Επιλογή γλώσσας

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Η κρίση στην Ταϊβάν Α' Μέρος


 Η γεωπολιτική διάσταση

Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι ΗΠΑ ανέβασαν την ένταση στην αντίθετη πλευρά της Ευρασίας. Κάποιοι ερμηνεύουν την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι ως πραγματική πρόκληση, ενώ κάποιοι την θεωρούν απάντηση στην κινεζική υποστήριξη στη Μόσχα. Κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι εμπίπτει στα κανονικά πλαίσια της πολιτικής των ΗΠΑ για την Ταϊβάν. Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση αυτή έχει δρομολογήσει εξελίξεις σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, οι οποίες θα μορφοποιηθούν το επόμενο διάστημα.


* * *

Η νομιμότητα της επίσκεψης της Νάνσι Πελόζι υπόκειται στις διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το θέμα της «μίας Κίνας». Για τους Κινέζους είναι «η αρχή της μίας Κίνας» και ως εκ τούτου είναι αμετάκλητη και αμετάβλητη. Για τις ΗΠΑ υπάρχει η «πολιτική της μίας Κίνας» - και όχι η αρχή της μίας Κίνας - η οποία ως τέτοια παρέχει ευελιξία και λειτουργική ασάφεια στις κινήσεις της Δύσης. Αφορά κυρίως τη «στρατηγική της ασάφειας» που υιοθετείται από την Ουάσιγκτον.

Από την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν

Αν και οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, όσον αφορά τα γεωγραφικά σύνορα, απλώς έλαβαν υπόψη τη «θέση» του Πεκίνου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελευθερία να διατηρούν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ δεν έλαβαν ποτέ επίσημη θέση για το θέμα της κυριαρχίας της Ταϊβάν και ανέκαθεν δήλωναν ότι εργάζονται για την επίλυση του ζητήματος «ειρηνικά».

Αυτή η απόκλιση στην πραγματικότητα συμβιβάστηκε με τη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων τη δεκαετία του '70, που βασιζόταν στην κοινή αντιπαλότητα Πεκίνου - Ουάσιγκτον κατά της Μόσχας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και των γεω-οικονομικών συμφερόντων των δύο χωρών, πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν οι μηχανισμοί της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.

Η έλευση του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αντιπροσώπευε μια αποφασιστική αλλαγή κατεύθυνσης σε αυτή τη διαδικασία. Προκειμένου να επιβάλει ένα νέο διεθνές καθεστώς για την Κίνα, που αντικατοπτρίζει την οικονομική ισχύ της, ο Σι ενεργοποίησε ιδεολογικούς μηχανισμούς, που σταδιακά μετέφρασαν το «κινεζικό θαύμα» ως ένα εσωτερικό επίτευγμα της χώρας.

Αυτό οδήγησε σταδιακά σε παράλειψη του ρόλου που έπαιξαν οι αγορές της Δύσης στις κινεζικές επιτυχίες, τροφοδοτώντας εντάσεις με την Ουάσιγκτον και αλλάζοντας τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες στις οποίες βασιζόταν ο εύθραυστος συμβιβασμός για το θέμα της «μίας Κίνας».

Η νέα στρατηγική του Πεκίνου

Το Πεκίνο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση της παρούσας κρίσης της Ταϊβάν, το δικό του εξωτερικό περιβάλλον έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνο. Οι Κινέζοι βλέπουν μια αυξανόμενη ρήξη μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και αυτών που στη Δύση ονομάζουν «αυταρχικά» (μη φιλελεύθερα) καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και της Ρωσίας.

Το Πεκίνο ανησυχεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές τις γραμμές αντιπαράθεσης και να δημιουργήσουν οικονομικούς, τεχνολογικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς για να περιορίσουν την Κίνα.

Η αντιπαράθεση «τεχνοδημοκρατιών» και «τεχνοαπολυταρχικών» καθεστώτων, που προωθούν οι ΗΠΑ, προβληματίζει την Κίνα. Το Πεκίνο πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι σκόπιμα κλιμακώνουν τις περιφερειακές εντάσεις, συνδέοντας άμεσα την ουκρανική σύγκρουση με την ασφάλεια της Ταϊβάν. Το Πεκίνο ανησυχεί επίσης ότι η αυξημένη διεθνής υποστήριξη προς την Ταϊβάν θα ανατρέψει τα σχέδιά του για «επανένωση».

Ο επαναπροσανατολισμός του Πεκίνου με την έναρξη της ρωσικής επιχείρησης στην Ουκρανία είναι αισθητός σε αρκετούς τομείς. Μια νέα στρατηγική ιδέα που ονομάζεται Global Security Initiative (GSI) αναπτύχθηκε από την κινεζική ηγεσία. Αυτή η πρωτοβουλία βρίσκεται ακόμη στο αρχικό στάδιο, αλλά είναι ήδη σαφές ότι συνδυάζει διάφορες κατευθύνσεις του αναδυόμενου πολυπολικού μοντέλου της παγκόσμιας τάξης που προωθεί το Πεκίνο.

Αλλά, κάτι άλλο είναι πολύ πιο σημαντικό: Η πρωτοβουλία σηματοδοτεί την προσπάθεια του Σι να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας στις ΗΠΑ ως εγγυητή της περιφερειακής και παγκόσμιας σταθερότητας και να δημιουργήσει μια πλατφόρμα γύρω από την οποία η Κίνα θα οικοδομήσει και θα ενισχύσει τις δικές της συνεργασίες. Η IGB αντικρούει, επίσης, αυτό που το Πεκίνο βλέπει ως ψευδείς αντιλήψεις για την επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό της Κίνας.

Ο Σι παρουσίασε για πρώτη φορά την GSI σε μια διαδικτυακή ομιλία τον περασμένο Απρίλη. Προωθώντας την GSI, ο Σι προσπάθησε να αφαιρέσει τον έλεγχο της εικόνας της παγκόσμιας ασφάλειας από τα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Ευρωπαίων συμμάχων τους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και να αποθαρρύνει τις τρίτες χώρες να ενταχθούν σε στρατιωτικά μπλοκ και ομάδες που διευθύνονται από τις ΗΠΑ.

Προβάλλοντας μια τέτοια πρωτοβουλία, ο Σι έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ένα επιχείρημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ σε μια συζήτηση σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση και το εσωτερικό περιεχόμενο της διεθνούς τάξης, μετά την ουκρανική κρίση. Στον πυρήνα της κινεζικής στρατηγικής βρίσκεται η ιδέα ότι η Κίνα είναι μια δύναμη σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ενάντια σε μια ολοένα πιο ασταθή και απρόβλεπτη Αμερική.

Επίσης, το Πεκίνο συνεχίζει να τοποθετείται ως καινοτόμος χώρα και ηγέτης στο παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης του 21ου αιώνα. Οταν δημοσιοποιήθηκε η GSI, άρχισε να περιλαμβάνεται συνεχώς ως θέμα ημερήσιας διάταξης στις εκθέσεις των διμερών και πολυμερών συναντήσεων της Κίνας με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Αυτό δείχνει ότι το Πεκίνο πιέζει για διπλωματική προώθηση της νέας του πρωτοβουλίας και για ένταξή της στο λεξιλόγιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η GSI δεν έχει ακόμη ληφθεί υπόψιν στο Τόκιο, στην Καμπέρα και τις Βρυξέλλες, αλλά σίγουρα θα συζητηθεί στην Τζακάρτα, στο Ισλαμαμπάντ και στο Μοντεβιδέο, όπου υπάρχει δυσαρέσκεια για τη διεθνή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ωστόσο, ένα γεγονός παραμένει βέβαιο: Η Ταϊβάν έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την Κίνα από ό,τι για τις ΗΠΑ ή τη Δύση. Στην Κίνα, το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο του μαζικού εθνικισμού και εν μέρει την πολιτική νομιμοποίηση του Σι Τζινπίνγκ πριν από την τρίτη θητεία του. Ο Σι Τζινπίνγκ στοχεύει να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα κάνει τα πάντα για να επιλύσει, όπως υποσχέθηκε, το ζήτημα της Ταϊβάν μέχρι την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 2049.

Προς το παρόν, η κινεζική ηγεσία φαίνεται να ευνοεί το λεγόμενο «μοντέλο του Πεκίνου», αυτό δηλαδή που οδήγησε τον κινεζικό στρατό τον Γενάρη του 1949 στην ειρηνική απελευθέρωση της πρωτεύουσας, αφού περικύκλωσε τα εθνικιστικά στρατεύματα που είχαν εγκλωβιστεί εκεί. Αυτή η προσέγγιση μεταφράζεται σε μια στρατηγική ευρέος φάσματος, της οποίας οι στρατιωτικές ασκήσεις, όπως αυτές που διεξήχθησαν προσφάτως, αντιπροσωπεύουν μόνο μια εκδοχή, που αναδύθηκε από την αμερικανική εμμονή για τη δημιουργία πρόκλησης, διά της επίσκεψης της Πελόζι.

Οι ΗΠΑ, τροφοδοτώντας με προκλητικές κινήσεις τις πατριωτικές/εθνικιστικές ευαισθησίες της κινεζικής κοινής γνώμης, ευνοούν επιταχύνσεις στο στρατιωτικό επίπεδο, που κινδυνεύουν να πολλαπλασιάσουν τις πιθανότητες κλιμάκωσης.

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους συμμάχους της Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν για να υπερασπιστούν την ελευθερία της Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής, ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας που θα μπορούσε να επιβραδύνει την επιτυχία του «μοντέλου του Πεκίνου» είναι ο συνδυασμός παραγόντων, οικονομικών και πολιτικών, πριν από τον στρατιωτικό, με στόχο να διακυβεύσει την αξιοπιστία του κινεζικού πολιτικού συστήματος στα μάτια των διεθνών επενδυτών, αποδυναμώνοντας έτσι την ικανότητα της κινεζικής ηγεσίας να εφαρμόσει τη στρατηγική της.

Η επίσκεψη Πελόζι

Η Νάνσι Πελόζι είχε προγραμματίσει να πάει στην Ταϊπέι τον Απρίλη, αλλά το ταξίδι αναβλήθηκε για τον Αύγουστο για λόγους πανδημίας. Η επιλογή του χρόνου είναι αναμφισβήτητα εσκεμμένη, καθώς την τοποθέτησε μέσα στο πλαίσιο των εορτασμών της 95ης επετείου από την ίδρυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού και ακριβώς τις μέρες που η κινεζική ηγεσία συναντήθηκε στη θερινή Σύνοδο Κορυφής στην Μπέινταϊχε, για να καθορίσει την πολιτική ισορροπία που θα επισημοποιηθεί στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος, που αναμένεται μεταξύ Οκτώβρη και Νοέμβρη. Επιπλέον, σε μια εποχή που υπάρχει αλλαγή των νομισματικών πολιτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, που θα επηρεάσουν την οικονομία της Κίνας.

Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη της Πελόζι δεν θα μπορούσε να μην ερμηνευτεί ως προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να προωθήσει την ερμηνεία της «πολιτικής μιας Κίνας» σε βάρος του Πεκίνου.

Αν και θεμιτή, με βάση τη λογική της Ουάσιγκτον, η πολιτική ευκαιρία της επίσκεψης θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερο ρεαλισμό, όπως δήλωναν οι αντίθετες φωνές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου. Ομως, στο τεταμένο αμερικανικό προεκλογικό κλίμα ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοέμβρη, φαίνεται ότι η επιφυλακτικότητα στην εξωτερική πολιτική μεταφράζεται πολύ εύκολα σε αδυναμία, που για τον Λευκό Οίκο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι Ρεπουμπλικάνοι. Αυτήν τη στιγμή και τα δύο κόμματα συμπορεύονται σε μια κοινή στάση αντιπαλότητας με την Κίνα και πλειοδοτούν σε ρητορική.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πολλοί υποστήριζαν ότι η Κίνα δεν αποτελούσε μεγάλη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι η απειλή της εισβολής της στην Ταϊβάν ήταν ασήμαντη ή πολύ μελλοντική. Ορισμένοι πολιτικοί και αναλυτές εξακολουθούν να έχουν αυτές τις απόψεις. Αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι αυτό δεν ισχύει.

Αντίθετα, η Ουάσιγκτον θεωρεί τα τελευταία χρόνια την Κίνα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Επιπλέον, πολλοί πολιτικοί στην Ουάσιγκτον επιμένουν όλο και περισσότερο ότι ο κινεζικός στρατός είναι σχεδόν ισοδύναμος με τον αμερικανικό.

Οπως επισημαίνουν αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης και στρατιωτικοί ηγέτες, ο Κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός βρίσκεται στη μέση ενός ιστορικού μετασχηματισμού, που περιλαμβάνει μια δραματική αύξηση των πυρηνικών όπλων, την ταχεία ανάπτυξη κρίσιμης στρατιωτικής τεχνολογίας που ξεπερνά την καινοτομία των ΗΠΑ σε βασικούς τομείς και την κατασκευή του μεγαλύτερου στόλου στον κόσμο.

Συνολικά, οι επίσημες εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων είναι σαφείς, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι το στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά και ότι η Κίνα συνεχίζει τη στρατιωτική της μεγέθυνση.

Είναι προφανές ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις που ξεκίνησε το Πεκίνο ως «απάντηση» στην επίσκεψη της Πελόζι είχαν προετοιμαστεί εκ των προτέρων, όπως και το κείμενο της λεγόμενης «Λευκής Βίβλου» για την Ταϊβάν που δημοσιεύτηκε στις 10 Αυγούστου 2022 από την κινεζική κυβέρνηση.

Συγκρίνοντας το κείμενο της «Λευκής Βίβλου» με τα δύο προηγούμενα κείμενα του 1993 και του 2000, εμφανίζεται μια ουσιαστική διαφορά. Εάν στα δύο πρώτα κείμενα αναφερόταν ότι το Πεκίνο δεν θα «έστελνε στρατεύματα ή διοικητικό προσωπικό στην Ταϊβάν» σε περίπτωση επανένωσης - μια ρήτρα που αποσκοπούσε να καθησυχάσει την Ταϊβάν για τη διατήρηση της αυτονομίας της ως ειδικής διοικητικής περιοχής της Κίνας - στην τελευταία έκδοση αυτό το απόσπασμα απουσιάζει.

Η ειρηνική επίλυση του ζητήματος χάνει σταδιακά έδαφος προς όφελος των στρατιωτικών επιλογών και σε αυτό το σενάριο η υπόθεση διατήρησης της αυτονομίας της Ταϊβάν μετά από επανένωση - σύμφωνα με την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» - φαίνεται να μειώνεται προς όφελος μιας περισσότερο «αφομοιωτικής» προσέγγισης, όπως πρότεινε πρόσφατα ο Λου Σάι, ο Κινέζος πρεσβευτής στο Παρίσι, ο οποίος μίλησε για την απαραίτητη «επανεκπαίδευση» του πληθυσμού της Ταϊβάν μετά την επανένωση. Μια επιλογή ήδη αναμενόμενη, μετά από όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες στο Χονγκ Κονγκ.

Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο, πρέπει να προστεθεί και μια γεω-οικονομική συνιστώσα. Αφορά τον ρόλο της Ταϊβάν για τον έλεγχο της αγοράς μικροεπεξεργαστών επόμενης γενιάς, θεμελιώδους σημασίας για τις διαδικασίες βιομηχανικού και στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και τη στρατηγική της θέση δίπλα σε μερικές από τις σημαντικότερες οδούς εμπορίου και εφοδιασμού Ενέργειας στον κόσμο.

Προσομοιώσεις

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, ο έλεγχος της Ταϊβάν θα επέτρεπε στην Κίνα να παρακάμψει την επονομαζόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα» και να αποκτήσει μεγαλύτερη στρατηγική προβολή προς τον Ινδικό - Ειρηνικό. Παράλληλα, θα αφαιρούσε από τις ΗΠΑ την πολύτιμη βάση συλλογής πληροφοριών στο εσωτερικό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ θα στερούσε από την Ουάσιγκτον και τη στρατηγική θέση του νησιού, στην επιχείρηση περιορισμού της Κίνας από τις ΗΠΑ.

Στο Πεκίνο, όλες οι υποθέσεις βρέθηκαν στο τραπέζι. Περιμένοντας να ξεκινήσουν οι «ασκήσεις» γύρω από την Ταϊβάν, δυτικοί αναλυτές μελέτησαν πιθανά σενάρια. Μεταξύ των άλλων υποθέσεων που εξετάστηκαν, περιλαμβάνονταν η στρατιωτική κατάληψη μέρους των χωρικών υδάτων ή η εκτόξευση βλημάτων στο εσωτερικό τους, μέχρι και ο θαλάσσιος ή αεροπορικός αποκλεισμός του νησιού. Δεν παραλήφθηκε η κατάληψη των περιφερειακών νησιών της Ταϊβάν όπως το Pratas, το Kinmen ή το Penghu.

Ειδικότερα, στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) στην Ουάσιγκτον διεξήχθησαν μια σειρά από «πολεμικά παίγνια», αρθρωμένες και πολύπλοκες στρατηγικές προσομοιώσεις, για να δοκιμαστεί η ικανότητα των ΗΠΑ και της Ταϊβάν να αμυνθούν έναντι μιας πιθανής κινεζικής εισβολής στο νησί. Διάφορα υποσενάρια εξετάστηκαν, αποδεικνύοντας πόσο καταστροφική θα μπορούσε να είναι μια σύγκρουση για το νησί, με αφάνταστη ζημιά για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Το «πολεμικό παίγνιο» του CSIS σχεδιάστηκε για να είναι παρόμοιο με τα συστήματα που χρησιμοποιεί το Πεντάγωνο για τη διεξαγωγή των προσομοιώσεών του. Το υποθετικό σενάριο πολέμου προϋποθέτει ότι η Κίνα αποφασίζει να επιτεθεί στην Ταϊβάν και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υιοθετούν την προαναφερθείσα «στρατηγική ασάφειας» για την άμυνα του νησιού, αποφασίζουν να επέμβουν. Το παίγνιο δεν περιλάμβανε τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η φανταστική σύγκρουση τοποθετήθηκε το 2026 και κάθε πλευρά περιορίστηκε στις στρατιωτικές δυνατότητες που διαθέτουν στην πραγματικότητα οι διάφορες χώρες.

Για το CSIS, το συμπέρασμα είναι ότι «οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν μπορούν να κάνουν μια επιτυχημένη, έως έναν βαθμό, υπεράσπιση του νησιού». Ωστόσο, το κόστος θα ήταν μεγάλο, με την οικονομία της Ταϊβάν ουσιαστικά να καταστρέφεται και τον αμερικανικό στρατό να επηρεάζεται εξαιρετικά από τη σύγκρουση και να αναγκάζεται σε μια ανασυγκρότηση που θα μπορούσε να πάρει χρόνια και να έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ισχύ των ΗΠΑ. Αλλά και για την Κίνα το τίμημα θα ήταν μεγάλο, αφού η επιτυχία της εισβολής δεν είναι καθόλου προφανής, δεδομένων των μεγάλων δυσκολιών που ενδέχεται να προκύψουν.

Στην πραγματικότητα, εξελίξεις αυτού του τύπου συνιστούν ήττα για τις ΗΠΑ, που θα πρέπει είτε να συμβιβαστούν, είτε να κλιμακώσουν τη σύγκρουση σε επόμενο επίπεδο, δηλαδή σε αυτό της χρήσης πυρηνικών.

Τα ευρήματα αυτά έχουν σημασία γιατί καταρρίπτουν τη «στρατηγική της άρνησης» (strategy of denial), που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα γεράκια της Ουάσιγκτον. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή της ηγεσίας των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι μια «στρατηγική της αποτροπής» και όχι μια «στρατηγική της άρνησης». Ωστόσο, όλες οι στρατηγικές της αποτροπής δεν είναι ίδιες, ούτε μπορεί να είναι εξίσου αποδεκτές.

Μια αποτροπή απέναντι στην Κίνα, που αποδέχεται την κυριαρχία της στην παγκόσμια παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και την αντίστοιχη άνοδό της ως κυρίαρχη οικονομική και μελλοντικά, στρατιωτική δύναμη θα συνιστούσε μια παράδοση των ΗΠΑ σε αργή κίνηση. Θα σήμαινε το τέλος των φιλοδοξιών της Ουάσιγκτον και μια παρακμή βρετανικού τύπου, σε στρατηγική ασημαντότητα. Μια τέτοια λογική είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή από την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ.

Αλλά μια αποτροπή που καταγράφει τις αδυναμίες των ΗΠΑ και κερδίζει χρόνο για να ξαναχτίσουν το τεχνολογικό και στρατιωτικό πλεονέκτημά τους, είναι μια άλλη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις ηγετικές ελίτ. Αυτό όμως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Ούτε ότι η λογική των πιο επιθετικών κύκλων δεν θα επιλεγεί στο τέλος.

Το νομικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ

Από την πλευρά της Ουάσιγκτον, αξιολογούνται μια σειρά από απαντήσεις και εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση της Ταϊβάν.

Οι περισσότεροι αναλυτές αποκλείουν το σενάριο μιας άμεσης στρατιωτικής εισβολής, αλλά ο παράγοντας του απρόβλεπτου παραμένει στο τραπέζι. Οπως και οι αμφιβολίες για πιθανή στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ για την υπεράσπιση του συμμάχου. Πριν από μια ανοιχτή αντιπαράθεση - πιθανή πυροδότηση ενός παγκοσμίου πολέμου - υπάρχει μια κλιμάκωση, που αποτελείται από στρατιωτικούς ελιγμούς, οικονομικές κυρώσεις και απειλές.

Ο Λευκός Οίκος είναι έτοιμος να απαντήσει σε προκλήσεις ή αντίποινα από την Κίνα, βασιζόμενος στη «Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυνας ΗΠΑ - Ταϊβάν» της δεκαετίας του 1950. Ο κατάλογος των πρόσφατων διαταγμάτων και των πράξεων που υπέγραψε ο Πρόεδρος Μπάιντεν και συνιστούν τη βάση υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν έχει μεγαλώσει. Καθένα μέτρο περιλαμβάνει μια σημαντική δαπάνη χρημάτων.

Δύο δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για την «Taiwan deterrence act», τρία δισεκατομμύρια για την «Arm Taiwan act». Επιπλέον, είναι ήδη ενεργή η «Taiwan invasion prevention act», η οποία σε περίπτωση κινεζικής απόβασης στο νησί δίνει στον Πρόεδρο την εξουσιοδότηση για χρήση βίας.

Υπάρχει επίσης η «Taiwan partnership act» για την ενίσχυση των δεσμών του Ναυτικού της Ταϊβάν με την Εθνική Φρουρά των ΗΠΑ. Η «Taiwan representative office act» συμβάλλει στο να δοθεί στην αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στην Ουάσιγκτον το όνομα «πρεσβεία», μια κίνηση που σίγουρα θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβολή από την κινεζική ηγεσία. Η «Taiwan Peace through Strength Act» παρεμβαίνει στην αποστολή όπλων στην Ταϊβάν με μια απλοποιημένη διαδικασία, ανάλογη με αυτή που ισχύει για την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Εκτός από τον Λευκό Οίκο, πώς θα αντιδράσει το Κογκρέσο; Και εδώ τα εργαλεία δεν λείπουν. Ο νόμος «για την αποτροπή της κομμουνιστικής κινεζικής επίθεσης κατά της Ταϊβάν μέσω των οικονομικών κυρώσεων» (The Deterring Communist Chinese Aggression Against Taiwan Through Financial Sanctions Act) ανταποκρίνεται σε έναν ναυτικό αποκλεισμό από την πλευρά της Κίνας, με μια χιονοστιβάδα κυρώσεων. Μπροστά σε μια αδιευκρίνιστη «εχθρική» ενέργεια, ωστόσο, το Κογκρέσο είναι έτοιμο να ενεργοποιήσει και την «Taiwan policy act» που εισήχθη στα μέσα Ιούλη και προβλέπει τη χορήγηση 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια στην Ταϊπέι, τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Η αντίδραση σε περίπτωση πραγματικής εισβολής είναι σκληρότερη. Το διάταγμα STAND (Sanctions Targeting Aggressors of Neighboring Democracies), που προβλέπει μεγάλες κυρώσεις κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος και των κινεζικών εταιρειών στις ΗΠΑ, θα τεθεί σε εφαρμογή.

  • Το επόμενο Σαββατοκύριακο, 17 - 18 Σεπτέμβρη, το β' μέρος: Η στρατιωτική διάσταση της κρίσης στην Ταϊβάν


Βαγγέλης ΧΩΡΑΦΑΣ
Διευθυντής του GEOEUROPE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου