Πεθαίνει ο Γιάννης Ιωαννίδης
Πεθαίνει, 18/8/1967, στο Βουκουρέστι, ο Γιάννης Ιωαννίδης, πρώην
μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Γεννήθηκε
το 1900 στον Πύργο (Μπουργκάς) στην Ανατολική Ρωμυλία, που τότε ήταν υπό
Οθωμανική κατοχή. Ακολούθησε την πολυμελή οικογένειά του που μετακινήθηκε στη
Μαγνησία και μπήκε από μικρός στη βιοπάλη, για να καταπιαστεί με διάφορες
ασχολίες και να κατασταλάξει στην εφηβεία του στην τέχνη του κουρέα.
Έγινε
μέλος του ΣΕΚΕ το 1920.
Εκλέγετε
βουλευτής Λάρισας του Ενιαίου Μετώπου το 1932 και του Παλλαϊκού Μετώπου το 1936,
όπου συμμετέχει το ΚΚΕ.
Είναι
από τα πρώτα στελέχη του ΚΚΕ που συλλαμβάνονται από τη δικτατορία του Μεταξά
και καταλήγει στην Ακροναυπλία
Ο
Γ. Ιωαννίδης δραπετεύει το 1942 από το Σανατόριο της Πέτρας. Συνδέεται άμεσα με
τον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος, αναλαμβάνει καθήκοντα Οργανωτικού
Γραμματέα.
Στη διάρκεια του ταξικού
ενόπλου αγώνα σχετίζεται καθοδηγητικά με
τα γεγονότα στο Μπούλκες και γίνεται Επίτροπος (υπουργός) στην Κυβέρνηση του Βουνού.
Συνυπεύθυνος και αυτός για την πιστή εφαρμογή της Οπορτουνιστικής γραμμής της Κ.Δ απο το 1935 που επικράτησε ο οπορτουνισμός. ...πολιτικά μέτωπα και ενδιάμεσα στάδια....με τα κόμματα των Αντικομουνιστών ...Σβώλος...Τσιριμώκος..Μ.ΚΥΡΚΟΣ.. Γ.ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ... κατέστρεψαν την ΟΚΝΕ το 1943.... μετέτρεψαν το ΚΚΕ σε ..ομόσπονδο στερώντας την εξουσία απο τον λαό τον ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944... διαγράφοντας το ΑΡΗ σαν ...ληστή.... Ολά τσιμενταρισμένα έτοιμα ...ευρωκομουνιστικά.... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ…
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την καλύτερη πληροφόρηση όσων παρακολουθούν το ιστολόγιο παραθέτω "εξ αντιγραφής" από άλλο μπλογκ σε έντεκα συνέχειες δύο σχετικά με την ανάρτηση κεφάλαια ("Η απόδραση του Γ. Σιάντου. Οι Γαυδιώτες" και "Ο Γιάννης Ιωαννίδης και η λεγόμενη δυαρχία στο ΚΚΕ") από τον πρώτο τόμο του βιβλίου του Πέτρου Ρούσου (Η Μεγάλη Πενταετία 1940–1945. Η Εθνική Αντίσταση και ο ρόλος του ΚΚΕ, Τόμ. Α΄, Αθήνα 1976, σελ. 182‒185, 211‒220). Καλή ανάγνωση!
[1/11]
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΝΤΟΥ
ΟΙ ΓΑΥΔΙΩΤΕΣ
Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς (ούτε έχω τώρα τρόπο να επαληθεύσω) ποια μέρα μάθαμε πως απέδρασαν κατά τη μεταγωγή τους από τις φυλακές Κέρκυρας για δίκη στην Αθήνα ο Γιώργης Σιάντος και ο Γιώσης. Νομίζω πως θα ’ταν αρχές του Οχτώβρη (ο Σιάντος γράφει ότι τους μεταφέρανε το Σεπτέμβρη μαζί με το Γιώση και τον Τζωρτζάτο).
Πρέπει να υπάρχει σχετικό δημοσίευμα στις αστικές εφημερίδες. Πέρασε πάντως αρκετός καιρός από τη δημοσίευση της είδησης ίσαμε τη μέρα που ο Σιάντος ζήτησε σύνδεση με τους δικούς μας.
Η απόδραση Σιάντου αποτελούσε για μας είδηση πρώτης γραμμής. Ο Γιώσης ήταν γνωστό συνδικαλιστικό στέλεχος των εργατών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς, μεγάλης σταθερότητας αγωνιστής.
Πρέπει να πούμε λίγα λόγια περισσότερα για το Σιάντο, που αναδείχτηκε κεντρική μορφή της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Σιάντος ήταν ένα από τα αρχαιότερα, σε φυσική και κομματική ηλικία, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, καπνεργάτης που με τους αγώνες του είχε ανέβει στην κορυφή του. Και βέβαια ο πιο έμπειρος από τα καθοδηγητικά στελέχη που διέθετε εκείνη τη στιγμή το κόμμα στη λευτεριά. Είχαμε συνεργαστεί μαζί σε μια δίσεχτη περίοδο του κόμματος, τον καιρό της εσωκομματικής πάλης το 1930‒1931, όταν εκείνος παρακολουθούσε το Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών της Ελλάδας. Τότε είχαμε έρθει σε αντίθεση με την ομάδα Σιάντου, όπως και με την ομάδα Χαϊτά. Εκείνα τα ζητήματα έληξαν με την κατοπινή αλλαγή που έγινε με επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την ανάληψη της καθοδήγησης από το Ζαχαριάδη. Είναι έξω από το θέμα μας να κρίνουμε τον τελικό ισολογισμό εκείνων των αλλαγών. Το γεγονός είναι πως ύστερα από ένα σύντομο διάστημα απομάκρυνσής του από την καθοδήγηση του κόμματος ο Σιάντος ξαναγύρισε στην κομματική δουλειά κατά το 1932 και ανέλαβε το 1933 γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Πειραιά, όχι χωρίς επιτυχία. Το 1936 εξελέγη βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου.
[2/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχε μεγάλη πείρα πραχτικής οργανωτικής δουλειάς. Πρωτοοργανώθηκε στο σω|182|ματείο καπνεργατών Καρδίτσας το 1908 σε ηλικία 18 χρονών. Είχε ανεβασμένο το ταξικό εργατικό και το πολιτικό αισθητήριο, αυθόρμητο μάλλον. Με τη φιλομάθειά του μπόρεσε να καλύψει ως ένα βαθμό τη λειψή μόρφωση και διετύπωνε με σχετική ευχέρεια τις πολιτικές του σκέψεις. Από ιδιοσυγκρασία και διάπλαση του χαρακτήρα μέσα στην πολυκύμαντη ιστορία του κόμματος ευκολότερα μπορούσε να κλίνει μάλλον προς τα αριστερά. Ανήκε στα εργατικά στελέχη που μαζί με τον Ανδρόνικο Χαϊτά και άλλους ανέλαβαν την ηγεσία του κόμματος μετά την απομόνωση των λικβινταριστών και των συμμάχων τους (1926‒1928).
Ήταν ολιγαρκής μέχρις ασκητισμού. Νευρώδης που κάπνιζε το ’να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο κουνώντας συνέχεια το πόδι. Εργατικός και καρτερικός. Απλός στους τρόπους με λαϊκό χιούμορ στην κουβέντα. Αν και έδειχνε άνθρωπος αυτοκυριαρχημένος, ήταν πάντα επίμονος μέχρι πείσματος. Άκουε τους άλλους και έκανε ό,τι ο ίδιος νόμιζε σωστό. Κάποτε αυτό τον έριχνε και σε υπερβολές και σε λάθη σοβαρά. Διέθετε δεκάχρονη σχεδόν πολεμική πείρα από τα μέτωπα των πολέμων 1912‒1920, όπου είχε φτάσει το βαθμό του επιλοχία.
Στο Σοσιαλεργατικό ― κατοπινά Κομμουνιστικό Κόμμα ο Σιάντος ανήκε από το 1920. Από το 1925, με μια διακοπή το 1932‒1934 ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ.
Κατά το Νοέμβρη του 1939 η διχτατορία της 4ης Αυγούστου συλλαμβάνει το Σιάντο, γραμματέα τότε της ΚΕ του κόμματος μετά τις συλλήψεις του Β. Νεφελούδη και Μ. Παρτσαλίδη.
Ώστε από πλευρά κομματικής τάξης δε δημιουργούνταν ζήτημα σε κανένα μας πως ήταν ο ενδεδειγμένος τότε να αναλάβει την καθοδήγηση της ΚΕ.
Μα η είδηση της απελευθέρωσής του συνδεόταν με δυο άλλα ζητήματα. Πρώτο, αυτή καθαυτή η απόδραση, όπως ήταν τότε ο κανόνας, έπρεπε να ’χει την κύρωση ή τον έλεγχο κάποιου κομματικού οργάνου, πράγμα που απαιτούσε ορισμένο χρόνο, ύστερα μάλιστα από την εξάρθρωση που είχε φέρει στο κόμμα η διχτατορία της 4ης Αυγούστου που κληροδοτήθηκε και στην περίοδο της ξενικής κατοχής. Αυτό όμως ήταν μικρό κακό μπροστά σε μια άλλη φήμη που συνόδευε την είδηση της απόδρασης Σιάντου. Η φήμη, πρόσθετε, όπως συχνά τότε διέδιδε ο εχθρός, πως ο Σιάντος είναι «χαφιές» και πως αφέθηκε σκόπιμα. Νομίζω πως η πληροφορία ερχόταν στον Παντελή Σίμο μέσω του Λυκογιάννη που του την έδινε ο Σκαφίδας, εργάτης φωταερίου, μέλος της ΚΕ του κόμματος, φυλακισμένος. Πολύ αργότερα το κόμμα ξεκαθάρισε με μαρτυρίες πως χαφιέδες είχαν γίνει ο Σκαφίδας και ο Λυκογιάννης. Τότε όμως;
Η φήμη μάς αναστάτωνε και μας χαλούσε όλους τους συλλογισμούς. Με τη Χρύσα δεν κοιμηθήκαμε δυο νύχτες να συλλογιούμαστε τι θα κάνουμε. Κανένας δεν πίστευε την πληροφορία, μα και κανένας μας δεν είχε τη συνέχεια της δουλειάς στην ΚΕ, ώστε να μπορεί να δώσει αποστομωτικά στοιχεία. Η ασφάλεια είχε κατορθώσει να συσκοτίσει τόσο σατανικά την αλήθεια γύρω σε πρόσωπα και |183| πράγματα του ΚΚΕ, που ήταν πολύ δύσκολο να αποφαίνεσαι στη στιγμή με ένα ναι και με ένα όχι. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε αργότερα για προσωπικούς λόγους ο Ζαχαριάδης για να επιτείνει ακόμα πιο πολύ τη σύγχυση.
Τότε λοιπόν, τον Οχτώβρη του 1941, δεν είχαμε άλλο από το να ζητήσουμε και τη γνώμη των φυλακισμένων συντρόφων μελών της ΚΕ από την Κέρκυρα και από την Ακροναυπλία. Με την Κέρκυρα στάθηκε αδύνατο.
[3/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο μεταξύ εκείνες τις ημέρες, τέλη του Οχτώβρη περίπου, κατόρθωσαν να ’ρθουν στην Αθήνα από την Κρήτη οι δραπέτες της Γαύδου Λεωνίδας Στρίγκος, μέλος της ΚΕ και ο Μάρκος Βαφειάδης, αργότερα ο Δημήτρης Βλαντάς και ο Πολύδωρος Δανιηλίδης. Ο Βαφειάδης προτού σταλεί στην Θεσσαλονίκη δούλεψε ένα διάστημα στην οργάνωση της Αθήνας. Ο Λεωνίδας Στρίγκος, γνωστής κομματικής πείρας σύντροφος, ανέλαβε αμέσως δουλειά στην ΚΕ και στάλθηκε γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Πειραιά στη θέση της Χρύσας, που στελνόταν στη Θεσσαλονίκη. Πήρε μέρος σε συνεδρίαση της ΚΕ που συζητήθηκε το ζήτημα Σιάντου. Από τους νέους δραπέτες ο Βλαντάς θεωρούσε κατηγορηματικά το Σιάντο «ύποπτο». Άλλοι θεωρούσαν ανεπαρκή τα στοιχεία, δίσταζαν αν πρέπει να ανατεθεί δουλειά στο Σιάντο. Τελικά στην ΚΕ κατά πλειοψηφία κηρυχτήκαμε υπέρ της ανάθεσης. Περιμέναμε όμως και τη γνώμη από τις φυλακές. Αυτό κράτησε κανένα μήνα. Όχι όμως δυο μήνες (ο Σιάντος έγραφε αργότερα «κάνα δυο μήνες»). Η γνώμη της Ακροναυπλίας που έστειλε ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν κατηγορηματική: να χρησιμοποιηθεί ο Σιάντος και να τεθεί επί κεφαλής της ΚΕ. Τη δεχτήκαμε.
Έτσι από το Νοέμβρη του 1941 αρχίζει η ενημέρωση του «Γέρου» στην κομματική δουλειά και η ανάληψη της ουσιαστικής καθοδήγησης της ΚΕ από το Σιάντο.
Μια πρώτη ενέργειά του ήταν να μας συστήσει ανθρώπους που ήξερε για τον εκδοτικό μηχανισμό. Φυσικά ο Σιάντος προετοίμαζε ήδη στο μυαλό του και την αναδιάταξη δυνάμεων μέσα στην ΚΕ που σε ορισμένες περιπτώσεις μας φαινόταν απότομη. Ένα άλλο ζήτημα που έπιασε αμέσως ήταν η παραπέρα προώθηση της οργάνωσης του ένοπλου αγώνα. Και σε συνέχεια άρχισε να δίνει και άρθρα για το «Ριζοσπάστη» και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».
Μείναμε σύμφωνοι στην Κεντρική Επιτροπή πως είναι ανάγκη να κληθεί η 8η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που να λύσει νέα κομματικά προβλήματα που ωρίμασαν και κυρίως να ασχοληθεί ειδικά με το ζήτημα του ένοπλου αγώνα κατά των καταχτητών. Και η πολιτική κατάσταση και ο πλουτισμός του κόμματος σε νέα βασικά στελέχη που ήρθαν από την εξορία επέβαλλαν τη σύγκληση του σώματος.
Η ολομέλεια καθορίστηκε για το Γενάρη του 1942. Στο μεταξύ όλο σχεδόν το Δεκέμβρη ασχολούμασταν μαζί με το «Γέρο» με το στρατιωτικό ζήτημα. Και παράλληλα ο «Γέρος» προωθούσε το ζήτημα της ξεκαθάρισης των υποθέσεων της παλιάς ΚΕ. Από μιαν άποψη το στρατιωτικό ζήτημα ήταν αλληλένδετο με τα πα|184|ραπάνω, λόγω που οι περισσότεροι οργανωμένοι αξιωματικοί μας συνδέονταν με την παλιά ΚΕ. Ο Σιάντος ήξερε πολλά από τα ζητήματά της.
Δείγμα πιο συγχρονισμένης, πάντως όχι απαλλαγμένης από συγχύσεις αντιστασιακής ιστοριογραφίας είναι και ορισμένες βασικές πληροφορίες και κρίσεις που περιέχονται σε αναγνώσματα σαν το δημοσιευμένο (1964) στην «Ελευθερία» με τον τίτλο «Το αντάρτικο» του ελασίτη αξιωματικού Φοίβου Γρηγοριάδη.
Προσπαθώντας, με τον τρόπο του, να εξάρει το θετικό ρόλο του Σιάντου στην Αντίσταση υποστηρίζει την άποψη πως κανένας όσο ο Σιάντος δεν ήταν ο πιο γνήσιος εκφραστής του «νεοκομμουνισμού». Μ’ αυτό θέλει να κάνει μια βασική διάκριση ανάμεσα στο Σιάντο και τα υπόλοιπα στελέχη τής τότε ηγεσίας του κόμματος. Η έννοια είναι πως ο Σιάντος έδειχνε ευλυγισία και κατανόηση των ελληνικών ιδιομορφιών ― έφτασε, λένε, να αρνηθεί ακόμα και τη συμμετοχή στο Βαλκανικό Στρατηγείο που πρότεινε ο Τίτο ― ενώ οι άλλοι ήταν δογματικοί, προσκολλημένοι στο δόγμα του διεθνούς κομμουνισμού και ανίκανοι να συλλάβουν τα νέα προστάγματα της εποχής. Αυτό περίπου είναι το νόημα. Γράφει ο συγγραφέας του αναγνώσματος της «Ελευθερίας»:
[4/11]
ΑπάντησηΔιαγραφή«Όταν απέδρασε (ο Σιάντος, Π. Ρ.) από τις φυλακές, είχε ιδρυθεί το ΕΑΜ. Οι άλλοι ηγούμενοι της Νέας Γραμμής του ΚΚΕ (Παντελής Σίμος, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Ρούσος, Χατζήμαλης) συζητούσαν με βυζαντινό ρυθμό αν ήταν ή δεν ήταν γνήσια ή πλαστή η 1η ή 2α επιστολή Ζαχαριάδη.
Ο Σιάντος ― όπως και πολύ λίγοι από τον άλλο πολιτικό κόσμο ― συνέλαβε το πρόβλημα της εποχής, τον βαθμό της αντιστάσεως, την ανάγκη και τις δυνατότητες ενόπλου αγώνος» («Ελευθερία» 15.5.1964).
Σ’ όλη αυτή τη σύντομη περικοπή όλα είναι μπερδεμένα. Τούτο μόνο είναι θετικό: ο σημαντικός ρόλος του Σιάντου στην προσπάθεια της ΚΕ να προωθήσει τον ανταρτοπόλεμο. Κι αυτό έγινε στην κατάλληλη στιγμή όταν ωρίμασαν οι συνθήκες και προετοιμάστηκαν από το κόμμα ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις καλής οργάνωσής του.
Πολύ απλουστεμένα και λαθεμένα παρουσιάζονται τα όσα αφορούν τις συμμαχίες του ελληνικού λαού και του ΕΑΜ σε κείνη την εποχή, μα το θέμα είναι ανάγκη να εξεταστεί στην οικεία χρονική περίοδο.
Τα άλλα για «βυζαντινολογία» γύρω στο γράμμα Ζαχαριάδη δεν έχουν καμιά δόση αλήθειας και μάλιστα για το 1941. Όταν δηλαδή οι αγωνιστές, τους οποίους ειρωνεύεται ο συγγραφέας, ήταν εκείνοι που μαζί με άλλους κατόρθωσαν να επικρατήσει η νέα γραμμή του ΚΚΕ. Και συνεπώς να έχει ιδρυθεί και το ΕΑΜ και το πρώτο κέντρο του ανταρτοπολέμου πριν από τον ερχομό του Σιάντου. |185|
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΔΥΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΚΚΕ
Επεχτεινόμαστε λοιπόν σε προσωπογραφήσεις ορισμένων βασικών στελεχών της Εθνικής Αντίστασης πρώτο γιατί μόνον έτσι οι νεότεροι μπορούν να πάρουν κάποια πληρέστερη εικόνα της εποχής και των προβλημάτων της, μια και τα πρόσωπα παίζουν όχι ασήμαντο ρόλο σ’ αυτήν. Και δεύτερο γιατί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ιδιαίτερα γράφτηκαν ανακρίβειες ή απλώς υπερβολές.
Μέσα στα όχι λίγα στελέχη του κόμματος που διακρίθηκαν σαν πολιτικές προσωπικότητες ξεχωρίζουν ασφαλώς οι δυο πρώτοι της κομματικής ηγεσίας: ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης. Δώσαμε στο πρώτο βιβλίο μια πληροφοριακή σκιαγράφηση του Σιάντου. Ας παρακολουθήσουμε τώρα το Γ. Ιωαννίδη και το Σιάντο σε ένα είδος «παράλληλους βίους». Πολύ περισσότερο που αντιστασιακοί έκαμαν μεταπολεμικά λόγο για «δυαρχία» μέσα στο ΚΚΕ τον καιρό της κατοχής.
Γράφει λ. χ. ο αντιστασιακός, ταγματάρχης Φοίβος Γρηγοριάδης: «…Και η δυαρχία του ΚΚΕ, αποτελεί για πάρα πολλές περιπτώσεις λογικήν και πραγματικήν εξήγησιν αρκετών κομματικών “ταλαντεύσεων„».*
Ο Ιωαννίδης γεννήθηκε το 1900 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Ήταν λοιπόν κατά δέκα χρόνια νεότερος του Γ. Σιάντου. Πήγε σχολιό ως την 6η τάξη· από το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και το 1917 στο Βόλο. Από μικρό παιδί, μαθητής ακόμα, έβγαινε στο μεροκάματο ώσπου καταστάλαξε να εργαστεί κουρέας μέχρι το 1928. Από την εποχή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου οι αντιπολεμικοί και οικονομικοί αγώνες των εργατών τού κέντρισαν το ενδιαφέρον και δόθηκε παιδί ακόμα στο επαναστατικό κίνημα. Διάβαζε τα προπαγανδιστικά βιβλιαράκια της εποχής, όπως του αναρχικού Κροπότκιν, του Τολστόι και σε συνέχεια τα μαρξιστικά. Η Οχτωβριανή επανάσταση τόνε γαλβάνισε σύψυχο, όπως και άλλους εργαζόμενους. Το 1917 μαζί με άλλους ίδρυσαν την Εργατική Νεολαία Βόλου και σαν τέτοια μετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδος (Κομμουνιστικού) το Νοέμβρη του 1918.
Για την επαναστατική ψυχολογία των εργατών μας, που τους συνέπαιρνε το |211| έργο της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναθυμόταν ο Γιάννης Κορδάτος, που έγινε αργότερα ένας από τους ηγέτες του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και αργότερα ιστορικός. Νέος τότε ο Κορδάτος άκουε το όνομα του Λένιν και θέλησε να προσανατολιστεί στα γεγονότα. Έγραψε στο γνωστό θεωρητικό Γ. Σκληρό, που πρώτος στην Ελλάδα προσπάθησε να ερμηνεύσει μαρξιστικά τα νεοελληνικά κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα.
[5/11]
ΑπάντησηΔιαγραφή«… Ο μακαρίτης Γ. Σκληρός», γράφει ο Κορδάτος, «που ήταν τότε στην Αίγυπτο άρρωστος, μου έγραψε πως μόνον ένας μεγάλος Ρώσος σοσιαλιστής υπήρχε, ο Πλεχάνωφ.
Ήμουνα λοιπόν επηρεασμένος από όσα μου έγραφε ο Σκληρός και δεν μπορούσα να βγάλω κανένα συμπέρασμα, γιατί τώρα όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο γινόταν λόγος για το Λένιν. Δεν με χώραγε ο τόπος. Έγραψα στο Δ. Σαράτση (γιατρό Π. Ρ.) στο Βόλο, ζητώντας περισσότερες πληροφορίες και φυσικά τη γνώμη του. Έγραψα και στο Δ. Γληνό στην Αθήνα, αλλά δεν με ικανοποίησαν πολύ οι απαντήσεις τους. Κατέβηκα τότε στο Βόλο και πήγα στο Σοσιαλιστικό Κέντρο. Ήμουνα μέλος του. Θυμάμαι τους πρώτους που βρήκα ήταν ο Κ. Γκοντίνος και ο Γ. Σταυράκης. Ύστερα ήρθαν ο Σπ. Φασούλας, ο Βασ. Κανάβας, ο Ι. Ιωαννίδης και ο Κ. Θέος (εργάτες Π. Ρ.). Συζητήσαμε πολλές ώρες και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η Οχτωβριανή Επανάσταση ανοίγει ένα μεγάλο δρόμο στην παγκόσμια ιστορία. Γι’ αυτό και παραΰστερα, όταν έγινε το πρώτο ιδρυτικό σοσιαλιστικό συνέδριο στα 1918, οι σοσιαλιστές του Βόλου τάχθηκαν με τους μπολσεβίκους της Ρωσίας και όχι με τους σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης, που κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στην Οχτωβριανή Επανάσταση…»
Από το 1920 ο Ιωαννίδης πέρασε οριστικά στη δουλειά του Κόμματος. Είχε μετάσχει ενεργά στους αγώνες της εργατιάς, όπως η κατάληψη των φούρνων το 1919 και η γενική απεργία τον ίδιο χρόνο ενώ αργότερα πήρε μέρος στο παλλαϊκό συλλαλητήριο που σχεδόν παρέλυσε τις αρχές στο Βόλο το 1921 κ. ά.
Το 1921‒1924 υπηρέτησε στο στρατό βοηθητικός (λόγω μικρού αναστήματος). Από το 1920 ως το 1928 ήταν μέλος της κομματικής καθοδήγησης του ΚΚΕ στη Θεσσαλία. Τότε γνωρίστηκε και συνδέθηκε με το Ζαχαριάδη. Κατόπι το ίδιο στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στον Πειραιά, στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Είχε υποστεί αρκετές συλλήψεις για την επαναστατική δράση του και τελευταία κάθισε πέντε χρόνια στην Ακροναυπλία (1937‒1942).
Είχε παίξει ενεργό ρόλο στους εσωκομματικούς αγώνες καθώς και στην εσωκομματική πάλη του 1930‒1931 (τάχθηκε κατά της ομάδας Χαϊτά). Με την αλλαγή που έφερε η έκκληση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1931 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, στην αρχή πρώτος συνεργάτης του Ζαχαριά|212|δη, τον οποίο εκτιμούσε για τις ικανότητές του. Μα και ο Ζαχαριάδης εκτιμούσε τις ικανότητες του Ιωαννίδη, ήξερε και τις αδυναμίες του. Ο Ιωαννίδης βοήθησε αρκετά στον οργανωτικό τομέα του κόμματος, τόσο στα πρώτα χρόνια μετά την αλλαγή του 1931, όσο και, περισσότερο μάλιστα, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης.
Κύρια χαρίσματα του Ιωαννίδη ήταν η οξυδέρκεια, η οργανωτική ικανότητα, η μαχητικότητα. Τη λειψή του μόρφωση όμως δύσκολα την εκάλυπτε με μια συστηματικότερη θεωρητική μελέτη παραμένοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στο εμπειρικό στάδιο της πολιτικής. Όποτε όμως εξαρτιέσαι σε μεγάλο βαθμό από γνώσεις άλλων και μπορείς να πέσεις και σε μηχανικές μεταφορές. Αυτή η έλλειψη τού γεννούσε κάποτε ένα δισταγμό ή αβεβαιότητα στη λήψη πολιτικής θέσης και όταν ακόμα με τη φυσική ευφυΐα του βρισκόταν πιο κοντά λ. χ. από το Σιάντο στην ελληνική και τη διεθνή πραγματικότητα. Στο καίριο ζήτημα της Αγγλίας λ. χ. η κυριότερη πρόβλεψη του Σιάντου, από το 1942 ακόμα, περασμένη και σε κομματικά ντοκουμέντα, ήταν πως όπου να ’ναι θα έχουμε απόβαση των Βρετανών συμμάχων, χωρίς και να συλλαμβάνει καθαρά, τουλάχιστο στην αρχή, και σε τι περιπέτειες θα μας βάλουν οι Άγγλοι με μια απόβασή τους.
Ο Ιωαννίδης πάλι που έβλεπε λιγότερο ρομαντικά το πρόβλημα της Αγγλίας, άφηνε να διαδίδεται το γνωστό ανέκδοτο με το «δόγμα των δύο θωρηκτών» (όπως το ονομάσαμε). Άκουσε κάποτε, πριν απ’ τον πόλεμο, στην Κομμουνιστική Διεθνή κάτι σαν καλαμπούρι: ― Τι να σου κάνει και ο Ιωαννίδης, θα του φέρουν οι Άγγλοι δυο θωρηκτά και θα τόνε ταράξουν (τον πείραζε αστειευόμενος ο Μανουήλσκι, τότε γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς).
[6/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι οι δυο ήταν άνδρες σθεναροί και δραστήριοι. Ο Ιωαννίδης είχε μια νευρικότητα που επιτεινότανε από τη φυματίωση κι αργότερα από το ζαχαροδιαβήτη. Και οι δυο είχαν αναπτυγμένο το ταξικό εργατικό αισθητήριο. Και την ίδια απεριόριστη αφοσίωση στο διεθνισμό και στη Σοβιετική Ένωση, που διέκρινε όλα μας τα στελέχη, ολόκληρο το ΚΚΕ. Μα διέφεραν, καθώς ήταν φυσικό, στη συνολική σύλληψη των πολιτικών προβλημάτων καθώς και στο ύφος και στο ήθος.
Πιο πρωτόγονος και απλοϊκός στη σύλληψη, αν και αποφασιστικός στην ενέργεια, ο Σιάντος· πιο πλατύς, αλλά και κάπως ευθυνόφοβος ο Ιωαννίδης σε ορισμένα μεγάλα ζητήματα. Και όχι πάντα αδέκαστος, όταν θιγόταν ορισμένος εγωκεντρισμός του.
Κατά την κρίση του καλοκαιριού του 1944 μετά το Λίβανο, αυτό θα φανεί καθαρά. Η σχετική αβεβαιότητα του Ιωαννίδη ανταμωμένη με την εμπειρική απλοϊκότητα του Σιάντου άσκησαν, περισσότερο η πρώτη παρά η δεύτερη, αποφασιστικήν επίδραση στην πολιτική της ηγεσίας. Λέμε περισσότερο, γιατί η συνολική αντίληψη του προβλήματος από τον Ιωαννίδη ήταν, παρά τα λάθη της, πιο σοβαρή και η φωνή του ήταν πιο ακουστή μέσα στο κόμμα. Οι ταλαντεύσεις όμως του Ιωαννίδη ενίσχυαν τις ανεδαφικές «ανταρτίστικες» μεταπτώσεις του Σιάντου. Πάντως και |213| στους δυο ανήκει εξίσου η τιμή, ότι μαζί με τα άλλα στελέχη του κόμματος, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για ν’ αντρειωθεί, όπως αντρειώθηκε τότε το ΚΚΕ και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Στο ζήτημα της οικοδόμησης του λαϊκού στρατού ΕΛΑΣ που είναι έργο όλων των κομμουνιστών και άλλων πατριωτών, αναμφισβήτητα ο Σιάντος είχε σημαντικό μερτικό. Στο ζήτημα όμως της οικοδόμησης του κόμματος η ικανότητα του Ιωαννίδη ήταν πιο αναγνωρισμένη. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως αντίστοιχα επιφορτίστηκαν άμεσα ο ένας την καθοδήγηση του στρατού, ο άλλος τις υποθέσεις της οργάνωσης και των στελεχών του κόμματος. Σε πολλές πρωτοβουλίες του τότε Πολιτικού Γραφείου, τις σχετικές με προώθηση στελεχών που είχαν αναδειχθεί με τη δράση τους σε κείνο τον τρικυμισμένο ωκεανό της μαζικής θυσίας αλλά και αγωνιστικής μαστοριάς, ο ρόλος του Ιωαννίδη ήταν σημαντικός. Βοήθησε στην προώθηση πολλών στελεχών, όπως οι Δ. Γληνός, Στ. Αναστασιάδης, Γ. Ερυθριάδης, Β. Μπαρτζώτας, Κ. Κολιγιάννης, Φ. Βέττας, Α. Βασιλειάδης, Κ. Γυφτοδήμος-Καραγιώργης, Μ. Βαφειάδης και άλλοι πολλοί, άσχετα από την κατοπινή τέτοιαν ή τέτοια εξέλιξή τους.
Δεν είχε ωστόσο μόνον επιτυχίες ο Ιωαννίδης (όπως και όλο το κόμμα) στην προώθηση στελεχών. Ας θυμηθούμε την χαρακτηριστική περίπτωση Α. Τσίπα (γράψαμε γι’ αυτήν στο Α΄ Βιβλίο).
Αν ο Σιάντος δυσκολευόταν να συνεργαστεί με στελέχη ολκής και αυτόνομης γνώμης, ο Ιωαννίδης, αντίθετα, ήταν πολύ πιο τολμηρός στην ανάδειξή τους. Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντισταθεί και στον πειρασμό μερικών κολάκων και «υμνητών», που δε λείπουν φαίνεται από το περιβάλλον καμιάς ηγεσίας, ακόμα και κομμουνιστικής. Του θύμιζα κάποτε το λαϊκό: «Κουμπάροι φάγαν το Μαντά, κουμπάροι και το Ζαχαριά». Αντιδρούσε άσχημα στην κριτική. Βέβαια στην πορεία της πάλης οι τέτοιες ακραίες ελλείψεις του ενός και του άλλου από τους δυο βασικούς ηγέτες του κόμματος καθώς και των άλλων, απωθούνταν όσο απωθούνταν με τη νέα πείρα και με τη συλλογική συμβολή άλλων στελεχών (λ. χ. του Στ. Αναστασιάδη, του Γ. Ζεύγου, της Χρύσας κ. ά.). Πολλές φορές αποφασιστικά. Γενικότερα η καλή συνεργασία των στελεχών εξασφάλιζε την επιτυχία και έτσι εξηγείται πως σε όλη την τετραετία 1941‒1944 το κόμμα και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ανέβαινε σαν το καλοζυμωμένο ζυμάρι.
[7/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε μια συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου που ασχολήθηκε με έλεγχο και κριτική της δουλειάς, παρουσία του Ζ. Ζωγράφου, που εκείνο τον καιρό ανάλαβε τεχνικός γραμματέας του Π. Γ., αναγκαστήκαμε να κάνουμε προσεχτικούς τους δυο πιο υπεύθυνους συντρόφους του Π. Γ. σε ορισμένα αρνητικά φαινόμενα στον τομέα των στελεχών. Ήταν τον καιρό της απελευθέρωσης. Ο Σιάντος δυσκολευόταν να συνεργαστεί ανοιχτόκαρδα με άξια κομματικά στελέχη. Ο Ιωαννίδης μεροληπτούσε κάποτε απέναντι σε ορισμένους. Έπρεπε να μην επιτρέπουμε να χαλαρωθούν τα πολιτικά και τα γενικά κομματικά κριτήρια. Αυτό μας αφορούσε όλους. |214| Τέτοιες παρατηρήσεις, νομίζω, βοηθούσαν στη διατήρηση της ενότητας του κόμματος πάνω σε αρχές. Όταν ξεφεύγαμε απ’ αυτές, παθαίναμε ζημιές.
Στην κρίσιμη φάση του 1944 θα φανεί το σοβαρό κενό ολόκληρης της καθοδήγησης στο πρόβλημα της αντιμετώπισης των Άγγλων. Άρχισαν οι δυσκολίες, οι διαφωνίες, οπότε όμως δεν αργούν να οξυνθούν και τα προσωπικά ελαττώματα των ανθρώπων. Από τη μια ο «Γέρος», υπερτιμώντας τις δυνάμεις του και την επιρροή που είχε στο στρατό σαν πολιτικός καθοδηγητής του, άρχισε να δείχνει μιαν αυτοπεποίθηση δυσανάλογη με τις γνώσεις του, που τον έριχνε και σε πράξεις αυτογνωμίας. Από την άλλη, ο Ιωαννίδης εύρισκε ευκαιρίες να απαντήσει σε ορισμένες ενέργειες του Σιάντου με ένα τρόπο, όχι λιγότερο αυτόγνωμο, που έθιγε το «Γέρο». Άρχιζαν φαινόμενα αρρυθμίας στη συλλογική δουλειά του κόμματος. Και μην ξεχνάμε πως σε ώρα πολέμου το Πολιτικό Γραφείο και η Κεντρική Επιτροπή δεν ήταν εύκολο να μαζεύονται συχνά. Όταν με τις διαφωνίες που ξέσπασαν γύρω στη συμφωνία του Λιβάνου, το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να στείλει στο Κάιρο αντιπρόσωπο το Θ. Χατζή, σαν γραμματέα της ΚΕ του ΕΑΜ, ο Ιωαννίδης με παρέμβασή του, χωρίς να συνεννοηθεί με το Σιάντο, σταμάτησε την αναχώρηση του Χατζή, εφόσον με το ίδιο αεροπλάνο που θα ’φευγε ο Χατζής είχε έρθει από το Κάιρο ο Πορφυρογένης ― μέλος της αντιπροσωπείας και έφερνε μαζί του νέες υπεύθυνες πληροφορίες. Φυσικά ο Σιάντος δυσανασχέτησε γι’ αυτό.
Τέτοιες κρίσιμες ώρες, σε κάθε επαναστατική ηγεσία μπορούν να παρουσιαστούν φαινόμενα έξαψης ή προσωπικής απώλειας ψυχραιμίας. Και μάλιστα σε ένα κίνημα και μια ομάδα πολύ δυναμικών ανθρώπων. Δεν πρέπει να υπερβάλουμε τη σημασία του φαινομένου. Δε θα ’ταν σωστό, βέβαια, να εξηγήσουμε και την έκβαση του Αγώνα εκείνου απλώς με το χαρακτήρα των ανθρώπων της ηγεσίας. Δεν κάνει όμως να παραφέρονται οι ηγέτες. Γιατί τότε μπορεί να κινδυνέψει όλη η υπόθεση του λαού.
Ορισμένη ένταση στη συνεργασία των δύο ― Σιάντου και Ιωαννίδη ― έφτασε στο κορύφωμά της κατά τους κρίσιμους μήνες Αύγουστο‒Σεπτέμβρη 1944. Ευτυχώς που επικράτησε το κομματικό συμφέρον κι όχι τα προσωπικά συναισθήματα. Δεν έχασε η ηγεσία από τη ματιά της τη μακάβρια σκιά ενός Τσόρτσιλ που πλανιόταν πάνω από το κεφάλι της Ελλάδας.
Ήταν κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη. Κατά την πορεία της μεταστάθμευσής μας από τα Πετρίλια των Αγράφων προς νότο, στη Φουρνά, μαζί με τη Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή και μερικούς Άγγλους, σταματήσαμε να διανυχτερεύσουμε στο χωριό Καστανιά. Εκεί διαδραματίστηκε το «μεγάλο» επεισόδιο σύγκρουσης ανάμεσα στο Σιάντο και τον Ιωαννίδη. Εκείνο τον καιρό δεν πήρε έκταση, αλλά μεταπολεμικά δόθηκε σε δημοσιότητα από «κριτικούς» του ΚΚΕ σε μυθιστορηματική μορφή και διαστρεβλωμένα στο περιεχόμενό του.
[8/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο επεισόδιο έγινε στο σπίτι που έμενε ο στρατηγός Μάντακας, γραμματέας της ΠΕΕΑ για τα στρατιωτικά. Ο Σιάντος είχε ενημερωθεί για ένα τηλεγραφικό |215| μήνυμα του Άγγλου αρχιστρατήγου Μέσης Ανατολής Ουΐλσον, που προσκαλούσε το στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ Σαράφη να πάει στην Ιταλία για συνομιλίες πάνω στο σχέδιο ενέργειας. Πρόκειται για τις συνομιλίες που θα γίνονταν στην Καζέρτα. Βρισκόμασταν μαζί στην πορεία τρία μέλη του Πολιτικού Γραφείου και ο Σιάντος δε θεώρησε σωστό να μας ενημερώσει, τον Ιωαννίδη και μένα. Έστειλε μόνος του έγκριση και ο στρατηγός έφυγε αεροπορικώς. Ήταν επόμενο ο Ιωαννίδης να ζητήσει εξηγήσεις από το Σιάντο. Η πράξη έδειχνε πως ο «Γέρος» άρχισε να το παίρνει απάνω του. Και καθώς και ο Ιωαννίδης άρχισε να του δείχνει σημάδια προσωπικής αντιλογίας, η συζήτηση γύρισε σε φιλονικία, οξύνθηκε στο έπακρο και οι φωνές άρχισαν ν’ ακούονται και έξω. Γράφτηκε, πως ο Μάντακας έλεγε ότι ο «Γέρος» έβαλε τάχα χέρι και στο πιστόλι, πράγμα που δεν ακούστηκε καθόλου εκείνες τις μέρες.
Έτρεξα αμέσως (έμενα εκεί δίπλα) και κατόρθωσα να τους φέρω στο σπίτι. Εκεί τους εξόρκισα να παρατήσουν τον τέτοιο τρόπο λύσης διαφορών, τη στιγμή που κρίνεται η τύχη του Αγώνα, και τα σοβαρά ζητήματα μόνο κομματικά μπορούμε να τα λύσουμε. Ο Σιάντος δικαιολογούνταν: «Έδωσα στο Σαράφη οδηγίες να μη συμφωνήσουν οι δικοί μας στο διορισμό ξένου αρχιστρατήγου». Και ο Ιωαννίδης: «Έπρεπε να τους δώσουμε γραφτές τις οδηγίες».
Τέλος ηρέμησαν. «Βρε Γιάννη», έλεγε σε λίγο ο «Γέρος», «δεν είμαστε αδέλφια;»
Το επεισόδιο εκείνο, γινομένο βέβαια στο φόντο κολοσσιαίων προβλημάτων και δυσκολιών, έβγαζε στο φως με ενάργεια και τη στάση και το χαρακτήρα των ανθρώπων. Ήταν κορυφαίο δείγμα πτώσης της στάθμης της ηγεσίας του Αγώνα, ενός Αγώνα που η ίδια είχε καλλιεργήσει και αναπτύξει. Αυτό θα φανεί πιο καθαρά στην αγγλική ένοπλη επέμβαση του Δεκέμβρη.
Αξίζει τώρα να δούμε, πώς βλέπανε οι δυο εκείνοι καθοδηγητές της ΚΕ το ζήτημα της επαγρύπνησης του κόμματος απέναντι στον εχθρό, ένα βασικό ζήτημα στην ταξική πάλη.
Αγωνιστές με τόση πολύχρονη πείρα και μάλιστα σε καθοδηγητική δουλειά του ΚΚΕ, δεν ήταν δυνατό να μην έχουν αναπτυγμένη την επαγρύπνηση απέναντι στις υπονομευτικές προσπάθειες του εχθρού και σε ενέργειες ανθρώπων, που υπέσκαπταν την πολιτική και την ενότητα του κόμματος. Αλλά η ζωή απέδειξε πως η επαγρύπνηση, όταν χάσει το στόχο της, παύει να είναι επαγρύπνηση, οπότε φέρνει εμπόδια ή κάνει ζημιά στο ίδιο το κόμμα. Η σωστή άσκησή της είναι πολύ σοβαρό ζήτημα, που απαιτεί, μαζί με την ταξική αδιαλλαξία, και διορατικότητα, και ευρύτητα αντίληψης, και ψυχολογικό ταλέντο. Σ’ αυτό διέφεραν ο Ιωαννίδης με το Σιάντο. Στο τελευταίο, ο πρώτος ήταν δυνατότερος από τον δεύτερο.
Δυο παραδείγματα από την περίοδο της Κατοχής. Θυμούμαστε** πως ώσπου να |216| συνδεθεί ο Σιάντος με την ανασυγκροτημένη Κεντρική Επιτροπή και ν’ αναλάβει δουλειά, πέρασε περίπου ένας μήνας (κατά τον ίδιο «κάνα δυο μήνες»). Στο οικείο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου τούτης της συγγραφής, σχετικά με την απόδρασή του, δώσαμε κυρίως τους λόγους της δικής μας δυσκολίας με κείνη την υπόθεση, δηλαδή της δυσκολίας της νεοσυγκροτημένης ΚΕ. Επρόκειτο όχι για το Σιάντο παρά για το Σκαφίδα, φυλακισμένο μέλος της ΚΕ, και το Λυκογιάννη που διοχέτευαν διαδόσεις σε βάρος του Σιάντου, οι οποίες έφτασαν και μέχρι την Ακροναυπλία. Αργότερα μόνο, αποδείχτηκε πως αυτοί ήταν ένοχοι. Τώρα πρέπει να προσθέσουμε και έναν άλλο λόγο εκείνης της αργοπορίας, που απέρρεε από τον ίδιο το Σιάντο. Όπως μας θύμισε αργότερα η γυναίκα του η Ευαγγελιώ, «φύσει καχύποπτος, καθώς ήταν ο Σιάντος, απέφυγε ίσως κανένα μήνα, να συνδεθεί αμέσως με τη νέα καθοδήγηση του κόμματος μετά την απόδραση και την άφιξή του στην Αθήνα». Το καχύποπτο του Σιάντου άλλωστε φάνηκε και σε κάποιαν ευκολία, με την οποία κατάγγελνε σαν «πεμπτοφαλαγγίτες» τον Κτιστάκη και άλλα στελέχη.
[9/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ήταν όμοιο το στυλ του Ιωαννίδη. Στην ίδια την υπόθεση των διαδόσεων και της ανάθεσης στο Σιάντο της καθοδήγησης της ΚΕ, ο Ιωαννίδης ήταν κατηγορηματικός. Μηνούσε από την Ακροναυπλία προς την ΚΕ το φθινόπωρο του 1941: «Μην πέσετε σε λάκκο. Αναθέσετε αμέσως στο Σιάντο τη δουλειά». Μα και στην ίδια υπόθεση Κτιστάκη, ο τρόπος που ενήργησε ο Ιωαννίδης, όταν απέδρασε το 1942, ήταν ριζικά διαφορετικός από τον τρόπο του Σιάντου. Όταν ο Ιωαννίδης πρότεινε να πάει να δει τον Κτιστάκη και να ξεκαθαρίσει μαζί του εκκρεμή πολιτικά και άλλα ζητήματα, ο Σιάντος τον απέτρεπε. Ισχυριζόταν πως η ασφάλεια «έδωσε πίσω» στην παλιά ΚΕ πιασμένο τυπογραφείο και ο ίδιος είχε επιφύλαξη για τον Κτιστάκη. Έλεγε στον Ιωαννίδη, ― «Αν πας στον Κτιστάκη θα σε κάψουν…». Ωστόσο με την επιμονή του Ιωαννίδη που δε πίστευε στο κριτήριο του Σιάντου, έγινε τελικά η συνάντηση. Ο Κτιστάκης έμενε εκείνο τον καιρό σ’ ένα σπίτι με το σιδηροδρομικό Χρήστο Κανάκη ― άλλο μέλος της παλιάς ΚΕ, και τη Σταματία Βιτσαρά. Τους βρήκε σκελετωμένους από την πείνα (διαρκούσε ακόμα, αν και χαλαρότερη, η περίοδος του λιμού στην Αθήνα). Μίλησαν για τα πολιτικά και άλλα ζητήματα. Όταν γύρισε στην ΚΕ είπε: «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς άνθρωποι, που ζουν σ’ αυτό το χάλι μπορεί να είναι πράκτορες του εχθρού».
Αποφασίστηκε να τους δοθεί δουλειά. Είναι γνωστό, πόσο ηρωικά αντιμετώπισε ο Κτιστάκης τα βόλια των χιτλερικών καταχτητών το 1944 στην Κρήτη, σαν καθοδηγητής του κόμματος στη μεγαλόνησο. Και η Σταματία πέθανε, μετά τον πόλεμο, εξαντλημένη από τις κακουχίες και ο Κανάκης έδωσε επίσης τη ζωή του στο μαχητικό πόστο της δημοκρατικής πάλης.
Τραγική ειρωνεία της τύχης του Σιάντου, δείγμα της γενικότερης τραγωδίας του κινήματός μας στην Ελλάδα, είναι πως θύμα της ευκολίας, με την οποία κατηγόρη|217|σε άλλους για «χαφιέδες», έπεσε ο ίδιος μετά το θάνατό του. Οδυνηρό πρόβλημα για όλους μας.
Μεγαλύτερη ηθική ανακολουθία του Ιωαννίδη θεωρώ ότι δεν αντιτάχθηκε ως το τέλος στη μεταπολεμική προσπάθεια του Ζαχαριάδη, να σπιλώσει το νεκρό πια Σιάντο, με τον οποίο ήταν (ο Ιωαννίδης) τόσο στενοί παλιοί συνεργάτες. Σύνθετο πολιτικό και ψυχολογικό πρόβλημα, σε μιαν εποχή που άρχιζε ο ψυχρός πόλεμος και τα συνακόλουθά του.
Υπερβολικός-μειωτικός για τους συντρόφους του ήταν, όταν έλεγε στην 11η ολομέλεια του 1945 πως ουσιαστικά, ως το 1943, δεν είχαμε κόμμα***. Το χειρότερο έδειξε έλλειψη αντικειμενικότητας και απώλεια του μέτρου, στην ακατανόητη μεταπολεμική στροφή ― μηδενιστική νέα θέση του Ζαχαριάδη για την Αντίσταση ― κάτι που τον μείωνε ανεπανόρθωτα. Στην 11η ολομέλεια της ΚΕ (1945) μπροστά στην κριτική που γινόταν για την έκβαση της Εθνικής Αντίστασης, έλεγε: «Η πολιτική μας και η πράξη της Εθνικής Αντίστασης, ήταν απόλυτα σωστή». Πέντε χρόνια αργότερα στην τραγελαφική 3η συνδιάσκεψη του 1950, που έβγαλε το Σιάντο μετά θάνατον «προδότη», ― θα πει: «Η πολιτική μας στην Εθνική Αντίσταση ήταν απόλυτα λαθεμένη». Και κατόπι θα υιοθετήσει βασικά νέα κρίση του κόμματος για την Εθνική Αντίσταση στο 8ο συνέδριο του 1961. Μα ας μην τα φορτώνουμε όλα μόνο στον τάδε ή τάδε ηγέτη του κόμματός μας, όταν ολόκληρο το κόμμα ― μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της Εθνικής Αντίστασης, υιοθέτησε τόσες αντιφατικές εκτιμήσεις του έργου του, χωρίς να καταλήξει σε μια κοινώς παραδεχτή, ολοκληρωμένη και αντικειμενική κρίση.
[10/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΜερικοί αντιστασιακοί, όπως λ. χ. ο Μούντριχας (Ορέστης), στα απομνημονεύματά τους θέλησαν να παρουσιάσουν το Σιάντο κατ’ εξοχήν κατανοούντα την ελληνική πραγματικότητα και ευλύγιστο στις σχέσεις του με τα συμμαχικά κόμματα και προσωπικότητες, ενώ τον Ιωαννίδη άτεγκτο και στυγνό δογματιστή. Ταξινόμησαν λ. χ. το Σιάντο στους «διαλλαχτικούς» και τον Ιωαννίδη στους «αδιάλλαχτους». Παρόμοια γράφουν για τα άλλα μέλη της τότε ηγεσίας (μ’ αυτό ασχολούμαστε στο κεφάλαιο για την κρίση του Αυγούστου 1944). Θέλησαν μάλιστα να εξηγήσουν με το χαρακτήρα των δυο, την κακή έκβαση του Αγώνα. Πρόκειται για σύγχυση στηριγμένη σε αποσπασματικά στοιχεία ή άγνοια των πραγμάτων, όταν δεν πρόκειται για αναποδογύρισμά τους. Ίσως ο «Γέρος» να είχε συγκριτικά με τον Ιωαννίδη προσιτότερους τρόπους επαφής με τον πολύ κόσμο τόσο τον εργαζόμενο, όσο ιδιαίτερα με τον μη κομμουνιστικό, πράγμα που ήταν χρήσιμο. Ο άλλος όμως ήταν ικανός σε επαφές, που απαιτούσαν βαθύτερη ψυχολόγηση του συνομιλητή. |218|
Συνολικά στη δυάδα Σιάντου-Ιωαννίδη, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Καθένας τους έδωσε τον εαυτό του σε κείνο τον τιτάνιο Αγώνα και στάθηκαν κινητήρες του. Όταν η καλή συνεργασία τους έσπασε προς το τέλος, χάλασαν πολλά στο κόμμα. Επρόκειτο πάντως για δυο εργατικά στελέχη που αντιπροσώπευαν το επίπεδο της εργατικής τάξης μας της εποχής τους. Μιας τάξης που διαμορφώθηκε περισσότερο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της οικονομικά υποανάπτυκτης Ελλάδας, που πέρασε όμως ένα τραχύ επαναστατικό σχολειό πολιτικών αγώνων, ως το βαθμό να προβληθεί ηγέτρια τάξη στην Εθνική Αντίσταση, και μάλιστα σ’ ένα λεπτό και δύσκολο τομέα των διεθνών ανταγωνισμών.
Μαζί με το πάθος της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης έφεραν σε μεγάλο βαθμό και την εμπειρική μεθοδολογία της δράσης. Αλλά τούτο ήταν μια γενικότερη πραγματικότητα της Ελλάδας, την κληρονομεί κατά κάποιο τρόπο και το ΚΚΕ και την ξεπερνά κοπιαστικά, μέσα στην κοινωνική πάλη, με τις ακούραστες προσπάθειές του, ιδιαίτερα τις ιδεολογικές-θεωρητικές. Αυτό άλλωστε στάθηκε μακρόχρονη μόνιμη φροντίδα του.
Ας κρίνουμε λοιπόν τους ανθρώπους «χωρίς φόβον και πάθος». Με τις αρετές τους αλλά και με τα ελαττώματα που έχουν, αποχτημένα κυρίως στην αστική κοινωνία που γεννήθηκαν. Σε ποιο βαθμό κατόρθωσαν να αντιπαλέψουν μέσα τους τον «μικρό άνθρωπο» στο διάβα της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησής τους είναι ζήτημα που το δείχνει η πράξη, η ζωή κάθε φορά.
Ας προσθέσουμε εδώ και τούτα:
Τον Ιούνη του 1976 στην «Αυγή» άρχισε η δημοσίευση σε συνέχειες μιας «μαγνητοφωνημένης συνέντευξης» που είχε πάρει ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, παλιότερα μέλος συνεργείου Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, με τον Γιάννη Ιωαννίδη πριν από τη διάσπαση του ΚΚΕ (1968).
[11/11]
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτο: Η συνέντευξη εκείνη ενώ είχε ξεκινήσει σαν κομματική πρόθεση να περισυλλεγούν ό,τι χρήσιμες μνήμες υπήρχαν σε στελέχη της Εθνικής Αντίστασης με την απαραίτητη προϋπόθεση του ελέγχου τους «κατ’ αντιμωλίαν», εξελίχτηκε σε κάτι άλλο: την ιδιοποιήθηκε κατά φραξιονιστικό τρόπο ο λήπτης της συνέντευξης και οι φίλοι του «ανανεωτές» πριν από τη διάσπαση του 1968. Και δόθηκε στη δημοσιότητα με αποτέλεσμα να εντείνει τη σύγχυση, να μουτζουρώνει το έργο του ΚΚΕ και να παραμορφώνει την εικόνα των στελεχών του.
Δεύτερο: Η συνέντευξη πάρθηκε εν γνώσει ότι ο Γ. Ιωαννίδης, χρόνια πριν από το θάνατό του το 1967, άρχισε να παρουσιάζει, λόγω του διαβήτη, σοβαρά σημάδια αμνησίας, σε συνέχεια άνοιας, που εξελίχθηκε, όταν πέθαινε, σε σοβαρό σύνδρομο παράνοιας. Στοιχειώδης ευσυνειδησία επέβαλλε μεταχείριση παρόμοιων αναμνήσεων, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και προσοχής. Λ. χ. ήταν ανάγκη να μετάσχουν σ’ αυτήν ή να ρωτηθούν για σοβαρά γεγονότα, όπως για μια συνομιλία με τη Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή, και άλλα στελέχη της εποχής, μέσα σ’ αυτά και ο γράφων, που κατονομάζεται σ’ αυτήν. Τέτοιο πράγμα δεν έγινε, αντί|219|θετα ο υποφαινόμενος (απομακρύνθηκε από τη δουλειά στον αρμόδιο ιδεολογικό τομέα ένα χρόνο πριν από τη διάσπαση) αγνοούσε ίσαμε τελευταία, δηλαδή ίσαμε τη δημοσίευσή της, την τύχη και το περιεχόμενο της συνέντευξης, ακόμα και το έγκυρό της. Το μόνο που ήξερε, στην αρχή, από τον Γ. Ιωαννίδη, είναι ότι «δε βγήκε τίποτα» από την πρώτη προσπάθεια συνέντευξης.
Τρίτο: Η συνέντευξη ενώ περιέχει πυρήνες αλήθειας, λόγω της ψυχικής κατάστασης του Γ. Ιωαννίδη και της «εκμαιευτικής» μεθόδου του Α. Παπαπαναγιώτου παίρνει διαστρεβλωμένο και μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την πληθώρα των φραστικών ασυναρτησιών της. Σε συνδυασμό με ορισμένο έντονο προσωπικό χαρακτήρα που δυστυχώς δίνει ο Ιωαννίδης σε ορισμένα θέματα η συνέντευξη χάνει την αντικειμενικότητά της. Χώρια που δείχνει εξώφθαλμα πτώση του επιπέδου του κριτηρίου σε σπουδαία ζητήματα και ανάμιξη ανεύθυνων κουτσομπολιών (λ. χ. η αναφορά σε γνώμη τάχα του Σαράφη ότι ο Ρούσος υπόγραψε το σύμφωνο του Λιβάνου επειδή ήθελε να γίνει… υπουργός). Δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε παρόμοιες «κρίσεις».
Τέταρτο: Ο γράφων δίνει ευθέως στα ιστορικοαναμνηστικά σημειώματά του, γραμμένα σε ανύποπτο χρόνο, ό,τι θυμάται σχετικά με τα θέματα και επεισόδια που αναφέρονται στη συνέντευξη του Ιωαννίδη προς Παπαπαναγιώτου (θα μπορούσαμε να πούμε πως ορισμένα σημεία της δείχνουν μάλλον συνέντευξη του Παπαπαναγιώτου προς Ιωαννίδη).
Για την ουσία των ζητημάτων που θίχτηκαν στη συνέντευξη ο συγγραφέας κάνει λόγο στην οικεία χρονολογική σειρά της συγγραφής.
* Φοίβου Γρηγοριάδη, «Το αντάρτικο», Αθήνα, τόμ. Α΄, σελ. 183.
** Βλ. το πρώτο βιβλίο της εργασίας μου αυτής.
*** Κατά κάποιο τρόπο αυτό φαίνεται και από την περιβόητη «συνέντευξη» με τον Παπαπαναγιώτου δημοσιευμένη στην «Αυγή» τον Ιούλη του 1976.