Επιλογή γλώσσας

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

8 Φλεβάρη έφευγαν δύο μεγάλοι!

Tο 1972 «Ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου» και το 1980 «Ο Αρχάγγελος της Κρήτης»

*Μάρκος Βαμβακάρης, η ρίζα του λαϊκού τραγουδιού της εποχής του

Μάρκος Βαμβακάρης ( 10 Μάη 1905 - 8 Φλεβάρη 1972 ). Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου.

Γεννήθηκε στις 10 Μάη 1905, στο συνοικισμό Σκαλί της Ανω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου. Ηταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη , οι οποίοι ήταν φτωχοί αγρότες – χωρίς κλήρο – και ασχολούνταν και με άλλες δουλειές για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο και σε ηλικία 12 χρονών ήρθε στην Αθήνα. Εμαθε μπουζούκι και μπαγλαμά στο στρατό. Η πιο δημιουργική περίοδος για τον Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935 – 1940. Ως το 1960 εμφανιζόταν τακτικά σε κέντρα. Σιγά σιγά όμως οι μάντρες και τα κουτούκια άρχισαν να μεταβάλλονται σε κοσμικά κέντρα. Ο Μάρκος γύρισε στο σπίτι του, κοντά στη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά.

Ο Μάρκος είχε γράψει, όπως ο ίδιος έλεγε, περισσότερα από 3.000 τραγούδια, μεταξύ των οποίων πολλά πραγματικά αριστουργήματα. Είναι βιωματικός συνθέτης και αυτοβιογραφικός. Γράφει ο ίδιος στίχους, μελοποιεί και τραγουδά γεγονότα της ζωής του, π.χ., τη γέννησή του, τα επαγγέλματα που έκανε, αρραβώνες, γάμους, διαζύγιο, αρρώστιες.

***

Μάρκος Βαμβακάρης είναι η ρίζα του λαϊκού τραγουδιού της εποχής του, καθώς τα τραγούδια του αντανακλούν με μαγεία τα μουσικά «ακούσματα» της πρώτης τριακονταετίας του 20ού αιώνα στην Ελλάδα και τα βιώματα της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που άρχισε να συρρέει, και λόγω των «απότομων», όπως η Μικρασιατική καταστροφή, ιστορικών μεταβολών στα μεγάλα αστικά κέντρα, με πρώτη την Αθήνα και ιδιαίτερα τον Πειραιά και τις φτωχογειτονιές του.

Το σημαντικότερο στοιχείο της προσωπικότητας του Μάρκου , που αντανακλάται και στα τραγούδια του, είναι η στάση ζωής που κράτησε και η οποία είναι μοναδική περίπτωση για τα δεδομένα του κοινωνικού του περίγυρου, σε σχέση πάντα με την εποχή του: Οντας οικογενειάρχης απείχε πολύ από το υπαρκτό «πρότυπο» του «ρεμπέτη» της εποχής, που τα «πετά όλα». Ταυτόχρονα δεν προέβη σε καμιά «παραχώρηση» του έργου του για «χάρη» της οικογένειας. Ο Μάρκος δε θα συμμετάσχει σε «επιτροπές καλλιτεχνών» των εταιριών δίσκων, που πρώτος αυτός άνοιξε τις πόρτες τους για τους «λαϊκούς» καλλιτέχνες. Ο Μάρκος δε θα επιτρέψει να λογοκριθεί κανένα τραγούδι του για να «περάσει»…

Ηταν ο άνθρωπος που όταν έκλεισαν οι πόρτες γι’ αυτόν, δε θα διστάσει να πάρει τους δρόμους – που τόσο καλά ήξερε από τη βασανισμένη παιδική του ηλικία – και να βγει παρέα με το γιο του Στέλιο για «σφουγγάρα» στην Κοκκινιά.

Ο Μάρκος θα κρατήσει μια περήφανη στάση σε όλη του τη ζωή και όταν είδε ότι «στενεύουν τα περάσματα», τα κοινωνικά, θα αποσυρθεί στην αυλή του, εμμένοντας στο δικό του τρόπο γραφής και γλώσσας των τραγουδιών.

Με αυτά και με τη συμπεριφορά του μιλούσε, με αυτά έλεγε ό,τι είχε να πει, και όταν οι εποχές άλλαξαν, εκείνος παρέμεινε στα «δικά του». Ισως δεν είχε τίποτα άλλο να πει, ίσως ασυνείδητα αισθανόταν ή ότι έπρεπε να αλλάξει τον κόσμο ή ότι έπρεπε να αλλάξει ο ίδιος. Το να αλλάξει τον κόσμο ίσως ήταν πολύ βαρύ για τους ώμους του μάγκα της Σύρας και των Ταμπουριών. Το να αλλάξει ο ίδιος ήταν εξίσου βαρύ. Εκείνος είχε μάθει αλλιώς. Στο δικό του λεξιλόγιο η λέξη «ελιγμός» ήταν άγνωστη!

Προτίμησε την αξιοπρέπεια και την πικρή σιωπή…

Αφού έδωσε ένα έργο που επηρέασε όλους τους επόμενους, ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής», του «Κάβουρα», του «Αντιλαλούν οι φυλακές» «έφυγε» σε ηλικία 67 χρόνων, σε ένα διάδρομο του «Ερυθρού Σταυρού» στις 8 Φλεβάρη 1972, πικραμένος και κουρασμένος. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, με άσχημη υγεία, είχε σχεδόν ξεχαστεί από τους φίλους του και ελάχιστοι τον επισκέπτονταν.

(Από δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη)



                          *Νίκος Ξυλούρης: Η λεβέντικη και άδολη καρδιά της Κρήτης

Ο Νίκος Ξυλούρης ( 7 Ιούλη 1936 - 8 Φλεβάρη 1980 ). Γεννήθηκε στα Ανώγεια του Ρεθύμνου (7/7/1936) σε οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Μικρός ήταν βοσκός. Παιδί ακόμη πάνω στα βουνά, άρχισε να παίζει λύρα και να τραγουδά. Την πρώτη του μάλιστα λύρα την έφτιαξε μόνος, με τα χέρια του.

Η καριέρα του αρχίζει από τα 15 του χρόνια. Μαζί με άλλους γύριζε τα χωριά της Κρήτης, στους γάμους και στα πανηγύρια, στις ολονύχτιες γιορτές.

Πολύ γρήγορα και χάρη στην εντελώς ξεχωριστή ερμηνεία του, ο Νίκος Ξυλούρης αγαπήθηκε πολύ από τους συμπατριώτες του και ιδιαίτερα από τη νεολαία. Είχε γίνει ο πιο διάσημος λυράρης του νησιού. Σιγά σιγά άρχισε να γράφει δικά του τραγούδια με στόχο να κάνει την κρητική μουσική ευρύτερα γνωστή. Έτσι έμεινε γνωστός και σαν συνθέτης. Από τα πιο γνωστά τραγούδια του εκείνης της εποχής: «Ανυφαντού». «Καυγάδες με το γιασεμί», «Η τζαναμπέτισσα», «μηνάς μου πως θα μ’ αρνηθείς», «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις».

Ο Ν. Ξυλούρης το 1969 έρχεται στην Αθήνα. Για δύο χρόνια έπαιζε σε διάφορα κρητικά κέντρα και περισσότερο στο «κρητικό κονάκι». Αρχισε σιγά σιγά να γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Η καθοριστικότερη όμως στιγμή της καριέρας του ήταν όταν ο Γ. Μαρκόπουλος του ζήτησε να ερμηνεύσει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών του, το «Χρονικό». Ακολουθεί η ερμηνεία των «Ριζίτικων» που γνώρισαν στο κοινό όλης της Ελλάδας τα δυναμικά παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης. Ακολουθεί η «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, που καθιερώνει τον Ξυλούρη σαν έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής. Το 1973 ερμηνεύει το έργο του συνθέτη «Θητεία».

Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο «Διόνυσε, καλοκαίρι μας», με τον Χριστόδουλο Χάλαρη «Ακολουθία» και με τον Χρήστο Λεοντή στο «Καπνισμένο τσουκάλι». Το 1976 συνεργάζεται με τον Ηλία Ανδριόπουλο στο έργο του «Κύκλος Σεφέρη». Το 1977 κυκλοφορεί το δικό του έργο με τίτλο τα «Ερωτικά».

Στα τέλη του 1977 ο Ξυλούρης συνεργάζεται πάλι με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και ερμηνεύει το έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» που βασίστηκε πάνω στο ομώνυμο ποιητικό αριστούργημα του Σολωμού. Τον Ιούνιο του 1978 παρουσιάζει σε μουσική Λίνου Κόκοτου και ποίηση Δημ. Χριστοδούλου τα «Αντιπολεμικά». Ένα έργο γεμάτο ανθρωπιά, που καταφέρνει να ανανεώσει και να θεμελιώσει και πάλι το λυρισμό και την υψηλή ποιότητα στο τραγούδι – στόχο.

Στους πρώτους μήνες του 1979 δημιουργεί – έχοντας ο ίδιος την ευθύνη της παραγωγής – έναν εντελώς προσωπικό δίσκο, τα «Ξυλουρέικα». Μια συλλογή εμπνευσμένη  από την κρητική μουσική παράδοση, που κλείνει μέσα της όλο το πάθος του για το κρητικό τραγούδι.

Το 1973 παίρνει για πρώτη φορά μέρος στο θέατρο με τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο «Μεγάλο μας Τσίρκο μας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αργότερα βγαίνει και ο ομώνυμος δίσκος.



Στις αρχές του 1976 ο Ξυλούρης τιμήθηκε με το βραβείο «Σαρλ Κρος» για την ερμηνεία του στα «Ριζίτικα». Βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο από την Ακαδημία «Σαρλ Κρος» στην αξιολογότερη ερμηνεία στον τομέα της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής.

Ο περήφανος και ανυπόταχτος χαρακτήρας του τον οδηγεί να τραγουδήσει πρώτος στη δικτατορία το 1969, στις 2 τα μεσάνυχτα, στη μπουάτ «Λήδρα» το αντιστασιακό κρητικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά, με αποτέλεσμα να «κοπεί» από τα μέσα ενημέρωσης. Ο Νοέμβρης του 1973 τον βρίσκει κοντά στους αγωνιστές του Πολυτεχνείου, όπου τραγουδάει μαζί τους αντιδικτατορικά τραγούδια.

Με τη μεταπολίτευση, το φθινόπωρο του 1974 συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία στο γήπεδο του «Παναθηναϊκού» όπου εντυπωσιάζει με τη φωνή του.

«Είναι η καλύτερη φωνή που διαθέτουμε» είχε πει κάποτε ο Μαρκόπουλος. Ο Νίκος Ξυλούρης διέθετε ένα σπάνιο μουσικό ένστικτο που του επέτρεπε, χωρίς υπερβολή να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε ερμηνευτική απαίτηση. Είχε ειπωθεί πως η φωνή του, γνήσια ελληνική, αντανακλούσε σε μουσική παράδοση 500 χρόνων. Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής.

Λίγες μέρες πριν προσβληθεί από την ανίατη ασθένεια ο Νίκος Ξυλούρης ηχογράφησε σε μουσική του νέου συνθέτη Λουκά Θάνου, σε ποίηση Κ. Βάρναλη και Κ. Καρυωτάκη, το έργο του το «Σάλπισμα».

Ο Νίκος Ξυλούρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1980. Μετά το θάνατό του, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα» H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα. Το τραγούδι που ακούγεται στην απεργιακή περιφρούρηση, στη διαδήλωση, στο δρόμο όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Πάντα με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου