Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Το εργατικό κίνημα στην Καβάλα, στη δεκαετία του 1930


Οι εργάτες τριών καπνομάγαζων της Καβάλας, στις 21/7/1933, πραγματοποιούν στάση εργασίας εναντίον των απολύσεων. Η αστυνομία πολιορκεί τους απεργούς και ανοίγει πυρ εναντίον τους. Τις επόμενες μέρες η απεργία γενικεύεται, ενώ στην κινητοποίηση μπαίνουν επαγγελματίες της πόλης και εργαζόμενοι άλλων κλάδων. 


Κατόπιν αυτών, οι καπνέμποροι αναγκάστηκαν τελικά να κάνουν δεκτά όλα τα αιτήματα των απεργών, ενώ η σύμβαση που υπογράφηκε εφαρμόστηκε στη συνέχεια και στα υπόλοιπα καπνεργατικά κέντρα της χώρας.

Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Καβάλα του μεσοπολέμου


Η πόλη της Καβάλας αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά κέντρα στην επεξεργασία του καπνού. Η μορφή και οργάνωση του καπνεμπορικού κεφαλαίου (ξένου και ντόπιου) υπήρξε ιδιαίτερα αναπτυγμένη συγκριτικά με την κατάσταση που χαρακτήριζε γενικότερα το καπιταλιστικό επίπεδο ανάπτυξης της χώρας μας στη συγκεκριμένη περίοδο. Ο λαός της Καβάλας βρέθηκε αντιμέτωπος με την πιο άγρια εκμετάλλευση.

Η συμβολή των κομμουνιστών στην ανάπτυξη των ταξικών αγώνων για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης ήταν καθοριστική. Ετσι δημιουργήθηκε το ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών) το 1925, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της χρόνιας περιοδικής ανεργίας. Με αγώνες και με μπροστάρη τα ταξικά συνδικάτα εξασφάλισαν καλύτερους όρους δουλειάς, μισθούς και μειωμένη εργάσιμη μέρα. Εμπόδισαν το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό από τη Μικρασία και τον Πόντο να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, για να χαμηλώσουν τα μεροκάματα του συνόλου της εργατικής τάξης ή ως διασπαστικό παράγοντα στους αγώνες και τις διεκδικήσεις της.

Στην αντίπερα όχθη, δρούσε ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός που κατ' εντολή των αφεντικών κήρυττε το δρόμο της ταξικής συνεργασίας, πρωτοστατούσε στη διάσπαση του εργατικού κινήματος με τη δημιουργία εργοδοτικών συνδικάτων. Δρούσε σε συνεννόηση με τις δυνάμεις καταστολής, για να υποτάξει την εργατική τάξη και στήριζε τα σχέδια «αποκομμουνιστικοποίησης» του εργατικού κινήματος στην Καβάλα, όπως και σε άλλα καπνεργατικά κέντρα του Βορρά. Σχέδιο που συνοδεύτηκε με διώξεις σε βάρος των κομμουνιστών, και άλλων πρωτοπόρων αγωνιστών εργατών, με προσαγωγές, φυλακίσεις, αποκλεισμό από την εργασία, κλπ.

Το καπνεργατικό κίνημα της Καβάλας, η ανάπτυξη του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τους εργαζόμενους σήμερα, που δέχονται την άγρια επίθεση της πλουτοκρατίας και των κομμάτων της, τη διαρκή υπονόμευση από τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό και καλούνται να απαρνηθούν την τάξη τους, να υποτάξουν τις ανάγκες τους, τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις τους στα επιτρεπτά όρια που ορίζει το κεφάλαιο.


Η γένεση ενός ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος

Η πρώιμη ανάπτυξη μιας μαχητικής, διεκδικητικής παράδοσης στον κλάδο των καπνεργατών δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη μετέπειτα διάδοση ριζοσπαστικών ιδεών που αναδείχθηκαν με τη νικηφόρα έκβαση της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Στις 10 Οκτώβρη 1921, εγκρίθηκε με την απόφαση υπ' αριθμόν 64 του Πρωτοδικείου Καβάλας το καταστατικό του ταξικού Σωματείου Καπνεργατών «η Ευδαιμονία», πρόεδρος του οποίου υπήρξε ο Α. Γκρόζος (μετέπειτα Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ). Στο κόκκινο λάβαρο του Σωματείου αναγράφονταν οι λέξεις «Εργάται όλου του κόσμου ενωθήτε», ενώ καθιερωνόταν ως ημέρα εορτασμού η 1η Μάη «καθ' ην εορτάζουσιν οι εργάται όλου του κόσμου». Ενα ιδιαίτερα σημαντικό ποιοτικό χαρακτηριστικό του σωματείου υπήρξε η πολυεθνική του σύνθεση. Το ενδεκαμελές Διοικητικό του Συμβούλιο αποτελούνταν από έξι Χριστιανούς, τέσσερις Μουσουλμάνους και έναν Ισραηλίτη, σε αντιστοιχία με τον εθνολογικό χάρτη των μελών του σωματείου (πριν την Ανταλλαγή των Πληθυσμών).1

Η διεθνιστική παράδοση του συνδικαλιστικού κινήματος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο η τοπική κοινωνία δέχτηκε εν συνεχεία τους πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου στους κόλπους της. Οι ντόπιοι εργάτες έσπευσαν να παράσχουν σε όσους δε γνώριζαν την τέχνη της επεξεργασίας του καπνού την ανάλογη εκπαίδευση και να τους εντάξουν στην παραγωγή. Δεν παρατηρήθηκαν τα κρούσματα ρατσισμού και οι επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Χάρις την παρέμβαση των ταξικών δυνάμεων το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό δεν έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο (όπως συνέβη, για παράδειγμα, σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου οι πρόσφυγες εργάτες χρησιμοποιήθηκαν από τους εργοδότες, για να χαμηλώσουν τα μεροκάματα του συνόλου της εργατικής τάξης ή ως διασπαστικό παράγοντα στους αγώνες και τις διεκδικήσεις της).2

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τα ταξικά συνδικάτα είχαν πετύχει μια σχετική εργασιακή ασφάλεια για τα μέλη τους, επιβάλλοντας με τους αγώνες τους ένα σύστημα επεξεργασίας καπνού, το οποίο απαιτούσε περισσότερα εργατικά χέρια για τη διεκπεραίωσή του. Μείωσαν έτσι την ανεργία στον κλάδο και εξασφάλισαν μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαμόρφωση του μισθολογίου. Πέτυχαν, επίσης, την επιβολή ενός συστήματος πρόσληψης νέων εργατών, στο οποίο οι εργοδότες είχαν σχεδόν μηδαμινά περιθώρια παρέμβασης. Ο καπνεργατικός κλάδος είχε κατακτήσει σημαντικά καλύτερους μισθούς και μειωμένη εργάσιμη ημέρα σε σχέση με το τι ίσχυε γενικά για την εργατική τάξη της μεσοπολεμικής Ελλάδας.
 
Καπνεργατική συνδιάσκεψη Σερρών - Δράμας -Καβάλας 1934
Κρατική παρέμβαση - Οι δύο γραμμές στο συνδικαλιστικό κίνημα

Η δυναμική του ταξικού συνδικαλισμού και η ηγεμονία του στον κλάδο των καπνεργατών στη Βόρεια Ελλάδα υπήρξε πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δεν άφησε αδιάφορες τις Αρχές, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος Πάγκαλου (1925), έθεσαν σε εφαρμογή ένα πολυσχιδές σχέδιο «αποκομμουνιστοποίησης» του εργατικού κινήματος στην Καβάλα και τα άλλα καπνεργατικά κέντρα του Βορρά.

Το καπνεμπορικό κεφάλαιο από τη μεριά του, εκμεταλλευόμενο τις «ευμενείς» συνθήκες που προσέφερε το καθεστώς Πάγκαλου από τη μια, καθώς και την προσωρινή εξασθένιση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, πέτυχε στις 11 του Ιούλη 1925 την έκδοση Νομοθετικού Διατάγματος, το οποίο καταργούσε τον ν. 2869/1922 «περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξέργαστων αρωματικών καπνών», απελευθερώνοντας ουσιαστικά την αγορά κατά την κρίση των καπνεμπόρων. Το κεφάλαιο χαιρέτισε την κατάργηση του εν λόγω νόμου, τονίζοντας τις συνέπειες «όταν εν τη χώρα η εμπορική ελευθερία υποβάλλεται εις περιορισμούς δεσμευτικούς και επικίνδυνους διά το κεφάλαιον». Τόνισε δε πως η απελευθέρωση του συστήματος επεξεργασίας του καπνού θα ελάττωνε το κόστος παραγωγής του καθιστώντας το πιο ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά: εξέλιξη που θα ωφελούσε - δήθεν - κεφάλαιο και εργαζόμενους, αντίστοιχα. Η κρίση του καπνού που ακολούθησε (αποτέλεσμα της μονοπωλιακής κατάστασης στη βιομηχανία διεθνώς: μια εξέλιξη για την οποία τα ταξικά συνδικάτα, εξοπλισμένα με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία είχαν προειδοποιήσει) διέψευσε τους ισχυρισμούς του καπνεμπορικού κεφαλαίου.3

Βλέπουμε πως τα επιχειρήματα περί «ανταγωνιστικότητας», περί «ελευθερίας του κεφαλαίου» και περί δήθεν «κοινών συμφερόντων» εργατικής τάξης και κεφαλαίου δεν είναι καινούργια. Ούτε καινούργιο είναι και το φαινόμενο εκμετάλλευσης μιας προσωρινής αδυναμίας του εργατικού κινήματος, προκειμένου να περάσει το κεφάλαιο στην αντεπίθεση, παίρνοντας πίσω κεκτημένα προηγούμενων αγώνων (με την αξιοποίηση ή όχι δικτατορικών καταστάσεων).

Ας επιστρέψουμε, όμως, στις εξελίξεις που δρομολόγησε ο κρατικός παρεμβατισμός από το 1925 και έπειτα, με σκοπό την πολιτική «εκκαθάριση» του κλάδου των καπνεργατών και την «απαγκίστρωσή» του από τον ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλισμό. Η οργανωτική διάσπαση στις γραμμές του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος έλαβε χώρα στις αρχές του 1927, όταν οι ηγεσίες των συντηρητικών σωματείων αποφάσισαν την αποχώρηση από την Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδας (που καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ) και την ίδρυση ξεχωριστής κλαδικής Ομοσπονδίας, η οποία - κατά ειρωνικό τρόπο - ονομάστηκε Ενωτική Ομοσπονδία Καπνεργατών και Στοιβαδόρων Ελλάδος (ΕΟΚΣΕ). Η διασπαστική αυτή κίνηση δεν πραγματοποιήθηκε δίχως σοβαρές ενστάσεις και αντιδράσεις στη βάση των σωματείων που πρωτοστάτησαν για την πραγματοποίησή της. Οι εργαζόμενοι εκείνοι, αν και ιδεολογικά αντίθετοι ή αδιάφοροι προς τον κομμουνισμό, δεν είδαν θετικά μια εξέλιξη που ουσιαστικά επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στη διεκδικητική ικανότητα μιας έως τότε μαζικής και ενωμένης Ομοσπονδίας.

Μια από τις πρώτες συνέπειες του διαχωρισμού των συνδικαλιζομένων καπνεργατών σε συντηρητικούς και κομμουνιστές, ήταν η υιοθέτηση της πρακτικής εκ μέρους μιας μερίδας καπνεμπόρων να προσλαμβάνουν για εργασία αποκλειστικά εργάτες - μέλη συντηρητικών σωματείων. Οι εργοδότες προτιμούσαν βεβαίως να προσλαμβάνουν εργατική δύναμη καθ' υπόδειξη των συγκεκριμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες διασφάλιζαν για αυτούς την απαραίτητη «εργασιακή ειρήνη» στον χώρο δουλειάς. Σαφής όσο και χαρακτηριστικός ως προς αυτό είναι ο «κανονισμός πειθαρχίας στοιβαδόρων» του Σωματείου «η Αγάπη» (μέλους της νεοϊδρυθείσας ΕΟΚΣΕ), στον οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Πας Στοιβαδόρος οφείλει να είναι πειθαρχικός εντός του Καταστήματος, συμπεριφερόμενος καλώς τόσον έναντι του αρχιεργάτου και Διευθυντού του Καταστήματος, όσον και έναντι του Πληρεξούσιού του συμμορφούμενος με την τυχόν δοθησομένην αυτού οδηγίαν...».4

Τα μέτρα αυτά γνώρισαν ορισμένο βαθμό επιτυχίας, ιδιαίτερα στο να ωθούν μακροχρόνια άνεργους καπνεργάτες να ενταχθούν στα συντηρητικά σωματεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια μεροκάματα. Βρέθηκαν ωστόσο συχνά αντιμέτωπα με την αποφασιστική αντίσταση που πρόβαλλε ο ταξικός συνδικαλισμός, του οποίου η ισχυρή παρουσία σε πολλές επιχειρήσεις πέτυχε στο να αποτρέψει σημαντικές «απώλειες». Η τακτική πρόσληψης εργατών, που ανήκαν σε συντηρητικά σωματεία, εφαρμόστηκε επίσης και ως μέσο αποδυνάμωσης των απεργιακών αγώνων. Οι απεργοσπαστικές αυτές μεθοδεύσεις εργοδοσίας και εργοδοτικού συνδικαλισμού οδήγησε - σε ουκ ολίγες περιπτώσεις - στη βίαιη αντίδραση των απεργών, ανεξαρτήτου πολιτικής αποχρώσεως, αναγκάζοντας τους απεργοσπάστες να μεταφέρονται στα εργοστάσια με τη συνοδεία αστυνομικών αρχών.5

Επιπλέον, τα «κίτρινα» σωματεία εκμεταλλεύτηκαν τα λοκ-άουτ των καπνεμπόρων (όπως για παράδειγμα τον Μάη του 1927), προκειμένου να προσεγγίσουν μέλη των «κόκκινων» και να εξαγοράσουν την αλλαγή συνδικαλιστικού στρατοπέδου με αντάλλαγμα την εξασφάλιση εργασίας. Την ίδια ώρα, λοιπόν, που τα «όργανα ασφαλείας» συλλάμβαναν τους κομμουνιστές συνδικαλιστές και τα ταξικά συνδικάτα καλούσαν σωματειακές συνελεύσεις, «εκ παραλλήλου προς τας ενέργειας των Κομμουνιστών», όπως αναφέρει και η εφημερίδα «Κήρυξ» στο φύλλο της στις 27 Μάη 1927, «οι ενωτικοί συντηρητικοί επέδειξαν την εκ των περιστάσεων επιβαλλόμενην δραστηριότηταν». Ποια ήταν αυτή; «Ούτω από πρωίας κατήρτισαν συνεργεία τα οποία ενέγραφον τους διαρρέοντας εκ της ΚΕΚ ταξικά σωματεία και εξέδιδον δελτία εργασίας εις τα μέλη των Σωματείων "Πρόοδος" και "Αγάπη"». Ο απολογισμός κρίθηκε ικανοποιητικός: «Η παρατηρηθείσα διαρροή ανέρχεται κατά την πρώτην ημέραν του λοκ-άουτ εις 15% επί του όλου των καπνεργατών».6

Συνεπεία του γενικευμένου αποκλεισμού των ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων από τη δύναμη του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού (βλέπε 4ο Συνέδριο ΓΣΕΕ), ξεκίνησαν την περίοδο 1928 - 1929 οι διεργασίες για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής, ταξικά προσανατολισμένης Συνομοσπονδίας εργατών. Οι ζυμώσεις και προετοιμασίες ενόψει του επερχόμενου Συνεδρίου της υπό σύσταση Ενωτικής ΓΣΕΕ εκτιμήθηκαν ως «επιτυχέστατες». Πάνω από 3.500 καπνεργάτες στην Καβάλα συμμετείχαν στις διαδικασίες εκλογής αντιπροσώπων.

Η ισχυρή παρουσία των καπνεργατών στα πλαίσια του νέου συνδικαλιστικού οργανισμού αντικατοπτριζόταν και στη σύνθεση του κεντρικού καθοδηγητικού του οργάνου: 7 από τα 25 μέλη του ήταν καπνεργάτες. Μία δε ήταν καπνεργάτρια (η εκλογή γυναίκας εργάτριας σε ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο αποτελούσε πραγματικά σπάνιο φαινόμενο για τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε).7

Αξίζει να τονιστεί η επιμονή του Κομμουνιστικού Κόμματος στην όσο το δυνατόν ευρύτερη και ενεργότερη συμμετοχή των γυναικών, τόσο στις κομματικές όσο και στις συνδικαλιστικές διεργασίες και δραστηριότητες. Το ΚΚΕ ενθάρρυνε την παρουσία γυναικών στα ανώτερα διοικητικά όργανα σωματείων και οργανώσεων, ενώ προωθούσε σταθερά τη δημιουργία γυναικείων επιτροπών στα εργοστάσια, καθώς και την ίδρυση - και ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων - επαγγελματικών μορφωτικών ομίλων στα Εργατικά Κέντρα. Από την άλλη μεριά, αντιτάχθηκε με συνέπεια σε οποιαδήποτε μορφή οργανωτικού (ή άλλου) διαχωρισμού των γυναικών από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, φαινόμενο διόλου ασύνηθες για τα κοινωνικά δεδομένα της μεσοπολεμικής Ελλάδας.8

Σύντομα, ο ρόλος του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού άρχισε να αποκαλύπτεται, δρομολογώντας την τελική του χρεοκοπία. Αναφερόμενος στη μεγάλη απεργία του 1928, ο Επιτελάρχης Φεσσόπουλος του Δ΄ Σώματος Στρατού, τόνισε: «Οφείλω να ομολογήσω ότι οι Αρχηγοί των συντηρητικών εξελιπάρησαν ελαχίστην, έστω και εικονικήν, αύξησιν του ημερομισθίου διά να καταφέρουν ούτω βαρύ πλήγμα κατά της κομμουνιστικής παρατάξεως. Προσέκρουσαν όμως εις την κατηγορηματικήν άρνησιν των Καπνεμπόρων. Κατόπιν υπέδειξαν εις τας τοπικάς Αρχάς όπως βοηθήσουν τα λοιπά υπ' αυτούς Σωματεία και επιτύχουν τινά των αιτημάτων των ίνα ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή μη του Καπνεργατικού αγώνος, αποδειχθεί ότι τα υπό τους συντηρητικούς Σωματεία πέτυχαν κάτι. Εσημείωσαν την αυτήν αποτυχίαν».9

Καταλήγοντας δε ο Γ. Φεσσόπουλος στην Εκθεσή του έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το μέλλον του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού στον κλάδο των καπνεργατών: «Οφείλω να τονίσω ότι εάν η συντηρητική παράταξις δεν τύχει της αμερίστου λελογισμένης ηθικής ενισχύσεως του Κράτους και της Κοινωνίας, οι κομμουνισταί θ' αναλάβουν και πάλιν την επιρροήν την οποίαν μέχρι του 1926 είχον παρά τοις Καπνεργάταις».10
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τεθεί φραγμός σε αυτό που διαφαινόταν από τις Αρχές ως μια ασυγκράτητη μετατόπιση προς τον «κόκκινο» συνδικαλισμό, αποφασίστηκε από την Επιτροπή Ασφάλειας της πόλης στα τέλη του ίδιου έτους η εκτόπιση ολόκληρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Καπνεργατικής Ενωσης Καβάλας.

Παρ' όλα αυτά, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η πλάστιγγα έγερνε σαφέστατα υπέρ του ταξικού συνδικαλισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Οργάνωση Καβάλας του ΚΚΕ στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος (17 Μάη 1929), το ταξικό Εργατικό Κέντρο της πόλης μετρούσε στις γραμμές του 15 σωματεία με συνολική αριθμητική δύναμη μελών 10.997 εργάτες. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των καπνεργατών που καταγράφηκαν ως ανήκοντες στα συντηρητικά σωματεία δεν ξεπερνούσε τους 700 - 800.11

Συγκέντρωση διαμαρτυρίας καπνεργατών της Καβάλας, για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών

Το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του 1930

Στην αυγή της δεύτερης δεκαετίας της μεσοπολεμικής περιόδου είχε πλέον αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας των καπνεργατικών μαζών η εξής άποψη που διατυπώθηκε από έναν μη κομμουνιστή καπνεργάτη της εποχής: «Το κίτρινο σωματείο ήταν συνεργάτες με τους εμπόρους. Και λέγανε (οι καπνέμποροι), πάτε στα καπνομάγαζα σαν σωματείο να λύσετε την απεργία. Και έρχονταν αυτοί, τους ξέραμε εμείς ποιοι είναι αυτοί... είναι συνεργάτες των εμπόρων και παίρνουν λεφτά από τους εμπόρους για να σπάσουν τους αγώνες των καπνεργατών... Προδότες στο εργατικό κίνημα».12

Επιπροσθέτως αξίζει να παραθέσουμε ακόμη μια μαρτυρία, ενός συντηρητικού αυτή τη φορά συνδικαλιστή καπνεργάτη, όπου περιγράφει πώς πέρασε στα χέρια των «κίτρινων» το σωματείο στο οποίο ανήκε και το οποίο προηγουμένως βρισκόταν υπό αριστερή ηγεσία. Αναφέρει λοιπόν πως «η ασφάλεια τους κυνηγούσε (τους αριστερούς) και τους μάζεψε και τους έστειλε εξορία ορισμένα πρόσωπα και το σωματείο έμεινε στο έλεος και τότε επέμβηκα εγώ στη μέση και επειδή δεν ανήκω στον αριστερισμό, επήγα στην ασφάλεια και ζήτησα την προστασία, γιατί ο τρόπος αυτός προστάτευε τους εργαζόμενους»! Πώς μεταφραζόταν πρακτικά αυτή η «προστασία»; Στο παρελθόν «τα αφεντικά, όσα ήθελαν μας πληρώνανε και όποτε ήθελαν μας πληρώνανε. Ενώ όταν έγινε η κοινοπραξία αυτή επαίρναμε κανονικά το μισθό μας και πληρωνόμασταν από το σωματείο. Και δεν εχάναμε ούτε μεροκάματο, ούτε ένσημα χάναμε. Και επαίρναμε και ακέραιο το μισθό μας όσο μας ανήκε το κράτος».13

Η ανάμειξη των Αρχών και ειδικότερα της Ασφάλειας στη λειτουργία των σωματείων και τη διαδικασία πρόσληψης εργατών δημιούργησε ευρεία αναστάτωση και δέχτηκε δριμεία κριτική από τον τοπικό Τύπο: «Αι καπνεργατικαί μάζαι, η κοινωνία μας ολόκληρος ευρίσκεται εν αναστατώσει και αναβρασμώ διά τας αυθαιρέτους, πρωτακούστους και καταπληκτικάς ενεργείας του Τμήματος Ασφάλειας, το οποίον απαγορεύει εις τας καπνικάς επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργάτας άνευ της εγκρίσεώς του».14

Η εφημερίδα «Πρωινά Νέα» μάλιστα κατήγγειλε συγκεκριμένα τον ίδιο τον ανθυπασπιστή Αλεξάκη, ο οποίος «υποκαθιστών τον Γενικόν Διευθυντήν, τον Διευθυντήν, τον Γενικόν Αρχιεργάτην και ολόκληρον το προσωπικόν της Εταιρίας Γκλεν μετέβη χτες και απέλυσεν αυθαιρέτως "για να βάλει τους δικούς του!" όπως είπε, δύο καπνεργάτας, χαρακτηρίσας αυτούς κομμουνιστάς». Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, «η υπό του Αλεξάκη εκδίωξις εργατών εκ των αποθηκών της "Γκέρυ" αποτελεί απαρχήν εφαρμογής ενός ανελεύθερου και μεσαιωνικού μέτρου, όπερ έχει η ειδική ασφάλεια κατά νουν να εφαρμόσει. Το μέτρο τούτο συνίσταται εις το εξής: Εχει συνταχθεί κατάλογος συμπαθούντων κομμουνιστών, περιλαμβάνων περί τους 1.000 καπνεργάτας ...οι οποίοι θα αποκλεισθούν της εργασίας».15

Τα θύματα αυτής της πρακτικής βέβαια δεν ήταν πάντοτε ή κατ' αποκλειστικότητα κομμουνιστές - ούτε καν συμπαθούντες σε πολλές περιπτώσεις - αλλά απλοί ριζοσπαστικοί, δημοκρατικοί πολίτες, τμήμα μιας ολοένα αυξανόμενης μερίδας ανθρώπων, προερχόμενων από όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία σταδιακά αποξενώνονταν από το κρατούν καθεστώς. Βλέπετε, ο αντικομμουνισμός ποτέ δεν περιορίστηκε στους κομμουνιστές, αλλά επεκτάθηκε, πάντοτε καταπατώντας κάθε ελευθερία και δικαίωμα.

Την ίδια περίοδο τα σκάνδαλα που συγκλόνιζαν τον κρατικά ενσωματωμένο συνδικαλισμό, καθώς και η κατακραυγή που προξένησαν ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε ο Επιθεωρητής Εργασίας αναγκάστηκε να επέμβει. Ετσι στα τέλη του 1933 διενεργήθηκε διοικητικός έλεγχος στο συντηρητικό Πανεργατικό Κέντρο Καβάλας (ιδρυθέν το 1927 ως αντίβαρο του ήδη υπάρχοντος Εργατικού Κέντρου της πόλης που καθοδηγούνταν από τους κομμουνιστές). «Εκ του διενεργηθέντος ελέγχου» ακολούθως «διεπιστώθη ότι το Πανεργατικόν Κέντρον από του 1927 και εντεύθεν δεν αποτελεί παρά μιαν ανεπίσημον οργάνωσιν, μιαν Ιδιωτικήν Εταιρίαν, η οποία κακώς υφίστατο, κακώς εξεπροσώπει τας εργατικάς οργανώσεις, κακώς ενισχύετο από τον Δήμον, κακώς υφίστατο, κακώς εισέπραττε και διεχειρίζετο χρήματα ανεγνωρισμένων Σωματείων, κακώς, κάκιστα υφίστατο μέχρι σήμερον». 

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Επιθεωρητή Εργασίας, λοιπόν, η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που συνένωνε τα «κίτρινα» σωματεία της πόλης λειτουργούσε ως ιδιωτική επιχείρηση, διαχειριζόμενη κατά το δοκούν διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά κονδύλια, τα οποία προέρχονταν τόσο από εργατικές εισφορές, όσο και από την τοπική αυτοδιοίκηση.16

Η άνοδος του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος βεβαίως υπήρξε κυρίως το αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης σε συνδυασμό με την πολιτική (τακτική και στρατηγική) του ίδιου του κινήματος. Σημαντικό σταθμό στην ιστορία των κινητοποιήσεων που γνώρισε η πόλη στη δεκαετία του 1930 αποτέλεσε η απεργία που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Ιούλη 1933, με αφορμή την απόλυση εργαζομένων στην καπνοβιομηχανία «Γκλεν». Τα αντανακλαστικά της εργατικής τάξης στην Καβάλα ενήργησαν με αξιοθαύμαστο τρόπο: Σχεδόν ταυτόχρονα με τη διάδοση της είδησης για την απόλυση των συναδέλφων τους κατέβηκαν αλληλέγγυοι σε στάση διαμαρτυρίας οι εργαζόμενοι σε άλλα τέσσερα καπνεργοστάσια. Την επομένη όλες οι καπνεργατικές εταιρείες είχαν βάλει λουκέτο, ενώ γενική απεργία κήρυξαν και οι επαγγελματίες της πόλης. Την ίδια μέρα κατέβηκαν σε 24ωρη απεργία συμπαράστασης οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, ενώ κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και στον Πειραιά.

Ο απεργιακός αναβρασμός, ο οποίος εξαπλώθηκε αστραπιαία σε όλους τους κλάδους, έληξε τελικά στις 26 του μηνός με νίκη των εργατών: Μεροκάματο σύμφωνα με το κόστος ζωής, οκτάωρο, για ίση δουλειά ίσο μεροκάματο για τις γυναίκες. Ενίσχυση του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών από την Κυβέρνηση. Επιδόματα ανεργίας για τους άνδρες και τις γυναίκες σε όλο το διάστημα της ανεργίας. Πλήρης ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη. Ελεύθερη λειτουργία της ταξικής Καπνεργατικής Ενωσης Καβάλας και του Εργατικού Κέντρου. 

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο «Ριζοσπάστης» έκανε λόγο στις 26 Ιουλίου 1933 για την «τεράστια σημασία της νίκης της Καβάλας», υπογραμμίζοντας πόσα πολλά μπορούσαν να πετύχουν πραγματικά οι «ανεξάντλητες δυνάμεις της εργατιάς». Αντίστοιχα η Ενωτική ΓΣΕΕ μίλησε για «νίκη του ενιαίου μετώπου από τα κάτω».17

Και η απεργία στα καπνομάγαζα της Καβάλας την περίοδο του μεσοπολέμου δεν ήταν απλή υπόθεση. Ενας καπνεργάτης της εποχής θυμάται με ιδιαίτερη παραστατικότητα: «Ολη η Καβάλα στο πόδι. Εφτά μέρες κλεισμένοι μέσα. Τα παράθυρα ανοιχτά και φωνάζαμε εκεί. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Από έξω γυρνούσαν οι περιπολίες, η αστυνομία, ο στρατός. Και μας απειλούσαν με δακρυγόνα αέρια... Θα σας κάψουμε, θα σας ρημάξουμε, θα σας ρίξουμε αέρια. Εμείς τίποτα. Τι οργάνωση τότε, η οργάνωση του σωματείου τότες!».18

Α' Ενωτικό Συνέδριο καπνεργατών και στοιβαδόρων στην Καβάλα

Το «Πρωτόκολλο της Καβάλας»: Μια σημαντική νίκη των ταξικών δυνάμεων

Ο αντίκτυπος της απεργίας του Ιούλη 1933 υπήρξε τεράστιος. Αφότου οι πρώτες προσπάθειες για διαπραγμάτευση μεταξύ των Αρχών και της εργοδοσίας με τα συντηρητικά σωματεία για τη λύση της απεργίας κατέληξαν σε ναυάγιο - μιας και οι καπνεργάτες δεν αναγνώριζαν πλέον σε αυτούς τους αντιπροσώπους τους - αναγκάστηκαν να έρθουν σε επίσημες συνομιλίες με την ταξική Καπνεργατική Ενωση Καβάλας (ΚΕΚ): Μια οργάνωση, ωστόσο, την οποία είχαν θέσει εκτός νόμου μόλις ένα μήνα πριν, στέλνοντας ολόκληρο το Διοικητικό της Συμβούλιο σε 30μηνη εξορία στους Αντιπαξούς. Το γεγονός ότι οι επίσημες αρχές, οι αντιπρόσωποι του κράτους και των καπνεμπόρων αναγκάστηκαν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να διαπραγματευτούν με μια συνδικαλιστική οργάνωση, που επισήμως δεν υπήρχε καν, υπήρξε αναμφισβήτητα η πιο κραυγαλέα αναγνώριση της ηγεμονίας του ταξικού συνδικαλισμού. Η πιο τρανταχτή επιβεβαίωσή του ως του πραγματικού εκπροσώπου των συμφερόντων της εργατικής τάξης της πόλης.19

Σημαντικότατο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπήρξε η υπογραφή του λεγόμενου «Πρωτοκόλλου της Καβάλας», το οποίο όμως δε θα γίνει εν συνεχεία σεβαστό από τις Αρχές. Σύντομα ακολούθησε κύμα μαζικών διώξεων και εκτοπίσεων εργαζομένων.

Οι εξελίξεις που δρομολόγησε η δυναμική του ταξικού συνδικαλισμού στην Καβάλα προβλημάτισαν έντονα τις Αρχές. Ενδεικτική του κλίματος που επακολούθησε της υπογραφής του «Πρωτοκόλλου της Καβάλας» είναι η επιστολή του εισαγγελέα Καβάλας προς τον εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία δημοσιεύτηκε από πολλές τοπικές και εθνικές εφημερίδες.

Ο εισαγγελέας της Καβάλας υπέδειξε ως τον κατάλληλο δρόμο για την «εξυγίανση» της κοινωνίας κατά τα σχετικά πρότυπα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ παράλληλα εκθείασε τα «θετικά αποτελέσματα» προληπτικών ενεργειών που εφαρμόστηκαν σε γειτονικές χώρες, όπως μαζικές διώξεις, θανατικές καταδίκες κλπ. Καταλήγοντας, δε, πρότεινε να απαγορευτεί «εις τους κομμουνιστάς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι» κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, καθώς και την απαγόρευση της εισόδου «αυτών εις τας δημόσιας υπηρεσίας». Ενα ακόμα δείγμα του φλερτ μεταξύ αστικής τάξης και φασισμού, που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και το οποίο η κυρίαρχη ιστοριογραφία επιχειρεί εδώ και δεκαετίες να αποκρύψει.

Αντικομμουνισμός και διώξεις

Ο αντικομμουνισμός και οι διώξεις υπήρξαν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της αστικής πολιτικής καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές και εκφράσεις. Η ύπαρξη «κομμουνιστικής συνωμοσίας», για παράδειγμα, αποτέλεσε ένα από αγαπημένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του αντικομμουνισμού. Ετσι, με αφορμή την πυρκαγιά που ξέσπασε στο κέντρο της πόλης το Μάη του 1931, ορισμένοι υπήρξαν ταχύτατοι στο να υποδείξουν τους «ενόχους»: «Πρόκειται περί καθαράς ενεργείας Κομμουνιστών», έγραφε η εφημερίδα «Κήρυξ», «οι οποίοι, επωφελούμενοι της επικρατούσης δυστυχίας και κοινωνικής αβεβαιότητας, προσπαθούν να δημιουργήσουν διά της μεθόδου των εμπρησμών μιαν αναρχικήν τρομοκρατίαν διά την εργατούπολίν μας».20

Οι «αποκαλύψεις» αυτές συνοδεύτηκαν βεβαίως και από τη λήψη ανάλογων προληπτικών μέτρων: Προσαγωγές, συλλήψεις και σύγκληση της Επιτροπής Ασφάλειας για το «σχεδιασμό περαιτέρω δράσεως».21

Παράλληλα καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την «αποσύνδεση» του πολιτικού στοιχείου (και ιδίως του κομμουνιστικού) από το συνδικαλιστικό, τονίζοντας πως «έχομεν ανάγκην συνεργασίας και ουχί πάλης των τάξεων».22
Οι δίκες, στις οποίες παραπέμπονταν διωκόμενοι πολλοί αγωνιστές, συνδικαλιστές, ακόμα και μαθητές, μέλη ή οπαδοί του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, μετατρέπονταν συχνά σε πλατφόρμες καταγγελίας της εργοδοτικής και κρατικής τρομοκρατίας, προβολής των θέσεων του Κόμματος, συσπείρωσης και ανάτασης του ηθικού των εργαζομένων, κινητοποιώντας εκατοντάδες - ή ακόμα και χιλιάδες σε ορισμένες περιπτώσεις - λαού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο αποχαιρετισμός των συναγωνιστών που στέλνονταν εξορία λάμβανε πολλές φορές διαστάσεις κορυφαίου κοινωνικοπολιτικού γεγονότος. Στο βιογραφικό του σημείωμα, ένας μαθητής τότε του Δημοτικού, ανέφερε σχετικά με τον αντίκτυπο τέτοιων γεγονότων: «Παιδιά της 6ης Δημοτικού μαζευόμασταν στις Γραμμές του τρένου και φωνάζαμε σε αυτούς που έστελναν εξορία "εσείς αν φεύγετε, εμείς μεγαλώνουμε"».23

Η «κόκκινη δημαρχία»

Ωστόσο, παρά την ένταση και την έκταση του αντικομμουνισμού, παρά την πληθώρα των κατασταλτικών μεθόδων που επιστρατεύθηκαν από τις Αρχές (τοπικές, περιφερειακές και εθνικές), η ανοδική πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί, αλλά καθώς πλησίαζαν οι τοπικές εκλογές του 1934, το ενδεχόμενο μιας κομμουνιστικής πλειοψηφίας φάνταζε όλο και πιο αναπόφευκτο. Οι προεκλογικές περίοδοι στην Καβάλα δε διέφεραν και πολύ από την υπόλοιπη χώρα, συνοδευόμενες δίχως εξαίρεση από παρενοχλήσεις υποψηφίων, διώξεις μελών, οπαδών και φίλων του Κόμματος και ούτω καθ' εξής. 

Ετσι, παρότι το ΚΚΕ δεν ήταν (επισήμως τουλάχιστον) παράνομο, οι μετέχοντες στην προεκλογική προσπάθεια του Κόμματος συλλαμβάνονταν ακόμα και μέσα από το εκλογικό του κέντρο. Βάσει του Ιδιωνύμου, καθίσταντο παράνομοι «διότι κατείχον κομμουνιστικάς προκηρύξεις»!24

Οι δημοτικές εκλογές του 1934 υπήρξαν οι πιο πολωμένες στη μεσοπολεμική ιστορία της πόλης. Τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών, όντας αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο εκλογής κομμουνιστή δημάρχου στην Καβάλα, αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους πίσω από έναν κοινό υποψήφιο. Η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» έγραφε στις 21 Μαΐου 1933: «Κατόπιν των αποτελεσμάτων των τελευταίων βουλευτικών εκλογών κατά τας οποίας το ήμισυ των ψηφοφόρων της πόλεώς μας εψήφισαν το ψηφοδέλτιον του Ενιαίου Μετώπου (κομμουνιστών), τα διάφορα αστικά κόμματα, διά να αντιμετωπισθεί η ενδεχόμενη εκλογή κομμουνιστού υποψηφίου, προσεπάθησαν να επιτευχθεί η υπόδειξις κοινού υποψηφίου όλων των κομμάτων». Αντίστοιχα τα «Πρωινά Νέα», «στρατευμένα» και αυτά στον κοινό αγώνα, εξήραν τον «αλτρουισμό» των αστικών κομμάτων που κατάφεραν να παραμερίσουν τις μεταξύ τους διαφορές προκειμένου να σωθεί η πόλη από την ηθική και πολιτική «κατάπτωση»: «Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος αυτός ήνωσε δύο κόσμους πολιτικώς αντιθέτους, διότι μόνον διά της ενώσεως αυτής αποσοβείται ο κίνδυνος του να παρουσιασθεί η Καβάλα των ευγενών και δημοκρατικών ιδεωδών ως αναρχούμενη και μπολσεβικοκρατούμενη».25

Πόσο εύκολα οι δυνάμεις του δικομματισμού τότε παραμέρισαν τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές τους (και μιλάμε για τις αντίπαλες δυνάμεις του λεγόμενου «Εθνικού Διχασμού») μπροστά στον «κίνδυνο» του ανερχόμενου λαϊκού κινήματος!
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γέμισαν με τίτλους όπως «Προτιμήσατε μεταξύ αστισμού και κομμουνισμού»! Ο «Ριζοσπάστης» από την άλλη μεριά τόνιζε πως η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο εκλογικών μπλοκ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αναγωγή της ταξικής πάλης στο επίπεδο των τοπικών εκλογών: Εκπρόσωποι της εργατικής εναντίον των εκπροσώπων της αστικής τάξης.26 Η ταξική διαφοροποίηση των δύο παρατάξεων αντικατοπτριζόταν στην πράξη και στην κοινωνική σύνθεση των συνδυασμών τους. Ο λεγόμενος «συνδυασμός των εθνικών μας κομμάτων» περιελάμβανε 28 άτομα, εκ των οποίων κανένας δεν προερχόταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κανείς δεν ήταν απλός εργάτης ή αγρότης. Σε αντίθεση, ο εκλογικός συνδυασμός του Ενιαίου Μετώπου (ΚΚΕ) αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από καπνεργάτες, τρεις εκ των οποίων βρίσκονταν στην εξορία για τη συνδικαλιστική τους δράση.27 Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων - το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του στην πόλη έως τότε.

Η πρώτη συνεδρίαση του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε ανοικτών των θυρών, με τους εργάτες να κατακλύζουν κυριολεκτικά την αίθουσα. Οι αλλαγές στο χαρακτήρα και τη νοοτροπία της νεοεκλεγείσας Δημοτικής Αρχής καταγράφηκαν από τον ανταποκριτή του «Ταχυδρόμου», ο οποίος δεν παρέλειψε να επισημάνει πως ακόμα και οι σύμβουλοι της μειοψηφίας «διεπίστωσαν ότι μαζί με τα πρόσωπα άλλαξαν και οι μέθοδοι της διοικήσεως... Πότε αφίχθησαν οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας δεν ηδυνήθημεν να το εξακριβώσωμεν. Λόγω της εργατικής της εμφανίσεως δεν εγένετο αισθητή η εμφάνισίς των. Και μόνο όταν κατέλαβον με την έναρξιν της συνεδριάσεως τας θέσεις των προέβημεν εις την ...αναγνώρισίν των!»

Πρώτο θέμα στην ατζέντα: Η έγκριση χορήγησης επιδόματος στους ανέργους ύψους 200.000 δραχμών. Οι αντιδράσεις της «αστικής» αντιπολίτευσης, αν και μετρημένες, δεν επέτρεψαν την υπερψήφιση του μέτρου. Και αυτό γιατί η «κόκκινη» πλειοψηφία βρισκόταν ουσιαστικά ...στη μειοψηφία: Δύο από τους νεοεκλεγέντες κομμουνιστές δημοτικούς συμβούλους δε μετείχαν στην ψηφοφορία γιατί ήταν εξόριστοι. Τελικά όμως - και υπό την πίεση των εργαζομένων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα - οι σύμβουλοι της «μειοψηφίας» αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν στη χορήγηση τουλάχιστον του ποσού των 150.000 δραχμών. Η κατάκτηση αυτή υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τα οποία δοκιμάζονταν έντονα από την ανεργία και την ανέχεια, δεν ήταν η μόνη που πέτυχε η «κόκκινη» δημαρχία στη σύντομη διάρκεια της θητείας της. Ανάμεσα στα μέτρα που ελήφθησαν σχεδόν από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων της περιλαμβάνονταν: Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (που ως τότε χορηγούνταν επί πληρωμή), αγορά φαρμάκων με έξοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης για τους μη έχοντες, άμεση καταγραφή των απόρων της πόλης ώστε να τους δοθεί ειδικό επίδομα κ.ά.28

Στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκλογής του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου και της ουσιαστικής κατάλυσής του, πραγματοποιήθηκαν διάφορες ενέργειες για την υπονόμευσή του: Οι κομμουνιστές δημοτικοί σύμβουλοι παρενοχλούνταν επανειλημμένως από τις αστυνομικές αρχές, διώκονταν, συλλαμβάνονταν ή απολύονταν από τις εργασίες τους.29
Δύο μόλις μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές, ο δήμαρχος και το σύνολο της «πλειοψηφούσας» παράταξης βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης διωκόμενοι βάσει του Ιδιωνύμου! Ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη εκλήθησαν να καταθέσουν οι: Ι. Καλλέργης (επιτελάρχης Δ΄ Σώματος Στρατού), Στ. Μπριλλάκης (διοικητής Χωροφυλακής), Γ. Δούλος (αντισυνταγματάρχης Μηχανικού), Ε. Αλεξάκης (ανθυπασπιστής του Τμήματος Ασφάλειας), τρεις άλλοι από την αστυνομία και το στρατό, καθώς και δύο συνδικαλιστές της «συντηρητικής παράταξης».

Το κατηγορητήριο κατέρρευσε και ο δήμαρχος κρίθηκε αθώος από τις δικαστικές αρχές. Ωστόσο, άλλα πέντε μέλη του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο, συρρικνώνοντας ακόμα περισσότερο την παρουσία των κομμουνιστών σε αυτό. Αλλά ούτε και ο ίδιος ο «κόκκινος» δήμαρχος θα διαφύγει τελειωτικά της καταδιωκτικής μανίας των Αρχών: Στις 14 Ιουλίου 1934 γνωστοποιήθηκε η δίμηνη (προσωρινή) παύση του δημάρχου έπειτα από νομαρχιακή απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας δεν ανακοινώθηκε, με το αιτιολογικό ότι ήταν «εκ φύσεως εμπιστευτική». Δώδεκα ημέρες μετά παύτηκε και ο κομμουνιστής δήμαρχος Σερρών.30

Το Κομμουνιστικό Κόμμα βέβαια είχε γνώση των περιορισμών που αναπόφευκτα επιβάλλονταν σε μια εκλεγμένη κομμουνιστική Αρχή σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο. Σε προεκλογική του προκήρυξη για τις τοπικές εκλογές το Ενιαίο Μέτωπο ξεκαθάριζε πως «...μέσα στο σημερινό αστικό κράτος δεν πρέπει να γελιόμαστε ότι είναι δυνατό να υπάρξει καμιά δημοτική εξουσία στα χέρια των κομμουνιστών τη στιγμή κατά την οποία βρίσκεται κάτω από το πέλμα του κρατικού μηχανισμού. Η δημοτική αρχή είναι όργανο για την πραγματοποίηση της πολιτικής της μπουρζουαζίας... Η πραγματοποίησις του προγράμματός μας προβλέπει ένα διαρκή αγώνα, μια μαζική πίεση και έξω από το Δήμο. Η αναπόφευκτη σύγκρουση με τον κρατικό μηχανισμό δε θα μας εμποδίσει καθόλου να χρησιμοποιήσουμε το Δήμο για την εξυπηρέτηση των φτωχών εργαζομένων με οποιουσδήποτε τρόπους σε οποιεσδήποτε περιστάσεις...».31

Αξίζει να σημειωθεί για την Ιστορία πως τέσσερις από τους «κόκκινους» δημοτικούς συμβούλους, που καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο τον Απρίλη του 1934, παραδόθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές στις φασιστικές δυνάμεις Κατοχής (μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους). Ετσι, οι Δημοσθένης Μακέδος, Γιάννης Ευθυμιάδης, Νικόλαος Νεγρεπόντης και ο Μπαρμπαλέξης παρέμειναν στη φυλακή σχεδόν 10 χρόνια. Το Μάη του 1944 βρέθηκαν ανάμεσα στους 200 αγωνιστές, οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στην Καισαριανή.32

Ο Μάης του 1936

Καταλυτικό ρόλο στο βαθμό ενότητας στις γραμμές του εργατικού κινήματος και στην ενδυνάμωση της ήδη υπάρχουσας τάσης συσπείρωσής του γύρω από τις ταξικές δυνάμεις, τόσο στην Καβάλα όσο και πανελλαδικά, διαδραμάτισαν αναμφισβήτητα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936. Ο αντίκτυπος της δολοφονίας οκτώ καπνεργατών απεργών, ένας εκ των οποίων μάλιστα καταγόταν από την Καβάλα, ήταν άμεσος και επηρέασε σχεδόν το σύνολο του λαού της πόλης, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης ή πολιτικής τοποθέτησης. Η κοινή «Εκτακτος Εκδοσις» των εφημερίδων «Ταχυδρόμος» και «Πρωινά Νέα» έγραφε: «Τριανταπέντε χιλιάδες πενθούντος λαού ηκολούθησεν χθες το απόγευμα το πολιτικό μνημόσυνον των αγρίως δολοφονηθέντων εν Θεσσαλονίκη καπνεργατών. Διακόσιοι στέφανοι προηγούντο της πομπής μετά μαύρων πινακίδων με εργατικά συνθήματα. Υπό διαρκείς αράς εναντίον των δολοφόνων και κατά της φασιστικής κυβερνήσεως του Μεταξά...».33

Η υιοθέτηση λεξιλογίου και επιχειρημάτων που περιλαμβάνονταν στο μαρξιστικό θεωρητικό οπλοστάσιο και τώρα αξιοποιούνταν βαθμιαία όλο και περισσότερο ως επεξηγηματικά εργαλεία από ένα ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας αποτελούσε σαφώς μια κατάκτηση της εργατικής τάξης και της οργανωμένης πολιτικής της έκφρασης, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι διαταξικές αντιθέσεις, οι οποίες καθώς οξύνονταν εκφράζονταν με ολοένα και πιο βίαιο τρόπο, άρχισαν πλέον να γίνονται φανερές ακόμα και σε τμήματα του πληθυσμού που έως τότε δεν αποδέχονταν καν την ύπαρξή τους. Τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης πέθαιναν από τις σφαίρες των οργάνων καταστολής, τα οποία η ίδια είχε επιστρατεύσει προς υπεράσπιση των συμφερόντων της: «Η αποθήκη των επιχειρημάτων του Καπνεμπορικού κεφαλαίου εξηντλήθη», έγραφαν τα «Πρωινά Νέα» στις 6 Μάη του 1936. «Δεν έχουν να παρατάξουν τίποτε, το ικανόν να στηρίξει έστω και κατ' ελάχιστον την αισχράν εκμεταλλευτικήν των βουλιμίαν. Ο καπνεργάτης δημιουργεί υπεραξίαν και μέρος αυτής ζητεί ν' αποσπάσει διά να ζήσει στοιχειωδώς ως άνθρωπος. Να μη πεινά. Να μη πεθαίνει. Να μη σαπίζει και επί των πτωμάτων του ν' ανεγείρονται μέγαρα, να στρατολογούνται ευνούχοι και θεράποντες και να τοποθετούνται εκατομμύρια εις ξένας Τραπέζας... Αυτά ζητεί ο καπνεργάτης, αυτό επιβάλλει η λογική, ο ανθρωπισμός, το δικαίωμα της ζωής. Να παύσει η αισχρά εκμετάλλευση των ολίγων εις βάρος των πολλών. Να παύσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπον».34

Αν και η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά διέκοψε προσωρινά τις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που λάμβαναν χώρα τόσο στην Καβάλα όσο και ευρύτερα, οι βάσεις για τη λαϊκή ενότητα ενάντια στο φασισμό είχαν τεθεί. Ετσι, ένα κεφάλαιο στην ιστορία του εργατικού κινήματος στη χώρα μας έκλεινε, για να αποτελέσει ουσιαστικά το προοίμιο σε ένα άλλο, ακόμη πιο ένδοξο, αυτό της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.

Παράρτημα:
1. Βλέπε Καταστατικό Σωματείου «η Ευδαιμονία», στην Ιδιωτική Συλλογή 41/6974 και Εγγραφα Υπουργείου των Εξωτερικών, φάκελος 1.14 / 1.119 (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

2. Μαρτυρία νο. 17 Μανάφη Γεώργιου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

3. Μαντζάρης Α. Ι. (1927) «Το Καπνεργατικόν Ζήτημα» (Αθήνα: Εκδόσεις Κεντρικού Συμβουλίου Προστασίας Καπνού) σελ. 26-29 και 35-36.

4. Από την Κάρτα Μέλους του Σωματείου Στοιβαδόρων Καπνού Καβάλας, στην Ιδιωτική Συλλογή 79 / Αριθμός Εισαγωγής 9257 (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

5. Βλέπε «Κήρυξ» 29/9/1927 και Εκθεση της Οργάνωσης Καβάλας του ΚΚΕ προς το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ, 17/5/1927, σελ. 6-7 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ.

6. «Κήρυξ» 27/5/1927.

7. «Ριζοσπάστης» 1/2/1929, 4/2/1929 και 9/2/1929.

8. Βλέπε για παράδειγμα «Πρόγραμμα Δουλειάς» (Ιανουάριος -Μάρτιος) Περιφερειακή Επιτροπή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ προς όλους τους πυρήνες, σελ. 5 (Φάκελος 5), Αρχείο ΚΚΕ.

9. Εκθεση του επιτελάρχη Φεσσόπουλου, Δ΄ Σώμα Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Γραφείο Υπαρχηγού, Καβάλα 31/7/1928, σελ. 4-5, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 173/87 (Μουσείο Ε. Μπενάκη). Η έμφαση δική μας.

10. Εκθεση του επιτελάρχη Φεσσόπουλου, Δ΄ Σώμα Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Γραφείο Υπαρχηγού, Καβάλα 31/7/1928, σελ. 20, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 173/87 (Μουσείο Ε. Μπενάκη).

11. Εκθεση Οργάνωσης Καβάλας του ΚΚΕ προς το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ, 17/5/1929 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ.

12. Μαρτυρία νο. 2 Χρ. Αλτικουλάκη, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

13. Μαρτυρία νο. 18 του Μαυρίδη Γεώργιου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

14. «Ταχυδρόμος» 1/4/1933.

15. «Πρωινά Νέα» 31/1/1934.

16. «Πρωινά Νέα» 3/12/1933.

17. «Ριζοσπάστης» 23-26/7/1933, 29-30/7/1933, 2/8/1933 και 4/8/1933.

18. Μαρτυρία νο. 2 Χρ. Αλτικουλάκη, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

19. «Ριζοσπάστης» 7/8/1933.

20. «Κήρυξ» 24/5/1931.

21. «Κήρυξ» 27/7/1929 και 28/7/1929.

22. «Κήρυξ» 27/5/1926 και 13/1/1927.

23. Βλέπε για παράδειγμα, Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ για την Πρωτομαγιά, 5/5/1930, σελ. 1 (Φάκελος 14), Αρχείο ΚΚΕ και Βιογραφικό Σημείωμα Μεγκίσογλου Β., στο Φάκελο «Μορφές Αγωνιστών Μ-Ο» (ΚΜΙΕΑ).

24. Βλέπε «Ταχυδρόμος» 22/9/1932 και «Κήρυξ» 21/4/1929.

25. «Ταχυδρόμος» 21/5/1933 και «Πρωινά Νέα» 27/1/1934.

26. «Πρωινά Νέα» 8/2/1934 και «Ριζοσπάστης» 25/1/1934.

27. «Πρωινά Νέα» 1/2/1934.

28. «Ταχυδρόμος» 6/4/1934, «Ριζοσπάστης» 7/4/1934, 13/4/1934, 19/4/1934, 20/4/1934.

29. «Ριζοσπάστης» 20/4/1934, 4/6/1934.

30. «Ταχυδρόμος» 26/4/1934 και 15/6/1834, «Πρωινά Νέα» 11/4/1934.

31. Προεκλογική προκήρυξη (χωρίς ημερομηνία - στο φάκελο συγκαταλέγεται με προεκλογικά του 1930) του Ενιαίου Μετώπου Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων για τις δημοτικές εκλογές, Φάκελος 37, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας.

32. Βύζικας Ι. Θ. (1994) «Χρονικό των εργατικών αγώνων» (Καβάλα: Δημοτικό Μουσείο Καβάλας και ΓΣΕΕ) σελ. 88.

33. Εκτακτος Εκδοσις «Ταχυδρόμου» - «Πρωινών Νέων» και Μαρτυρία νο. 17 του Μανάφη Γιώργου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).

34. «Πρωινά Νέα» 6/5/1936. Η έμφαση δική μας.



Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου