Στο γραφείο επικρατούσε νεκρική σιγή. Μόνο το γρατζούνισμα της πένας
πάνω στο χαρτί, βιαστικό, αγωνιώδες για όποιον ήξερε την κρισιμότητα των
ημερών. Ο βλοσυρός άνδρας με τους γκρίζους κροτάφους και το μουστάκι
έγραφε σαν να μην υπήρχε αύριο. Οι τοίχοι του Κρεμλίνου, μέσα από το
τείχος του Κρεμλίνου, είχαν δει πολλά, αιώνες τώρα, αλλά τέτοιο πράγμα
δεν ξανάγινε. Επρόκειτο για μία επιστολή ποταμό. Έβαλε την υπογραφή:
Ιωσήφ Στάλιν. “Στάλιν, μονολόγησε. Ποιος να το ‘λεγε ότι κάποτε θα με
έλεγα Στάλιν”.