Με την ενίσχυση της «ευεξίας στην εργασία», την «αναβάθμιση των
δεξιοτήτων» των εργαζομένων και τις «δημογραφικές προκλήσεις»
ασχολούνται τα τρία «κείμενα συμπερασμάτων» στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων που εξέδωσε, στις 8 Ιούνη, το Συμβούλιο της ΕΕ.
Οπως πάντα βέβαια, πίσω από τη γεμάτη ευφημισμούς ευρωενωσιακή ορολογία κρύβεται ο
αντεργατικός χαρακτήρας των κατευθύνσεων που χαράζουν και των μέτρων που προωθούν τα όργανα της ΕΕ, για να διασφαλίσουν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, πόσο μάλλον στις συνθήκες της νέας οικονομικής κρίσης που επιτάχυνε η πανδημία.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο η λυκοσυμμαχία συζητά για την... «ευεξία» και τις «δεξιότητες» των εργαζομένων τέθηκε λίγο πιο καθαρά μια μέρα μετά, στη Σύνοδο των υπουργών Εργασίας της ΕΕ. «Η τρέχουσα κρίση είχε τεράστιο αντίκτυπο στις εργασιακές μας συνήθειες - η εξ αποστάσεως εργασία και τα ευέλικτα ωράρια εργασίας αποτελούν πλέον τον κανόνα και η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών αυξάνεται. Στο πλαίσιο αυτό, οι σωστές πολιτικές έχουν κρίσιμη σημασία. Μια πιο ανθεκτική οικονομία της ΕΕ απαιτεί ένα εργατικό δυναμικό με καλύτερες δεξιότητες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο προεδρεύων υπουργός Εργασίας της Κροατίας, Γ. Αλάντροβιτς.
Αποκαλυπτικό εξάλλου είναι και το βασικό «ερώτημα» που τέθηκε στην εν λόγω Σύνοδο από την κροατική προεδρία, όπως αποτυπώνεται και στο σχετικό δελτίο Τύπου: «Κατά τη διάρκεια της κρίσης της νόσου COVID-19 χρησιμοποιούνται ευρέως διάφορες ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις, όπως η εξ αποστάσεως εργασία, το ευέλικτο ωράριο και οι καινοτόμες Τεχνολογίες Πληροφορίας - Επικοινωνίας. Θεωρείτε ότι η συνέχιση της χρήσης τους στο μέλλον θα είναι μακροπρόθεσμα επωφελής από οικονομική και κοινωνική άποψη;»...
«Ερώτημα» που είναι βέβαια ήδη απαντημένο, από το μπαράζ νέων αντεργατικών μέτρων σε αυτήν την κατεύθυνση στην Ελλάδα και όλη την ΕΕ, μέτρων που ήρθαν για να μείνουν ακριβώς γιατί υπηρετούν πάγιες αξιώσεις των επιχειρηματικών ομίλων.
Από τις πρώτες κιόλας φράσεις στο δελτίο Τύπου για τα «κείμενα συμπερασμάτων» του Συμβουλίου της ΕΕ, υπογραμμίζεται ότι η «ευεξία», για την οποία γίνεται λόγος, «μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, καθώς και στη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζονται για τις εταιρείες η διατήρηση του προσωπικού και η μείωση των συχνών απουσιών».
Με άλλα λόγια, τα μέτρα προστασίας της Υγείας και της Ασφάλειας των εργαζομένων αντικαθίστανται ακόμα και ως αναφορά με τον όρο της λεγόμενης «ευεξίας».
Κριτήριο και στόχος αυτής της «ευεξίας» δεν είναι οι ανάγκες των εργαζομένων, αλλά οι ανάγκες του κεφαλαίου:
-- Η αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή το ακόμα μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζομένων.
-- Η παραπέρα μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, η παραπέρα κλιμάκωση δηλαδή της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση τα δημόσια συστήματα Υγείας σε όλη την ΕΕ, της πολιτικής που είναι ένοχη για δεκάδες χιλιάδες νεκρών από την πανδημία ακόμα και στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης.
-- Η μείωση των συχνών απουσιών από τη δουλειά, ακριβώς για να διασφαλίζεται το αδιάκοπο ξεζούμισμα των εργαζομένων και όχι για την προστασία της υγείας τους, την οποία αντιμετωπίζουν ως «δαπάνη».
Βέβαια, το κυνήγι αύξησης της παραγωγικότητας αντιβαίνει στον κατ' ευφημισμό στόχο της «ευεξίας» του εργαζόμενου.
Την αντίφαση ομολογεί ακόμα και το Συμβούλιο της ΕΕ, αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα του συστήματος, όταν επισημαίνει: «Σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία, όπως αυτή της ΕΕ, υπάρχει συχνά πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό συχνά οδηγεί σε πολλαπλές ανταγωνιστικές απαιτήσεις που μπορεί να είναι επιζήμιες στην ευημερία των εργαζομένων, όπως αυξημένος φόρτος εργασίας ή μεγαλύτερη ένταση εργασίας».
Και στην ομολογία αυτή, βέβαια, το άγχος της ΕΕ και του κεφαλαίου είναι σταθερά οι «απώλειες» στην αποδοτική και απρόσκοπτη εκμετάλλευση των εργαζομένων, όπως και η «επιβάρυνση» των δημόσιων συστημάτων Υγείας, με «δαπάνες» που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην παραπέρα ενίσχυση των επιχειρήσεων.
Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Συμβουλίου ότι «το άγχος, το burnout, η κατάθλιψη και άλλοι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι στην εργασία είναι δαπανηροί (...) εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το 4% του ΑΕΠ».
Λίγο ακόμα θα ζητάνε και τα ρέστα από τους εργαζόμενους, επειδή τα όσα τους προκαλεί η εργασιακή ζούγκλα είναι... «δαπανηρά» για το κεφάλαιο!
Στο δεύτερο «κείμενο συμπερασμάτων», σχετικά με την «επανειδίκευση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων», διατυπώνεται η επιδίωξη να υπηρετηθούν μια σειρά στόχοι, όλοι συνδεδεμένοι με τα κέρδη του κεφαλαίου.
Ενας από αυτούς είναι να διατηρείται όσο μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού γίνεται σε κατάσταση «απασχολησιμότητας», δηλαδή να έχει ανά πάσα στιγμή τις δεξιότητες που χρειάζονται στην παραγωγή για λογαριασμό των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όποιος είναι «απασχολήσιμος» θα βρίσκει δουλειά, αλλά ότι θα βρίσκεται σε μια μεγάλη δεξαμενή «επανειδικευμένων και αναβαθμισμένων», από όπου οι επιχειρήσεις θα παίρνουν όσους κάθε φορά χρειάζονται, με κριτήριο την κερδοφορία τους.
Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού που το Συμβούλιο εκτιμά ότι απαιτείται η «αναβάθμισή» του, χαρακτηριστική είναι η εξής επισήμανση: «Πριν από το ξέσπασμα του COVID-19 εκτιμήθηκε ότι τουλάχιστον το ήμισυ του σημερινού εργατικού δυναμικού θα πρέπει να ενημερώσει τις δεξιότητές του μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».
Στα συμπεράσματα διακρίνεται και η προσπάθεια της ΕΕ να αξιοποιήσει τις αντεργατικές πρακτικές που επιταχύνθηκαν μέσα στην πανδημία. «Η επιδημική έξαρση της νόσου COVID-19», σημειώνεται, «ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο των ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων στην εξασφάλιση της επιχειρηματικής συνέχειας, καθώς και στην παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και κατάρτισης».
Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας, όπως η γενικευμένη εφαρμογή της τηλεργασίας, ήρθαν για να μείνουν.
Στο ίδιο κείμενο η δυνατότητα χρήσης των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής, της επικοινωνίας και της κινητής τεχνολογίας πλασάρονται ως μέσα για την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, για την τηλεργασία και για κάθε άλλη «ευέλικτη» μορφή εργασίας. Ωστόσο και εδώ το Συμβούλιο της ΕΕ ομολογεί πως «ταυτόχρονα μπορούν να θολώσουν τη γραμμή μεταξύ της σφαίρας εργασίας και της ιδιωτικής σφαίρας, μειώνοντας έτσι τον χρόνο ανάπαυσης και την ικανότητα αποσύνδεσης». Στην πραγματικότητα, βέβαια, η εξέλιξη αυτή δεν είναι μια «πιθανότητα», είναι βασικός στόχος του κεφαλαίου, για να «ξεχειλώσει» ακόμα περισσότερο τα ωράρια των εργαζομένων, να τους έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμους κ.ο.κ.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο της ΕΕ προσπαθεί να αξιοποιήσει το συνδυασμό μέτρων για την «ευεξία» και την «αναβάθμιση» των εργαζομένων, προκειμένου να πετύχει και έναν άλλο στόχο, της μεγαλύτερης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ομάδων που σήμερα χαρακτηρίζει υπο-εκπροσωπούμενες, με κυρίαρχο στοιχείο... τη δουλειά μέχρι τον τάφο.
Στο κείμενο συμπερασμάτων με θέμα «Δημογραφικές προκλήσεις - Μελλοντική πορεία» διαγράφονται οι γνωστές κατευθύνσεις της βελτίωσης της «απασχολησιμότητας» του μεγαλύτερου σε ηλικία πληθυσμού, της «ενεργού γήρανσης» και της προώθησης των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων.
«Μεταξύ των ετών 2023 και 2060, το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό (ηλικίας 20-64 ετών) προβλέπεται να μειωθεί κατά 8,2% (περίπου 19 εκατομμύρια άτομα)», διαπιστώνει και προσθέτει πως ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται συνεχώς, θα πρέπει να παρέχει τους πόρους για συντάξεις και υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης για την ταχέως αναπτυσσόμενη ομάδα συνταξιούχων, πράγμα που θέτει μπροστά σε προκλήσεις «τη βιωσιμότητα και την επάρκεια των συνταξιοδοτικών συστημάτων».
«Η δημογραφική αλλαγή προσφέρει την ευκαιρία προσαρμογής των συστημάτων συνταξιοδότησης, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας περίθαλψης», σημειώνει χαρακτηριστικά. Με μοχλό τις δημογραφικές τάσεις και τη γνωστή επίκληση στη «βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού», η ΕΕ αναγκάζει τους εργαζόμενους σε δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα, αναγορεύοντας την «απασχολησιμότητα του γηράσκοντος πληθυσμού» σε απαραίτητο στοιχείο «για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και φροντίδας».
Οι κατευθύνσεις για την «πλήρη αξιοποίηση» του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού υποδεικνύουν επίσης άντληση από άλλες πιθανές δεξαμενές «υπο-εκπροσωπούμενων» σήμερα στην αγορά εργασίας ομάδων, όπως οι γυναίκες, αλλά και λύσεις όπως το άνοιγμα της στρόφιγγας για τη «νόμιμη μετανάστευση», ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα του κεφαλαίου. Η προώθηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας συνοδεύεται, και στο συγκεκριμένο κείμενο, με τους στόχους για «ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις» στο όνομα της «ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής».
Η άλλη όψη του νομίσματος της δημογραφικής γήρανσης είναι οι «νέες ευκαιρίες» που εντοπίζει η ΕΕ στους τομείς της λεγόμενης «ασημένιας οικονομίας» (silver economy) και της «οικονομίας φροντίδας» (care economy). Η ΕΕ χρησιμοποιεί τον όρο «ασημένια οικονομία» για να αναφερθεί στις «οικονομικές ευκαιρίες» που προκύπτουν από τις δημόσιες δαπάνες και τα έξοδα των ίδιων των καταναλωτών, που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού και την ανερχόμενη «αγορά» προϊόντων και υπηρεσιών που απευθύνονται στις ανάγκες τους.
Οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζονται ως μια ανερχόμενη αγορά, από την οποία οι επιχειρήσεις προσδοκούν τόνωση της κερδοφορίας τους, εμπορευόμενες τις ανάγκες τους. Στην Ελλάδα, από το 2016 ο ΣΕΒ έχει συμπεριλάβει την «οικονομία υπηρεσιών που απευθύνεται στην τρίτη ηλικία» στους τομείς εκείνους που «υπόσχονται σημαντικές υπεραξίες σε εκείνους τους επενδυτές που πρώτοι θα τολμήσουν να επενδύσουν»...
Οπως πάντα βέβαια, πίσω από τη γεμάτη ευφημισμούς ευρωενωσιακή ορολογία κρύβεται ο
αντεργατικός χαρακτήρας των κατευθύνσεων που χαράζουν και των μέτρων που προωθούν τα όργανα της ΕΕ, για να διασφαλίσουν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, πόσο μάλλον στις συνθήκες της νέας οικονομικής κρίσης που επιτάχυνε η πανδημία.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο η λυκοσυμμαχία συζητά για την... «ευεξία» και τις «δεξιότητες» των εργαζομένων τέθηκε λίγο πιο καθαρά μια μέρα μετά, στη Σύνοδο των υπουργών Εργασίας της ΕΕ. «Η τρέχουσα κρίση είχε τεράστιο αντίκτυπο στις εργασιακές μας συνήθειες - η εξ αποστάσεως εργασία και τα ευέλικτα ωράρια εργασίας αποτελούν πλέον τον κανόνα και η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών αυξάνεται. Στο πλαίσιο αυτό, οι σωστές πολιτικές έχουν κρίσιμη σημασία. Μια πιο ανθεκτική οικονομία της ΕΕ απαιτεί ένα εργατικό δυναμικό με καλύτερες δεξιότητες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο προεδρεύων υπουργός Εργασίας της Κροατίας, Γ. Αλάντροβιτς.
Αποκαλυπτικό εξάλλου είναι και το βασικό «ερώτημα» που τέθηκε στην εν λόγω Σύνοδο από την κροατική προεδρία, όπως αποτυπώνεται και στο σχετικό δελτίο Τύπου: «Κατά τη διάρκεια της κρίσης της νόσου COVID-19 χρησιμοποιούνται ευρέως διάφορες ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις, όπως η εξ αποστάσεως εργασία, το ευέλικτο ωράριο και οι καινοτόμες Τεχνολογίες Πληροφορίας - Επικοινωνίας. Θεωρείτε ότι η συνέχιση της χρήσης τους στο μέλλον θα είναι μακροπρόθεσμα επωφελής από οικονομική και κοινωνική άποψη;»...
«Ερώτημα» που είναι βέβαια ήδη απαντημένο, από το μπαράζ νέων αντεργατικών μέτρων σε αυτήν την κατεύθυνση στην Ελλάδα και όλη την ΕΕ, μέτρων που ήρθαν για να μείνουν ακριβώς γιατί υπηρετούν πάγιες αξιώσεις των επιχειρηματικών ομίλων.
Ψάχνουν συνταγή «ευεξίας» μέσα στην εργασιακή ζούγκλα...
Από τις πρώτες κιόλας φράσεις στο δελτίο Τύπου για τα «κείμενα συμπερασμάτων» του Συμβουλίου της ΕΕ, υπογραμμίζεται ότι η «ευεξία», για την οποία γίνεται λόγος, «μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, καθώς και στη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζονται για τις εταιρείες η διατήρηση του προσωπικού και η μείωση των συχνών απουσιών».
Με άλλα λόγια, τα μέτρα προστασίας της Υγείας και της Ασφάλειας των εργαζομένων αντικαθίστανται ακόμα και ως αναφορά με τον όρο της λεγόμενης «ευεξίας».
Κριτήριο και στόχος αυτής της «ευεξίας» δεν είναι οι ανάγκες των εργαζομένων, αλλά οι ανάγκες του κεφαλαίου:
-- Η αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή το ακόμα μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζομένων.
-- Η παραπέρα μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, η παραπέρα κλιμάκωση δηλαδή της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση τα δημόσια συστήματα Υγείας σε όλη την ΕΕ, της πολιτικής που είναι ένοχη για δεκάδες χιλιάδες νεκρών από την πανδημία ακόμα και στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης.
-- Η μείωση των συχνών απουσιών από τη δουλειά, ακριβώς για να διασφαλίζεται το αδιάκοπο ξεζούμισμα των εργαζομένων και όχι για την προστασία της υγείας τους, την οποία αντιμετωπίζουν ως «δαπάνη».
Βέβαια, το κυνήγι αύξησης της παραγωγικότητας αντιβαίνει στον κατ' ευφημισμό στόχο της «ευεξίας» του εργαζόμενου.
Την αντίφαση ομολογεί ακόμα και το Συμβούλιο της ΕΕ, αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα του συστήματος, όταν επισημαίνει: «Σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία, όπως αυτή της ΕΕ, υπάρχει συχνά πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό συχνά οδηγεί σε πολλαπλές ανταγωνιστικές απαιτήσεις που μπορεί να είναι επιζήμιες στην ευημερία των εργαζομένων, όπως αυξημένος φόρτος εργασίας ή μεγαλύτερη ένταση εργασίας».
Και στην ομολογία αυτή, βέβαια, το άγχος της ΕΕ και του κεφαλαίου είναι σταθερά οι «απώλειες» στην αποδοτική και απρόσκοπτη εκμετάλλευση των εργαζομένων, όπως και η «επιβάρυνση» των δημόσιων συστημάτων Υγείας, με «δαπάνες» που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην παραπέρα ενίσχυση των επιχειρήσεων.
Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Συμβουλίου ότι «το άγχος, το burnout, η κατάθλιψη και άλλοι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι στην εργασία είναι δαπανηροί (...) εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το 4% του ΑΕΠ».
Λίγο ακόμα θα ζητάνε και τα ρέστα από τους εργαζόμενους, επειδή τα όσα τους προκαλεί η εργασιακή ζούγκλα είναι... «δαπανηρά» για το κεφάλαιο!
«Απασχολησιμότητα» αντί για δουλειά με δικαιώματα
Στο δεύτερο «κείμενο συμπερασμάτων», σχετικά με την «επανειδίκευση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων», διατυπώνεται η επιδίωξη να υπηρετηθούν μια σειρά στόχοι, όλοι συνδεδεμένοι με τα κέρδη του κεφαλαίου.
Ενας από αυτούς είναι να διατηρείται όσο μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού γίνεται σε κατάσταση «απασχολησιμότητας», δηλαδή να έχει ανά πάσα στιγμή τις δεξιότητες που χρειάζονται στην παραγωγή για λογαριασμό των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όποιος είναι «απασχολήσιμος» θα βρίσκει δουλειά, αλλά ότι θα βρίσκεται σε μια μεγάλη δεξαμενή «επανειδικευμένων και αναβαθμισμένων», από όπου οι επιχειρήσεις θα παίρνουν όσους κάθε φορά χρειάζονται, με κριτήριο την κερδοφορία τους.
Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού που το Συμβούλιο εκτιμά ότι απαιτείται η «αναβάθμισή» του, χαρακτηριστική είναι η εξής επισήμανση: «Πριν από το ξέσπασμα του COVID-19 εκτιμήθηκε ότι τουλάχιστον το ήμισυ του σημερινού εργατικού δυναμικού θα πρέπει να ενημερώσει τις δεξιότητές του μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».
Στα συμπεράσματα διακρίνεται και η προσπάθεια της ΕΕ να αξιοποιήσει τις αντεργατικές πρακτικές που επιταχύνθηκαν μέσα στην πανδημία. «Η επιδημική έξαρση της νόσου COVID-19», σημειώνεται, «ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο των ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων στην εξασφάλιση της επιχειρηματικής συνέχειας, καθώς και στην παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και κατάρτισης».
Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας, όπως η γενικευμένη εφαρμογή της τηλεργασίας, ήρθαν για να μείνουν.
Στο ίδιο κείμενο η δυνατότητα χρήσης των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής, της επικοινωνίας και της κινητής τεχνολογίας πλασάρονται ως μέσα για την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, για την τηλεργασία και για κάθε άλλη «ευέλικτη» μορφή εργασίας. Ωστόσο και εδώ το Συμβούλιο της ΕΕ ομολογεί πως «ταυτόχρονα μπορούν να θολώσουν τη γραμμή μεταξύ της σφαίρας εργασίας και της ιδιωτικής σφαίρας, μειώνοντας έτσι τον χρόνο ανάπαυσης και την ικανότητα αποσύνδεσης». Στην πραγματικότητα, βέβαια, η εξέλιξη αυτή δεν είναι μια «πιθανότητα», είναι βασικός στόχος του κεφαλαίου, για να «ξεχειλώσει» ακόμα περισσότερο τα ωράρια των εργαζομένων, να τους έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμους κ.ο.κ.
«Ενεργός γήρανση» και «ασημένια οικονομία»
Περαιτέρω, το Συμβούλιο της ΕΕ προσπαθεί να αξιοποιήσει το συνδυασμό μέτρων για την «ευεξία» και την «αναβάθμιση» των εργαζομένων, προκειμένου να πετύχει και έναν άλλο στόχο, της μεγαλύτερης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ομάδων που σήμερα χαρακτηρίζει υπο-εκπροσωπούμενες, με κυρίαρχο στοιχείο... τη δουλειά μέχρι τον τάφο.
Στο κείμενο συμπερασμάτων με θέμα «Δημογραφικές προκλήσεις - Μελλοντική πορεία» διαγράφονται οι γνωστές κατευθύνσεις της βελτίωσης της «απασχολησιμότητας» του μεγαλύτερου σε ηλικία πληθυσμού, της «ενεργού γήρανσης» και της προώθησης των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων.
«Μεταξύ των ετών 2023 και 2060, το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό (ηλικίας 20-64 ετών) προβλέπεται να μειωθεί κατά 8,2% (περίπου 19 εκατομμύρια άτομα)», διαπιστώνει και προσθέτει πως ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται συνεχώς, θα πρέπει να παρέχει τους πόρους για συντάξεις και υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης για την ταχέως αναπτυσσόμενη ομάδα συνταξιούχων, πράγμα που θέτει μπροστά σε προκλήσεις «τη βιωσιμότητα και την επάρκεια των συνταξιοδοτικών συστημάτων».
«Η δημογραφική αλλαγή προσφέρει την ευκαιρία προσαρμογής των συστημάτων συνταξιοδότησης, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας περίθαλψης», σημειώνει χαρακτηριστικά. Με μοχλό τις δημογραφικές τάσεις και τη γνωστή επίκληση στη «βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού», η ΕΕ αναγκάζει τους εργαζόμενους σε δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα, αναγορεύοντας την «απασχολησιμότητα του γηράσκοντος πληθυσμού» σε απαραίτητο στοιχείο «για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και φροντίδας».
Οι κατευθύνσεις για την «πλήρη αξιοποίηση» του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού υποδεικνύουν επίσης άντληση από άλλες πιθανές δεξαμενές «υπο-εκπροσωπούμενων» σήμερα στην αγορά εργασίας ομάδων, όπως οι γυναίκες, αλλά και λύσεις όπως το άνοιγμα της στρόφιγγας για τη «νόμιμη μετανάστευση», ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα του κεφαλαίου. Η προώθηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας συνοδεύεται, και στο συγκεκριμένο κείμενο, με τους στόχους για «ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις» στο όνομα της «ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής».
Η άλλη όψη του νομίσματος της δημογραφικής γήρανσης είναι οι «νέες ευκαιρίες» που εντοπίζει η ΕΕ στους τομείς της λεγόμενης «ασημένιας οικονομίας» (silver economy) και της «οικονομίας φροντίδας» (care economy). Η ΕΕ χρησιμοποιεί τον όρο «ασημένια οικονομία» για να αναφερθεί στις «οικονομικές ευκαιρίες» που προκύπτουν από τις δημόσιες δαπάνες και τα έξοδα των ίδιων των καταναλωτών, που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού και την ανερχόμενη «αγορά» προϊόντων και υπηρεσιών που απευθύνονται στις ανάγκες τους.
Οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζονται ως μια ανερχόμενη αγορά, από την οποία οι επιχειρήσεις προσδοκούν τόνωση της κερδοφορίας τους, εμπορευόμενες τις ανάγκες τους. Στην Ελλάδα, από το 2016 ο ΣΕΒ έχει συμπεριλάβει την «οικονομία υπηρεσιών που απευθύνεται στην τρίτη ηλικία» στους τομείς εκείνους που «υπόσχονται σημαντικές υπεραξίες σε εκείνους τους επενδυτές που πρώτοι θα τολμήσουν να επενδύσουν»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου