Επιλογή γλώσσας

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

«Διάσωσε την εποποιΐα του Εικοσιένα από τη λήθη όπου την είχε πνίξ’ η Αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και των λογιότατων…»


Σαν σήμερα, στις 23 του Αυγούστου 1945, έφυγε από ζωή ο λογοτέχνης – συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο: Γιάννης Επαχτίτης), που αφιέρωσε όλη τη ζωή του κι όλη τη συγγραφική του δράση στην ιστορία της Επανάστασης του 1821.

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γεννήθηκε στις 27 του Ιούλη 1867, στη Ναύπακτο.
Ο πατέρας του Οδυσσέας Βλάχος καταγόταν από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη από το Σούλι. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται στα 1893 με το διήγημα Ο ξενιτεμένος και με τις Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη, συλλογή τριών ηθογραφικών διγημάτων γραμμένων στη δημοτική. Έγινε γρήγορα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά. Ως λογοτέχνης είναι γνωστός κυρίως για την πεζογραφική παραγωγή του. Γλώσσα των γραπτών του είναι η δημοτική την οποία υιοθέτησε εξαρχής, ακόμη και στις ιστορικές μελέτες του.

Ο Γιώργης Λαμπρινός, συντάκτης του Ριζοσπάστη, σε κριτικό σημείωμα για το έργο και τη συνολική ιστορική και φιλολογική προσφορά του Γ. Βλαχογιάννη, στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τόνιζε πως «… η ζωή και το έργο του είναι ένας πνευματικός άθλος. Το κίνητρο της ζωής και του έργου του είναι ο πόνος και η αγάπη για το λαό. Αγάπησε τη γλώσσα, το τραγούδι, την ψυχή και την πράξη, την ιστορική πράξη του λαού. Εκεί μέσα γνώρισε το μεγαλείο».

Και ο αξέχαστος Νίκος Καραντινός σημειώνει: «Η ιστορική γνώση του Βλαχογιάννη για τα ιστορικά πράγματα του ’21 στάθηκε σημαντική. Δεν τα γνώρισε σαν ξερή αναφορά, αλλά τα έζησε και τα έγραψε μέσα στη ζωντάνια που τα είδε ο λαός. Αγάπησε τη γλώσσα και το τραγούδι και το λογοτεχνικό τους τάλαντο το ‘βαλε στην υπηρεσία του λαού. Ο Βλαχογιάννης ανήκει στους λιγοστούς λογοτέχνες που ξέρουν τη γλώσσα του λαού. Ξέρουν να τη μιλούν, αλλά και να τη γράφουν».
Λίγο μετά τον θάνατο του Γιάννη Βλαχογιάννη, δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο του μεγάλου μας ποιητή Κώστα Βάρναλη, που περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο των Αισθητικών – Κριτικών του (εκδ. Κέδρος):

Ένας σημαντικός εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης (ψευτόνομα: Γιάννος Επαχτίτης) πέθανε σχεδόν ογδοντάρης, στο νοσοκομείο. Πεζογράφος, ποιητής, ιστοριοδίφης απ’ τους καλύτερους της περασμένης γενιάς.
Είταν όχι μονάχα ένας απ’ τους πρώτους αγωνιστές του «στρατευόμενου δημοτικισμού» της εποχής εκείνης, που την αρχίζει το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, παρά κι ένας από τους πιο συνεπείς και πειθαρχημένους στον Κανόνα, από τους πιο δόκιμους και πιο μαστόρους της γλώσσας του λαού.

Μπορεί στην ποίηση —που γρήγορα την παράτησε—να μην ανέβηκε πολύ πιο πάνω από την τεχνική κ’ εμπνευσμένη μίμηση του δημοτικού τραγουδιού· μπορεί στο διήγημα να μην προχώρησε πιο πέρα από την ολοζώντανη ηθογραφία, όμως σαν ερευνητής, συλλέχτης κ’ εκδότης παλαιών ιστορικών εγγράφων, που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του Εικοσιένα, πρόσφερ’ ανεχτίμητες υπηρεσίες στο έθνος. Φτάνει ν’ αναφέρουμε, πως σ’ αυτόν χρωστάει το έθνος ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα του νεοελληνικού λόγου, κείμενο αξεπέραστο στο ύφος στο ήθος και στην αλήθεια: τ’ «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, που θα γίνουνε κάποτε σε μιαν Ελλάδα λεύτερη, πηγή διδασκαλίας και της γλώσσας και της αρετής στα Ελληνόπουλα.

Εννοείται, πως δεν είναι μονάχα τούτ’ η μεγάλη προσφορά του Βλαχογιάννη στην πατρίδα.
Μας έδωσε κι άλλα ιστορικά κείμενα γραμμένα από αγωνιστές του μεγάλου Σηκωμού του λαού ενάντια στους τυράννους του. Μας έδωσε τ’ «Απομνημονεύματα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου» γραμμένα από το Χειμαριώτη καπετάνιο Σπυρομήλιο, καθώς και τα «Ενθυμήματα» του αγωνιστή Κασομούλη. Και κοντά σ’ αυτά το Χιακό Αρχείο κι άλλες πολλές μελέτες και μονογραφίες.

Ο Βλαχογιάννης είχε πάθος για την Επανάσταση του Εικοσιένα. Και για τα ιστορικά έγγραφα, που τα μάζευε από τα μαγαζιά της Αγοράς, όπου το Κράτος μη ξέροντας τι να τα κάνει και πού να τα βάλει τα πούλησε με την οκά για χαρτί περιτυλίγματος. Κι ο Βλαχογιάννης έπεσε πάνου, τα βρισκε, τ’ αγόραζε κ’ είχε μ’ αυτόν τον τρόπο καταρτίσει μια πλουσιότατη συλλογή, που την εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε.

Τέτια εγκληματική αδιαφορία του επίσημου κράτους για τα πολύτιμ’ αυτά χαρτιά του έθνους, που τα πούλησε με την οκά, μας κάνει εντύπωση για τότε. Αλλ’ ας μη γελιόμαστε. Η εχθρική στάση, που πήρε σήμερα το επίσημο κράτος κ’ οι ανώτατοι πνευματικοί οργανισμοί (Επιστήμη, Παιδεία, Εκκλησία, Διανόηση) αντίκρια στον πρόσφατον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στους ξένους καταχτητές, μας δείχνει κατά έναν τρόπο, πως και τότε τα ίδια γινόντανε. Και τότες είχε πολεμήσει ο λαός, αλλά τον καβαλλήσαν οι παλιοί του αφέντες (Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες) και πως ύστερ’ από τόσην αιματοχυσία δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράματα στην Ελλάδα παρά μονάχα ο εχθρός.

Επομένως η τότε γραφειοκρατία περιφρονούσε τον Αγώνα και τους αγωνιστές — και πολύ φυσικά τύλιγε με τα έγγραφ’, ας πούμε, του Ανδρούτσου, σαρδέλλες και τουλουμοτύρι. Όπως ακριβώς και σήμερα το Αρχείο του Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, που έπεσε στα χέρια του κράτους, κινδυνεύει να πάρει αργά ή γρήγορα το δρόμο της σαρδέλλας ή της φωτιάς. Αυτό συνηθίζεται πάντα, όταν άλλοι πολεμούν κι άλλοι νικούν. Όταν πολεμάει ο λαός και νικούν οι αφέντες του!

Ο Βλαχογιάννης θα μείνει στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην ιστορική επιστήμη πρώτα σα μάστορας της δημοτικής (μολονότι ο πεζός του λόγος έχει μια τεχνητή ρυθμικότητα, που είν’ αντίθετη με τη φύση της αληθινής πρόζας και μπορεί ως ένα σημείο να ταιριάζει στη ρητορική) και σαν εκδότης ιστορικών κειμένων, ποη η σημασία τους η ιστορική είναι μεγάλη κ’ η  άξια τους η λογοτεχνική (όπως συμβαίνει με τ’ «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη) μοναδική στο είδος της.

Σαν ερμηνευτής όμως του ιστορικού του υλικού ο Βλαχογιάννης δεν μπορεί να είναι αλάθευτος. Γιατί ανήκε στην ιδεαλιστική σχολή, που θεωρεί δημιουργούς της ιστορίας τα εξαιρετικά άτομα. Επί πλέον δεν του έλειπε και κάποια εριστικότητα και τοπικισμός στους επιστημονικούς του καυγάδες. Αλλ’ αυτά δε μπορούνε να μικρύνουνε τη μεγάλη συμβολή του στο να διασώσει την εποποιία του Εικοσιένα από τη λήθη, όπου την είχε πνίξ’ η Αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και των λογιότατων.

Γι’ αυτή του τη δουλειά του χρωστάει το έθνος μεγάλη ευγνωμοσύνη. (Ένας άλλος Βλαχογιάννης θα χρειαστεί και μεθαύριο για τον Αγώνα του λαού σε βουνά και πολιτείες στη φριχτή περίοδο του 40-41).

Ο Βλαχογιάννης στάθηκε στον καιρό του όχι μονάχα θαυμαστής της Επανάστασης παρά κι ο ίδιος ένας επαναστάτης. Επαναστάτης – αστός, που πολέμησε μαζί με τόσους άλλους πνευματικούς «ήρωες» (τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, τον Παλαμά κλπ.) για τη μόρφωση του λαού. Για την αξιοποίηση της πρόσφατης ιστορίας του λαού και της εθνικής του γλώσσας.

Όμως η επαναστατικότατα κι αυτουνού και των συμπολεμιστάδων του σταματούσε στο Εικοσιένα. Κανένας τους δε μπορούσε να παραδεχτεί, πως ύστερ’ απ’ το Εικοσιένα μπορούσε να γίνει άλλη επανάσταση του λαού. Και κάθε φορά που του δόθηκε ευκαιρία, ο Βλαχογιάννης ξεσπάθωσε με τη γνωστή του ρουμελιώτικη ορμητικότητα «υπέρ της τάξεως». Αλλ’ εμείς θα πάρουμε από το έργο του μαθήματα, που βοηθάνε το λαό να προχωρήσει μπροστά και να ξανάβρει τη χαμένη του λευτεριά. Κι όλα τ’ άλλα τα ζαβά του θα του τα συχωρέσουμε — του αξίζει. Του αξίζει προ παντός η τιμή κ’ η ευγνωμοσύνη του Λαού.
Κώστας Βάρναλης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου