Το γιορτινό δωδεκαήμερο της τελευταίας βδομάδας κάθε χρόνου και της πρώτης του επόμενου θεωρείται ως μία από τις πιο χαρούμενες και γεμάτες προσμονή περιόδους. Για τα παιδιά είναι η εποχή των δώρων, του χριστουγεννιάτικου δέντρου, του Αϊ-Βασίλη, της ανταλλαγής ευχών, της γλυκιάς επανάληψης εθίμων που έχουν επιβιώσει στο πέρασμα των αιώνων. Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν αποτυπωθεί και στην παγκόσμια κλασική λογοτεχνία, μαζί και με κάποιες άλλες πλευρές, ίσως όχι τόσο ευχάριστες, αλλά που προβληματίζουν και σήμερα κάθε νέο και νέα που αναζητά το δίκαιο. Ας ρίξουμε μια ματιά…Γιορτινές αντιθέσεις…
Κάποιοι θα πουν πως τα Χριστούγεννα είναι περίοδος «αλληλεγγύης», αλλά τι ακριβώς σημαίνει «αλληλεγγύη»; Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την αλληλοβοήθεια μεταξύ ανθρώπων που έχουν συμφέρον να παραμείνει ισχυρή η δύναμη του συνόλου τους. Αλληλεγγύη μπορεί να υπάρχει μόνο ανάμεσα σε ίσους. Η έννοιά της δεν μπορεί να μπερδεύεται με την ελεημοσύνη των εκμεταλλευτών προς τους εκμεταλλευόμενους, στην οποία μάλιστα επιχειρούν να απονείμουν και τον βαρύγδουπο τίτλο της «φιλανθρωπίας»… Η λογοτεχνία ποτέ δεν έμεινε αδιάφορη μπροστά στο φαινόμενο της υποκρισίας των εκμεταλλευτών απέναντι στη φτώχεια και την εξαθλίωση των θυμάτων τους. Τα προσωπεία της πρόσκαιρης και ουσιαστικά ανώφελης ελεημοσύνης τους έγιναν η μαγιά ώστε να γεννηθούν ιστορίες όπως «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν δεν δίστασε να γράψει ίσως την πιο θλιβερή πρωτοχρονιάτικη ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μάλιστα, υπάρχει και δεύτερη ιστορία, παρόμοια με αυτήν, όχι τόσο γνωστή «Το παιδί στο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο», παρότι ο συγγραφέας της, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, είναι το ίδιο γνωστός με τον προγενέστερότου Άντερσεν. Το φαινόμενο των παρατημένων, πεινασμένων και παγωμένων παιδιών υπήρχε στη Δανία του Άντερσεν, όπως και στη Ρωσία του Ντοστογιέφσκι. Οι δυο συγγραφείς αποτύπωσαν αποφασιστικά στο έργο τους τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων.
Το χριστουγεννιάτικο δέντροΑπό τον 16ο αιώνα οι Αλσατοί ύψωναν στο σπίτι τους ένα χριστουγεννιάτικο έλατο. Το στόλιζαν με χάρτινες ροδέλες, μήλα, όστιες, γλυκά. Αυτή η παράδοση υιοθετήθηκε στη Γερμανία τον επόμενο αιώνα. Τα μήλα αντικαταστάθηκαν από γυάλινα στολίδια, η όστια από αμυγδαλωτά, ενώ άναψαν τα πρώτα κεριά. Στο τέλος του 18ου αιώνα, το δέντρο έφτασε στην Πεν- συλβανία από τους Γερμανούς μετανάστες. Στη συνέχεια, εξαπλώθηκε σ’ όλη την Αμερική και στην Αγγλία. Η «Ιστορία ενός Καρυοθραύστη», που υπογράφεται από τον Αλέξανδρο Δουμά, βασίζεται σ’ ένα παραμύθι του Χόφμαν. Ο κανονικός του τίτλος είναι «Ο Καρυοθραύστης της Νυρεμβέργης». Γνωστό και σαν «Ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Ποντικών», διαδραματίζεται μία παραμονή Χριστουγέννων. Αν και δε γίνεται σαφές ποιας χρονιάς, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για τον 18ο αιώνα. Η περιγραφή του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου είναι λεπτομερέστατη. Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Μαρίας-Αυγούστας Κούτσερα Τραπ υπάρχει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο Αυστριακά Χριστούγεννα. Η συγγραφέας, διάσημη από τη μεταφορά της ζωής της στον κινηματογράφο («Η μελωδία της ευτυχίας»), περιγράφει αναλυτικά τον γιορτασμό των Αυστριακών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το αμερικάνικο έθιμο ήθελε τον Σάντα Κλάους να φέρνει ο ίδιος το έλατο στη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης νύχτας και να το στολίζει μόνος του. Αρχικά, ήταν λιλιπούτειο κι έμοιαζε μ’ ένα φουσκωμένο γλυκό πάνω στο τραπέζι! Η Γαλλία γνώρισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μετά τον πόλεμο του 1870 από τους Αλσατούς μετανάστες. Στην Ελλάδα, το έθιμο ήρθε με τον Βαυαρό βασιλιά Όθωνα, το 1833. Αρχικά στολίστηκε στα ανάκτορα του Ναυπλίου και μετά στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν, αλλά σαν γιορταστική συνήθεια στα σπίτια άργησε πολύ να καθιερωθεί.
Αϊ-ΒασίληςΤα παιδιά τον σκέφτονται πάντα, αλλά δεν τον λένε παντού το ίδιο. Father Christmas (Αγγλία), Weihnachtsmann (Γερμανία), pere Noel (Γαλλία), Babbo Natale (Ιταλία), Santakurosu (Ιαπωνία), Noel Baba (Τουρκία)… είναι μόνο λίγα από τα αναρίθμητα ονόματά του. Οι Ολλανδοί, στους οποίους χρωστάει το ταξίδι του στην Αμερική, τον αποκαλούν Σίντερ Κλάας, αφού πρόκειται για τον Άγιο Νικόλα, Επίσκοπο Μύρων, ενώ ο ελληνορθόδοξος «Αϊ-Βασίλης» είναι ο Επίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος. Στην Αμερική, ο Άγιος Νικόλας έγινε ο Σάντα Κλάους. Η φιγούρα του δεν σχετίζεται πια με τη θρησκεία, εξάλλου, η προσωπικότητά του έχει υποστεί μια σειρά μεταβολέςστην εξέλιξή της. Το πιο γνωστό ποίημα που υπάρχει για τον Αϊ-Βασίλη (Σάντα Κλάους) δημοσιεύτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1823, με τίτλο «Η νύχτα της Παραμονής» σε μια μικρή πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Συγγραφέας του ο Κλέμεντ Μουρ. «Τη Νύχτα της Παραμονής σ’ ολόκληρο το σπίτι / κανένας δεν κουνιότανε ούτε και τα ποντίκια / Οι κάλτσες κρεμαστήκανε κοντά στην καμινάδα / ελπίζοντας να ’ρθει ξανά ο καλός ο Αϊ-Νικόλας…». Οι δεκατέσσερις στροφές του ποιήματος διαμόρφωσαν και παγίωσαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του Σάντα Κλάους. Είναι ένας παχουλός και κοκκινομάγουλος ηλικιωμένος που φοράει γούνα, κουβαλάει σάκο με παιχνίδια και γεμίζει τις κάλτσες στο τζάκι. Ο Μουρ αναφέρει και τα ονόματα των οχτώ ταράνδων του (σε ελεύθερη απόδοση: Ορμητικός, Χορευτής, Άλτης, Δύστροπος, Κομήτης, Άπληστος, Βροντερός, Αστραφτερός). Ο ένατος τάρανδος προστέθηκε αργότερα, ύστερα από την επιτυχία της ιστορίας «Ρούντολφ, το κοκκινομύτικο ελαφάκι» (1939), που έγραψε ο Ρόμπερτ Λιούις Μέι.
Τα δώρα στις κάλτσες και τα παπούτσιαΤο πιο σημαντικό πράγμα για τα παιδιά ήταν πάντα τα δώρα! Στη Γερμανία και την Αυστρία τα δώρα βρίσκονταν στο τραπέζι πάνω στο οποίο στηνόταν το δέντρο. Το έθιμο να μπαίνουν μέσα σε κάλτσες, κρεμασμένες στο τζάκι, είναι αμερικανική επινόηση. Ο εικονογράφος Τόμας Ναστ έχει απεικονίσει πολλά χριστουγεννιάτικα τζάκια με κάλτσες. Το 1869, στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της, «Μικρές Κυρίες», η Λουίζα Μέι Άλκοτ περιγράφει την απογοήτευσή της, «όταν είδε ότι δεν υπήρχαν οι κάλτσες με τα δώρα στο τζάκι»… Στην Ευρώπη τα δώρα δεν έμπαιναν στις κάλτσες, αλλά στα παπούτσια, όπου τα έβαζε τη νύχτα ο Άγιος Νικόλας. Το πρωί ήταν γεμάτα πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, σταφιδόψωμα και τσουρεκάκια. Γύρω από τα παπούτσια υπήρχαν καραμέλες, σοκολατάκια, αμυγδαλωτά, μαρέγκες και, ανάμεσά τους, παιχνίδια, τρομπέτες, αλογάκια, κούκλες… Στους «Αθλίους» του Ουγκώ (1862), η πρώτη συνάντηση του Γιάννη Αγιάννη με τη μικρή Τιτίκα γίνεται τη μέρα των Χριστουγέννων του 1823, στο χωριό Μομφερμέιγ. Εκεί, δίνεται στον Γιάννη Αγιάννη η ευκαιρία να θυμηθεί «την χαριτωμένη και παλιά παιδική συνήθεια, να βάζουνε την ημέρα των Χριστουγέννων τα παπουτσάκια τουςστο τζάκι, για να πάει τη νύχτα ο Μπάρμπα Νοέλ να τους βάλει μέσα κανένα λαμπρό δώρο».
Η ιστορία του ΣκρουτζΗ «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» («A Christmas Carol») του Ντίκενς κυκλοφόρησε ακριβώς μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843. Ο συγγραφέας βρισκόταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Φημολογείται ότι πλήρωσε ο ίδιος τα χρήματα για να εκδοθεί το βιβλίο, απαίτησε ωστόσο η τιμή να είναι χαμηλή, για να μπορούν αρκετοί να το αγοράσουν. Ο Ντίκενς αναφέρεται ξεκάθαρα και στην παιδική εργασία. Η μεγαλύτερη κόρη του Κράτσιτ, υπαλλήλου του εκμεταλλευτή και τσιγκούνη Σκρουτζ, είναι μαθητευόμενη σε καπελού. Δουλεύει ασταμάτητα, ενώ ο μικρότερος γιος πρόκειται να μπει παραγιός σε κάποιο ενεχυροδανειστήριο. Το φαινόμενο της παιδικής εργασίας είχε λάβει σημαντικές διαστάσεις στην Αγγλία κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ειδικότερα στον κλάδο της βαμβακουργίας. Οι Άγγλοι βιομήχανοι στρατολογούσαν κυρίως ορφανά, σε συμφωνία με τις ενορίες ή τις κοινότητες υπό την προστασία των οποίων υποτίθεται ότι βρίσκονταν οι ανήλικοι. Όταν τα ορφανά δεν επαρκούσαν πλέον για τις ανάγκες των εργοστασίων, οι εργοδότες απευθύνονταν στους εξαθλιωμένους γονείς. Έτσι, επικράτησε η συνήθεια να προσλαμβάνονται παιδιά από την ηλικία των 4 και των 5, όταν δηλαδή κρίνονταν ικανά να εκτελέσουν μια εργασία «σωστά». Το 1831 (μια δεκαετία περίπου πριν γραφτεί η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»), η ερευνητική επιτροπή Σάντλερ είχε καταγγείλει δριμύτατα την εκμετάλλευση του χρόνου εργασίας των μικρών παιδιών, αποκαλύπτοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν, που ήταν πράγματι τρομακτικές.
Σύγχρονοι Σκρουτζ και Κράτσιτ…Στην ιστορία του Ντίκενς, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, τη νύχτα της Παραμονής των Χριστουγέννων δέχεται την επίσκεψη τριών φαντασμάτων που τον βοηθούν να δει τους ανθρώπους και τον εαυτό του με άλλο μάτι. Σήμερα δεν υπάρχουν αυταπάτες για το αν μπορεί να διαφοροποιηθεί η στάση των σύγχρονων Σκρουτζ, παρά μόνο σε εκείνους που τις επιτρέπουν στον εαυτό τους… Ο καπιταλιστής δεν γίνεται να «αλλάξει», εκτός αν πάψει να υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όσο για τους σύγχρονους Κράτσιτ, ευτυχώς δεν είναι μόνοι τους! Υπάρχει η αλληλεγγύη, το εργατικό σωματείο, υπάρχει ένα ολοκληρωμένο όραμα για το πώς μπορεί να είναι το μέλλον, χωρίς εκμεταλλευτές Σκρουτζ και χωρίς καταπιεσμένους Κράτσιτ και υπάρχουν πολλοί που παλεύουν για αυτό, ενώ στο χέρι του καθενός είναι να γίνουν ακόμα περισσότεροι. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που μεγάλοι συγγραφείς, όπως είναι ο Ντίκενς, ο Παπαδιαμάντης, ο Ουγκώ κ.ά., έχοντας βιώσει και οι ίδιοι την ανέχεια, στρέφουν την προσοχή τους στον φτωχό, απροστάτευτο λαϊκό άνθρωπο και, με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά τους, δεν αποκαλύπτουν μόνο, αλλά και καταγγέλλουν, έμμεσα ή άμεσα, την κοινωνική αδικία. Αν και οι αντιλήψεις τους για τον άνθρωπο και τον κόσμο έχουν διαφορετική ιδεολογική αφετηρία με τον βαθύ ανθρωπισμό τους και τους οραματισμούς τους για μια καλύτερη ζωή, κατορθώνουν να μας θυμίσουν ότι αυτός ο κόσμος πρέπει επιτέλους να αλλάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου