«Τι σπουδαίος ποιητής που είσαι αδερφέ μου...»
«Τι σπουδαίος ποιητής που είσαι αδερφέ μου...», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος αναφερόμενος στον Τούρκο κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, που σήμερα συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση του.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1902, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και το 1921 ξεκινά το ταξίδι του προς την Ανατολή, για να ενταχθεί στον «Πόλεμο Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ.
Η γνωριμία με την κομμουνιστική ιδεολογία, μέσω Τούρκων φοιτητών Σπαρτακιστών, η φτώχεια και η δυστυχία που συνάντησε στην πεζοπορία του προς την Άγκυρα, τον κάνουν να αλλάξει ρότα. Μαθαίνει για την Οκτωβριανή Επανάσταση και αποφασίζει να ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ. Το 1922 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας και σπουδάζει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ).
Επιστρέφει στην Τουρκία. Γράφει και αγωνίζεται. Ανανεώνει τη μορφή και το περιεχόμενο της τουρκικής ποίησης. Εισάγει τον ελεύθερο στίχο και ένα ευρύ φάσμα νέων θεμάτων στην ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά την τουρκική λογοτεχνία. Παράλληλα, οι διώξεις είναι συνεχείς. «Είμαι ένας κομμουνιστής ποιητής και κάθε μέρα προσπαθώ να γίνω καλύτερος κομμουνιστής και καλύτερος ποιητής», θα πει σε κάποια από τις απολογίες του. Και τα καταφέρνει. Η ποίηση του Χικμέτ είναι ουσιαστικά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, θαυμαστά απέριττη, ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων, δίδαγμα ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά στην εποχή του και στον κόσμο. Βρίσκεται σε ευθεία ανταπόκριση με τα γεγονότα της εποχής του. Η ποίηση για τον μεγάλο Τούρκο ποιητή είναι η καταφυγή του, το όπλο του, ο τρόπος της ελευθερίας του και η μεγαλύτερη ευτυχία του, θα γράψει ο Γ. Ρίτσος στα μελετήματά του.
Το 1938 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε 28 χρόνια και 4 μήνες φυλάκισης.
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα
ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά
της μεγάλης οργής μας και της άγιας ελπίδας μας.
Στη φυλακή γράφει μερικά από τα πιο σπουδαία του έργα. Δεν λυγίζει στις πιέσεις. Αρνείται να σωπάσει.
Τον σκοπό που είναι να φτάσουμε,
θα τον φτάσουμε με αίμα. Και τη νίκη,
θα την αρπάξουμε με τα νύχια μας.
Και θα ξεχάσουμε να συγχωρούμε.
Οι απεργίες πείνας και τα σοβαρά προβλήματα υγείας του ποιητή πυροδοτούν κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης. Διανοητές όπως οι Ελυάρ, Κιουρί, Νερούντα, Σαρτρ, Πικάσο ζητούν την απελευθέρωσή του. Το 1950 αποφυλακίζεται. Το 1951 καλείται στην Άγκυρα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, με στόχο να χαθεί κάπου στα βάθη της Ανατολής. Κατορθώνει και διαφεύγει. Μέσω Ρουμανίας, φτάνει στη Μόσχα. Στις 25 Ιούλη 1951 του αφαιρείται η τουρκική υπηκοότητα. Στην πατρίδα του τον αποκαλούν προδότη κι αυτός απαντά:
Αν η πατρίδα είναι τα τσιφλίκια σας (...)
να πίνουν το κόκκινο αίμα μας στα εργοστάσια αν είναι πατρίδα (...)
εγώ είμαι προδότης.
Γράψτε πάνω σε τρεις στήλες με κατάμαυρους κραυγαλέους τίτλους:
Ο Ναζίμ Χικμέτ συνεχίζει να είν' ακόμα προδότης.
Το 1/3 περίπου της ζωής του βρίσκει καταφύγιο στην ΕΣΣΔ. Ως καλλιτεχνικός της «πρεσβευτής» ταξιδεύει σε πολλές χώρες. Συμμετέχει στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης. Με τους στίχους του και την κοινωνική του δραστηριότητα παλεύει για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της φιλίας των λαών, για ένα μέλλον χωρίς εκμετάλλευση. Μάχεται τον εθνικισμό και το σοβινισμό. Τραγούδησε εξίσου για τους «χωριάτες του Αϊδινιού, για τους εργάτες της Ισταμπούλ και τους ψαράδες της Σάμου»... Άλλωστε, ξεχωριστό σημείο αναφοράς του Ναζίμ Χικμέτ είναι ο γνήσιος και βαθύς διεθνισμός του. Δικός του άνθρωπος ο καθένας που γνωρίζει τη βαρβαρότητα. Σύντροφός του, ο επαναστάτης σε κάθε γωνιά της Γης, που παλεύει για να μπει τέλος «στης δυστυχίας το συμπόσιο». Έπαθλό του «στο νικηφόρο γέλιο των συντρόφων» και ότι αυτός θα βρίσκεται εκεί.
Το 1952 απευθύνει το περίφημο γράμμα του στον ελληνικό λαό. «Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνοτουρκική φιλία... Μπορώ να σας πω ότι οι Τούρκοι αγωνιστές μάθαιναν ακόμα και μέσα στη φυλακή τα νέα από τους αγώνες του λαού και του λαϊκού σας στρατού. Μπορώ να σας πω ότι παρακολουθούσαν τα γεγονότα στην Ελλάδα με δάκρυα στα μάτια...».
Ο Ναζίμ Χικμέτ πέθανε το 1963. Τα ποιήματά του εξακολουθούν να συγκινούν, να γεμίζουν δύναμη και κουράγιο. Έχουν κατακτήσει τη δική τους ξεχωριστή θέση στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση, «βγάζοντας τις πέτρες από τους δρόμους της ανθρωπότητας».
Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ τη κορφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται,
το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια…
(από τον επίλογο του μυθιστορήματος του Οι ρομαντικοί)
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
το'δε ο πεινασμένος αλήτης στο Παρίσι
κ'είπε:
Απόψε
το φεγγάρι μοιάζει
με τέντζερη με γανωμένο πάτο.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
τό'δε ο λωποδύτης στο Φατήχ
κ'είπε:
Απόψε
το φεγγάρι μοιάζει
παράθυρο ανοιχτό στον ουρανό.
Ε ρε και να πηδούσαμε μέσα
να ξαφρίζαμε τ'αργυρά στολίδια
της Παναγίας.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
τό'δε ένας ιρλανδός αστυφύλακας
κ'είπε:
Απόψε
το φεγγάρι μοιάζει
με το φανάρι κλέφτη πού'χει σκαρφαλώσει
στον ουρανό να κλεψει το χρυσάφι
των αστεριών.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
το'δε ο ποητής Σαλήχ Ζεκή
το παρομοίασε με το έργο του
και του άρεσε.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
το'δε ένας λόρδος στο Λονδίνο
κ'είπε:
Απόψε
το φεγγάρι μοιάζει
με το Παράσημο της Περικνημίδας
του μεγαλειοτάτου μου.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
τό'δε ένας παρίας και καθώς τό'δεν
είπε:
Απόψε
το φεγάρι μοιάζει
με αδερφικό αίμα που σταλάζει
στου Γάγγη τα νερά κι ολοένα απλώνεται.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
τη φορά αυτή
με τα βαθουλωμένα του τα μάτια
είδε ένα χωράφι τσαγιού
στα περίχωρα κάπου της Καλκούτας.
Μεσάνυχτα. Η ώρα μιά.
Μια κάμαρα στο ισόγειο του σπιτιού.
Κλειστά τα παράθυρα. Μια λάμπα
κρεμαστή. Ένα τραπέζι
στη μέση.
Το φεγγάρι είναι δεκατεσσάρων ημερών.
Το φεγγάρι των δεκατεσσάρων ημερών
τό'δε τέλος κι ο Βενερδζή από το παράθυρό του
κ'είπε:
Απόψε
το φεγγάρι μοιάζει
με δίσκο ρολογιού.
Τι ώρα νά'ναι; -Μία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου