Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

«Κοινό πρόγραμμα», ενδοαστικές κόντρες και κάλπικες «διαχωριστικές γραμμές»


ΗΠΑ - ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 8ης ΝΟΕΜΒΡΗ

 Την Τρίτη 8 Νοέμβρη, πραγματοποιούνται οι λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, στις οποίες εκλέγονται το σύνολο των 435 μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, τα 35 από τα 100 μέλη της Γερουσίας, καθώς και νέοι κυβερνήτες ή γενικοί εισαγγελείς σε 39 πολιτείες. Ως τα τέλη Οκτώβρη είχαν ήδη ψηφίσει περίπου 30.000.000 Αμερικανοί, στο πλαίσιο των συστημάτων «πρόωρης ψηφοφορίας» (early voting), σε κάλπη ή δι' αλληλογραφίας.

Με φόντο τη μεγάλη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την προσπάθεια του αμερικανικού κεφαλαίου να διατηρήσει τη διεθνή πρωτοκαθεδρία έναντι της ραγδαία ανερχόμενης Κίνας, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ανεβάζουν τους τόνους της προεκλογικής αντιπαράθεσης, αποτυπώνοντας ξανά τις έντονες καπιταλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ, αλλά και στο πλαίσιο της προσπάθειας να εγκλωβίσουν τον λαό σε αποπροσανατολιστικές και κάλπικες «διαχωριστικές γραμμές», μακριά από την ουσία των προβλημάτων του που οξύνονται από την πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, όπως γινόταν και από τους προκατόχους του.

Δημοσκοπήσεις και προγνωστικά δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα πάρουν πιθανότατα την πλειοψηφία των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων (σήμερα πλειοψηφία έχουν οι Δημοκρατικοί), ενώ παραμένει εύθραυστη η ισορροπία δυνάμεων στη Γερουσία (τα δύο κόμματα έχουν από 50 γερουσιαστές, με το δικαίωμα ψήφου της αντιπροέδρου της χώρας να δίνει οριακή πλειοψηφία στους Δημοκρατικούς).

Σε περίπτωση που οι Δημοκρατικοί χάσουν τον έλεγχο ακόμα και ενός από τα δύο Σώματα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα αποκτήσουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν νομοσχέδια και άρα θα έχουν αυξημένη δύναμη στα ενδοαστικά παζάρια για το ποια τμήματα του κεφαλαίου θα ενισχυθούν περισσότερο από τα μέτρα στήριξης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Παράλληλα, το αποτέλεσμα των εκλογών, τόσο μεταξύ των δύο κομμάτων όσο και στους συσχετισμούς στο εσωτερικό τους, αναμένεται να επιδράσει και στις διεργασίες ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών, για τις οποίες παραμένουν «ανοιχτά» θέματα, όπως το αν θα είναι ξανά υποψήφιοι ο νυν Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, και ο προκάτοχός του, Ντ. Τραμπ.

Το «κοινό πρόγραμμα»...

Πίσω από τους ενδοαστικούς καβγάδες Δημοκρατικών - Ρεπουμπλικανών που δυναμώνουν την προεκλογική περίοδο, κρύβεται η σύμπλευσή τους στα βασικά ζητήματα και στόχους της αστικής τάξης της χώρας, σύμπλευση που αποτυπώθηκε τόσο στη «συνέχεια» στα κομβικά θέματα από την κυβέρνηση Τραμπ στην κυβέρνηση Μπάιντεν, όσο και στη διακομματική στήριξη κρίσιμων νομοσχεδίων και πρωτοβουλιών για τη στήριξη των μονοπωλίων.

Στον πυρήνα του «κοινού προγράμματός» τους βρίσκεται ο στόχος «να κερδίσουν οι ΗΠΑ τον ανταγωνισμό για τον 21ο αιώνα», όπως λέει ο Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, σε συνέχεια του «Make America Great Again» («Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά») του Ντ. Τραμπ.

Στην πρώτη γραμμή αυτής της στόχευσης - που σηματοδοτεί νέους κινδύνους για τους λαούς σε όλο τον κόσμο - βρίσκεται η ολομέτωπη όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με την Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο συνεχίστηκαν τα μέτρα και οι διακομματικές κινήσεις για την κλιμάκωση των εμποδίων σε κινεζικά τεχνολογικά μονοπώλια, με σκοπό να περιορίσουν στο ελάχιστο τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε αμερικανικές τεχνολογίες αιχμής, στις αγορές των ΗΠΑ και συμμάχων τους, όπως επιβεβαιώνουν οι «δυναμικές» παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον για να εμποδίσουν τον κινεζικό κολοσσό τηλεπικοινωνιών Huawei να αναλάβει την εγκατάσταση δικτύων 5G σε χώρες όπως η Γερμανία, η Βρετανία κ.ά.

Αντίστοιχα, το προηγούμενο διάστημα ψηφίστηκαν διακομματικά νομοσχέδια για την προστασία της «ανταγωνιστικότητας» των μονοπωλίων της χώρας, για τη διασφάλιση της τροφοδοσίας τους με «σπάνιες γαίες» που σήμερα ελέγχονται κυρίως από την Κίνα, με ημιαγωγούς, μεγάλο κομμάτι της παραγωγής των οποίων βρίσκεται στην Ταϊβάν, στην Κίνα και αλλού στην Ασία.

Καθώς η όξυνση των ανταγωνισμών οδηγεί σε κινήσεις για την αύξηση της παραγωγικής «αυτονομίας» κάθε ιμπεριαλιστικού κέντρου, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει την πολιτική του «Made in America» που είχε ξεκινήσει ο Τραμπ, προωθώντας μεταξύ άλλων την επαναφορά μεγάλων εργοστασίων στις ΗΠΑ από το Μεξικό ή ασιατικές χώρες.

Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί στηρίζουν επίσης τα μονοπώλια που αναλαμβάνουν τον εκσυγχρονισμό βασικών υποδομών της χώρας (οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, γέφυρες, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κ.ά.), ενώ «ίδια γλώσσα» μιλούν και σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό τομέων της οικονομίας όπως οι εφοδιαστικές αλυσίδες, η μεταποίηση, η ψηφιοποίηση.

Αντίστοιχα, στο όνομα των «συμφερόντων εθνικής ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών» και στο πλαίσιο της κούρσας «για το κέρδισμα του 21ου αιώνα», στηρίζουν από κοινού τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις των ΗΠΑ όπου Γης.

Τα τεράστια πακέτα για την παραπέρα στρατιωτική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, για την «απογείωση» της στρατιωτικής παρουσίας της χώρας στην Ανατολική Ευρώπη και της στήριξης στο Κίεβο, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, έχουν διακομματική υποστήριξη.

Οι ουσιαστικές αντιθέσεις και οι ψεύτικες «διαχωριστικές γραμμές»

Διαφωνίες που εκδηλώθηκαν προεκλογικά για τα παραπάνω θέματα, από στελέχη των Ρεπουμπλικανών αλλά και από ομάδα βουλευτών των Δημοκρατικών, δεν αφορούν τον πυρήνα αυτής της πολιτικής αλλά την κατανομή και τη «λογοδοσία» για τα δεκάδες δισ. δολάρια της στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία (που μεταξύ άλλων αφορούν τεράστια εξοπλιστικά πακέτα σε αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες), τις «ισορροπίες» και τις σχέσεις μέσα στον ευρωατλαντικό άξονα, τις προοπτικές παραπέρα κλιμάκωσης της σύγκρουσης στην Ανατολική Ευρώπη σε σχέση με την περαιτέρω συγκέντρωση δυνάμεων στην κύρια αντιπαράθεση με την Κίνα κ.ά.

Αντίστοιχα, τα τεράστια πακέτα στήριξης της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας συνεπάγονται και έναν... τεράστιο ενδοαστικό καβγά για το ποια τμήματα του κεφαλαίου θα βγουν περισσότερο ωφελημένα. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιπαραθέσεις για τα ζητήματα των «πράσινων» επενδύσεων, των φορολογικών προνομίων μεγάλων μονοπωλίων κ.ά.

Την ίδια ώρα, καθώς ο αμερικανικός λαός έρχεται αντιμέτωπος με τον τεράστιο πληθωρισμό, με την άνοδο των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, με ιδιαίτερα χαμηλά μεροκάματα και άθλιες συνθήκες δουλειάς σε πολλούς κλάδους, με εργοδοτική τρομοκρατία απέναντι στις προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης, εντείνονται οι προσπάθειες να εγκλωβιστεί σε κάλπικες διαχωριστικές γραμμές.

Στο πλαίσιο αυτό καλλιεργούνται απατηλά διλήμματα, του τύπου «πρόοδος - συντήρηση», «ατομικά δικαιώματα - παραδοσιακές αξίες» κ.ο.κ., από τις δυνάμεις που από κοινού εντείνουν όλα αυτά τα χρόνια την αντιλαϊκή επίθεση.

Ετσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν, με στόχο να τραβήξει την προσοχή από το τεράστιο πρόβλημα του πληθωρισμού, επιχειρεί να «γυρίσει την κουβέντα» στη «διακύβευση της αμερικανικής δημοκρατίας» από τις κινήσεις του πρώην Προέδρου Ντ. Τραμπ και των οπαδών του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που καταγγέλλουν και σήμερα ως αποτέλεσμα «νοθείας» τη νίκη του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, από την πλευρά τους, αναδεικνύουν σε ζήτημα πρώτης γραμμής την οικονομία και τη μεγάλη ακρίβεια, αποδίδοντάς την βέβαια στην «ανικανότητα» της κυβέρνησης, ενώ κατά την πάγια πρακτική των αστικών κομμάτων, αναδεικνύουν ζητήματα «διαπλοκής», πιέζοντας και για έρευνες σε βάρος του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του Προέδρου (που εμπλέκεται και με παλιότερες βρώμικες μπίζνες στην Ουκρανία).

Επιχειρώντας να προβάλουν «προοδευτικό» προφίλ, οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται ως υπερασπιστές του δικαιώματος στην άμβλωση, ιδιαίτερα μετά την αντιδραστική απόφαση του ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου τον περασμένο Ιούνη, όταν στην πραγματικότητα καμία από τις κυβερνήσεις τους δεν διασφάλισε τη συνταγματική κατοχύρωσή του ούτε την προστασία της αναπαραγωγικής υγείας όλων των γυναικών.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, με τη σειρά τους, κατηγορούν τους Δημοκρατικούς για την έξαρση της εγκληματικότητας, λέγοντας ότι δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν την «ασφάλεια» και πιέζουν για περισσότερη αστυνόμευση. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι τα δύο κόμματα είναι εξίσου υπεύθυνα για τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στην έξαρση της εγκληματικότητας, για τον προσανατολισμό των αστυνομικών δυνάμεων στην καταστολή, τον αυταρχισμό και τον ρατσισμό, για την έξαρση της φτώχειας και της ανεργίας σε μεγάλα τμήματα του λαού, όπως στους Αφροαμερικανούς. Το μπαράζ ρατσιστικών επιθέσεων και δολοφονιών κατά Αφροαμερικανών και άλλων από αστυνομικές δυνάμεις επί κυβέρνησης Μπάιντεν αποδεικνύει για μια ακόμα φορά την υποκρισία των Δημοκρατικών για το θέμα.

Αντίστοιχα, στο θέμα της μετανάστευσης χιλιάδων απελπισμένων Λατινοαμερικανών που αναγκάζονται να ξεριζωθούν γιατί δεν αντέχουν την κόλαση που προκάλεσε στις πατρίδες τους επί δεκαετίες ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι μετέτρεψαν τα σύνορα με το Μεξικό σε «σουρωτήρι», ενώ στην πραγματικότητα από τον Οκτώβρη του 2021 έως τον Αύγουστο του 2022 έχουν γίνει συλλήψεις - ρεκόρ σε βάρος άνω των 2.000 μεταναστών...


Δ. Ορφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου