις δεν μπορεί να αποφευχθούν σε βάθος χρόνου. Από την άλλη, το Πεκίνο θεωρεί ότι θα πρέπει να τελειώσει με την επανένωση της Ταϊβάν μέχρι το 2049.

Δεύτερον, στο θέμα των αλλαγών στη στρατιωτική ισορροπία: Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν μια γενική στρατιωτική υπεροχή, αλλά η Κίνα έχει πλέον αποκτήσει σχετικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στα Στενά της Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση βραχυπρόθεσμα. Αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της Κίνας, στο θέμα των πυρηνικών όπλων. Ομως, μακροπρόθεσμα αυτό το τρέχον πυρηνικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ αναμένεται να μειωθεί, στον βαθμό που το Πεκίνο εξοπλίζεται μαζικά.

Στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας των υπερηχητικών πυραύλων του Πεκίνου, οι οποίοι δεν έχουν δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες πολέμου, αλλά αποτελούν ένα όπλο που λείπει από το αμερικανικό οπλοστάσιο. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν αλλαγές στη στρατιωτική ισορροπία την τελευταία 20ετία, υπέρ της Κίνας, και η Ουάσιγκτον τις υπολογίζει σοβαρά.

Τρίτον, η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ και ορισμένοι φορείς λήψης αποφάσεων πιστεύουν ότι έχουν στρατιωτική υπεροχή έναντι της Κίνας. Οι Ενοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ και ορισμένοι στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, οι οποίοι έχουν σχετικά βαθιά κατανόηση των στρατιωτικών ζητημάτων, αντιλαμβάνονται τη σχετική τοπική στρατιωτική υπεροχή της Κίνας στην Ταϊβάν. Αντίθετα, από την προσωπική οπτική γωνία του Τζο Μπάιντεν, της Νάνσι Πελόζι και άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι ο στρατός των ΗΠΑ έχει μεγάλο πλεονέκτημα.

Τέταρτον, οι στρατιωτικές επιλογές που αναγνωρίζονται από την πλευρά των ΗΠΑ. Η αμερικανική πλευρά θεωρούσε ότι οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας δεν περιλαμβάνουν την κατάρριψη του αεροπλάνου της Πελόζι, όπως και ότι δεν περιλαμβάνουν επίθεση πλήρους κλίμακας στην Ταϊβάν. Πιο πιθανές επιλογές θα είναι ο ναυτικός και αεροπορικός αποκλεισμός, οι υπερπτήσεις πάνω από το νησί της Ταϊβάν ή η κατάρριψη στρατιωτικού αεροσκάφους της Ταϊβάν, ή η κατάληψη του Penghu, του Kinmen ή κάποιων από τα μικρότερα νησιά.

Πέμπτον, ο «εμπορικός πόλεμος» Κίνας - ΗΠΑ και οι κυρώσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία είναι επωφελείς για τις ΗΠΑ - αλλά όχι για την Ευρώπη - από μια ορισμένη σκοπιά. Ως εκ τούτου, αν και οι ΗΠΑ είναι απολύτως απρόθυμες να πολεμήσουν έναν πόλεμο που δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν, βασίζονται στην πιθανότητα οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας να είναι «καμία απάντηση» ή ότι η Κίνα «έχει μόνο μια μικρή απάντηση», που είναι διαχειρίσιμη. Με βάση την παραπάνω λογική, οι ΗΠΑ δεν έχουν αρκετή αποστροφή στον πόλεμο.

Τελικά, φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις ότι οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να πάρουν ρίσκα.

Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να εμπλακούν σε κρίσεις. Κρίνοντας από τις προηγούμενες κρίσεις, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα και την επιθυμία να εμπλακούν σε κρίσεις, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι μια σύγκρουση με έναν αντίπαλο δεν θα είναι πολύ επικίνδυνη και το αποτέλεσμα είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι δυσμενές για τις ΗΠΑ. Εάν οι ΗΠΑ έχουν μια αβέβαιη οπτική γι' αυτό το ζήτημα, όπως είναι η περίπτωση του πολέμου Ρωσίας - Ουκρανίας, τότε η στάση τους είναι διαφορετική. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι η κινεζική πλευρά θέλει να πάρει την πρωτοβουλία διαχείρισης, υπολογίζοντας ότι θα υπάρξουν ευνοϊκότερες συγκυρίες.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης της Ταϊβάν, η αμερικανική δομή λήψης πολιτικών αποφάσεων βρέθηκε εκτός ισορροπίας - ο Λευκός Οίκος, το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαφώνησαν στις παραμέτρους του ταξιδιού της Νάνσι Πελόζι. Αν δεν υπάρξουν νέες εξελίξεις, η αμερικανική πολιτική λήψης αποφάσεων κινείται ήδη σε επικίνδυνη κατεύθυνση. Παράλληλα μεσολαβούν και οι εκλογές του Νοεμβρίου, που μπορεί να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, ένας πιθανός αποφασιστικός παράγοντας είναι το πόση στρατιωτική πίεση μπορεί να ασκήσει η Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην περιοχή της Ταϊβάν, το επόμενο διάστημα.


Βαγγέλης ΧΩΡΑΦΑΣ
Διευθυντής του GEOEUROPE

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου