Τις εντεινόμενες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη σχέση ΕΕ - Κίνας ανέδειξε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία, μιλώντας χτες σε εκδήλωση του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Ινστιτούτου Mercator για τη Μελέτη της Κίνας, χαρακτήρισε τη σχέση Πεκίνου - Βρυξελλών μια «από τις πιο περίπλοκες και σημαντικές». Πρόσθεσε δε ότι «η σχέση μας είναι υπερβολικά σημαντική για να τη θέσουμε σε κίνδυνο μη προσδιορίζοντας τις προϋποθέσεις για μια υγιή δέσμευση (...) Δεν πρέπει να αποκοπούμε από την Κίνα, όμως οφείλουμε να μειώσουμε τους κινδύνους».
Οι οικονομικές σχέσεις με την Κίνα είναι κομβικής σημασίας για την κερδοφορία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ωστόσο στο πλαίσιο των εντεινόμενων ανταγωνισμών του ευρωατλαντικού μπλοκ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, με το Πεκίνο, αυξάνονται «ανησυχίες» για το μέλλον αυτών των σχέσεων.
Προσδιορίζοντας τη στάση της Κίνας στον πόλεμο της Ουκρανίας ως έναν βασικό παράγοντα στα παζάρια της ΕΕ με το Πεκίνο, η πρόεδρος της Κομισιόν έβαλε στο στόχαστρο τη σχέση Κίνας - Ρωσίας: «Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς (...) Αντί να αναστατωθεί από την ωμή και παράνομη εισβολή στην Ουκρανία, ο Πρόεδρος Σι διατηρεί τη "χωρίς όρια" φιλία του με τη Ρωσία του Πούτιν», ανέφερε.
Υποστήριξε ακόμα ότι «η Κίνα έχει γίνει πιο καταπιεστική στο εσωτερικό και πιο επιθετική στο εξωτερικό», ενώ διατυπώνοντας το προφανές, ανέφερε ότι το Πεκίνο έχει στόχο «μια αλλαγή της διεθνούς τάξης, με την Κίνα στο κέντρο». Οπως είπε, «οφείλουμε να προετοιμαστούμε για έναν επαναπροσδιορισμό των πιο σημαντικών διακυβευμάτων και οφείλουμε να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας έναντι της Κίνας».
Στις σχέσεις ΕΕ - Κίνας αναφέρθηκε και ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, που πραγματοποιεί επίσκεψη στην Κίνα, εκτιμώντας ότι «οι σχέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα, και κατ' επέκταση οι σχέσεις ανάμεσα στην Ισπανία και την Κίνα, δεν χρειάζεται να χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις». Ζήτησε ακόμα «διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού και πλήρους αμοιβαιότητας μεταξύ εταίρων», ζητώντας «άνοιγμα της Ανατολής έτσι ώστε η Δύση να μη χρειαστεί να κλειστεί στον εαυτό της»...
Ο Σάντσεθ μίλησε από το βήμα του «Φόρουμ του Μποάο», της ετήσιας συνάντησης που ξεκίνησε το 2001 και εμφανίζεται ως «ασιατική Διάσκεψη του Μονάχου», στην κινεζική επαρχία Χαϊνάν. Μετά το Φόρουμ ο Σάντσεθ θα έχει σειρά επίσημων επαφών στο Πεκίνο.
Από τη μεριά της Κίνας, ο πρωθυπουργός, Λι Τσιανγκ, μιλώντας στο Φόρουμ, έσπευσε να σχολιάσει ότι «οι γεωπολιτικές εντάσεις» αποτελούν τροχοπέδη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, ενώ δεσμεύτηκε ότι «ανεξάρτητα από τις αλλαγές που καταγράφονται στον κόσμο, εμείς θα εφαρμόζουμε πάντα πολιτικές μεταρρύθμισης και ανοίγματος».
Τόνισε ακόμα ότι «εμείς θα θεσπίσουμε σειρά νέων μέτρων, επεκτείνοντας την πρόσβαση στην αγορά και βελτιστοποιώντας το επιχειρηματικό περιβάλλον». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, επανέλαβε ότι δεν πρέπει να ξεσπάσουν «ένοπλες συρράξεις», γιατί τότε θα χαθούν οι ευκαιρίες που διανοίγονται για το μέλλον της περιφέρειας...
Στο μεταξύ, λίγες μέρες μετά τις επίσημες επαφές των Προέδρων Κίνας και Ρωσίας στη Μόσχα, όπου ξεκαθάρισαν ότι ιεραρχούν ψηλά την ενίσχυση της συνεργασίας τους σε όλα τα επίπεδα, ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Αμυνας, Ταν Κεφέι, δήλωσε χτες πως οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας είναι πρόθυμες να εργαστούν με τις ρωσικές Ενοπλες Δυνάμεις και σε «πρωτοβουλίες παγκόσμιας ασφάλειας»... Οι δύο χώρες «θα εμβαθύνουν τη στρατιωτική εμπιστοσύνη και θα διασφαλίσουν από κοινού τη διεθνή αμεροληψία και δικαιοσύνη», ανέφερε, μιλώντας και για νέα κοινά γυμνάσια που θα οργανωθούν.
Ακόμα μια σημαντική πτυχή του εντεινόμενου ανταγωνισμού ΗΠΑ - Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα αντανακλούν τα στοιχεία για τη μεγάλη αύξηση των δανείων «διάσωσης» που χορηγεί το Πεκίνο σε μια σειρά «αναπτυσσόμενες» χώρες που απειλούνται με χρεοκοπία, ιδίως σε αυτές που συμμετέχουν στο τεράστιο κινεζικό πρόγραμμα υποδομών και επενδύσεων «Belt and Road Initiative» (γνωστή και ως σύγχρονοι «δρόμοι του μεταξιού»).
Σύμφωνα με έκθεση που εκπονήθηκε από το αμερικανικό ερευνητικό εργαστήριο AidData, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Harvard Kennedy School και το Institut Kiel για την παγκόσμια οικονομία, τα δάνεια «διάσωσης» που χορηγούνται από την Κίνα αυξήθηκαν κατακόρυφα κατά την περίοδο 2016 - 2021, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώνεται το 80% του συνολικού ποσού που έχει διατεθεί σε διάστημα 20 ετών.
Μέσα στην τελευταία 20ετία, το Πεκίνο έδωσε 240 δισ. δολάρια σε δάνεια «διάσωσης» προς 22 αναπτυσσόμενες χώρες που βρίσκονταν σε κίνδυνο στάσης πληρωμών.
Μόνο την τριετία 2019 - 2021, το Πεκίνο χορήγησε τέτοια δάνεια αξίας 104 δισ. δολαρίων.
Σε σύγκριση με το ΔΝΤ και τη στήριξη σε ρευστότητα που προσφέρει η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), το ποσό που έχει διαθέσει μέχρι στιγμής η Κίνα σε δάνεια «διάσωσης» από πτώχευση παραμένουν χαμηλά, αλλά αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, τονίζεται στην έκθεση, ενώ επισημαίνονται οι πολιτικές προεκτάσεις από αυτήν την εξέλιξη.
Ανάμεσα στους παραλήπτες των δανείων που αυξάνουν τη διεθνή επιρροή του Πεκίνου, συμπεριλαμβάνονται η Αργεντινή, η Λευκορωσία, ο Ισημερινός, η Αίγυπτος, το Πακιστάν, η Τουρκία, η Ουκρανία, η Βενεζουέλα κ.ά.
Τα δάνεια αυτά χαρακτηρίζονται ως «αδιαφανή» και με επιτόκια που διαμορφώνονται στο 5% κατά μέσο όρο, έναντι 2% για τα δάνεια του ΔΝΤ.
«Το Πεκίνο έχει βάλει στόχο έναν περιορισμένο αριθμό πιθανών αποδεκτών και σχεδόν το σύνολο των κινεζικών δανείων διάσωσης κατευθύνεται προς χώρες των Νέων Δρόμων του Μεταξιού μεσαίου ή μικρού εισοδήματος, αλλά με σημαντικά χρέη έναντι κινεζικών τραπεζών», αναφέρει η έκθεση.
Στο μεταξύ, διεθνή ΜΜΕ μεταδίδουν ότι Κίνα και Βραζιλία υπέγραψαν συμφωνία για την πραγματοποίηση εμπορικών συναλλαγών στα δικά τους νομίσματα, με κινεζικά γουάν και βραζιλιάνικα ρεάις, παρακάμπτοντας το αμερικανικό δολάριο.
Οι δύο χώρες εντάσσονται στο σχήμα BRICS (μαζί με τη Ρωσία, την Ινδία και τη Νότια Αφρική), ενώ η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας ήδη από το 2009. Το 1/5 των εισαγωγών της Βραζιλίας προέρχεται από την Κίνα, ενώ αντίστοιχα το 1/3 των εξαγωγών της Βραζιλίας κατευθύνεται στην κινεζική αγορά.
Ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα επρόκειτο να επισκεφθεί το Πεκίνο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, συνοδευόμενος από πολυμελή κυβερνητική και επιχειρηματική αντιπροσωπεία, αλλά αναγκάστηκε να ακυρώσει το ταξίδι για λόγους υγείας.
Σε συμφωνία για αύξηση της χρήσης Ενέργειας που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές κατέληξαν χτες διαπραγματευτές της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου, θέτοντας πιο φιλόδοξους στόχους για την επέκταση της χρήσης ΑΠΕ μέχρι το 2030.
Η απόφαση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αποφάσεων της ΕΕ για επιτάχυνση των «πράσινων» μπίζνες, με φόντο και τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επιχείρηση απεξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Οπως ανακοινώθηκε, έως το 2030 η ΕΕ θα λαμβάνει το 42,5% της Ενέργειάς της από Ανανεώσιμες Πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή.
Η πολιτική συμφωνία θα πρέπει τώρα να εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο και τις χώρες - μέλη της ΕΕ. Ο νέος νόμος θα αντικαταστήσει τον υφιστάμενο στόχο της ΕΕ για μερίδιο της Ανανεώσιμης Ενέργειας 32% μέχρι το 2030.
Η ΕΕ έπαιρνε το 2021 το 22% της Ενέργειάς της από Ανανεώσιμες Πηγές, όμως το ποσοστό αυτό διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών. Η Σουηδία έρχεται πρώτη μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, καθώς παίρνει το 63% της Ενέργειάς της από Ανανεώσιμες Πηγές, ενώ στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στην Ολλανδία και την Ιρλανδία οι Ανανεώσιμες Πηγές εξασφαλίζουν λιγότερο από το 13% της Ενέργειας που χρησιμοποιούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου