Ο Πάμπλο Νερούδα
γεννήθηκε στο Παράλ, στις 12/7/1904 και
έφυγε από την ζωή στις 23/9/1973.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγιες.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγιες.
Ο Πάμπλο Νερούδα, χιλιανός ποιητής, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, είναι
ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Πάμπλο Νερούδα Ωδή στον Λένιν και τον Στάλιν
Πάμπλο Νερούδα Ωδή στον Λένιν
Ωδή στον Λένιν
Ι
ΛΕΝΙΝ, για να σε τραγουδήσω
πρέπει να πω αντίο στις λέξεις:
πρέπει να γράψω
με δέντρα και με ρόδες,
μ’ αλέτρια και με δημητριακά.
Είσαι συγκεκριμένος
όπως τα γεγονότα
κι όπως η γη.
Δεν εγεννήθηκε ποτέ πιο γήινος άνθρωπος
απ’ το Βλαδίμηρο Ουλιάνωφ.
Είναι άλλοι άνθρωποι μεγάλοι
που, σαν τις εκκλησιές, το συνηθίζουνε
να κουβεντιάζουν με τα νέφη.
Είναι μεγάλοι άνθρωποι μοναχικοί.
Ο Λενιν κράτησ’ επαφή
με τη γη.
Οι ανθρώποι, τα ποτάμια, τα βουνά,
οι στέππες,
ήταν βιβλίο ανοιχτό
κι εκείνος διάβαζε,
διάβαζε απ’ όλους πιο μακριά
και τόσο καθαρά όσο κανένας.
Εκείνος έβλεπε βαθειά
μες στο λαό, μέσα στον άνθρωπο,
έβλεπε μες στον άνθρωπο σα σε πηγάδι,
λες τον εξέταζε
σα νάταν άγνωστο ορυκτό
που έπρεπε να το ανακαλύψει.
Είχε να βγάλει το νερό απ’ το πηγάδι,
είχε να υψώσει το δυναμικό το φως,
το θησαυρό το μυστικό
των λαών,
κι έτσι όλα να φυτρώσουν , όλα να γεννηθούν,
για να’ ναι άξια της γης και του καιρού
IV
Κάποιοι μεγάλοι υπήρξανε μόνο μελέτη και σπουδή,
βιβλίο βαθύ, και παθιασμένη επιστήμη.
Ήτανε κι άντρες που είχανε
για ψυχική τους αρετή την κίνηση, τη δράση.
Ο Λένιν είχε δυό φτερά:
την κίνηση και τη σοφία.
Μέσα απ’ τη σκέψη δημιούργησε.
Διάβασε κι έλυσε τα αινίγματα.
Κομμάτιασε τα προσωπεία
και της αλήθειας και του ανθρώπου.
Κι ήτανε πανταχού παρών,
ήταν την ίδια ώρα, πανταχού παρών.
V
Έτσι, Λένιν, τα χέρια σου δουλέψανε
κι ο νους σου την ξεκούραση δεν γνώρισε
ως τη στιγμή που απ’ όλο τον ορίζοντα
μία μορφή καινούργια εξεχώρισε
ήταν ένας ανδριάντας ματωμένος,
ήτανε μια νικήτρια με κουρέλια,
ήταν μια κόρη ωραία σαν το φως,
μες στις λαβωματιές και μες στην κάπνα.
Από τα πέρατα της γης την είδαν οι λαοί:
Ήταν αυτή – δεν είχαν γελαστεί –
ήταν η Επανάσταση.
Κι εχτύπησε αλλοιώτικα του κόσμου η καρδιά.
Πάμπλο Νερούδα
(Απόδοση: Δανάη Στρατηγοπούλου)
Πάμπλο Νερούδα Ωδή
στον Στάλιν 1953
Σύντροφε Στάλιν, στεκόμουν πλάι στη θάλασσα στην Ίσλα Νέγρα,
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού
Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα, πέτρες, αφρούς και δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε στην πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή θεόρατη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.
Ήταν το 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ ως το Σικάγο η αστυνομία
έψαχνε ντοκουμέντα και δοκίμαζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα
έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός
σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσαν οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή
έπεφτε απ’ τη γη,
λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα
στους δρόμους της Ευρώπης
μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια.
Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα
ανάδινε η Ευρώπη
σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά
του άνθρακα
του σίδερου
του χάλυβα
του καπνού
των τραπεζών
του φυσικού αερίου
του χρυσού
του αλεύρου
του νίτρου
της εφημερίδας El Mercurio
οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων
οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές
οι πειρατές
σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα
όλου του κόσμου
ήταν μαζί κι αφεντικά
της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν
με φράκα, πολυάσχολοι
για να μοιράσουνε παράσημα,
επιταγές για να χαρίσουνε στην είσοδο
και να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
για να προσφέρουν μετοχές απ’ το χασάπικο
ξεσκίζοντας με δαγκωνιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.
Τότε με ντύσιμο απλό
κι εργατικό κασκέτο
μπήκε ο άνεμος,
εμπήκε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν.
Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς
σκόρπισε τα χαρτιά
τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα
που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει
ως και στην καρδιά του πιο
μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας,
του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Δίπλα στον Λένιν
προχώραγε ο Στάλιν
κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη,
ο Στάλιν,
με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά
τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε
έχτισε. Όλα
τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους
αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά
για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε
σχολεία και αλεύρι,
τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα
μέχρι τα χιόνια
του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι απάνω του ένας άνθρωπος
που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε.
Οι στέπες τραγουδήσαν
πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά
αναδύθηκαν,
βγήκαν
από τα σκοτεινά τους όνειρα,
υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί,
λοκομοτίβες, σύρματα
που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.
Ο Στάλιν
έχτιζε.
Από τα χέρια του
ξεφύτρωσαν
σιτοβολώνες,
τραχτέρια,
σπουδαστήρια,
δρόμοι,
κι αυτός εκεί,
απλός όπως εσύ κι όπως εγώ,
άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να ’μαστ’ απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του,
η φτιαξιά του
από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο
μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι.
Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι
ο σταλινικός νόμος!
Δύσκολο να ’ναι κανείς κομμουνιστής.
Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές
είναι ακόμα δυσκολότερο,
και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν,
από την ήρεμή του δύναμη,
από την μπετονένια διαύγειά του,
την περιφρόνησή του
στα φληναφήματα,
στην κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν
στο ψαχνό
την ίσια δείχνοντας
ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα
χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν
την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο κατευθείαν,
που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα,
κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.
Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο,
είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Το είδανε στον πόλεμο
οι γκρεμισμένες πόλεις
να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα,
και να την πλάθει απ’ την αρχή
για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της
συντρίβοντας
τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και τις μηλιές
της Σιβηρίας
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε
να μεγαλώνουν, να ψηλώνουν,
το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια
να μεγαλώνουν έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη
κι έτσι σταμάτησε
με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.
Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί,
ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήταν η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη
γινόταν ένα με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,
και το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,
ανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,
κι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτής
και ποιητής
ο Γκονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα με τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα
ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλένκοφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Μα πώς, πώς ξέρει;
Από πού το ’μαθε, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα ότι του το ’χε μάθει η θάλασσα.
Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.
Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος (Las uvas y el viento, Santiago, 1954)
Πρώτη ελληνική μετάφραση:
Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Oκτωβρίου 2018.
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού
Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα, πέτρες, αφρούς και δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε στην πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή θεόρατη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.
Ήταν το 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ ως το Σικάγο η αστυνομία
έψαχνε ντοκουμέντα και δοκίμαζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα
έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός
σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσαν οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή
έπεφτε απ’ τη γη,
λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα
στους δρόμους της Ευρώπης
μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια.
Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα
ανάδινε η Ευρώπη
σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά
του άνθρακα
του σίδερου
του χάλυβα
του καπνού
των τραπεζών
του φυσικού αερίου
του χρυσού
του αλεύρου
του νίτρου
της εφημερίδας El Mercurio
οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων
οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές
οι πειρατές
σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα
όλου του κόσμου
ήταν μαζί κι αφεντικά
της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν
με φράκα, πολυάσχολοι
για να μοιράσουνε παράσημα,
επιταγές για να χαρίσουνε στην είσοδο
και να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
για να προσφέρουν μετοχές απ’ το χασάπικο
ξεσκίζοντας με δαγκωνιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.
Τότε με ντύσιμο απλό
κι εργατικό κασκέτο
μπήκε ο άνεμος,
εμπήκε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν.
Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς
σκόρπισε τα χαρτιά
τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα
που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει
ως και στην καρδιά του πιο
μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας,
του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Δίπλα στον Λένιν
προχώραγε ο Στάλιν
κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη,
ο Στάλιν,
με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά
τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε
έχτισε. Όλα
τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους
αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά
για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε
σχολεία και αλεύρι,
τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα
μέχρι τα χιόνια
του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι απάνω του ένας άνθρωπος
που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε.
Οι στέπες τραγουδήσαν
πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά
αναδύθηκαν,
βγήκαν
από τα σκοτεινά τους όνειρα,
υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί,
λοκομοτίβες, σύρματα
που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.
Ο Στάλιν
έχτιζε.
Από τα χέρια του
ξεφύτρωσαν
σιτοβολώνες,
τραχτέρια,
σπουδαστήρια,
δρόμοι,
κι αυτός εκεί,
απλός όπως εσύ κι όπως εγώ,
άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να ’μαστ’ απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του,
η φτιαξιά του
από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο
μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι.
Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι
ο σταλινικός νόμος!
Δύσκολο να ’ναι κανείς κομμουνιστής.
Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές
είναι ακόμα δυσκολότερο,
και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν,
από την ήρεμή του δύναμη,
από την μπετονένια διαύγειά του,
την περιφρόνησή του
στα φληναφήματα,
στην κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν
στο ψαχνό
την ίσια δείχνοντας
ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα
χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν
την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο κατευθείαν,
που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα,
κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.
Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο,
είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Το είδανε στον πόλεμο
οι γκρεμισμένες πόλεις
να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα,
και να την πλάθει απ’ την αρχή
για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της
συντρίβοντας
τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και τις μηλιές
της Σιβηρίας
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε
να μεγαλώνουν, να ψηλώνουν,
το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια
να μεγαλώνουν έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη
κι έτσι σταμάτησε
με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.
Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί,
ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήταν η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη
γινόταν ένα με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,
και το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,
ανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,
κι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτής
και ποιητής
ο Γκονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα με τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα
ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλένκοφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Μα πώς, πώς ξέρει;
Από πού το ’μαθε, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα ότι του το ’χε μάθει η θάλασσα.
Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.
Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος (Las uvas y el viento, Santiago, 1954)
Πρώτη ελληνική μετάφραση:
Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Oκτωβρίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου