Κομμένες και ραμμένες στα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων οι προτάσεις που παρουσίασε η Κομισιόν
Νέες περικοπές στις ανάγκες των λαϊκών οικογενειών για θέρμανση και ηλεκτρικό ρεύμα, σε σπίτια, χώρους δουλειάς, δημόσιες υπηρεσίες, χώρους άθλησης κ.ά. προαναγγέλλουν οι προτάσεις για «εξοικονόμηση» Ενέργειας και υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης τις «ώρες αιχμής» που παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη η Κομισιόν.
Ταυτόχρονα, στο ίδιο πακέτο περιλαμβάνονται μέτρα για μια «ανακατανομή» ανάμεσα στους ομίλους των τεράστιων κερδών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και των εισαγωγέων ορυκτών καυσίμων, με «ενισχύσεις» για να θωρακιστεί η «πράσινη μετάβαση», «διευκολύνσεις» για την «ενεργοβόρα» βιομηχανία και κάποια κονδύλια για τη διασφάλιση της περιβόητης «κοινωνικής συνοχής» σε συνθήκες παραπέρα «απογείωσης» των τιμολογίων Ενέργειας.
Με δεδομένο τον αντιλαϊκό χαρακτήρα των μέτρων, το ενδοκαπιταλιστικό παζάρι για πτυχές τους ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε τμήματος των μονοπωλίων θα ενταθεί, καθώς οι προτάσεις της Κομισιόν θα συζητηθούν στις 30 Σεπτέμβρη σε Σύνοδο των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ.
Μεταξύ άλλων, οι προτάσεις της Κομισιόν προβλέπουν: Υποχρέωση μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τουλάχιστον 5% στη διάρκεια επιλεγμένων ωρών αιχμής. Επιδίωξη μείωσης της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τουλάχιστον 10% έως τις 31/3/2023. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «τα κατάλληλα μέτρα για την επίτευξη αυτής της μείωσης της ζήτησης (...) μπορεί να περιλαμβάνουν οικονομική αντιστάθμιση», παραπέμποντας μεταξύ άλλων σε σύνδεση των όποιων επιδοτήσεων στα πανάκριβα τιμολόγια Ενέργειας με τη μείωση της κατανάλωσης.
Προτείνεται επίσης η επιβολή ενός ανώτατου ορίου εσόδων στα 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για όσους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούν τεχνολογίες «χαμηλότερου κόστους», εκτός φυσικού αερίου (ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια, λιγνίτης). Το μέτρο αυτό υπολογίζεται ότι θα συγκεντρώσει περισσότερα από 140 δισ. ευρώ και μαζί με την προτεινόμενη «εισφορά αλληλεγγύης» στα «υπερκέρδη» που παράγονται από δραστηριότητες στους κλάδους του πετρελαίου, του αερίου, του άνθρακα και των διυλιστηρίων, προβλέπεται να δημιουργήσει «περιθώριο» για την κρατική χρηματοδότηση «πράσινων» επενδύσεων, για τη «στήριξη» της ρευστότητας εταιρειών Ενέργειας και άλλα μέτρα συνολικότερης στήριξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Για την ώρα φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η αρχική πρόταση για επιβολή πλαφόν στην τιμή αγοράς του ρωσικού φυσικού αερίου.
Παράλληλα, στην ετήσια ομιλία «για την κατάσταση της ΕΕ» που έκανε την ίδια μέρα η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προανήγγειλε «μεταρρυθμίσεις» υπέρ των μονοπωλίων της «πράσινης» Ενέργειας, αναφέροντας ότι «θα προχωρήσουμε σε σφαιρική και σε βάθος αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», έτσι ώστε «να σταματήσουμε την κυριαρχική επιρροή του φυσικού αερίου στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας». Επίσης πρόσθεσε ότι «η Επιτροπή θα εργαστεί για την καθιέρωση πιο αντιπροσωπευτικού δείκτη» από τον TTF που χρησιμοποιείται σήμερα ως δείκτης αναφοράς στην αγορά φυσικού αερίου.
Στην ίδια παρέμβαση αποτυπώθηκε ξεκάθαρα ο εντεινόμενος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία και την Κίνα. Μεταξύ άλλων, η πρόεδρος της Κομισιόν υπογράμμισε πως η ΕΕ δεν σκοπεύει να πάθει με τις σπάνιες γαίες και το λίθιο - στην αγορά και τη μεταποίηση των οποίων κυριαρχεί σήμερα η Κίνα - όσα έπαθε με την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Ανήγγειλε έτσι τη δημιουργία «στρατηγικών αποθεμάτων» για την αποφυγή της διακοπής της τροφοδοσίας της βιομηχανίας σε τέτοιες ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες για κλάδους αιχμής (ηλεκτροκίνηση, ΑΠΕ κ.ά.) και μέτρα για τη μεταποίησή τους στην Ευρώπη.
Αναφέρθηκε επίσης στον στόχο για αύξηση της παραγωγής «πράσινου υδρογόνου» σε 10 εκατομμύρια τόνους ετησίως μέχρι το 2030.
Καθώς βέβαια «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», τα μονοπώλια της ΕΕ ζητούν ακόμα περισσότερους μποναμάδες. Χαρακτηριστικές είναι οι «γκρίνιες» από τη λεγόμενη «ενεργοβόρα» βιομηχανία, που απειλεί με απολύσεις και μείωση της παραγωγής.
Η βιομηχανική ομάδα European Aluminium χαρακτήρισε ανεπαρκείς τις προτάσεις της ΕΕ, «προειδοποιώντας» πως δεν θα σώσουν τη βιομηχανία αλουμινίου υψηλής ενεργειακής έντασης από περαιτέρω περικοπές στην παραγωγή, απώλειες θέσεων εργασίας ή και πλήρη κατάρρευση.
Ομοίως, το ευρωπαϊκό λόμπι χαλυβουργών Eurofer σχολίασε πως οι προτάσεις της Κομισιόν «δεν επαρκούν για την εξασφάλιση προσιτών ενεργειακών προμηθειών» και μπορούν να οδηγήσουν σε περικοπές παραγωγής και προσωρινές απολύσεις.
Περισσότερες απαιτήσεις είχε και ο γενικός διευθυντής της Ενωσης Παραγωγών Λιπασμάτων Ευρώπης, Fertilizers Europe, Τζ. Χάνσεν, που παρότρυνε τους υπουργούς Ενέργειας της ΕΕ να εξασφαλίσουν μια «φυσική προμήθεια φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές για να μπορέσουν οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων να ξεκινήσουν την παραγωγή».
Στο μεταξύ, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ στενάζουν από την όξυνση των ανισοτήτων και την έξαρση της φτώχειας που προκαλεί η άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για την επίσημη φτώχεια στην ΕΕ το 2021. Ενας στους πέντε ανθρώπους στην ΕΕ στερείται τα στοιχειώδη για την επιβίωσή του και την κάλυψη των βασικών αναγκών του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 95,4 εκατομμύρια ανθρώπους που αντιστοιχούν στο 21,7% του πληθυσμού στην ΕΕ.
Το ίδιο διάστημα έκθεση της βρετανικής τράπεζας Barclays διαπιστώνει πως η διεθνής καπιταλιστική οικονομία έχει πληγεί από την ενεργειακή κρίση της Ευρώπης, τα επαναλαμβανόμενα lockdowns στην Κίνα και την επιθετική πολιτική αύξησης των επιτοκίων από Κεντρικές Τράπεζες. Προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 2,8% το 2022 στο 2,2% το 2023, με οριακή ανάπτυξη (ουσιαστικά στασιμότητα) 0,2% στις ΗΠΑ, μείωση κατά 1,1% στην Ευρωζώνη και ανάπτυξη 4,5% στην Κίνα.
Τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιοποιήθηκαν την Τετάρτη καταγράφουν σημαντική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρωζώνη τον Ιούλη. Η παραγωγή εργοστασίων, ορυχείων και επιχειρήσεων «κοινής ωφελείας» μειώθηκε κατά 2,3% σε σχέση με τον Ιούνη.
Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα κατέγραψε μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 0,2% τον Αύγουστο και μόλις 0,1% αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής.
Στη Γερμανία, το Ινστιτούτο Ifo αντέστρεψε τις εκτιμήσεις του για το 2023, προβλέποντας πλέον ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,3%, αντί της προηγούμενης εκτίμησής του για ανάπτυξη 3,7%. Παράλληλα, αναθεωρεί τις προβλέψεις του για τον πληθωρισμό το 2023 αυξάνοντάς τον κατά 6%, με εκτίμηση στο 9,3%.
Αποτυπώνοντας το τεράστιο χτύπημα στο εισόδημα των εργαζομένων, ο επικεφαλής των οικονομικών προβλέψεων του Ifo, Timo Wollmershaeuser, τόνισε ότι «η απώλεια αγοραστικής δύναμης, όπως μετράται από τη μείωση των πραγματικών κατά κεφαλήν μισθών φέτος και στο επόμενο έτος κατά 3% ετησίως, είναι υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη φορά μετά το 1970».
Δ. ΟΡΦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου