Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

«Η εκπαραθύρωση της Πράγας»


23/5/1618: Ξεσπά επίσημα ο 30ετής πόλεμος, όταν στην Πράγα, οι προτεστάντες ηγέτες πετούν από το παράθυρο τους καθολικούς απεσταλμένους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός έχει καταγραφεί στην ιστορία ως «Η εκπαραθύρωση της Πράγας».

Τι προηγήθηκε

Το 1555, η Ειρήνη του Αουγκσμπουργκ είχε διευθετήσει μερικώς τις θρησκευτικές διαφορές στην  Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθιερώνοντας την αρχή του Cuius regio, eius religio, που επέτρεπε στους τοπικούς Πρίγκιπες-ηγεμόνες των γερμανικών κρατών να καθορίζουν το θρήσκευμα των υπηκόων τους. Ο τότε αυτοκράτορας των Αψβούργων, Κάρολος Ε’, αντιμετωπίζοντας το φάσμα ενός ενδογερμανικού, θρησκευτικού πολέμου μεταξύ ρωμαιοκαθολικών και λουθηρανών, επέτρεψε στους προτεστάντες ορισμένες θρησκευτικές ελευθερίες. Το κυριότερο, δε, επέτρεψε στους τοπικούς ηγεμόνες των γερμανικών κρατών να καθορίζουν οι ίδιοι το θρήσκευμα των υπηκόων τους.

Ωστόσο, οι προτεστάντες σύντομα διασπάστηκαν και από τις τάξεις τους ξεπήδησαν και άλλα δόγματα, –όπως αυτό των καλβινιστών–, για τα οποία η Συνθήκη του Άουσμπουργκ δεν είχε κάνει καμία πρόβλεψη.

Το Βασίλειο της Βοημίας από το 1526 κυβερνήθηκε από Αψβούργους βασιλειάδες, οι οποίοι δεν επέβαλαν την Καθολική πίστη στους Προτεστάντες και Χουσίτες υπηκόους τους.

Το 1593 η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία, παραδοσιακά, βρισκόταν υπό την εξουσία των Αψβούργων, ενεπλάκη στον λεγόμενο “Μακρύ Πόλεμο”, με τους Οθωμανούς. Για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους ο τότε αυτοκράτορας Ροδόλφος Β’ ζήτησε την οικονομική και στρατιωτική συνδρομή όλων των Γερμανών ηγεμόνων, ανεξαρτήτως δόγματος. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε μέχρι το 1606 και άφησε την Αυτοκρατορία εξαντλημένη οικονομικά, ενώ έδωσε το δικαίωμα στους προτεστάντες ηγεμόνες που μετείχαν υπέρ του αυτοκράτορα, να ελπίζουν πως οι υπηρεσίες τους θα ανταμείβονταν με περισσότερη ελευθερία, πολιτική και θρησκευτική.

Την εποχή εκείνη το συμβούλιο των επτά εκλεκτόρων της Αυτοκρατορίας αποτελείτο από τέσσερις ρωμαιοκαθολικούς εκλέκτορες (δούκας Βαυαρίας, αρχιεπίσκοποι Μάιντς, Τρίερ και Κολωνίας), δύο καλβινιστές (εκλέκτορες του Παλατινάτου και τους Βρανδεμβούργου) και έναν λουθηρανό (δούκας της Σαξωνίας). Συνέπεια αυτού ήταν να γεννηθούν φόβοι στους Αψβούργους και τους ρωμαιοκαθολικούς εκλέκτορες ότι οι προτεστάντες θα μπορούσαν ακόμα και να καταλάβουν τον αυτοκρατορικό θρόνο.

Η πολιτική αυτή ανησυχία εκδηλώθηκε ως θρησκευτική, με τον δούκα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανό Β’ να πρωτοστατεί στον αγώνα κατά των προτεσταντών εκλεκτόρων και ιδίως κατά του γείτονά του, Φρειδερίκου του Παλατινάτου, του οποίου άλλωστε διεκδικούσε εδάφη. Ο Φρειδερίκος του Παλατινάτου θεωρείτο ο ισχυρότερος εκλέκτορας της Αυτοκρατορίας και φρόντισε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη θέση του, εμφανιζόμενος ως πρόμαχος και προστάτης των προτεσταντών της Αυτοκρατορίας, τιθέμενος επικεφαλής της Προτεσταντικής ή Ευαγγελικής Ένωσης. Η Προτεσταντική ή Ευαγγελική Ένωση ήταν μια πολιτική οντότητα στην οποία εντάχθηκαν όλοι οι προτεστάντες Γερμανοί ηγεμόνες.

Απέναντί του ο Φρειδερίκος δεν είχε τόσο πολύ τον Αψβούργο αυτοκράτορα, ο οποίος λόγω του Μακρού Πολέμου με τους Τούρκους αλλά και των νέων συγκρούσεων μαζί τους (1615–17) δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον αντιμετωπίσει. Είχε, όμως, τον ανταγωνιστή του Μαξιμιλιανό Β’ της Βαυαρίας, ο οποίος, από την πλευρά του, αναδείχτηκε σε πρόμαχο της Αντιμεταρρύθμισης και υπερασπιστή του ρωμαιοκαθολικισμού στη Γερμανία, εξυπηρετώντας έτσι τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Ο Μαξιμιλιανός ίδρυσε την Καθολική Λίγκα, ως αντίβαρο στην Προτεσταντική Ένωση και άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα, όπως άλλωστε έπραττε και ο αντίπαλός του. Ήδη ο σπόρος του πολέμου είχε φυτευτεί.

Μετά τον θάνατο του Αψβούργου αυτοκράτορα Ροδόλφου B’ το 1612, στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του εκλιπόντος, Ματθίας, ο οποίος επιβεβαίωσε τα προνόμια και τις θρησκευτικές ελευθερίες των προτεσταντών. H πολιτική του Ματθία δεν ικανοποίησε τους συντηρητικούς ρωμαιοκαθολικούς, όπως ήταν ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας και ο ανεψιός του και μετέπειτα διάδοχός του Φερδινάνδος.

Η σύγκρουση πυροδοτήθηκε από δύο παράγοντες: ο Ματθίας, ήδη γηρασμένος και χωρίς παιδιά, όρισε τον ξάδελφό του Φερδινάνδο Β’ κληρονόμο του και τον εξέλεξε βασιλιά της Βοημίας το 1617. Ο Φερδινάνδος ήταν φανατικός υποστηρικτής της Καθολικής Αντιμεταρρύθμισης και αρνητικός στις θρησκευτικές ελευθερίες της Βοημίας. Οι Προτεστάντες της Βοημίας αντιτάχθηκαν στη βασιλική κυβέρνηση. Το 1618 διατάχθηκε η διακοπή της κατασκευής ορισμένων προτεσταντικών παρεκκλησιών σε βασιλική γη και όταν οι Βοημοί διαμαρτυρήθηκαν, ο Φερδινάνδος διέλυσε τη συνέλευσή τους.

   

Το γεγονός

Η πρώτη εκπαραθύρωση της Πράγας είχε γίνει το 1419, όταν ο τότε δήμαρχος της πόλης, μαζί με τους συμβούλους του είχαν πεταχτεί από τα παράθυρα του κάστρου Χραντσάνι, όπου ήταν και η έδρα της καγκελαρίας της Βοημίας, από τους επαναστατημένους Χουσίτες.

Μετά τον θάνατο του Αψβούργου αυτοκράτορα Ροδόλφου B’ το 1612, στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του εκλιπόντος, Ματθίας, ο οποίος επιβεβαίωσε τα προνόμια και τις θρησκευτικές ελευθερίες των προτεσταντών. H πολιτική του Ματθία δεν ικανοποίησε τους συντηρητικούς ρωμαιοκαθολικούς, όπως ήταν ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας και ο ανεψιός του και μετέπειτα διάδοχός του Φερδινάνδος.

Σύντομα ο Ματθίας έχασε τον έλεγχο. Υποχρεώθηκε δε να ορίσει τον ανεψιό του βασιλιά της Βοημίας το 1617. Ο νέος βασιλιάς –κυβερνήτης ουσιαστικά– αμέσως μετά την εκλογή του, έστειλε στην Πράγα δύο Τσέχους, ρωμαιοκαθολικούς συμβούλους του, ως εκπροσώπους του στη συνέλευση των ευγενών του βασιλείου. Οι δύο αυτοί, ο Βίλεμ Σλαβάτα και ο Γιάροσλαβ Μπορζίτα, θα κυβερνούσαν, ουσιαστικά, τη Βοημία, εξ ονόματός του. Ωστόσο, οι λοιποί ευγενείς, με επικεφαλής τον κόμη Χάινριχ Ματίας φονΤουρν, αντέδρασαν. Ο Τουρν ειδικά είχε προσωπικούς λόγους να αντιδράσει, καθώς έχανε τη θέση του από τον Σλαβάτα, ως επικεφαλής του συμβουλίου των ευγενών της Βοημίας.

Η κίνηση του Φερδινάνδου να στείλει τους δύο ρωμαιοκαθολικούς απεσταλμένους, θεωρήθηκε προσβλητική και ως εσκεμμένη προσπάθεια υπονόμευσης της προτεσταντικής ηγεσίας του βοημικού συμβουλίου των ευγενών. Ο Τουρν, τον Μάρτιο του 1618, συγκάλεσε σε συνέλευση τους προτεστάντες ευγενείς και τους εκπροσώπους των πόλεων της Βοημίας. Εκεί είπε πως τα προνόμια των προτεσταντών που τους είχαν δοθεί από τη Συνθήκη του Άουσμπουργκ, ο Φερδινάνδος είχε σκοπό να τα καταργήσει.

Αυτό φυσικά ήταν ψέμα, καθώς ο Φερδινάνδος, όταν χρίστηκε βασιλιάς της Βοημίας είχε δεσμευτεί να τηρήσει τη “Βασιλική Επιστολή”, δηλαδή τη χάρτα των προνομίων και δικαιωμάτων των προτεσταντών. Παρ’ όλα αυτά ο Τουρν κατάφερε να πείσει τους λοιπούς ευγενείς και εκπροσώπους και να κερδίσει την υποστήριξή τους.

Η προτεσταντική συνέλευση εξέδωσε σχετικό ψήφισμα το οποίο και έστειλε στον αυτοκράτορα Ματθία, ζητώντας την επέμβασή του εναντίον του ανεψιού και διαδόχου του. Ο Ματθίας φάνηκε και πάλι συγκαταβατικός, απαντώντας πως θα πήγαινε ο ίδιος στη Βοημία για να τακτοποιήσει το ζήτημα, το ανύπαρκτο στην πραγματικότητα ζήτημα. Την ίδια ώρα όμως, ο μετριοπαθής, κατά τα άλλα πρωθυπουργός του Ματθία, ο καρδινάλιος Μελχιόρ Κλεζλ, εκνευρισμένος από τις ενέργειες του Τουρν, έστειλε μια επιστολή γραμμένη σε έντονο ύφος. Ο Τουρν χρησιμοποίησε αυτή την επιστολή και όχι αυτή του αυτοκράτορα, για να πείσει απολύτως, πλέον, τους προτεστάντες ευγενείς ότι απειλούνται.

Μιλώντας δε στους προτεστάντες ευγενείς είπε πως πρέπει να πετάξουν τους εκπροσώπους του Φερδινάνδου από τα παράθυρα του κάστρου της Πράγας, “όπως είναι καθιερωμένο”. Στις 23 Μαΐου 1618 ο Τουρν και οι ομοϊδεάτες του πέταξαν από το παράθυρο του κάστρου, από ύψος 21 μέτρα τους δύο εκπροσώπους του Φερδινάνδου και τον γραμματέα τους, οι οποίοι επέζησαν της πτώσης, καθώς έπεσαν στη γεμάτη απορρίμματα τάφρο του κάστρου.

Μαζί με τους τρεις που πετάχτηκαν από τα παράθυρα, έπεσε στο κενό και κάθε προσπάθεια αποφυγής ενός πολέμου που μπορούσε κι έπρεπε να έχει αποφευχθεί. Δύο μέρες μετά το επεισόδιο αυτό οι προτεστάντες ευγενείς συγκρότησαν τη δική τους δίαιτα και εξέλεξαν ένα δωδεκαμελές διευθυντήριο, τα μέλη του οποίου αποτέλεσαν τη “βοημική καγκελαρία”. Κατόπιν αυτών οι επαναστάτες ζήτησαν από τον αυτοκράτορα Ματθία την παραίτηση του Φερδινάνδου από τον θρόνο της Βοημίας. Το γεγονός ήταν ότι σχεδόν όλα τα νυν μέλη του διευθυντηρίου, είχαν ψηφίσει υπέρ της εκλογής του Φερδινάνδου, ελάχιστους μήνες πριν.

Δύο μέρες μετά το επεισόδιο αυτό οι προτεστάντες ευγενείς συγκρότησαν τη δική τους δίαιτα και εξέλεξαν ένα δωδεκαμελές διευθυντήριο, τα μέλη του οποίου αποτέλεσαν τη “βοημική καγκελαρία”. Κατόπιν αυτών οι επαναστάτες ζήτησαν από τον αυτοκράτορα Ματθία την παραίτηση του Φερδινάνδου από τον θρόνο της Βοημίας. Το γεγονός ήταν ότι σχεδόν όλα τα νυν μέλη του διευθυντηρίου, είχαν ψηφίσει υπέρ της εκλογής του Φερδινάνδου, ελάχιστους μήνες πριν.

Από τους συμμετέχοντες στα γεγονότα Βοημούς, όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν συνελήφθησαν και 43 από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στις 21 Ιουνίου 1621, 27 αποκεφαλίστηκαν στην πλατεία της Παλιάς Πόλης της Πράγας και η περιουσία τους κατασχέθηκε από τον αυτοκράτορα.

Την εκπαραθύρωση της Πράγας ακολούθησε εξέγερση των κατοίκων της Βοημίας και των γύρω περιοχών των Αψβούργων. Οι στασιαστές εξέλεξαν τον Φρειδερίκο Ε’ πρίγκιπα-εκλέκτορα του Παλατινάτου ως βασιλιά τους, ως εξέχον μέλος της Προτεσταντικής Ένωσης που είχε ιδρύσει ο πατέρας του Φρειδερίκος Δ’.

Μετά από κάποιες περιορισμένες επιτυχίες των Βοημών, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις προχώρησαν στην εισβολή και ειρήνευση, με αποκορύφωμα την ήττα των εξεγερμένων στη μάχη του Λευκού Όρους και την εξορία του Φρειδερίκου Ε’

Η αποτυχία αυτής της εξέγερσης ήταν καταστροφική για το Βασίλειο της Βοημίας. Η τοπική αριστοκρατία αποδεκατίστηκε και μόνο μερικές οικογένειες πιστές στον αυτοκράτορα κατάφεραν να αποφύγουν τη δήμευση. Οι Αψβούργοι ενέτειναν τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Από το 1627, το νέο σύνταγμα του βασιλείου, που επικυρώθηκε στη Βιέννη, έκανε το στέμμα κληρονομικό προς όφελός τους. Ο Καθολικισμός έγινε η αποκλειστική θρησκεία και τα Γερμανικά αντικατέστησαν τα  Τσέχικα ως επίσημη γλώσσα. Τα αστικά δικαιώματα περιορίσθηκαν σημαντικά.

Αλλά η κυριότερη συνέπεια αυτής της βιαιοπραγίας: ήταν η αφορμή για τον  Τριακονταετή πόλεμο (1618–1648). Αν και το υπόβαθρο της σύγκρουσης ήταν θρησκευτικό, εντούτοις, το να χαρακτηρίσει κανείς τον Τριακονταετή Πόλεμο ως θρησκευτικό πόλεμο θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Όπως κάθε πόλεμος κι αυτός είχε αίτια πολιτικά. Οι αντιμαχόμενοι ηγέτες απλώς εκμεταλλεύτηκαν το εκατέρωθεν θρησκευτικό αίσθημα προς όφελος των πολιτικών τους επιδιώξεων.

Αλέκος Χατζηκώστας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου