Με αφορμή τη δημοσιοποίηση των δεκάδων καταγγελιών για σεξουαλική βία και παρενόχληση από πληθώρα γυναικών, επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών. Η ξεκάθαρη καταδίκη τέτοιων περιστατικών είναι αυτονόητη, χωρίς «ναι μεν, αλλά». Πόσα ερωτήματα γεννιούνται με βάση αυτά που έρχονται στην επιφάνεια; Ποιοι παράγοντες ευθύνονται; Η κατάσταση που αντιμετωπίζουν χιλιάδες εργαζόμενες στον κλάδο του Τουρισμού και του Επισιτισμού αποκαλύπτει τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές αιτίες της πολύμορφης βίας σε βάρος των γυναικών.
Στη «βαριά βιομηχανία» του Τουρισμού ξεπροβάλλουν ακόμα πιο αποκρουστικά τα αντιδραστικά δόντια της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας, ο οικονομικός και κοινωνικός καταναγκασμός. Σε πρόσφατη έρευνα αναδείχτηκε ότι το 85% των εργαζόμενων γυναικών στον Επισιτισμό – Τουρισμό έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, ενώ το 77% δήλωσε ότι είναι «συχνό» ή «πολύ συχνό» φαινόμενο.
Από τις δεκάδες καταγγελίες που έχουν γίνει στο Συνδικάτο Επισιτισμού – Τουρισμού Ν. Αττικής και σε επιχειρησιακά Σωματεία του κλάδου, οι εργαζόμενες έρχονται αντιμέτωπες με τη σεξουαλική βία κατά κύριο λόγο από τους εργοδότες ή από τους προϊστάμενους. Αυτή η ωμή και χυδαία μορφή της βίας κατά των γυναικών συχνά συγκαλύπτεται κάτω από το πέπλο της «οικειότητας», της «παρεξήγησης», όπως επικαλέστηκε προϊστάμενος σε κουζίνα πεντάστερου ξενοδοχείου, ο οποίος καταγγέλθηκε για ανάρμοστες χειρονομίες απέναντι σε εργαζόμενες.
Η ξενοδοχοϋπάλληλος, η σερβιτόρα, είναι εκτεθειμένη στην εργοδοτική τρομοκρατία, στους εκβιασμούς των ξενοδοχειακών ομίλων και των πολυτελών εστιατορίων, που με κριτήριο τα κέρδη τους παρεμβαίνουν χυδαία ακόμα και στο ντύσιμο των εργαζόμενων γυναικών για την… προσέλκυση πελατείας. Τέτοια περιστατικά δεν αναπτύσσονται σε «κοινωνικό κενό», αλλά στο έδαφος της εμπορευματοποίησης της σεξουαλικότητας, που η σήψη του αγκαλιάζει και το λεγόμενο «τουριστικό προϊόν».
Τα παραπάνω περιστατικά αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου της εργοδοτικής βίας που δέχεται η εργαζόμενη, αλλά και ο εργαζόμενος. Η λεκτική βία, το βρίσιμο και ο εξευτελισμός αποτελούν «κανονικότητα» για όσες και όσους εργάζονται στον κλάδο, με τον εκάστοτε εργοδότη και εργοδότρια, διευθυντή και διευθύντρια, προϊστάμενο και προϊσταμένη να ασκεί πίεση για να γίνουν οι εργαζόμενοι «πιο παραγωγικοί», να τους «κοπεί ο αέρας».
Συχνές είναι οι καταγγελίες εργαζόμενων γυναικών, αλλά και ανδρών, για άσκηση σωματικής βίας, κοινώς ξυλοδαρμό, απευθείας από εργοδότες, από προϊστάμενους, αλλά και προϊστάμενες, ακόμη και από «πληρωμένους» μπράβους, επειδή… τόλμησαν να ζητήσουν τον μισθό τους, τα επιδόματά τους ή να μη δουλεύουν εξαντλητικά, ακόμα και 12ωρα.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι οι συνέπειες της πολύμορφης βίας κατά των γυναικών είναι πιο βαριές για την εργαζόμενη, η οποία βιώνει την ανασφάλεια της «ευέλικτης» εργασίας, του πετσοκομμένου εισοδήματος, των υποβαθμισμένων και εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών Υγείας – Πρόνοιας. Οι εργαζόμενες στον κλάδο του Επισιτισμού – Τουρισμού έρχονται αντιμέτωπες με τον εκβιασμό να υπογράψουν δήλωση ότι δεν θα μείνουν έγκυες, ως προϋπόθεση για να προσληφθούν στο ξενοδοχείο ή στο εστιατόριο. Απειλούνται ακόμα και με απόλυση αν ζητήσουν άδεια για να πάρουν το παιδί από το σχολείο, από τον παιδικό σταθμό. Πρόκειται για εκβιασμούς που «εκτοξεύουν» ακόμη και γυναίκες διευθυντικά στελέχη, προϊστάμενες.
Οι γυναίκες στον κλάδο βιώνουν τη βία της υπερεντατικοποίησης και των ακανόνιστων ωραρίων εργασίας, ενώ ο εργοδοτικός εκβιασμός φτάνει σε δηλώσεις όπως «δεν θα φύγεις αν δεν τελειώσεις τη δουλειά», «δεν θα κάνεις διάλειμμα», «θα έρθεις όποτε και για όσο χρειαστεί για δουλειά». Σε αυτό το πλαίσιο, χιλιάδες καμαριέρες, σερβιτόρες και άλλες εργαζόμενες εξαναγκάζονται να παίρνουν τόνους αναλγητικά για να αντέξουν τους σωματικούς πόνους κατά τη διάρκεια της εντατικής δουλειάς.
Στο ερώτημα γιατί όλα αυτά δεν βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας, δεν καταγγέλλονται, η απάντηση βρίσκεται στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η γυναίκα στο χώρο δουλειάς.
Είναι ο φόβος της σύγκρουσης με τον εργοδότη ή τον προϊστάμενο, της απόλυσης και της ανεργίας, ακόμα του κοινωνικού στιγματισμού. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η εργαζόμενη υποχρεώνεται να μένει σιωπηλή. Αρα, δεν είναι ατομικό της ζήτημα να «σπάσει τη σιωπή» της, όπως προβάλλεται από τη σημερινή κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, όπως και από τον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Το θάρρος, η τόλμη, η χειραφέτηση και η αντοχή απέναντι στις πιέσεις μπορούν να αναπτυχθούν στο έδαφος της συλλογικότητας, της συναδελφικότητας, της αλληλεγγύης, που είναι το πραγματικό «δίχτυ ασφαλείας» στους χώρους δουλειάς.
Οι δεκάδες καταγγελίες που γίνονται στα εργατικά σωματεία του κλάδου Τουρισμού – Επισιτισμού, επιβεβαιώνουν ότι η δημοσιοποίηση, η καταγγελία δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπιστούν τέτοια φαινόμενα.
Γιατί μια εργαζόμενη έχει να αντιμετωπίσει πολλούς σκοπέλους μέχρι την τελεσίδικη καταδίκη του δράστη: Από την αστυνομική αυθαιρεσία μέχρι τις μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες, που τις αποθαρρύνουν να καταγγείλουν σε νομικό επίπεδο το περιστατικό. Κυρίως, μαζί με την ατομική ευθύνη των δραστών τέτοιων εγκληματικών πράξεων, που πρέπει να αποδοθεί από τη Δικαιοσύνη, χρειάζεται να βγουν στο «φως» οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διευκολύνουν τη δράση τους.
Οσο κυριαρχούν ο ανταγωνισμός, η αποθέωση της ατομικότητας σε βάρος της συλλογικότητας, ο οικονομικός και κοινωνικός καταναγκασμός, κάθε γυναίκα, εργαζόμενη είναι ευάλωτη σε κάθε είδους κίνδυνο.
Δηλαδή, η ολόπλευρη στήριξη της γυναίκας για να σταθεί στα πόδια της, οικονομικά και κοινωνικά ανεξάρτητη, ώστε να αποκρούσει, να αντισταθεί και να καταγγείλει τέτοια περιστατικά πολύμορφης βίας στο χώρο δουλειάς, σκοντάφτει στις πολιτικές διαχρονικά των κυβερνήσεων και της ΕΕ.
Σήμερα, πάνω στο «πλούσιο» αντεργατικό νομοθετικό έργο όλων των μέχρι τώρα κυβερνήσεων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ), που βάθυναν την εκμετάλλευση και καταπίεση, γενίκευσαν την ανασφάλεια των εργαζόμενων γυναικών και το σμπαράλιασμα της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, έρχονται να προστεθούν και νέα αντεργατικά μέτρα, που συνοδεύονται με την ένταση της καταστολής και το παραπέρα χτύπημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της ΝΔ ετοιμάζεται να φέρει προς κύρωση στη Βουλή τη Διεθνή Σύμβαση κατά της βίας και της παρενόχλησης (αρ. 190) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η βία και η παρενόχληση είναι ασυμβίβαστα με την προώθηση βιώσιμων επιχειρήσεων και επηρεάζουν αρνητικά την οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, την αφοσίωση των εργαζομένων, τη φήμη των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα». Βέβαια, δεν πρόκειται για «πρωτοτυπία» της σημερινής κυβέρνησης. Στο ίδιο «μήκος κύματος» ήταν και ο περιβόητος νόμος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για την «ισότητα των φύλων», που χαρίζει «βραβεία ισότητας» σε επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Η αλήθεια είναι ότι τα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών υπολογίζουν, ανάμεσα στα άλλα, το «κόστος» που έχουν τέτοιες κραυγαλέες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών για το καπιταλιστικό κράτος και τους επιχειρηματικούς ομίλους. Με βάση και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, «κοστολογούν» τις συνέπειες που έχει η κακοποίηση μιας γυναίκας στη χαμηλότερη παραγωγικότητά της στην εργασία, το «κόστος» των υπηρεσιών συμβουλευτικής, ψυχολογικής, νομικής υποστήριξης που χρειάζεται.
Στο ερώτημα «πώς μπορεί να σπάσει» ο φαύλος κύκλος της βίας κατά των γυναικών, η απάντηση βρίσκεται στην ανατροπή των οικονομικών και κοινωνικών όρων που γεννούν και αναπαράγουν την ανισότιμη θέση της γυναίκας στην εργασία, στην οικογένεια, σε κάθε πλευρά της κοινωνικής της ζωής.
Γιατί η βία κάθε μορφής σε βάρος των γυναικών δεν αποτελεί μια παρέκκλιση κάποιων ατόμων ή αποτέλεσμα της «κρίσης των ανθρώπινων αξιών, της ηθικής». Πηγάζει από το «δίκαιο» που επιβάλλει ο καπιταλισμός, από τις αξίες που εκπορεύονται από την ίδια τη φύση του: Την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους, του ανελέητου ανταγωνισμού.
Η σιωπή των γυναικών για την πολύμορφη βία, ιδιαίτερα την εργοδοτική, κρατική, μπορεί να σπάσει στους χώρους δουλειάς, εκεί που χτίζεται πραγματικά ασπίδα προστασίας μέσα από τον συλλογικό αγώνα για να ξεριζωθεί το αγκάθι της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, που ξεσκίζει τις σύγχρονες δυνατότητες να ζήσουμε όπως μας αξίζει τον 21ο αιώνα.
Ρεαλιστική απάντηση στα αδιέξοδα που συναντά η γυναίκα σε κάθε πλευρά της κοινωνικής της ζωής στον καπιταλισμό είναι η συμπόρευση με το ΚΚΕ στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας, που μπαίνουν οι βάσεις για την ισοτιμία της γυναίκας, την απελευθέρωσή της από κάθε κοινωνική καταπίεση.
Τ. Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου