Ξεκινά τις εργασίες του το 10ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (24/9-1/10/1950), υπό συνθήκες τρομοκρατίας και νοθείας. Ως προς τους στόχους των διοργανωτών του το Συνέδριο θεωρήθηκε επιτυχές, αφού, από τη μια υιοθετήθηκαν «οι σκοποί και υποχρεώσεις της ΔΣΕΕΣ» (της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής διεθνούς - διάσπαση της ΠΣΟ) και από την άλλη «η ΓΣΕΕ σώθηκε από τον κομμουνισμό».
Η δύναμη του Ενιαίου Συνδικαλιστικού Κινήματος Ελλάδας, όπου συσπειρώνονταν οι ταξικές δυνάμεις, καταγράφηκε στο 10% περίπου του συνόλου των αντιπροσώπων. Βέβαια, όπως υπογραμμίστηκε και από τους ίδιους τους ξένους παρατηρητές, το ποσοστό αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική του δύναμη στις εργατικές μάζες.
Για την «αποτελεσματικότερη αντίσταση στον κομμουνισμό»!
Στις αρχές της δεκαετίας 1950, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Η αστική τάξη, εκμεταλλευόμενη τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μελών και των στελεχών του ΚΚΕ είτε είχε πάρει το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς είτε βρισκόταν στις φυλακές και τις εξορίες, όπως και τη δράση σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας όσων κομμουνιστών παρέμεναν ελεύθεροι, προχώρησε σε ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη και στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Μεταξύ άλλων, συνδικαλιστικές οργανώσεις που είχαν εκλέξει στα ηγετικά τους όργανα συνδικαλιστές μη ελεγχόμενους από το κράτος και την εργοδοσία είχαν αποβληθεί από τη ΓΣΕΕ, στην ηγεσία της οποίας κυριαρχούσαν εργοδοτικές και αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στην τακτική του Κόμματος «στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αντανακλώνται προβλήματα της στρατηγικής του και της πολιτικής κατεύθυνσης των συμμαχιών του, που οξύνθηκαν από το 1956. (...) Ωστόσο η πολιτική τακτική περιείχε αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ενώ στην απόφαση της ΚΕ (14.10.1952) υπογραμμίζονταν η ανάγκη για "ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στους εργατοκάπηλους της ΓΣΕΕ και το διασπαστή Στρατή", ταυτόχρονα τονιζόταν η επιδίωξη για "συνεργασία και κοινή πάλη με όλους δίχως εξαίρεση και με τον Στρατή και με ανώτερα στελέχη της ΓΣΕΕ..."» («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β' Τόμος»).
Το Δεκέμβρη του 1949, η νεοϊδρυθείσα Διεθνής Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων* (ΔΣΕΣ, όργανο του κεφαλαίου) αποφάσισε με τη συγκατάθεση της ΓΣΕΕ να στείλει αντιπροσώπους της στην Ελλάδα για την προώθηση αλλαγών στη δομή και τον τρόπο λειτουργίας της ΓΣΕΕ. Για «την καταπολέμηση των προσωπικών και πολιτικών διαφορών με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντίσταση στον κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό στο συνδικαλιστικό κίνημα» (Εκθεση της Βρετανικής Πρεσβείας για τη συνδικαλιστική κίνηση στην Ελλάδα, 16 Ιούνη 1950). Οι αντιπρόσωποι προέρχονταν από τους δύο βασικούς αμερικανικούς συνδικαλιστικούς οργανισμούς: Την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) και το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO).
Οι αλλαγές είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των εργαζομένων, οι οποίοι είχαν αρχίσει και πάλι την οργανωμένη αντίδραση. Εκδήλωση αυτής της αντίδρασης ήταν η δημιουργία του Ενιαίου Συνδικαλιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), στις 15/5/1950, που πρωτοστάτησε στους αγώνες για τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Στις 13/5/1955 δημιουργήθηκε το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ), που προήλθε από την ενοποίηση του ΕΣΚΕ και του Κινήματος Ελεύθερου Συνδικαλισμού (είχε δημιουργηθεί το 1948). Η δημιουργία του ήταν έκφραση της ανάγκης να διαμορφωθεί διακριτός συνδικαλιστικός ταξικός πόλος, να αναπτύξει δράση σε σύγκρουση με τη ΓΣΕΕ, ωστόσο η προσπάθεια αυτή αναχαιτίστηκε από τη θέση «ένα σωματείο, μία ομοσπονδία, ένα εργατικό κέντρο, μία ΓΣΕΕ», που «ουσιαστικά εγκλώβιζε τις ταξικές δυνάμεις στη ΓΣΕΕ, με την προσδοκία ότι μπορούσαν να αλλάξουν το συσχετισμό δύναμης στη Γενική Συνομοσπονδία που ήταν μηχανισμός νόθευσης των συσχετισμών και χειραγώγησης των εργατικών δυνάμεων» («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β' Τόμος»).
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΣΚ λειτούργησε μέχρι τη δικτατορία του 1967. Συνενώνοντας τις συνδικαλιστικές παρατάξεις που αντιπολιτεύονταν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ, βοήθησε στην ανασύνταξη των συνδικάτων και στην οργάνωση της πάλης των εργατοϋπαλλήλων για την ικανοποίηση των οικονομικών τους διεκδικήσεων, την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων.
Από την άλλη πλευρά, στη διορισμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ αντιμαχόμενες μερίδες εργατοπατέρων συγκρούονταν εξαιτίας διαφορών στην τακτική χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος και αντιτιθέμενων προσωπικών φιλοδοξιών. «Μήλον της Εριδος» αποτελούσε και η πρόσβαση στη λεηλασία των κρατικών κονδυλίων που δίνονταν στο ελεγχόμενο συνδικαλιστικό κίνημα. Ολοι οι εργατοπατέρες άλλοτε επενέβαιναν ωμά στη λειτουργία των συνδικάτων και άλλοτε επιχειρούσαν ελιγμούς, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα περισσότερο φιλεργατικό πρόσωπο, πάντα στο πλαίσιο της αποτελεσματικότερης ενσωμάτωσης και χειραγώγησης του εργατικού κινήματος. Για παράδειγμα, όταν σε ένα σωματείο πλειοψηφούσαν αγωνιστές συνδικαλιστές, σε κάποιες περιπτώσεις διέγραφαν το σωματείο από τις τάξεις της ΓΣΕΕ και σε άλλες προχωρούσαν σε επιλεκτικές διαγραφές αγωνιστών συνδικαλιστών.
«Πιστοποιητικά φρονημάτων», αποκλεισμοί και προσπάθεια χειραγώγησης
Στην πορεία προς το 10ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (24/9 - 1/10/1950), καταγράφηκε σωρεία παρεμβάσεων στη διαδικασία εκλογής αντιπροσώπων, με στόχο τη διαμόρφωση συσχετισμού υπέρ του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού. Ο γγ της ΓΣΕΕ, Φώτης Μακρής, έστειλε σε όλα τα σωματεία και στα Εργατικά Κέντρα «πιστοποιητικά φρονημάτων», τα οποία έπρεπε να υπογραφούν από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους για να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο Συνέδριο. Τελικά, μπροστά στις αντιδράσεις που υπήρξαν, υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τον όρο ότι ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή. Στο Συνέδριο υιοθετήθηκαν «οι σκοποί και οι υποχρεώσεις της ΔΣΕΣ» και, σύμφωνα με τους «εργατοπατέρες» της εποχής, «η ΓΣΕΕ σώθηκε από τον κομμουνισμό».
Τη δεκαετία 1950 πραγματοποιήθηκαν ακόμη τρία συνέδρια της ΓΣΕΕ. Τα δύο πρώτα (11ο και 12ο) χαρακτηρίστηκαν από το σχεδόν ολοκληρωτικό αποκλεισμό της οποιασδήποτε αντιπολίτευσης. Στις 22/12/1954 δημιουργήθηκε η βραχύβια Νέα ΓΣΕΕ από τον Ελευθέριο Γονή, υπουργό Εργασίας στην κυβέρνηση Παπάγου.
Οι τροποποιήσεις που έγιναν στο καταστατικό της ΓΣΕΕ, πριν από το 13ο Συνέδριο (15-18 Οκτώβρη 1958), δημιουργούσαν όλες τις προϋποθέσεις ενός νόθου συνεδρίου: Το εκλογικό σύστημα ήταν το πλειοψηφικό. Περιοριζόταν στο 1/3 ο αριθμός των συνέδρων, ενώ είχαν αποκλειστεί με διαγραφές Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες. Αποκλείστηκαν ακόμα 40 σύνεδροι από την ψηφοφορία.
Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο κλίμα που δημιουργούσαν οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τον Μακρή με τον Δημητράτο στη θέση του γγ της Συνομοσπονδίας. Σύμφωνα με έκθεση της βρετανικής πρεσβείας, ένας λόγος που οδήγησε στην εξέλιξη αυτή ήταν και το γεγονός ότι ο Μακρής «έπαψε να είναι ικανοποιητικός ως αντικομμουνιστικός παράγοντας από πλευράς της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CΙΑ)...» (Εκθεση της Βρετανικής Πρεσβείας για το 13ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, 21/11/1958).
Το Συνέδριο υιοθέτησε αιτήματα όπως αύξηση των αποδοχών 15%, κατάργηση των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων», κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων κ.ά., που δείχνουν την πίεση που δεχόταν η ηγεσία της ΓΣΕΕ, αλλά και την προσπάθειά της να δείξει φιλεργατικό πρόσωπο, ενισχύοντας τη δυνατότητα χειραγώγησης. Στη νέα διοίκηση επανεκλέχθηκε ο Μακρής στη θέση του γενικού γραμματέα.
Η ΚΕ του ΔΣΚ ανέλυσε τη σημασία του Συνεδρίου και κάλεσε τους εργαζόμενους να διαφυλάξουν την ενότητα του κινήματος και να αγωνιστούν για την υλοποίηση των αποφάσεών του. Μετά από το Συνέδριο, εντάθηκε η κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης. Στις 2 Νοέμβρη, σε επιδρομή αστυνομικών δυνάμεων στα γραφεία των Συνεργαζόμενων Εργατικών Οργανώσεων στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθησαν 44 συνδικαλιστές.
Καθώς η ΓΣΕΕ βάδιζε προς το 14ο Συνέδριό της (16/10/1961), η ηγεσία της κήρυσσε ότι «στο 14ο Συνέδριο θα γίνει αναμέτρηση των δυνάμεων του ελεύθερου συνδικαλισμού με τον κομμουνισμό». Παρά το γεγονός ότι δεν έφεραν αποτέλεσμα οι προσπάθειες του Ιρβινγκ Μπράουν (Αμερικανός συνδικαλιστής και πράκτορας της CIA) για συνένωση των συνδικαλιστικών ομάδων του Φώτη Μακρή και του Δημήτρη Θεοδώρου, ο σχεδόν καθολικός αποκλεισμός των αγωνιστικών σωματείων από τις εργασίες του συνεδρίου τούς εξασφάλισε ολοκληρωτική πλειοψηφία.
Αγώνας για εκδημοκρατισμό του συνδικαλισμού
Ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλισμού πήρε σημαντικές διαστάσεις την περίοδο ανάμεσα στο 14ο και 15ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Στις 16/4/1962 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση, με τη συμμετοχή χιλιάδων εργαζομένων, του ΔΣΚ Αθήνας και Πειραιά, για την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και το σεβασμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Στο μεταξύ, με πρωτοβουλία του ΔΣΚ και της Εργατοϋπαλληλικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης που πρόσκεινταν στην Ενωση Κέντρου, δημιουργήθηκε το 1963 η κίνηση των «115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων» (στο εξής «115-ΣΕΟ»). Στην πρώτη συσπείρωση εκπροσωπούνταν 55 συνεργαζόμενες εργατικές οργανώσεις, που μέχρι τον Απρίλη του 1963 έφτασαν τις 82 και στις 18/7/1963 τις 115. Η μαζικοποίηση συνεχίστηκε μέχρι το 1967, όταν τα σωματεία στις γραμμές της Κίνησης έφτασαν περίπου τα 680. Κι αυτό παρότι μετά από τη νίκη της Ενωσης Κέντρου στις εκλογές του Φλεβάρη του 1964, οι συνδικαλιστές της αποχώρησαν από τις «115-ΣΕΟ».
Στις 6/4/1964 οι «115-ΣΕΟ» πραγματοποίησαν συγκέντρωση στο Πεδίον του Αρεως και πορεία διαμαρτυρίας με αίτημα το διώξιμο των Μακρή - Θεοδώρου από τη ΓΣΕΕ. Συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Ωστόσο, παρά τις σχετικές προεκλογικές εξαγγελίες, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου δεν έλαβε κανένα μέτρο στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στις 22 και 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, στην οποία εκπροσωπήθηκαν τα βασικότερα Εργατικά Κέντρα της χώρας.
Στις 15/12/1964 η κυβέρνηση του «Κέντρου» προχώρησε στην αλλαγή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Τον Φ. Μακρή αντικατέστησε ο Ν. Παπαγεωργίου, κυβερνητικός συνδικαλιστής. Από τη νέα διοίκηση αποκλείστηκαν οι εκπρόσωποι των «115». Στις 21/4/1965, μετά από προσφυγή των λεγόμενων «Θεοδωρικών» σε συνεννόηση με τον υπουργό Εργασίας του «Κέντρου» Γεώργιο Μπακατσέλο, το Πρωτοδικείο Αθηνών ανέτρεψε τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Με παρέμβαση και πάλι του Πρωτοδικείου, συγκροτήθηκε στις 19/9/1965 νέα διορισμένη διοίκηση, η οποία παρέμεινε μέχρι το 15ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας.
Το 15ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ συνήλθε στις 24 - 26 Ιούλη 1966, με καθυστέρηση δύο χρόνων. Στο μεσοδιάστημα κλιμακώθηκε ο κρατικός παρεμβατισμός. Παράλληλα, διαμορφώθηκε το «μαύρο συνδικαλιστικό μέτωπο», αφού οι Θεοδώρου (που είχε τον έλεγχο του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης) και Μακρής, παραμερίζοντας τις «διαφορές» τους, ένωσαν τις δυνάμεις τους με σκοπό «την ανασύνταξη του ελεύθερου συνδικαλισμού» και τη «σωτηρία του από τον κομμουνισμό». Οι διαγραφές και οι αποκλεισμοί από τα συνέδρια Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών γενικεύτηκαν μπροστά στο 15ο Συνέδριο. Μαζικές Ομοσπονδίες διαγράφτηκαν από τη δύναμη της ΓΣΕΕ.
Στις εργασίες του Συνεδρίου πήραν μέρος 566 αντιπρόσωποι. Εκείνοι που ανήκαν στη Δημοκρατική Συνδικαλιστική Αλλαγή (Ενωση Κέντρου) και στο Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ) αποχώρησαν πρώτοι, καταγγέλλοντας το Συνέδριο ως «νόθο και παράνομο». Στη συνέχεια αποχώρησαν και οι αντιπρόσωποι 9 Ομοσπονδιών και 17 Εργατικών Κέντρων, που προχώρησαν στη δημιουργία της Κίνησης Ανεξάρτητων Συνδικάτων Ελλάδος (ΚΑΣΕ). Συνολικά από τις εργασίες του 15ου Συνεδρίου απείχαν 205 αντιπρόσωποι. Αυτοί που αποχώρησαν από το Συνέδριο εκπροσωπούσαν 69.000 μέλη, ενώ εκείνοι που αποκλείστηκαν πριν από το Συνέδριο 94.000 ψηφίσαντα μέλη. Στο σύνολό τους αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία έναντι των 68.500 (και αυτών αμφισβητούμενων) μελών που εκπροσωπούσαν οι εργοδοτικοί συνδικαλιστές που απέμειναν στο Συνέδριο. Η πραγματική διαφορά στους αντιπροσώπους ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αν πάρει κανείς υπόψη τις αυθαιρεσίες και τους αποκλεισμούς στη διαδικασία των εκλογών στα πρωτοβάθμια σωματεία και στα Εργατικά Κέντρα σε πανελλαδικό επίπεδο.
Το επόμενο Συνέδριο της ΓΣΕΕ επρόκειτο κανονικά να συγκληθεί στα μέσα του 1969, αλλά αναβλήθηκε για το επόμενο έτος. Είχαν προηγηθεί η επιβολή της δικτατορίας της 21/4/1967 και η νέα ένταση των διωγμών σε βάρος των πρωτοπόρων αγωνιστών. Παρά την «ομολογία πίστεως» που υπέβαλε η διοίκηση της ΓΣΕΕ προς τη στρατιωτική δικτατορία, η τελευταία προχώρησε στην αντικατάστασή της.
Τον Απρίλη του 1968 συγκροτείται στη Ρώμη η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), που αποτέλεσε τον πόλο συσπείρωσης του ΚΚΕ στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, αφότου το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), που είχε συγκροτηθεί τον Αύγουστο του 1967, έγινε μετά τη διάσπαση του Κόμματος (12η Πλατιά Ολομέλεια, 1968) η συνδικαλιστική παράταξη του λεγόμενου «ΚΚΕ εσωτερικού».
Στα πρώτα χρόνια της «μεταπολίτευσης»
Τα πρώτα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης χαρακτηρίστηκαν από μαζικούς εργατικούς - λαϊκούς αγώνες, απέναντι στους οποίους οι κυβερνήσεις της ΝΔ αντέταξαν τη βίαιη καταστολή, ενώ ο κυβερνητικός - εργοδοτικός συνδικαλισμός βάζει πλάτη στο πέρασμα των αντεργατικών πολιτικών.
Το 1976 γίνεται το 18ο Συνέδριο και το 1978 το 19ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Και για τα δύο υπάρχουν πλήθος καταγγελιών για νοθείες. Σε φύλλα του «Ριζοσπάστη» το 1978 σημειώνεται ότι στο 18ο Συνέδριο από τους 575 αντιπροσώπους περίπου το 50% ήταν «πλασματικοί, προερχόμενοι από σωματεία των 10 και των 20 μελών». Παρομοίως για το 19ο Συνέδριο, σημειώνεται ότι πηγή της πλαστής πλειοψηφίας είναι σωματεία - «σφραγίδες» που υπολογίζεται ότι πλησιάζουν τα 2.000.
Ως προς το περιεχόμενο της δράσης, τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για το ποιον υπηρετεί η ΓΣΕΕ. Χαρακτηριστική είναι η στήριξη που πρόσφερε στον αντεργατικό νόμο 330/1976, ο οποίος χτυπούσε το δικαίωμα στην απεργία, κατοχύρωνε την ανταπεργία (λοκ άουτ), απαγόρευε την πολιτική απεργία. Αυτόν το νόμο η κυβερνητική διοίκηση της ΓΣΕΕ «μελέτησε (...) με αντικειμενικότητα και καλή πίστη, αποδεχόμενη τις θετικές διατάξεις του (...) πέτυχε με τις σωστές και κατάλληλες ενέργειες να βελτιωθούν αισθητά πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου» (από την έκδοση της ΓΣΕΕ, «1975 - 1980: Δράση και επιτεύγματα μιας εξαετίας», Αθήνα 1981)! Αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου και τις επόμενες δέκα μέρες, ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει 150 απολύσεις συνδικαλιστών που έγιναν με τη χρήση του νόμου.
Ακόμα, η ΓΣΕΕ χαιρέτισε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το Μάη του 1979, σημειώνοντας σε ανακοίνωσή της: «Οι εργαζόμενοι Ελληνες αισθάνονται ότι τους δίνεται μια ιστορική ευκαιρία για να ανεβάσουν το βιοτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τους επίπεδο σ' εκείνο των Ευρωπαίων συναδέλφων τους»!
Τις εκλογές του 1981 κερδίζει το ΠΑΣΟΚ, που ως κυβέρνηση προωθεί τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982. Παράλληλα, ψήφισε νόμο που έδινε κίνητρα στο κεφάλαιο για να κάνει επενδύσεις. Με το ένα χέρι νομοθετούσε για τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και με το άλλο έδινε νέα προνόμια στους επιχειρηματίες. Ο δε 1264/82 από τη μια κατοχύρωνε μια σειρά συνδικαλιστικές ελευθερίες - κάτω από την πίεση και τους αγώνες των εργαζομένων - και από την άλλη αναπαρήγε τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις νέες συνθήκες.
Οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα αποκαλύφθηκαν το 1985. Με απευθείας παρέμβαση και με τη βοήθεια των δικαστηρίων, καθαίρεσε την αιρετή διοίκηση της ΓΣΕΕ και στη θέση της διόρισε συνδικαλιστές πιστούς στην κυβέρνηση και το κεφάλαιο. Ο λόγος που το έκανε ήταν επειδή η ΠΑΣΚΕ, συνδικαλιστική παράταξη των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ, έχασε την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ και η κυβέρνηση κινδύνευσε να βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρές αντιστάσεις στα αντιλαϊκά μέτρα που προωθούσε.
Συστηματική προώθηση του «κοινωνικού εταιρισμού»Από τη δεκαετία του '90, με ιδιαίτερη ένταση που κλιμακώνεται μέχρι και σήμερα, οι πλειοψηφίες στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, συγκροτούμενες από δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - «Αυτόνομη Παρέμβαση»/ΜΕΤΑ κ.ά.), συμπρωταγωνιστούν στη συστηματική προώθηση του «κοινωνικού εταιρισμού», σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους και της ΕΕ, και με τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Στις μέρες μας, αποκαλυπτική της αντίληψης αυτής αποτελεί η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλου, σε συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ, τον περασμένο Μάρτη. Αναφερόμενος το ρόλο των «κοινωνικών εταίρων», είπε μεταξύ άλλων: «Ο ρόλος αυτός θεμελιώνεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο διαπραγμάτευσης. Η βασική ιδέα του μοντέλου αυτού αφορά το πότε μια καπιταλιστική οικονομία μπορεί να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά. Οταν το κεφάλαιο και η εργασία μοιράζονται ίσα μερίδια διαπραγμάτευσης και υπερασπίζονται ελεύθερα τα συμφέροντα που εκπροσωπούν; 'Η όταν υπάρχει ταξική πόλωση και σύγκρουση; Αν και η απάντηση δεν είναι αυτονόητη για όλους (σ.σ. "φωτογραφίζει" τις ταξικές δυνάμεις), τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί η αυτονόητη υπεράσπιση του κοινωνικού διαλόγου». Ο ίδιος πριν από λίγο καιρό δήλωσε ότι «η απεργία έφαγε τα ψωμιά της», εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο το ρόλο των δυνάμεων που πλέον βγαίνουν φανερά για να στηρίξουν την «αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού».
Η έννοια του «κοινωνικού διαλόγου» εμφανίστηκε επίσημα στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) το 1985. Ντεμπούτο στην Ελλάδα έκανε το 1997, καταλήγοντας στο «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000». Το «Σύμφωνο» χάραξε το πλαίσιο των αντεργατικών - αντιλαϊκών μέτρων που έρχονταν. Οι ταξικές δυνάμεις από την πρώτη στιγμή είχαν καταδικάσει το «διάλογο» και οργάνωσαν κινητοποιήσεις. Αντίθετα, οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομη Παρέμβαση» (ΑΠ - η συνδικαλιστική παράταξη του τότε «Συνασπισμού», η οποία έχει μετονομαστεί σε ΜΕΤΑ) στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ επέλεξαν τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο». Μόνο προς το τέλος του διαφοροποιήθηκαν η ΔΑΚΕ και η ΑΠ, αρνούμενες να υπογράψουν το «Σύμφωνο», χωρίς όμως να αλλάξει η ουσία. Ο Χρ. Πολυζωγόπουλος, τότε πρόεδρος της ΓΣΕΕ και στέλεχος της ΠΑΣΚΕ, έχοντας χάσει μία ψήφο και από την παράταξή του, χρησιμοποίησε διάταξη του καταστατικού της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία η ψήφος του προέδρου της μετριέται διπλή, για να επικυρώσει την αντεργατική κατάληξη.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τον «κοινωνικό διάλογο» για να νομιμοποιήσει τις επόμενες αντιλαϊκές παρεμβάσεις της. Ενα από τα πρώτα «παιδιά» του «κοινωνικού διαλόγου» ήταν ο νόμος 2639/1998 που πέρασε η κυβέρνηση Σημίτη, με τον οποίο θεσμοθέτησε την εκ περιτροπής εργασία και τα «stage». Στην εισηγητική έκθεση του νόμου μνημονεύεται το «Σύμφωνο»: «Τα μέτρα του νομοσχεδίου αποτελούν προϊόν του κοινωνικού διαλόγου που κατέληξε στο "Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000"»...
Η ίδρυση του ΠΑΜΕ
Στην αντίπερα όχθη, οι κομμουνιστές στο εργατικό κίνημα, συνολικά οι δυνάμεις με ταξικό προσανατολισμό, απάντησαν με την ίδρυση του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (3 Απρίλη 1999), συμβάλλοντας ουσιαστικά στη γραμμή διαχωρισμού και ρήξης με τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό.
Το ΠΑΜΕ, μέτωπο συσπείρωσης Σωματείων, Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών, Επιτροπών Αγώνα, συνδικαλιστών, γεννήθηκε από την ανάγκη ανασύνταξης του συνδικαλιστικού κινήματος, για ένα κίνημα ικανό να απαντήσει στην ολομέτωπη και γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου, που δεν θα περιορίζεται στην αντιμετώπιση των συνεπειών, αλλά θα παλεύει στην προοπτική για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης, ζήτημα που προϋποθέτει γραμμή ρήξης και ανατροπής με τα μονοπώλια, τα κόμματα και τους μηχανισμούς που τα υπηρετούν, πάλη για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, τα 19 χρόνια δράσης του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου, ο ρόλος του ως συσπείρωσης συνδικαλιστικών οργανώσεων σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, η συμβολή του στην πάλη σε γραμμή διακριτή τόσο σε σχέση με τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό όσο και με τη γραμμή του ρεφορμιστικού και οπορτουνιστικού ρεύματος, επιβεβαιώνουν πέρα για πέρα την τεράστια σημασία της ίδρυσης και ύπαρξής του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Η σημασία και η συμβολή αυτή αποτυπώθηκαν και στην 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ το Νοέμβρη του 2016, στην οποία συμμετείχαν 536 συνδικαλιστικές οργανώσεις: 12 Ομοσπονδίες, 15 Εργατικά Κέντρα, 457 Συνδικάτα και 52 Επιτροπές Αγώνα.
Σημείωση
* Το 1945 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ) με τη συμμετοχή όλων των εθνικών συνδικάτων απ' όλο τον κόσμο, εκφράζοντας την ανάγκη για ενιαία δράση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο και το φασισμό. Στην ίδρυση της ΠΣΟ συμμετείχαν και όλα τα αμερικανικά συνδικάτα, όπως και στην Εκτελεστική της Επιτροπή. Στην περίοδο 1949 - 1950, με απαίτηση της αμερικανικής κυβέρνησης, τα συνδικάτα της χώρας αποχώρησαν από την ΠΣΟ και ίδρυσαν δική τους διασπαστική παγκόσμια οργάνωση, την οποία προβοκατόρικα ονόμασαν «Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων» (ΔΣΕΣ). Η ΔΣΕΣ, μέχρι και το 1996, αναφερόταν στον ετήσιο οικονομικό προϋπολογισμό της CIA, με ετήσια χρηματοδότηση υπέρογκων ποσών! Σήμερα, μετεξέλιξη της ΔΣΕΣ αποτελεί η λεγόμενη Διεθνής Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία (ITUC).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου