Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Η επιχειρηματική λειτουργία κρατά κλειστά τα πανεπιστήμια


Πολλοί αναρωτιούνται γιατί, ενώ υπήρχε ικανό χρονικό διάστημα - και υπάρχει ακόμα χρόνος - για να γίνουν όσα πρέπει ώστε τα μαθήματα το ακαδημαϊκό έτος 2020-21 να διεξάγονται κανονικά, διά ζώσης, και με όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία της υγείας φοιτητών, διδασκόντων και άλλων εργαζομένων, η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να κρατήσει κλειστά τα πανεπιστήμια (συχνά με την αγαστή συνεργασία των διοικήσεων των ιδρυμάτων);

Οποιος αναζητά απάντηση στην ευαισθησία της κυβέρνησης μπροστά στον κίνδυνο μετατροπής των πανεπιστημίων σε εστίες υπερμετάδοσης της πανδημίας, είναι προφανές ότι ζει σε συννεφάκια. Αλλωστε, τα πεπραγμένα της σε σχολεία, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ακόμα και στον ίδιο τον κλάδο της Υγείας, τα όσα καταγγέλλουν τα ταξικά σωματεία στους διάφορους κλάδους, τα όσα αποκαλύπτονται καθημερινά από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» μιλάνε από μόνα τους.

Γιατί δεν ανοίγουν τα πανεπιστήμια;

Αυτό είναι και το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τη στάση της κυβέρνησης σε σχέση με τη λειτουργία των πανεπιστημίων. Γιατί είναι δεδομένο ότι π.χ. σε σχέση με τα σχολεία το βασικό διακύβευμα ήταν το πώς θα μπορούσε να λυθεί προς όφελος των μεγαλοεπιχειρηματιών το εμπόδιο που έθετε στην «ομαλή» λειτουργία των επιχειρήσεών τους η διαχείριση από τους εργαζόμενους γονείς της αναγκαστικής παραμονής των παιδιών μικρών ηλικιών στο σπίτι (ιδίως στους κλάδους και τα αντικείμενα εργασίας όπου η τηλεργασία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να εφαρμοστεί εκτεταμένα).


Τα πανεπιστήμια, αντίθετα, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Ισα ίσα, η επιχειρηματική διάσταση της λειτουργίας τους δεν επηρεάζεται με τρόπο δισεπίλυτο από το καθεστώς της περισταλμένης λειτουργίας τους με κανονικούς όρους (διά ζώσης διδασκαλία στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα κ.λπ.). Ολα τα υπόλοιπα, έστω και με προσαρμογές, μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά, ενώ η πανδημία αποδεικνύεται - όπως δείχνει τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής πείρα - «χρυσή ευκαιρία» για να αναπτυχθεί περαιτέρω ο τομέας της εμπορίας εκπαιδευτικών υπηρεσιών τύπου εξ αποστάσεως. Η ανάπτυξη, δηλαδή, μιας αγοράς που στην Ελλάδα, τουλάχιστον, δεν έχει τις διαστάσεις που έχει σε άλλες χώρες, ενώ εδώ και χρόνια αποτελεί διακηρυγμένο στόχο η αναστροφή αυτής της κατάστασης. Οι σαν έτοιμες από καιρό σχετικές τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών, γραφιάδων της αστικής τάξης αλλά και διοικήσεων ιδρυμάτων και άλλων που προσβλέπουν στα έσοδα από τέτοιου είδους μπίζνες ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την - τότε - δικαιολογημένη απόφαση για αναστολή της διά ζώσης εκπαίδευσης στα πανεπιστήμια αν μη τι άλλο δείχνουν ότι τέτοια οξυμένα αντανακλαστικά έχουν καλλιεργηθεί από καιρό.

Θα μπορούσαν να ανοίξουν τα πανεπιστήμια και πώς;

Για την οικονομία της συζήτησης, ας δεχτούμε ότι οι οδηγίες βάσει των οποίων - υποτίθεται ότι - θεσπίζονται οι προϋποθέσεις για τις περιπτώσεις διά ζώσης διδασκαλίας που επιτρέπει η κυβέρνηση (δηλαδή τμήματα με 50 φοιτητές το πολύ, σε χώρους διδασκαλίας όπου είναι εφικτό να διατηρούνται οι απαιτούμενες αποστάσεις, με παράθυρα που να ανοίγουν και κλιματισμό που να μην ανακυκλώνει τον αέρα) είναι οι πρέπουσες και θα παραμένουν σε ισχύ για όσο είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με την πανδημία.


Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Δεν ήταν ήδη από νωρίς το καλοκαίρι, αν όχι από την άνοιξη ακόμα, αναμενόμενο ότι το φθινόπωρο θα έπρεπε να δοθεί λύση στο ζήτημα της λειτουργίας των πανεπιστημίων; Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που είναι γνωστό ότι οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων π.χ. για τα σχολεία είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς (ας αφήσουμε ασχολίαστο το αποτέλεσμά τους και τους όρους με τους οποίους τελικά άνοιξαν τα σχολεία...). Δεν ήταν προδιαγεγραμμένο εδώ και μήνες ότι το νέο ακαδημαϊκό έτος θα μας έφερνε αντιμέτωπους με το γνωστό εδώ και χρόνια πρόβλημα των ακατάλληλων και ελλιπών κτιριακών υποδομών στα πανεπιστήμια;

Αρα, είναι δεδομένο ότι υπήρχε επαρκής χρόνος για να δρομολογηθούν όλες οι απαιτούμενες ενέργειες ώστε τα πανεπιστήμια να μπορούν να λειτουργήσουν, λαμβάνοντας υπόψη την έγκαιρη επιστημονική προειδοποίηση για δεύτερο κύμα πανδημίας κατά τη διάρκεια του χειμερινού εξαμήνου.

Αρα, είναι δεδομένο ότι θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί έγκαιρα μέτρα με σκοπό τα πανεπιστήμια να ανοίξουν και να λειτουργήσουν κανονικά, με όλες τις προϋποθέσεις ώστε να μην εκτίθεται σε κίνδυνο η υγεία των φοιτητών, των διδασκόντων και των υπόλοιπων εργαζομένων. Ηταν, όμως, απόφαση της κυβέρνησης, με τη στήριξη ή και ανοχή της πλειοψηφίας - τουλάχιστον - των διοικήσεων να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Το ίδιο πλαίσιο συνεχίζει να ισχύει και σε σχέση με το εαρινό εξάμηνο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δύσκολα βάζει κανείς το χέρι του στη φωτιά ότι θα έχουμε ξεμπερδέψει μέχρι τότε με την COVID-19. Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η συνειδητή και με πολιτική απόφαση αδράνεια δεν αφορά μόνο τους προηγούμενους μήνες. Ο,τι δεν έγινε μέχρι πρότινος για να προλάβουμε το Σεπτέμβρη, ό,τι δεν γίνεται ούτε και σήμερα για να προλάβουμε το Νοέμβρη, δεν δρομολογείται ούτε καν για να προλάβουμε το Φλεβάρη.

Αν αναλύσουμε το πρόβλημα στις επιμέρους διαστάσεις του, θα συμφωνήσουμε λογικά όλοι στο αυτονόητο, ότι δηλαδή για να λειτουργήσουν κανονικά τα πανεπιστήμια, με βάση τις σχετικές οδηγίες που έχουν δοθεί από τις κρατικές υπηρεσίες, χρειάζονται περισσότερα και μικρότερα τμήματα σε κάθε μάθημα, άρα περισσότεροι χώροι διδασκαλίας και περισσότεροι διδάσκοντες.

Ως προς τους χώρους

Θέτουμε, λοιπόν, κάποια απολύτως εύλογα ερωτήματα:

  • Για ποιο λόγο δεν αξιοποιείται κανένα από τα ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ (δηλαδή όσα από αυτά δεν έχουν ακόμα ξεπουληθεί) ώστε να στεγαστούν εκπαιδευτικές λειτουργίες των πανεπιστημίων; Αν περιοριστούμε μόνο στην Αττική, στην ιστοσελίδα του ΤΑΙΠΕΔ υπάρχει αγγελία που διαφημίζει ότι προς πώληση παραμένουν ακόμα, καθώς δεν έχει προχωρήσει ο σχετικός διαγωνισμός:

-- Εκταση 3.300 τ.μ. στον Ταύρο (Κορυζή και Θράκης), δίπλα από την Πειραιώς και τη Χαμοστέρνας, με 5 αυτοτελή κτίρια συνολικού εμβαδού σχεδόν 1.700 τ.μ., το ένα εκ των οποίων μάλιστα είχε αρχική χρήση σχολείου (Σιβατανίδειος)

-- Πενταώροφη πολυκατοικία στην Ιπποκράτους 88, για εταιρική χρήση, σε καλή κατάσταση και λειτουργική, που ελάχιστα διαφέρει ως διαρρύθμιση από πολλούς χώρους που ήδη αξιοποιούνται - σε πολλές περιπτώσεις ως μισθωμένοι χώροι - από τα πανεπιστήμια.

Δεν θα μπορούσαν τέτοια ακίνητα, από το Μάη μέχρι σήμερα (ή και από σήμερα μέχρι το Νοέμβρη), να ετοιμαστούν ώστε να υποδεχτούν φοιτητές;

  • Για ποιο λόγο οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν προσανατολίστηκαν έγκαιρα στην κατάλληλη διαμόρφωση ακινήτων που έχουν στην περιουσία τους τα πανεπιστήμια, ώστε να αξιοποιούνται για την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών τους αναγκών, αντί να προσβλέπουν σε έσοδα από την επιχειρηματική τους εκμετάλλευση; Είναι γνωστό ότι η ακίνητη περιουσία που έχουν στη διάθεσή τους τα ιδρύματα είναι (αθροιστικά) τεράστια! Γι' αυτό εξάλλου και όλες οι κυβερνήσεις που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να διαμορφώσουν κατάλληλο πλαίσιο για την επιχειρηματική της εκμετάλλευση, στη λογική της «αυτοτέλειας» των ιδρυμάτων μέσα από τις Εταιρείες Αξιοποίησης Περιουσίας ή άλλες αντίστοιχες επιχειρησιακές μονάδες των ιδρυμάτων.
  • Για ποιο λόγο η κυβέρνηση δεν διέθεσε τα όποια κονδύλια θα απαιτούνταν για τις σχετικές εργασίες ώστε οι όποιοι διαθέσιμοι χώροι στην ιδιοκτησία των ιδρυμάτων να είναι έγκαιρα έτοιμοι για αυτόν το σκοπό; Για ποιο λόγο οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν έθεσαν ποτέ τέτοιο θέμα, αντίθετα πανηγύριζαν κάθε φορά που η εκάστοτε κυβέρνηση διαμόρφωνε πιο ευνοϊκούς όρους για την επιχειρηματική εκμετάλλευση της περιουσίας τους;
  • Για ποιο λόγο δεν διατέθηκαν - και δεν διατίθενται ακόμα και τώρα - επιπλέον κονδύλια, ώστε τα ιδρύματα να μισθώσουν διαθέσιμα κτίρια που να μπορούν να λειτουργήσουν ως εκπαιδευτήρια, τουλάχιστον μέχρις ότου δοθεί πιο μακροπρόθεσμη λύση στο κτιριακό; Περιοριζόμενοι και πάλι στην Αττική, μια βόλτα να κάνει κανείς στις διάφορες περιοχές, ακόμα και κοντά στα διάφορα ιδρύματα, θα δει πάμπολλα πολυώροφα κτίρια που μένουν ανεκμετάλλευτα, με ένα μεγάλο «ενοικιάζεται» στην πρόσοψή τους. Για να μη συζητήσουμε καν τη δυνατότητα αναγκαστικής επίταξης από το κράτος τέτοιων χώρων...

Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα το συμπέρασμα πως το εμπόδιο που υπάρχει λέγεται «επιχειρηματική αξιοποίηση της περιουσίας», τόσο του Δημοσίου (παρά τις άοκνες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι το «Υπερταμείο», που εποπτεύει την εκποίηση της κρατικής περιουσίας, αποτελεί επίτευγμα της κυβέρνησής του και δυνητικά αναπτυξιακό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης, πείθοντας, όπως φαίνεται, και την κυβέρνηση της ΝΔ που προχωρά τις εκκρεμούσες ιδιωτικοποιήσεις των «χρυσαφικών» που έχουν περιέλθει στην κατοχή του), όσο και των ιδρυμάτων (που προσβλέπουν στα έσοδα από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο real-estate για να παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα στις ετήσιες οικονομικές χρήσεις του Πανεπιστημίου ΑΕ).

Ως προς το προσωπικό

Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικά, αφού μια από τις πιο άμεσες συνέπειες της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, όπως αυτή ενισχύεται με τις διάφορες αναδιαρθρώσεις που έχουν υλοποιηθεί από όλες τις κυβερνήσεις που προωθούν τη διαδικασία της Μπολόνια, είναι ότι η αναλογία μόνιμων/συμβασιούχων διδασκόντων βαίνει συνεχώς μειούμενη, με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ να μειώνεται σχετικά αλλά και απόλυτα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 έμειναν κενές λόγω συνταξιοδότησης 373 θέσεις μελών ΔΕΠ, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Πρόσφατα κατανεμήθηκαν (χωρίς να έχουν ακόμα προκηρυχθεί) 200 θέσεις και αναμένονται άλλες 200. Με άλλα λόγια, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα επιπρόσθετα κενά που προέκυψαν το 2019 θα καλυφθούν μετά από δύο χρόνια, κι αυτό χωρίς να έχουν ακόμα καλυφθεί τα κενά των προηγούμενων ετών, αλλά ούτε και τα νέα κενά που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του 2020.

Για ποιο λόγο δεν έχουν επισπευσθεί ήδη από την άνοιξη (για να μείνουμε μόνο στο «έκτακτο» της πανδημίας και να μην επεκταθούμε στα διαχρονικά μεγάλα κενά και τις μη αναπληρώσεις αφυπηρετήσεων κ.λπ.) οι διαδικασίες ώστε να προσληφθούν νέα μέλη ΔΕΠ που θα αναλάβουν όσο το δυνατό πιο άμεσα καθήκοντα, χωρίς τις γνωστές καθυστερήσεις;

Συνεχίζοντας στην πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι όποιες νέες θέσεις προκηρύσσονται με το σταγονόμετρο (και δεν επαρκούν ούτε για την κάλυψη των κενών που προκύπτουν ούτε για τις απαιτήσεις που αυξάνονται), κατανέμονται με τρόπο με τον οποίο δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες των ιδρυμάτων, με τις διαδικασίες να τραβάνε επί μακρόν...

Ομως, οι συνέπειες της επιχειρηματικής λειτουργίας και της «οικονομικής αυτοτέλειας» των ιδρυμάτων φαίνονται ακόμα και σε ό,τι αφορά τους συμβασιούχους διδάσκοντες.

Μια από τις κατηγορίες συμβασιούχων διδασκόντων - που θεσμοθετήθηκε το 2013 και η κατοπινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζε για την υποτιθέμενη αναβάθμισή της - είναι αυτή των «ακαδημαϊκών υποτρόφων» (οι οποίοι πληρώνονται από τον προϋπολογισμό των ιδρυμάτων, δηλαδή από την κρατική επιχορήγηση και ίδιους πόρους των ιδρυμάτων). Οι σχετικές προκηρύξεις που βγήκαν την άνοιξη αφορούσαν έως και τριετείς προσλήψεις. Ομως, είναι ήδη αρκετές οι περιπτώσεις όπου, παρότι υπήρξαν κατάλληλοι υποψήφιοι και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αξιολόγησής τους, τα πανεπιστήμια αποφασίζουν να μην προχωρήσουν οι προσλήψεις για όλες τις θέσεις που προκηρύχθηκαν, γιατί δεν μπορούν να «σηκώσουν» οικονομικά το κόστος της μισθοδοσίας τους (ή γιατί επιλέγουν να διαθέσουν διαφορετικά τα χρήματα που υπάρχουν στα ταμεία τους). Ετσι, αφενός μειώνονται όσοι μπορούν να αναλάβουν τη διδασκαλία μαθημάτων, αφετέρου οι ώρες που θα έπαιρναν αυτοί οι συμβασιούχοι διδάσκοντες κατανέμονται σε μέλη ΔΕΠ, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και η δική τους διαθεσιμότητα ώστε να συμβάλλουν σε περισσότερα τμήματα.

Το ερώτημα, λοιπόν, προκύπτει αβίαστα: Για ποιο λόγο δεν διατίθενται στα ιδρύματα επιπλέον πόροι ώστε όχι μόνο να προκηρυχθούν περισσότερες θέσεις, αλλά και να διασφαλιστεί ότι θα μπορούν να προχωρήσουν τις σχετικές προσλήψεις;

Αντίστοιχα ισχύει και για τα ποσά που διατίθενται για θέσεις διδασκόντων βάσει του ΠΔ 407/80, αλλά και για την πρόσληψη συμβασιούχων διδασκόντων μέσω του προγράμματος «απόκτησης ακαδημαϊκής διδακτικής εμπειρίας σε νέους επιστήμονες κατόχους διδακτορικού», που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ.

Ιδιαίτερα για τη φετινή χρονιά, αξίζει να επισημανθεί ότι οι σχετικές προκηρύξεις για συμβασιούχους διδάσκοντες είχαν βγει ήδη από το καλοκαίρι, άρα κανείς δεν δικαιολογείται να πει ότι πιάστηκε εξαπίνης από την εξέλιξη της πανδημίας. Ηταν αποτέλεσμα απόφασης της κυβέρνησης και των διοικήσεων ότι δεν προκηρύχθηκαν οι θέσεις στον αριθμό που θα απαιτούνταν ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες με τις οποίες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπα τα ιδρύματα. Οπως επίσης επ' ουδενί δεν δικαιολογείται ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν έχουν ακόμα υπογραφεί οι συμβάσεις!

Οι πρόσφατες νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης για 284 θέσεις διδασκόντων του ΠΔ 407/80 και 2.000 θέσεις ανταποδοτικών υποτροφιών για επικουρικό διδακτικό προσωπικό - τις οποίες μάλιστα χαιρετίζουν και οι πρυτάνεις, θέλοντας να πετάξουν από πάνω τους το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί - δεν είναι ούτε καν σταγόνα στον ωκεανό, αφού ακόμα και αν με κάποιο μαγικό τρόπο ολοκληρωθούν οι προσλήψεις τους πριν από τα μέσα του εξαμήνου, ο συνολικός αριθμός των διδασκόντων που προκύπτει ίσα που φτάνει ώστε πέρυσι (όχι φέτος, στις συνθήκες της πανδημίας και ό,τι αυτές επιβάλλουν για να λειτουργήσουν σωστά τα ιδρύματα) να λειτουργούσαν με ομαλό τρόπο όλα τα θεωρητικά, εργαστηριακά και φροντιστηριακά μαθήματα που περιέχονται στα προγράμματα σπουδών, με ικανοποιητική αναλογία φοιτητών/διδάσκοντος.

Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα το συμπέρασμα πως το εμπόδιο που υπάρχει λέγεται «αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων του διδακτικού προσωπικού, εξαιτίας της επιχειρηματικής λειτουργίας των ιδρυμάτων». Η υποστελέχωση των ιδρυμάτων από μέλη ΔΕΠ συνοδεύεται από την επέκταση της πολυδιάσπασης των εργασιακών σχέσεων στο διδακτικό προσωπικό, με όλο και μεγαλύτερο αριθμό επιστημόνων να εργάζονται με όρους εργασιακής ανασφάλειας και να παραμένει εν αμφιβόλω από τη μια χρονιά στην άλλη αν θα υπάρχει διδάσκων για το τάδε ή το δείνα μάθημα. Οι φετινές συνθήκες απλώς μεγεθύνουν το πρόβλημα και τον αντίκτυπό του.

Η λύση στο πρόβλημα απαιτεί σύγκρουση με την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις, αλλά η υλοποίησή τους απαιτεί σύγκρουση με τη λογική της επιχειρηματικής λειτουργίας των ιδρυμάτων και τις πολιτικές που την προάγουν.

Σε αντιδιαστολή με τη μόνιμη επωδό κυβερνήσεων και διοικήσεων στις διεκδικήσεις των φοιτητών, των διδασκόντων και των άλλων εργαζομένων στα ιδρύματα για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους, το κόστος ουδέποτε αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για ό,τι σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτό επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα, στις συνθήκες της πανδημίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το καλοκαίρι και μετά προκηρύχθηκαν 3 σχετικά με τέτοιες δράσεις προγράμματα χρηματοδοτούμενα από ΕΣΠΑ, συνολικού ύψους σχεδόν 13 εκατ. ευρώ, με δικαιούχους τους ΕΛΚΕ των πανεπιστημίων. Δηλαδή, αποφασίστηκε να διατεθούν τα χρήματα αυτά όχι για να λειτουργήσουν κανονικά και με ασφάλεια για τους φοιτητές και τους εργαζομένους τους, αλλά στα εξής:

  • Πρόγραμμα για την υποστήριξη των ΜΟΔΙΠ, με στόχο την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη με βάση τις προτεραιότητες του κεφαλαίου λειτουργία των πανεπιστημίων, ύψους 6.260.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 17/8/2020 - 30/6/2021
  • Πρόγραμμα για την υποστήριξη των Γραφείων Διασύνδεσης των πανεπιστημίων, ύψους 5.331.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 7/9 - 31/12/2020
  • Πρόγραμμα «study in Greece» για την υποστήριξη της εξωστρέφειας και διεθνοποίησης των πανεπιστημίων, ώστε να εμπορεύονται και στην αγορά του εξωτερικού εκπαιδευτικές και ερευνητικές υπηρεσίες, ύψους 1.287.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 17/8 - 31/12/2020.

Είναι, εξάλλου, εύγλωττες και οι εικόνες στο πρόσφατο δελτίο Τύπου του υπουργείου Παιδείας, με τους πελάτες του πρώτου ξενόγλωσσου προπτυχιακού προγράμματος σπουδών με δίδακτρα - ο θεμέλιος λίθος για το οποίο μπήκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - να περιδιαβαίνουν στις αρχές του μήνα, με περιχαρείς τις πρυτανικές αρχές και τους υπευθύνους του προγράμματος ως ξεναγούς, στο κτίριο της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ, που παραμένει κλειστό για τα μαθήματα των προπτυχιακών φοιτητών.

Μέσα και από αυτό το παράδειγμα, αποδεικνύεται ότι στην προώθηση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων συμπράττουν με τις αστικές κυβερνήσεις και οι διοικήσεις των ιδρυμάτων, λειτουργώντας ως CEO (διευθύνοντες σύμβουλοι) του πανεπιστημίου - επιχείρηση.

Ενα ακόμα παράδειγμα - από τα πολλά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε - είναι εξίσου εύγλωττο. Η Σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου ενέκρινε στις 24/6/2020 τον απολογισμό του Πανεπιστημίου για το οικονομικό έτος 2019, με τη σχετική απόφαση να αναφέρει: «Το συνολικό πλεόνασμα της Χρηματικής Διαχείρισης σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Πανεπιστημίου, το οποίο ανέρχεται σε ποσό ύψους 13.776.373,91 ευρώ (...) μεταφέρεται στο επόμενο έτος 2020 ως διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης της νέας χρήσης. Επίσης το Πανεπιστήμιο διαθέτει Μετοχικό Χαρτοφυλάκιο, η αποτίμηση του οποίου στις 31/12/2019 ήταν 72.829,20 ευρώ». Κι όμως, τα σχέδια για ανέγερση πολυώροφου κτιρίου που θα καλύπτει εκπαιδευτικές ανάγκες σε ιδιόκτητο ακίνητο στο Νέο Κόσμο συνεχίζουν να παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες. Ενώ στον αναθεωρημένο στις 29/7/2020 προϋπολογισμό του Παντείου για το 2020 δεν εγγράφεται υπόλοιπο ή πίστωση για τη σχετική μελέτη που αποφασίστηκε το 2009, η συνεδρίαση της Συγκλήτου στις 18/9 ενέκρινε «την επικαιροποίηση της έγκρισης προκήρυξης Ανοικτού Δημόσιου Πλειοδοτικού Διαγωνισμού, με σφραγισμένες προσφορές, για την εκμίσθωση του ιδιόκτητου οικοπέδου του Πανεπιστημίου επί της οδού Ιωσήφ των Ρώγων 10» για οποιαδήποτε χρήση. Την ίδια στιγμή, φέτος δεν ανανεώθηκε το μισθωτήριο συμβόλαιο που έληγε στις 30/9 για παρακείμενο κτίριο συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας 3.613 τ.μ. που νοίκιαζε εδώ και χρόνια, στο οποίο μπορούσαν να φιλοξενηθούν εκπαιδευτικές διαδικασίες. Δηλαδή, η λογική της επιχειρηματικής λειτουργίας ωθεί το πανεπιστήμιο όχι μόνο να μη διαθέτει επαρκείς κτιριακές υποδομές, αλλά φέτος να έχει ακόμα λιγότερους χώρους διαθέσιμους σε σχέση με πέρυσι, την ώρα που οι ανάγκες είναι ακόμα μεγαλύτερες.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι σαφές: Ο αντίπαλος στον αγώνα των φοιτητών, των μελών ΔΕΠ, των νέων επιστημόνων και των υπόλοιπων εργαζομένων στα ιδρύματα είναι η επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων. Είναι η πολιτική που υλοποιούν οι αστικές κυβερνήσεις, σε σύμπραξη με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων. Είναι η στρατηγική του κεφαλαίου, που συνθλίβει τις προοπτικές, τη ζωή, τους όρους σπουδών και δουλειάς φοιτητών και εργαζομένων. Οι ρεαλιστικές δυνατότητες που υπάρχουν ώστε τα πανεπιστήμια να ανοίξουν και να λειτουργήσουν κανονικά και με ασφάλεια για φοιτητές και εργαζόμενους μπορούν να επιβληθούν από τους αγώνες του κινήματος, όσο δυναμώνει η σύγκρουση με τον πραγματικό αντίπαλο.

Η πρωτοπόρα δράση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα πανεπιστήμια ανοίγει δρόμους ώστε ο δίκαιος αγώνας των φοιτητών και των εργαζομένων για το ασφαλές άνοιγμα των πανεπιστημίων, με όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, να έχει νικηφόρα έκβαση.


Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου