Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ


Στρατευμένος αγωνιστής, ο Μ. Λοΐζος και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δίκαιη κοινωνία. Η στράτευση για τον ίδιο ενσαρκωνόταν στη «διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης», όπως έλεγε ο ίδιος. «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».

Και το απέδειξε μέσα από πολλούς κύκλους τραγουδιών του, αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση.

«Οσο η σιωπή είναι χρυσός/ τόσο του νέγρου ο ιδρώς/ για το λευκό είν' θησαυρός/ στράφι του νέγρου ο θυμός/ Καιρός το παραμύθι να τελειώνει/ τη δύναμή μας ο λευκός να νοιώσει/ ν' ακούσει της οργής μας την κραυγή/ Λευκέ θέλω κι εγώ να ζήσω/ κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ/ άνθρωπος ίσος με ίσο». («Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ», στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης, μουσική: Μάνος Λοΐζος, πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη)

Τα «Νέγρικα», ο σπουδαίος αυτός κύκλος τραγουδιών του Μάνου Λοΐζου (σύνθεση) και του Γιάννη Νεγρεπόντη (στίχοι), στον οποίο εντάσσεται και το παραπάνω τραγούδι, αποτελούν καρπό των πολιτικών και μουσικών αναζητήσεων των δύο δημιουργών αλλά και του εξαιρετικά φορτισμένου πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας του '60, που σφραγίστηκε από δυναμικούς φοιτητικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα κορυφαία έργα του, εκείνα που μας κάνουν ν' αφουγκραζόμαστε τους πόθους και τα πάθη του κόσμου μας, κατέχουν τα «Νέγρικα»: «Ο νέγρος ο ζωγράφος», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Τι έχουν να χωρίσουνε», «Προσευχή», «Στον πόλεμο ο Τζο», «Κρίμα σε σένα νέγρο Μπιγκ», «Για δυο δολάρια», «Η πόρνη η Τζέιν», «Ο δικαστής ο Μπερντ», «Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ». Σε αυτόν τον κύκλο τραγουδιών, που αναφέρεται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, βρίσκουν καλλιτεχνική έκφραση η ιδεολογική του στράτευση στα ιδανικά του κομμουνισμού, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους σε όλο τον κόσμο για ισότητα και αξιοπρέπεια... Ο Μάνος Λοΐζος δεν είχε καμία ψευδαίσθηση για το ρόλο του ιμπεριαλισμού. Την ξεκάθαρη θέση του την εκφράζει στη συνέντευξή του, στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» (27/12/1966), με αφορμή την παρουσίαση των συγκεκριμένων τραγουδιών: «Τα γρανάζια του ιμπεριαλισμού, με την εξουθενωτική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων, βρίσκονται σε τρομακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες. Τα αποτελέσματα είναι σε όλους γνωστά: Ο πόλεμος του Βιετνάμ, το φυλετικό, το Κυπριακό, η αναβίωση του φασισμού σε πολλές χώρες, ο κίνδυνος της δικτατορίας στον τόπο μας. Το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου -που δεν είναι τίποτ' άλλο παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού- στέκεται από πάνω μας απειλητικό. Και η αντίδρασή μας είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ' όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους - μια και η ζωή μας είναι άμεσα συνδεδεμένη μαζί τους. Είμαστε πια συνειδητοί, "γνωρίζουμε"».

Ολα τον θυμίζουν...

Ο Μ. Λοΐζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1937. Η αγάπη του για τη μουσική φανερώνεται από πολύ μικρή ηλικία, όταν μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς περιμένουν να περάσει από το δρόμο τους ένας γέρος βιολιστής. «Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε μ' ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε». Μια μέρα, ο πατέρας του του αγόρασε ένα βιολί και άρχισε μαθήματα στο ωδείο του Καλομοίρη.

Ο ερχομός του στην Αθήνα για σπουδές, το 1955, συμπίπτει με την εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι, για τον οποίο, όπως είχε δηλώσει, «δε θα ξεχάσω τι εντύπωση μου έκαναν εκείνα τα τραγούδια. Εξάλλου, όλη η Ελλάδα έζησε τότε τη γοητεία της μουσικής του Χατζιδάκι». «Τα επόμενα χρόνια άρχισα ν' ανακαλύπτω το λαϊκό τραγούδι... Γύρω στο '60, αν θυμάμαι, ανοίγει μια νέα εποχή για την ελληνική μουσική, η εποχή του Θεοδωράκη... Μέσα σ' όλα αυτά λοιπόν, και σε πολλά άλλα, αναπτύχθηκε και η δική μου μουσική πορεία».

Το πρώτο τραγούδι που μελοποίησε, το 1962, ήταν το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το διάβασε στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Τότε, κυκλοφόρησε και τον πρώτο του, μικρό, δίσκο. Ο Λοΐζος εκείνη την περίοδο συμμετείχε ενεργά, όπως και πολλοί νέοι καλλιτέχνες, στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ). Το 1962 ανέλαβε τη διεύθυνση της χορωδίας στην παράσταση «Ομορφη Πόλη» του Θεοδωράκη κι έναν χρόνο μετά διευθύνει τη χορωδία στη θρυλική παράσταση των Χατζιδάκι - Θεοδωράκη «Μια πόλη μαγική». Σε αυτήν την παράσταση, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή, που διηύθυνε την ορχήστρα, παρουσιάζουν και κάποια δικά τους τραγούδια.

Το 1964, ο ΣΦΕΜ οργάνωσε την πρώτη κοινή συναυλία των Μ. Λοΐζου - Χρ. Λεοντή, στο «Ακροπόλ». Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται οι Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος και Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος με το τέλος της συναυλίας προσέφερε στους νέους δημιουργούς μια πέτρα που του είχε περάσει ξυστά στο κεφάλι, όταν διηύθυνε τον «Επιτάφιο» στη Νάουσα, το 1961. Τα έσοδα της συναυλίας διατέθηκαν στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Το έργο του ωριμάζει μέσα στη δεκαετία του '60, στην περίοδο των μεγάλων εργατικών, πολιτικών και κοινωνικών αγώνων. Εκείνη την περίοδο γράφει τον «Δρόμο», τον «Στρατιώτη», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο» σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου και Γιάννη Νεγρεπόντη. Το 1966, σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις, δίνει το στίγμα του έργου του. «Σαν μουσικός που γράφω τραγούδια ξέρω καλά ότι μπορώ να κάνω τον κόσμο να συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα και αυτό το θεωρώ μια πολύ σοβαρή λειτουργία... Από πολύ μικρός είδα τα παιδιά να πεινάνε και θεώρησα υποχρέωσή μου να μην το ξεχάσω ποτέ, να κάνω ό,τι μπορώ με την τέχνη μου για να λείψει αυτή η δυστυχία».

Είμαστε πια συνειδητοί, γνωρίζουμε...

 

Το 1966, μαζί με τον Γ. Νεγρεπόντη δουλεύουν πάνω στα «Νέγρικα». «Το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου - που δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού - στέκεται από πάνω μας απειλητικό. Και η αντίδρασή μας είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ' όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους. Είμαστε πια συνειδητοί, "γνωρίζουμε"...».

Τα «Νέγρικα» παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη Φοιτητική Βδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής, με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο. Στη συνέχεια παρουσιάζονται στη συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967, με τη συμμετοχή του Θάνου Μικρούτσικου και του Διονύση Σαββόπουλου στην ορχήστρα. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Θ. Μικρούτσικος για τη συγκεκριμένη συναυλία: «Μετά από πάρα πολλές πρόβες δώσαμε αυτήν τη συναυλία, που είχε ένα ιδιαίτερο σφρίγος και παλμό. Τα τραγούδια του Μάνου ήταν εξαιρετικά, η Φαραντούρη τραγουδούσε εκπληκτικά, εμείς παίζαμε με όλο το πάθος μας και μάλιστα ήταν τόση η καλλιτεχνική επιτυχία της συναυλίας, που οι οργανωτές είπαν ότι θα την επαναλάμβαναν "μεθαύριο". Το "μεθαύριο" ήταν η 21η Απριλίου 1967». Τα «Νέγρικα» θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί, όπως εξάλλου και πολλά άλλα τραγούδια του συνθέτη.

Με την επιβολή της δικτατορίας ο Μ. Λοΐζος έφυγε στην Αγγλία, αλλά επέστρεψε στις αρχές του 1968. Μέσα στη χούντα γράφει τραγούδια που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γιώργο Νταλάρα και Γιάννη Καλατζή. Κυκλοφόρησε τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες» και «Να 'χαμε τι να 'χαμε» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με το τραγούδι «Σεβάχ ο θαλασσινός» έκανε και την πρώτη του εμφάνιση ως ερμηνευτής των τραγουδιών του. Παράλληλα, συνέθεσε και πολλά κομμάτια που δεν ηχογραφήθηκαν λόγω της λογοκρισίας.

Μετά τη μεταπολίτευση κυκλοφόρησαν οι δίσκοι «Καλημέρα ήλιε» σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, «Τα τραγούδια του δρόμου» και «Τα τραγούδια μας» σε στίχους Φώντα Λάδη. Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», με ερμηνεύτρια την Χαρούλα Αλεξίου, σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα. Μετά το θάνατο του Λοΐζου κυκλοφόρησαν τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ και απόδοση Γιάννη Ρίτσου.

Το τραγούδι ως μορφή έκφρασης, ως πολιτική πράξη

Για τον Μ. Λοΐζο το τραγούδι ήταν μορφή έκφρασης και επικοινωνίας, ήταν πολιτική πράξη. «Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις», έλεγε. Το ανεξάντλητο ταλέντο του το έκανε «όπλο» στην πάλη για έναν καλύτερο κόσμο. «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».

Ο συνθέτης ανέπτυξε και πρωτοπόρα συνδικαλιστική δράση στο χώρο των δημιουργών παλεύοντας για τα πνευματικά τους δικαιώματα. Ηταν ο πρώτος πρόεδρος της Ενωσης Μουσικοσυνθετών - Στιχουργών Ελλάδας. Πορεύτηκε σταθερά, πάντα στο πλευρό του ΚΚΕ. Τίμησε με την παρουσία του τα πρώτα Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Στο 2ο Φεστιβάλ της Οργάνωσης με την κιθάρα του πρωτοτραγούδησε το «Δέντρο», το οποίο τραγουδιόταν ξανά και ξανά και μεταφερόταν από στόμα σε στόμα, για να το μάθουν οι νεολαίοι.

«Εφυγε» από τη ζωή το Σεπτέμβρη του 1982 στη Μόσχα.

Το έργο του παραμένει ζωντανό, συνεχίζει να φωλιάζει στις καρδιές και να συνεπαίρνει με την ίδια δύναμη εδώ και χρόνια.

Ποιος, άραγε, δεν έχει τραγουδήσει κομμάτια, όπως το «Αχ χελιδόνι μου», «Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο - νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος», «Τίποτε δεν πάει χαμένο» και τόσα άλλα;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου