Ο Ηρακλής, είχε χτες γενέθλια και έκλεισε τα 111 χρόνια ζωής. Είναι
από τις αρχαιότερες ελληνικές ομάδες, για αυτό κι έχει το προσωνύμιο
“Γηραιός” -ενώ η αντίπαλη κερκίδα φωνάζει υποτιμητικά τους οπαδούς του
“γριές” για καζούρα. Όταν ιδρύθηκε όμως στη Θεσσαλονίκη, το 1908, η πόλη
ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ ο σύλλογος είχε αρχικά
άλλο χαρακτήρα, ως όμιλος Φιλόμουσων, ο οποίος ενέταξε σταδιακά στο
πρόγραμμά του τις αθλητικές δραστηριότητες.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, θα ακολουθούσε μια διάσπαση -όπως θα λέγαμε στη δική μας πολιτική διάλεκτο- και από αυτήν θα προερχόταν ο Άρης, που πήρε το όνομα του αρχαίου θεού του πολέμου, σε αντίθεση με τον ημίθεο. Αλλά όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο: τι θεός, ρε; Ημίθεος και βάλε…
Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως και η νεότερη ιστορία του συλλόγου είναι κατά κάποιον τρόπο δεμένη με τη μουσική -και όχι, δεν εννοούμε τα μέταλ ακούσματα του Σάββα Κωφίδη. Ο RSO ήταν ένας από τους πρώτους ραδιοφωνικούς σταθμούς που άρχισε να παίζει, κοντά στην αλλαγή της χιλιετίας, κλασικά και λιγότερο γνωστά κομμάτια της δεκαετίας του ’80, κατακτώντας σταδιακά το δικό του φανατικό κοινό. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν όμως τι σημαίνει το αρκτικόλεξο του σταθμού, που με ένα σουρεαλιστικό σκεπτικό, αντιστοιχεί στα αρχικά της φράσης: Ραδιοφωνικός Σταθμός των Οπαδών του Ηρακλή! Με τους οπαδούς του Γηραιού να κάνουν αρχικά ορισμένες εκπομπές από τη συχνότητα αυτή, προτού τραβήξει τελικά το δικό της δρόμο, για να γίνει αυτό που μάθαμε αργότερα.
Αλλά το προφίλ του συλλόγου παραπέμπει σε πιο ροκ ακούσματα και στο στίχο από το σύνθημα: Ήρα ξανά, Ήρα όπως παλιά, μακριά μαλλιά -σαν του Κωφίδη-, σκουλαρίκια στα αυτιά και… Και ούτε σκληρά, ούτε μαλακά, όχι σε όλα τα ναρκωτικά, όπως θα μας έλεγε και ο Σάββας. Κι ας επιμένει ένα άλλο σύνθημα “Ήρα ολέ, Ήρα ολέ, να ‘χαμε ένα ναργιλέ, να τα βλέπαμε όλα μπλε…”
Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν λίγο ρετρό, ίσως όμως να μην είναι τυχαίο. Εξάλλου, δυστυχώς, οι καλύτερες μέρες του συλλόγου ανήκουν στο παρελθόν, σε όλα σχεδόν τα τμήματά του.
Η ποδοσφαιρική ιστορία του Ηρακλή είναι συνδεμένη με τον Βασίλη Χατζηπαναγή, που θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος όλων των εποχών, ενώ στη δική του εποχή ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα για να τον δει ή πήγαινε να τον χορτάσει στο Καυταντζόγλειο, ακόμα και αν υποστήριζε άλλη ομάδα. Ο απολογισμός σε τίτλους, όμως, ήταν δυσανάλογος με το θέαμα. Εκείνη η φουρνιά κατάφερε να πάρει μόλις ένα Κύπελλο στα πέναλτι με τον Ολυμπιακό το 76’ -την ίδια χρονιά που κατέληγε και το πρωτάθλημα στη Θεσσαλονίκη για τον ΠΑΟΚ. Ίσα-ίσα για να μην είναι ο ημίθεος, βασιλιάς χωρίς στέμμα. Του έμεινε όμως ως απωθημένο το πρωτάθλημα, που δεν ήρθε ποτέ, ως το ψεγάδι που τονίζει την τελειότητα και τα κατορθώματα μιας μεγάλης φουρνιάς…
Στο μπάσκετ, ο Ηρακλής ήταν η πρώτη ομάδα που στέφθηκε πρωταθλήτρια, το μακρινό 1928. Είναι η ομάδα του Αριστείδη Μούμογλου, που κατέχει το τρομερό και ακατάρριπτο ρεκόρ των 145 πόντων σε έναν μόνο αγώνα (εναντίον του ΒΑΟ) και ενώ δεν είχε καθιερωθεί ακόμα το τρίποντο… Ήταν πάντα κοντά στην κορυφή στη χρυσή εποχή του ελληνικού πρωταθλήματος, με τρομερούς ξένους, όπως την καλαθομηχανή που ακούει στο όνομα Ντέιβιντ Άνκρουμ (αλλά στην Ελλάδα τον μάθαμε Ίνγκραμ), τον Μακ Ντάνιελ, τον Ζντοβτς, τον Μπέρι και πολλούς άλλους να πλαισιώνουν έναν αξιόλογο ελληνικό κορμό, με πρωτεργάτες τον Κακιούση, τον γιατρό Παπαδόπουλο και τον Κούβελα να παίζει με την ιδιότητα του γιου του πατέρα του -ίσως και επειδή ο δήμαρχος Κοσμόπουλος ήταν οπαδός της ομάδας. Παρέμεινε όμως μια μεγάλη μπασκετομάνα σχολή, που ανέδειξε παίκτες όπως ο Χατζηβρέττας, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης -που έγινε στα 15 του βασικός στην Α1- και πάνω από όλους, ο Δημήτρης Διαμαντίδης. Και ποτέ κανείς δε θα μάθει τι θα μπορούσε να πετύχει αν είχε τρόπο και χρήματα να τους κρατήσει στη σύνθεσή του.
Στο βόλεϊ, ο Ηρακλής έγινε για μια δεκαετία σχεδόν η μεγαλύτερη δύναμη, που κυριαρχούσε στη χώρα, και έφτασε μία ανάσα πριν από την κορυφή της Ευρώπης, στο κατάμεστο κλειστό της Πυλαίας, όπου γράφτηκε όμως ένα μικρό δράμα. Παράλληλα απέκτησε φανατικό κοινό, που λάτρεψε το άθλημα και γέμιζε πότε το ιστορικό Κατσάνειο -στη μικρή ευθεία της Αγίου Δημητρίου όπου βρίσκεις όλες τις έδρες με τη σειρά, μαζί με το Ιβανόφειο και το Καυταντζόγλειο- και πότε το κλειστό της Μίκρας.
Είχε επίσης στο δυναμικό του αθλητές όπως η Βούλα Πατουλίδου, αρκεί όμως να μείνουμε στα τρία μεγάλα ομαδικά αθλήματα. Δυστυχώς σε όλα τα τμήματα ακολούθησε μια περίοδος παρακμής, πρωτίστως διοικητικής και ακολούθως και αγωνιστικής. Το ποδοσφαιρικό τμήμα δε γνώρισε ποτέ τον υποβιβασμό από τα μεγάλα σαλόνια για αγωνιστικούς λόγους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον υποβιβασμό του για μια παράξενη υπόθεση δωροδοκίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ακολούθησαν στην πρόσφατη ιστορία του μερικοί ακόμα υποβιβασμοί, γιατί η ομάδα δεν πληρούσε τους οικονομικούς όρους συμμετοχής στο πρωτάθλημα. Και πρόσφατα, μετά από πολλές περιπέτειες, η γενναία απόφαση να ξεκινήσει από το κατώτερο σκαλοπάτι της τελευταίας ερασιτεχνικής κατηγορίας του τοπικού πρωταθλήματος -για να σβήσουν τα χρέη του- με το τρομερό πανό των οπαδών του Ηρακλή: και τώρα αν μπορείτε, ρίξτε μας.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισαν και τα άλλα δύο τμήματα του Γηραιού, μαθαίνοντας στους οπαδούς του πως οι διάφοροι διοικητικοί σωτήρες είναι συνήθως η καταστροφή μιας ομάδας -βλέπε Μυτιληναίος και Εμφιετζόγλου- που νοιάζονται για το δικό τους συμφέρον κι όχι για την ομάδα. Είναι ζήτημα όμως πόσοι κατάφεραν να κάνουν την πικρή τους πείρα σοφία και να βγάλουν συμπεράσματα.
Ο Ηρακλής είχε συνδεθεί με την παλιά “αριστοκρατική” Θεσσαλονίκη -ενώ ο ΠΑΟΚ πχ εκπροσωπούσε το προσφυγικό, λαϊκό στοιχείο. Αυτά όμως άλλαξαν με τον καιρό και αντιστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό. Όσοι επιλέγουν να γίνουν Ηρακλής, δεν το κάνουν γιατί είναι μόδα ή γιατί η ομάδα τους παίρνει συνέχεια τίτλους. Είναι ψαγμένοι, συνειδητοί, σχεδόν εναλλακτικοί και ενάντια στο ρεύμα. Και συνάμα εφευρετικοί, όπως το σύνθημα “μια πόλη, μια ομάδα, μια τζατζίκι, μια πατάτες” που ειρωνευόταν την “επεκτατική” λογική της ασπρόμαυρης πλευράς της πόλης, που ταύτιζε την τελευταία με τη δική της ομάδα. Ο Ηρακλής μπορεί να μη δίνει συχνά στον κόσμο του τη χαρά ενός τίτλου, του δίνει όμως την αίσθηση πως διαφέρει από τους άλλους, και αυτό δεν το αλλάζει κανείς ούτε με εκατό τρόπαια.
Από πολιτικής άποψης, οι οργανωμένοι οπαδοί του Ηρακλή φλερτάρουν με το χώρο της αυτονομίας, είναι αντιφασίστες και παίρνουν συχνά διάφορες αξιόλογες πρωτοβουλίες. Τη δεκαετία του ’80, ο Βασίλης Χατζηπαναγής που γεννήθηκε στην Τασκένδη, έπαιζε δίπλα στον Σάββα Κωφίδη -που και αυτός γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση- και ήταν έτοιμοι να στήσουν μια μικρή κομματική οργάνωση βάσης -τώρα και στο Λέτσοβο…
Κι αν οι καλές μέρες φαίνονται να ανήκουν στο παρελθόν, αυτοί συνεχίζουν και πιστεύουν βαθιά μέσα τους πως “τις καλύτερες μέρες τους δεν τις έχουν ζήσει ακόμα…”
Υγ: στην κεντρική φωτογραφία βλέπουμε τη μεγάλη δόξα του συλλόγου, τον Βασίλη Χατζηπαναγή, με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα που είχε κι αυτή χτες γενέθλια, κλείνοντας τα 120…
Βασίλης Κρίτσας
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, θα ακολουθούσε μια διάσπαση -όπως θα λέγαμε στη δική μας πολιτική διάλεκτο- και από αυτήν θα προερχόταν ο Άρης, που πήρε το όνομα του αρχαίου θεού του πολέμου, σε αντίθεση με τον ημίθεο. Αλλά όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο: τι θεός, ρε; Ημίθεος και βάλε…
Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως και η νεότερη ιστορία του συλλόγου είναι κατά κάποιον τρόπο δεμένη με τη μουσική -και όχι, δεν εννοούμε τα μέταλ ακούσματα του Σάββα Κωφίδη. Ο RSO ήταν ένας από τους πρώτους ραδιοφωνικούς σταθμούς που άρχισε να παίζει, κοντά στην αλλαγή της χιλιετίας, κλασικά και λιγότερο γνωστά κομμάτια της δεκαετίας του ’80, κατακτώντας σταδιακά το δικό του φανατικό κοινό. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν όμως τι σημαίνει το αρκτικόλεξο του σταθμού, που με ένα σουρεαλιστικό σκεπτικό, αντιστοιχεί στα αρχικά της φράσης: Ραδιοφωνικός Σταθμός των Οπαδών του Ηρακλή! Με τους οπαδούς του Γηραιού να κάνουν αρχικά ορισμένες εκπομπές από τη συχνότητα αυτή, προτού τραβήξει τελικά το δικό της δρόμο, για να γίνει αυτό που μάθαμε αργότερα.
Αλλά το προφίλ του συλλόγου παραπέμπει σε πιο ροκ ακούσματα και στο στίχο από το σύνθημα: Ήρα ξανά, Ήρα όπως παλιά, μακριά μαλλιά -σαν του Κωφίδη-, σκουλαρίκια στα αυτιά και… Και ούτε σκληρά, ούτε μαλακά, όχι σε όλα τα ναρκωτικά, όπως θα μας έλεγε και ο Σάββας. Κι ας επιμένει ένα άλλο σύνθημα “Ήρα ολέ, Ήρα ολέ, να ‘χαμε ένα ναργιλέ, να τα βλέπαμε όλα μπλε…”
Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν λίγο ρετρό, ίσως όμως να μην είναι τυχαίο. Εξάλλου, δυστυχώς, οι καλύτερες μέρες του συλλόγου ανήκουν στο παρελθόν, σε όλα σχεδόν τα τμήματά του.
Η ποδοσφαιρική ιστορία του Ηρακλή είναι συνδεμένη με τον Βασίλη Χατζηπαναγή, που θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος όλων των εποχών, ενώ στη δική του εποχή ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα για να τον δει ή πήγαινε να τον χορτάσει στο Καυταντζόγλειο, ακόμα και αν υποστήριζε άλλη ομάδα. Ο απολογισμός σε τίτλους, όμως, ήταν δυσανάλογος με το θέαμα. Εκείνη η φουρνιά κατάφερε να πάρει μόλις ένα Κύπελλο στα πέναλτι με τον Ολυμπιακό το 76’ -την ίδια χρονιά που κατέληγε και το πρωτάθλημα στη Θεσσαλονίκη για τον ΠΑΟΚ. Ίσα-ίσα για να μην είναι ο ημίθεος, βασιλιάς χωρίς στέμμα. Του έμεινε όμως ως απωθημένο το πρωτάθλημα, που δεν ήρθε ποτέ, ως το ψεγάδι που τονίζει την τελειότητα και τα κατορθώματα μιας μεγάλης φουρνιάς…
Στο μπάσκετ, ο Ηρακλής ήταν η πρώτη ομάδα που στέφθηκε πρωταθλήτρια, το μακρινό 1928. Είναι η ομάδα του Αριστείδη Μούμογλου, που κατέχει το τρομερό και ακατάρριπτο ρεκόρ των 145 πόντων σε έναν μόνο αγώνα (εναντίον του ΒΑΟ) και ενώ δεν είχε καθιερωθεί ακόμα το τρίποντο… Ήταν πάντα κοντά στην κορυφή στη χρυσή εποχή του ελληνικού πρωταθλήματος, με τρομερούς ξένους, όπως την καλαθομηχανή που ακούει στο όνομα Ντέιβιντ Άνκρουμ (αλλά στην Ελλάδα τον μάθαμε Ίνγκραμ), τον Μακ Ντάνιελ, τον Ζντοβτς, τον Μπέρι και πολλούς άλλους να πλαισιώνουν έναν αξιόλογο ελληνικό κορμό, με πρωτεργάτες τον Κακιούση, τον γιατρό Παπαδόπουλο και τον Κούβελα να παίζει με την ιδιότητα του γιου του πατέρα του -ίσως και επειδή ο δήμαρχος Κοσμόπουλος ήταν οπαδός της ομάδας. Παρέμεινε όμως μια μεγάλη μπασκετομάνα σχολή, που ανέδειξε παίκτες όπως ο Χατζηβρέττας, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης -που έγινε στα 15 του βασικός στην Α1- και πάνω από όλους, ο Δημήτρης Διαμαντίδης. Και ποτέ κανείς δε θα μάθει τι θα μπορούσε να πετύχει αν είχε τρόπο και χρήματα να τους κρατήσει στη σύνθεσή του.
Στο βόλεϊ, ο Ηρακλής έγινε για μια δεκαετία σχεδόν η μεγαλύτερη δύναμη, που κυριαρχούσε στη χώρα, και έφτασε μία ανάσα πριν από την κορυφή της Ευρώπης, στο κατάμεστο κλειστό της Πυλαίας, όπου γράφτηκε όμως ένα μικρό δράμα. Παράλληλα απέκτησε φανατικό κοινό, που λάτρεψε το άθλημα και γέμιζε πότε το ιστορικό Κατσάνειο -στη μικρή ευθεία της Αγίου Δημητρίου όπου βρίσκεις όλες τις έδρες με τη σειρά, μαζί με το Ιβανόφειο και το Καυταντζόγλειο- και πότε το κλειστό της Μίκρας.
Είχε επίσης στο δυναμικό του αθλητές όπως η Βούλα Πατουλίδου, αρκεί όμως να μείνουμε στα τρία μεγάλα ομαδικά αθλήματα. Δυστυχώς σε όλα τα τμήματα ακολούθησε μια περίοδος παρακμής, πρωτίστως διοικητικής και ακολούθως και αγωνιστικής. Το ποδοσφαιρικό τμήμα δε γνώρισε ποτέ τον υποβιβασμό από τα μεγάλα σαλόνια για αγωνιστικούς λόγους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον υποβιβασμό του για μια παράξενη υπόθεση δωροδοκίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ακολούθησαν στην πρόσφατη ιστορία του μερικοί ακόμα υποβιβασμοί, γιατί η ομάδα δεν πληρούσε τους οικονομικούς όρους συμμετοχής στο πρωτάθλημα. Και πρόσφατα, μετά από πολλές περιπέτειες, η γενναία απόφαση να ξεκινήσει από το κατώτερο σκαλοπάτι της τελευταίας ερασιτεχνικής κατηγορίας του τοπικού πρωταθλήματος -για να σβήσουν τα χρέη του- με το τρομερό πανό των οπαδών του Ηρακλή: και τώρα αν μπορείτε, ρίξτε μας.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισαν και τα άλλα δύο τμήματα του Γηραιού, μαθαίνοντας στους οπαδούς του πως οι διάφοροι διοικητικοί σωτήρες είναι συνήθως η καταστροφή μιας ομάδας -βλέπε Μυτιληναίος και Εμφιετζόγλου- που νοιάζονται για το δικό τους συμφέρον κι όχι για την ομάδα. Είναι ζήτημα όμως πόσοι κατάφεραν να κάνουν την πικρή τους πείρα σοφία και να βγάλουν συμπεράσματα.
Ο Ηρακλής είχε συνδεθεί με την παλιά “αριστοκρατική” Θεσσαλονίκη -ενώ ο ΠΑΟΚ πχ εκπροσωπούσε το προσφυγικό, λαϊκό στοιχείο. Αυτά όμως άλλαξαν με τον καιρό και αντιστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό. Όσοι επιλέγουν να γίνουν Ηρακλής, δεν το κάνουν γιατί είναι μόδα ή γιατί η ομάδα τους παίρνει συνέχεια τίτλους. Είναι ψαγμένοι, συνειδητοί, σχεδόν εναλλακτικοί και ενάντια στο ρεύμα. Και συνάμα εφευρετικοί, όπως το σύνθημα “μια πόλη, μια ομάδα, μια τζατζίκι, μια πατάτες” που ειρωνευόταν την “επεκτατική” λογική της ασπρόμαυρης πλευράς της πόλης, που ταύτιζε την τελευταία με τη δική της ομάδα. Ο Ηρακλής μπορεί να μη δίνει συχνά στον κόσμο του τη χαρά ενός τίτλου, του δίνει όμως την αίσθηση πως διαφέρει από τους άλλους, και αυτό δεν το αλλάζει κανείς ούτε με εκατό τρόπαια.
Από πολιτικής άποψης, οι οργανωμένοι οπαδοί του Ηρακλή φλερτάρουν με το χώρο της αυτονομίας, είναι αντιφασίστες και παίρνουν συχνά διάφορες αξιόλογες πρωτοβουλίες. Τη δεκαετία του ’80, ο Βασίλης Χατζηπαναγής που γεννήθηκε στην Τασκένδη, έπαιζε δίπλα στον Σάββα Κωφίδη -που και αυτός γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση- και ήταν έτοιμοι να στήσουν μια μικρή κομματική οργάνωση βάσης -τώρα και στο Λέτσοβο…
Κι αν οι καλές μέρες φαίνονται να ανήκουν στο παρελθόν, αυτοί συνεχίζουν και πιστεύουν βαθιά μέσα τους πως “τις καλύτερες μέρες τους δεν τις έχουν ζήσει ακόμα…”
Υγ: στην κεντρική φωτογραφία βλέπουμε τη μεγάλη δόξα του συλλόγου, τον Βασίλη Χατζηπαναγή, με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα που είχε κι αυτή χτες γενέθλια, κλείνοντας τα 120…
Βασίλης Κρίτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου