Επιλογή γλώσσας

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Για το Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Τουρκίας


Στις 16/03/1921 υπογράφεται το Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Τουρκίας. Ένα Σύμφωνο που στις μέρες από διάφορες πλευρές- στο πλαίσιο της κριτικής που ασκούν στην πολιτική του Β.Ι. ΛΕΝΙΝ σε σχέση με τον Κεμάλ και γενικότερα με την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή- γίνεται αντικείμενο ανιστόρητων σχολίων. Ας γίνουμε συγκεκριμένοι, στηριγμένοι σε πλούσια βιβλιογραφία αλλά και αξιοποιώντας το αξεπέραστο ιστορικό έργο «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ!

Το γεγονός

Στις 20 Ιανουαρίου του 1921 αναχώρησε από την Άγκυρα για τη Μόσχα μεγάλη τουρκική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τέσσερεις διακριτές επιτροπές και με αποστολή να ολοκληρώσει την υπογραφή της συνθήκης που πέντε μήνες πριν είχε παραμείνει στις μονογραφές. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 26 Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Αδερφοσύνης στις 16 Μαρτίου. Η συνθήκη ουσιαστικά επικύρωνε τα όσα είχαν συμφωνηθεί κατά την προηγούμενη φάση ενώ αναγνώριζε το εδαφικό καθεστώς του Καυκάσου όπως είχε, πλέον, διαμορφωθεί. Ενδιαφέρον είναι ότι ένας από τους όρους της συνθήκης αφορούσε την υποχρέωση της κάθε πλευράς να εμποδίσει τη “διάδοση της δικής της προπαγάνδας στο έδαφος της άλλης χώρας”. Στις 16 Μαρτίου υπογράφτηκε το σοβιετικότουρικό σύμφωνο φιλίας και αδελφοσύνης. Με το σύμφωνο αυτό αναγνωρίστηκαν απόλυτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας και καταργήθηκαν οι παλιές ρωσοτουρκικές συμφωνίες. Σπουδαία συμφωνία είχε το σημείο που σύμφωνα μ’  αυτό η σοβιετική κυβέρνηση αρνούνταν να αναγνωρίσει τις συμφωνίες που δεν είχε αναγνωρίσει η κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας (συνεπώς και της Συνθήκης των Σεβρών). Η σοβιετική ηθική και υλική υποστήριξη βοήθησε τον τουρκικό λαό να αποκρούσει την επίθεση των ιμπεριαλιστικών εισβολέων και να κατακτήσει την εθνική του ανεξαρτησία. Τα βήματα συνεργασία συνεχίστηκαν την ίδια χρονιά. Στις 13 Δεκεμβρίου 1921 έφτασε στην Άγκυρα ο Μιχαήλ Φρούντζε επικεφαλής Ουκρανικής αντιπροσωπείας. Η επίσκεψη αυτή έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στις ήδη στενές τουρκο-σοβιετικές σχέσεις. Ο Φρούντζε απεύθυνε χαιρετισμό στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ επισκέφθηκε τουρκικά στρατεύματα και παρακολούθησε ασκήσεις. Κυρίως, όμως, ο Κεμάλ επεδίωξε και αποκατέστησε σχέση ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Φρούντζε, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές αναφορές του τελευταίου. Στις αναφορές του προς τον Τσιτσέριν ο Φρούντζε τονίζει τις ελλείψεις του τουρκικού στρατού και εισηγείται ένθερμα τη χορήγηση υλικής βοήθειας καθώς και την καταβολή της εκκρεμούς δόσης 3,5 εκ. ρουβλίων (βλ. παρακάτω). Είναι αυτή η επίσκεψη που εξασφαλίζει στον Φρούντζε τη θέση στο Μνημείο της Πολιτείας. Η επίσκεψή του λήγει στις 5 Ιανουαρίου του ’22, αφού στις 3 Ιανουαρίου έχει υπογραφεί “τουρκο-ουκρανική” συμφωνία ειρήνης.

Η βοήθεια

Σχετικά με το ύψος της βοήθειας υπάρχουν αντιφατικές καταγραφές. Το αρχικό αίτημα της τουρκικής αντιπροσωπείας αφορούσε την παροχή 150 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων ως χρηματική ενίσχυση. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας (για την ακρίβεια, η “Λαϊκή Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων” χαρακτήρισε σε εσωτερικό της έγγραφο το αίτημα ως “καθαρή υπερβολή ανατολίτικης νοοτροπίας”. Το ποσόν που συμφωνήθηκε ήταν ύψους 10 εκ. χρυσών ρουβλίων. Σύμφωνα με τα τα σοβιετικά, επίσης, αρχεία, η βοήθεια αυτή φαίνεται να άρχισε να παρέχεται αμέσως. Τα 5,4 εκ. χρυσά ρούβλια μεταφέρθηκαν σε τρείς δόσεις τον Απρίλιο, το Μάιο και τον Ιούνιο του ’21, ενώ προς το τέλος του 1921 μεταφέρθηκαν ακόμη 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια. Στις 3 Μαΐου του 1922 φαίνεται να μεταφέρθηκαν ακόμη 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια που, σύμφωνα με τις  σοβιετικές πηγές φαίνεται να ολοκλήρωναν την συμφωνημένη χρηματική βοήθεια. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Γεώργιος Τσιτσέριν (για την ακρίβεια: ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων) σε έγγραφό του προς τον Στάλιν αναφέρει ότι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1921 οι τούρκοι επέμειναν να τους παρασχεθεί ποσόν 50 εκ. χρυσά ρούβλια επιπλέον των 10 εκ. συμφωνημένων, αίτημα που δε φαίνεται να έγινε ποτέ δεκτό.

Πέραν της χρηματικής βοήθειας, η τουρκο-σοβιετική συμφωνία αφορούσε και την παροχή υλικής υποστήριξης προς τους κεμαλικούς, βοήθεια για την οποία υπάρχει λιγότερο σαφής εικόνα, τουλάχιστον ως προς συγκεκριμένους τύπους που αυτή αφορούσε.

Κατά την πρώτη φάση στις κεμαλικές δυνάμεις παραδόθηκαν το καλοκαίρι του 1920 6.000 τυφέκια, περισσότερα από 5 εκατομμύρια σφαίρες ελαφρού οπλισμού και 17.600 βλήματα πυροβολικού. Οι παραδόσεις σταμάτησαν το Νοέμβριο του 1920 εξ αιτίας της τουρκικής εισβολής στην Αρμενία, αλλά επανελήφθησαν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Και η υλική βοήθεια δόθηκε, κατ΄αντιστοιχία με την οικονομική, σε δύο φάσεις: με την μονογραφή της συμφωνίας του Αυγούστου του 1920 το πρώτο και λιγότερο σημαντικό μέρος, και μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 το μείζον μέρος της.

Η δεύτερη και σημαντικότερη φάση της παροχής βοήθειας ξεκίνησε μετά τη συνθήκη του Μαρτίου του 1921. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής εστάλησαν προς την Τουρκία από το 1921 έως το 1922 μέσω των λιμένων του Νοβοροσίσκ, της Τοπσίδας (Τουάπσε) και του Μπατούμι πολεμικός εξοπλισμός που συνίσταται σε 33.275 τυφέκια, 327 πολυβόλα, 63 εκατομύρια φυσίγγια, 54 πυροβόλα, 130.000 βλήματα πυροβολικού, 20.000 αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, 1500 σπάθες και μεγάλη ποσότητα λοιπού εξοπλισμού.

Στις 3/10/1921 παραχωρήθηκαν από τη σοβιετική κυβέρνση στους κεμαλικούς στην Τραπεζούντα τα αντιτορπιλικά “Jivoy” (Ζιβόυ) και “Jutkiy” (Ζούτκιυ).

Πέραν του πολεμικού εξοπλισμού, η σοβιετική κυβέρνηση παραχώρησε τον εξοπλισμό για δύο εργοστάσια παρασκευής πυρίτιδας καθώς και τον εξοπλισμό και την τροφοδότηση με πρώτες ύλες για ένα εργοστάσιο πυρομαχικών, πιθανότατα κατά το 1922.

Τι προηγήθηκε της Συμφωνίας

Η πρώτη επίσημη επαφή μεταξύ των δύο μερών έγινε με την επιστολή που απεύθυνε ο Μουσταφά Κεμάλ στις 26 Απριλίου του 1920 (τρείς μέρες από τότε που ξεκίνησαν οι εργασίες της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης) με την οποία καλούσε τη Σοβιετική Ρωσία να αναγνωρίσει την κυβέρνησή του και να τον βοηθήσει να εκδιώξει τις δυτικές δυνάμεις από την τουρκική επικράτειά. Εξειδίκευε ζητώντας εξοπλισμό, εφόδια και χρήματα, καθώς και βοήθεια προκειμένου να σπάσει το φράγμα της Αρμενίας και της Γεωργίας που η Εγκάρδια Συμμαχία είχε υψώσει μεταξύ των δύο χωρών. Η επιστολή έφτασε στη Μόσχα την 1η Ιουνίου. Η απάντηση του Τσιτσέριν, , δόθηκε δύο ημέρες αργότερα. Η σοβιετική πλευρά καλωσόριζε θερμά το νέο τουρκικό κράτος, καλώντας σε αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και συμφωνώντας επί της αρχής σε συνεργασία αλλά αποφεύγοντας προσεκτικά να απαντήσει στα συγκεκριμένα θέματα που είχε θέσει ο Κεμάλ. Στην απάντησή του ο Κεμάλ έκανε πάλι νύξη για τη διευθέτηση των συνόρων και ταυτόχρονα ενημέρωνε ότι ο υπουργός εξωτερικών είχε ήδη αναχωρήσει για τη Μόσχα. Ο τούρκος υπουργός εξωτερικών Μπεκίρ Σαμί αφίχθη στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου του 1920, συνοδευόμενος από τον υπουργό οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ. Οι διαφορές για το εδαφικό καθεστώς στον Καύκασο καθιστούν αρχικά τις διαπραγματεύσεις ψυχρές, με βασική διαφωνία την τύχη της Αρμενίας, ενώ οι σοβιετικοί, για λόγους τακτικής παγώνουν διπλωματικά τις συζητήσεις μέχρι να υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών προκειμένου η τουρκική πλευρά να αισθανθεί πιο αδύνατη. Η τουρκική πλευρά ζήτησε αρχικά μία επιθετική-αμυντική στρατιωτική συμμαχία. Ο Τσιτσέριν το απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά λέγοντας ότι η Σ.Ρ μπορεί να παράσχει περιορισμένη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη αλλά δε μπορεί να δεσμευτεί σε στρατιωτική συμμαχία με ό,τι αυτό σημαίνει. Χαρακτηριστική της αρχικής δυσπιστίας ήταν ότι ο Μπεκίρ Σαμί εξέφρασε ευθέως την υποψία ότι η Μόσχα ήταν έτοιμη να θυσιάσει την Τουρκία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Βρετανία, σημείο στο οποίο ο Τσιτσέριν ανταπάντησε διατυπώνοντας την υποψία ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει τη Ρωσία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Γαλλία. Οι υποψίες και των δύο πλευρών βασίζονταν στις πληροφορίες τους για τις εξελισσόμενες παράλληλες διαπραγματεύσεις τους. Τελικώς οι συνομιλίες απέδωσαν κάποιους καρπούς που στις 20 Αυγούστου οδήγησαν στη μονογραφή (αλλά όχι υπογραφή) του σχεδίου συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Το σχέδιο προέβλεπε την αμοιβαία αναγνώριση, την ακύρωση παρωχημένων διμερών συμφωνιών, τη μη αναγνώριση τετελεσμένων που επιχειρείτο να επιβληθούν βιαίως στα δύο μέρη από τρίτους, την αποδοχή εκ μέρους των σοβιετικών των τουρκικών συνόρων όπως τα καθόριζε το Εθνικό Σύμφωνο, τη μελλοντική διευθέτηση του καθεστώτος των Στενών με μέριμνα για τα συμφέροντα ασφαλείας των δύο πλευρών καθώς και την αμοιβαία ενημέρωση σχετικά με διαπραγματεύσεις που κάθε μέρος θα έκανε μελλοντικά με τρίτους. Η συμφωνία αυτή όμως δεν υπεγράφη γιατί τα δύο μέρη εξακολουθούσαν να διαφωνούν εντονότατα σχετικά με την Αρμενία.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η προσπάθεια συνεργασία δεν ήταν «ανέφελη» αλλά «σκόνταψε» σε σοβαρές δυσκολίες που είχαν να κάνουν με τη προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών κρατών να μην αφήσουν την προσέγγιση αυτή, αλλά και σε αντιθέσεις στον ίδιο το τουρκικό καθεστώς. Έτσι για παράδειγμα στα τέλη του 1920,αρχές 1921 έχουμε ένταση των σχέσεων τους με αφορμή της εισβολής της Τουρκίας στην Αρμενία. Να τονίσουμε εδώ ότι οι Άγγλοι και οι άλλοι ιμπεριαλιστές έλπιζαν πως οι περιπλοκές στον Καύκασο θα ανάγκαζαν του κεμαλικούς να σταματήσουν τον απελευθερωτικό πόλεμο και να συγκρουστούν με τη Σοβιετική Ρωσία…

Ορισμένα γενικότερα ζητήματα 

  1. Το νεαρό σοβιετικό κράτος βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως αστικό – εθνικοπαλευθερωτικό κίνημα, το οποίο αντιμάχονταν την φεουδαρχία και την ιμπεριαλιστική επέμβαση, ανεξάρτητα από το ιδεολογικό περιεχόμενο του κινήματος αυτού ή της μεθόδους εφαρμογής του. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός της καπιταλιστικής περικύκλωσης της, καθώς και τους κινδύνους για την ύπαρξή της που απέρρεαν από το γεγονός ότι μπορούσε η Τουρκία να αποτελέσει στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της. Για τον χαρακτήρα της «επανάστασης των Νεότουρκων» έγραφε χαρακτηριστικά ο Β. Ι. Λένιν: «…Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, τότε και την πορτογαλική και την τουρκική (επανάσταση) πρέπει φυσικά να τις παραδεχθούμε γι; Αστικές. Αλλά «λαϊκή» ούτε η μία ούτε η άλλη είναι, γιατί η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του, ενεργά, αυτοδύναμα , με τα δικά της οικονομικά και πολιτικά αιτήματα, ούτε στη μία ούτε στην άλλη επανάσταση προβάλλει αισθητά..» (Κράτος και Επανάσταση).
  2. Το νεαρό σοβιετικό κράτος προσπάθησε να αναπτύξει ριζικά διαφορετικές , φιλικές, σχέσεις και με τις χώρες της Ανατολής. Η πολιτική της στηριγμένη στην Λενινιστική πολιτική της ισοτιμίας  των μεγάλων και μικρών λαών, του σεβασμού της εθνικής τους κυριαρχίας και της μη επέμβασης στις εσωτερικές τους υποθέσεις καταδίκασε κατηγορηματικά τις ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις του τσαρισμού και υποστήριξε τον αγώνα των χωρών(και) της Ανατολής για την ανεξαρτησία τους. Για παράδειγμα την ίδια περίοδο έχουμε στις 26 Φλεβάρη 1921 συνθήκη ανάμεσα στο Ιράν και τη Σοβιετική Ρωσία με την οποία ανάμεσα σ’ άλλα παραιτήθηκε από όλα  τα δικαιώματα πάνω στα δάνεια που είχε δώσει στο Ιράν η Ρωσία. Στις 28 Φλεβάρη υπόγραψε σύμφωνο με το Αφγανιστάν αναγνωρίζοντας πρώτη αυτή απ’ όλα τα κράτη τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Στις 5 Νοέμβρη υπέγραψε συνθήκη με τη Μογγολία κ.ά.
  Αλέκος Χατζηκώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου