Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

«Το χέρσο χωράφι, και η ανάγκη να το ξεχερσώσουμε»


 Απ' το παλιό στο καινούριο

Στον πόλεμο μεταξύ του παλιού και του καινούργιου, κατά την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, όπως ξεδιπλώνεται στο μυθιστόρημα του Κ. Μπόση «...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα», επικεντρώνεται το κείμενο που παρουσιάζουμε.

Οι αντιθέσεις μεταξύ του «παλιού» ανθρώπου, αυτού δηλαδή που κουβαλάει τις αδυναμίες και
τα ελαττώματα που μπολιάστηκαν στο χαρακτήρα του στο σύστημα της εκμετάλλευσης όπου γεννήθηκε κι έζησε, με τον νέο άνθρωπο που ανοίγει δρόμους προς την εξύψωση του ίδιου και των συνανθρώπων του μέσα από τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία, οδηγούν αναπόφευχτα σε σύγκρουση, που «εικονογραφεί» με ρεαλισμό, ζωντάνια αλλά και στοχασμό η πένα του συγγραφέα: «Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο σοσιαλισμός είναι δύσκολο πράμα ακριβώς γιατί είναι μεγάλο πράμα. Δε φτάνει να πάρεις την εξουσία. Χρειάζεται να ζυμώσεις ξανά τον άνθρωπο που τον έπλασαν οι αιώνες, και να φτιάξεις απ’ την αρχή, καινούργιο…»

Η μελέτη του σοσιαλισμού –και– μέσα από τη λογοτεχνία οδηγεί και στο διάβασμα-μελέτη του διαχρονικής αξίας και πάντα επίκαιρου μυθιστορήματος  του Κ. Μπόση.

***

«...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα»

Του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Μελέτη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε μέσα απ' τη λογοτεχνία; Γιατί όχι; Ένας τεράστιος όγκος κειμένων είναι στη διάθεση του σημερινού αναγνώστη. Και με αφορμή τον γιορτασμό των 100 χρόνων από την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, όλο κι ανοίγουμε κάποιο βιβλίο για να μελετήσουμε αυτήν ή την άλλη πλευρά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, πόσο μάλλον που παραμένει ανοιχτή η πληγή της αντεπανάστασης, οπότε η μελέτη γίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Έχει να δώσει σ' αυτήν τη μελέτη κάτι και η λογοτεχνία; Έχει! Ειδικά όταν πρόκειται για βιβλία όπως το «Και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα», του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») που εκτός των άλλων έχει και μια ιδιομορφία που μας αγγίζει άμεσα.

Ο πυρήνας των χαρακτήρων που κινούνται μέσα στο βιβλίο είναι αντάρτες του ΔΣΕ και το βιβλίο παρακολουθεί τη ζωή τους στο διάστημα 1949 - 1953. Δύσκολα χρόνια τόσο για τους μαχητές του ΔΣΕ που αναγκαστικά βρέθηκαν πολιτικοί πρόσφυγες όσο και για τους λαούς των σοσιαλιστικών και Λαϊκών Δημοκρατιών που μόλις έχουν βγει από τη λαίλαπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικά για τη Σοβιετική Ενωση, όπου τα πάντα όχι μόνο πρέπει να φτιαχτούν από την αρχή, αλλά - το κρισιμότερο - πρέπει να κερδηθεί ο ανταγωνισμός με τον καπιταλισμό. Απ' την απόλυτη καταστροφή στην αναγέννηση και την ανάπτυξη. Με πυρήνα το σχέδιο για τη σοσιαλιστική οικονομία - κοινωνία και σημαντικότερο εργαλείο αυτό που έμεινε να λέγεται «ο Σοβιετικός άνθρωπος».

Το βιβλίο του Μπόση μπορεί να διαβαστεί άνετα σε έξι μέρες (είναι 600 σελίδες), του αξίζει όμως να διαβαστεί λέξη λέξη πολύ προσεκτικά και σε άλλα επίπεδα ανάγνωσης πέρα από την απόλαυση ενός μυθιστορήματος. Εκτενής αναφορά είχε γίνει στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 17 Γενάρη 1999, με αφορμή τότε μία από τις επανεκδόσεις του βιβλίου από τη «Σύγχρονη Εποχή».

Στη σημερινή αναφορά μας δεν θα σταθούμε κυρίως στην παρουσίαση των χαρακτήρων, αλλά σε ψηφίδες που αντλήσαμε απ' αυτό ψάχνοντας υλικό για την ίδια τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες μάς βοηθούν πρόσθετα καθώς πολλοί είναι «δικοί μας», μας διευκολύνει η σκέψη που πατάει ήδη στα δικά μας βιώματα. Όμως, το βιβλίο δεν θέλει να πει μόνο μια ιστορία. Ο ίδιος ο τίτλος περιέχει ένα συμβολισμό. Το χέρσο χωράφι, και η ανάγκη να το ξεχερσώσουμε ήδη μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε παράλληλα. Όπως το χωράφι δουλεύεται για να καλλιεργηθεί, έτσι και οι άνθρωποι δουλεύονται για να γίνουν καλύτεροι. Όχι γενικά καλύτεροι, αλλά οι άνθρωποι της νέας εποχής. Κουβαλάνε μαζί τους τον παλιό κόσμο αλλά και την πεθυμιά της αλλαγής που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ανατροπή. Όλο το βιβλίο διατρέχεται από αυτόν τον πόλεμο. Απ' το παλιό στο καινούριο. Δεν το κάνει, όμως, με όρους κενού ηρωισμού. Είναι γήινο, σε κάθε σελίδα του είναι δικό μας. Ταυτιζόμαστε, παίρνουμε μέρος στους διαλόγους, συγκινούμαστε στους μονολόγους, παροτρύνουμε τους πρωταγωνιστές (όπως κάνει ένα παιδί όταν βλέπει σινεμά). Αφορά σ' ένα τεράστιο πεδίο αντιλήψεων που πρέπει να αλλάξουν γιατί αυτό που κυρίως πρέπει ν' αλλάξει είναι η ίδια η βάση της κοινωνίας - οικονομίας, αυτό που πρέπει να 'ρθει δεν μπορεί να αφήνει κανένα περιθώριο στην επιβίωση του παλιού. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Σε μια από τις πολύ μικρές στιγμές του έργου, ο λεγάμενος προσπαθεί να ρίξει την κοπελιά: «Γίνε δική μου και θα δεις. Θα σε κάνω βασίλισσα. Ο,τι θέλει η ψυχή σου θα έχεις. Φορέματα, στολίδια, γλέντια, λεφτά. Θα κάθεσαι, δε θα δουλεύεις...».

Για να πάρει κοφτή την απάντηση: «Αυτό μοιάζει λιγάκι με σωματεμπορία». Δυο κόσμοι σε σύγκρουση, χωρίς ανάσα. Ο κόσμος που χτίζεται έχει φύγει μπροστά. Κουβαλά όμως μαζί του τον παλιό. Που φρενάρει και ξαναφρενάρει κι όπου μπορεί ανατρέπει. Έχει σημασία να μην ξεχνάμε τον χρόνο. Γύρω στο 1950. Οι ανάγκες της σοσιαλιστικής κοινωνίας τεράστιες, τα μέσα λίγα κι όλα πρέπει να ανακαλυφθούν από την αρχή. Μαζί και οι άνθρωποι. Όχι στο κενό, αλλά εκεί στην ίδια την παραγωγή, που είναι αμείλιχτη με ένα και μόνο προσόν: Είναι κοινωνική.

Η κουβέντα στο εργοστάσιο είχε φουντώσει με αφορμή την αύξηση της νόρμας που σε πρώτη φάση οδηγεί σε μείωση του μισθού. Οι κόντρες τεράστιες, οδηγούν έως και σε ανοιχτό σαμποτάζ της παραγωγής. Καθοριστικός ο ρόλος του κομμουνιστή, διευθυντή του εργοστασίου, που ξεχωρίζει τον πρωτοπόρο εργάτη και τον βάζει μπροστά.

«Έτσι που λες, σ. Σουλιώτη! Ανεβάσαμε τις νόρμες. Ξέρεις γιατί; Οσα βλέπεις ολόγυρά σου και τα έτοιμα κι αυτά που γίνονται κάθε μέρα, δεν είναι δουλειά ενός ατόμου. Για να βγάζεις εσύ 40 κομμάτια στο οχτάωρο δούλεψαν κι άλλοι πιο μπροστά από σένα κι έφτιαξαν τη μηχανή σου, τα εργαλεία, τα κοπίδια. Και για να βγάλεις αύριο πιο πολλά και πιο φτηνά, όχι μόνο εσύ, όλοι, και οι εργάτες και οι αγρότες κι έτσι να δώσουμε στον κόσμο άφθονα υλικά αγαθά και να κατεβάσουμε τις ώρες δουλειάς στις 7, στις 6 αργότερα - ποιος ξέρει; ίσως και παρακάτω - χρειάζεται να παίρνουμε απ' τη γη όλο και περισσότερα υλικά, να φτιάχνουμε πιο μοντέρνες μηχανές, να χτίζουμε καινούργια εργοστάσια. Πρέπει να ρίχνουμε στην παραγωγή πιο πολλά λεφτά, με την ώρα κι όχι με το χρόνο. Πού θα τα βρούμε; Τι κάνατε εσείς όταν πάλιωνε το βόδι και θέλατε να αγοράσετε άλλο; Οικονομίες απ' το ψωμί, τα ρούχα, απ' όπου μπορούσατε. Κι όταν το αγοράζατε και το βάζατε στο χωράφι βγάζατε κι εκείνα που είχατε ξοδιάσει. Έτσι κι εδώ. Γι' αυτό το βόδι, μαζί με τη συμβολή όλου του λαού και τις οικονομίες του κράτους πήγαν και τα δικά σου καπίκια. Και η κοινωνία σού τα γυρίζει πίσω. Δηλαδή, τα τοκίζεις και με μεγάλο μάλιστα τόκο. Τα τοκίζεις για τον εαυτό σου, τα παιδιά σου, όλη την ανθρωπότητα για τις μελλούμενες γενιές».

Κι όμως, θα νικήσουμε, είναι το μήνυμα. Όχι βερμπαλιστικά. Μα με τους πρωτοπόρους που δοκιμάζοντας καινούριους δρόμους κάνουν και λάθη, σοβαρά λάθη. Όπως η καταστροφή μιας μηχανής, έτσι φάνηκε σε πρώτη ματιά. Η εξέταση έδειξε πως ήταν πρωτοπόρα η σκέψη που έφερε μια ζημιά, άνοιξε όμως έναν δρόμο. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την ομιλία του υπεύθυνου του εργοστασίου μετά από μια δραματική εξέλιξη όπου η αντεπανάσταση, ο καριερισμός καραδοκούσαν:

«Για τις αιτίες που σας είπα παραπάνω, σύντροφοι, το πλάνο μένει πίσω. Χρειάζεται να σφιχτούμε όλοι... Η διεύθυνση του εργοστασίου και το Γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης καλεί τους κομμουνιστές να ανασκουμπωθούν και να μπουν μπροστά. Πάρτε παράδειγμα απ' τον Σαράβα. Δίνει στο εργοστάσιο, κι όταν λέμε εργοστάσιο εννοούμε το σοβιετικό λαό, και πίσω απ' το σοβιετικό λαό στέκουν οι λαοί όλου του κόσμου, όχι μόνο τις σωματικές του δυνάμεις αλλά και την ψυχή του και το μυαλό του (...) Κι αν ξεχάσατε τις παλιές βελτιώσεις, την τελευταία που έκανε τόσο ντόρο, την ξέρετε... Μπορεί φυσικά να μην πετύχει εκατό στα εκατό. Μπορούσε να μην πετύχει και καθόλου. Αλλά ...κείνο που έχει σημασία στην περίπτωση αυτή είναι το πώς πρέπει να βλέπει ο κομμουνιστής τη δουλειά, ποια θέση πρέπει να παίρνει απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στο μέλλον...».

Κι ο Σαράβας, ο παλιός αντάρτης που έγινε πρωτοπόρος μηχανουργός, παίρνει τη σκυτάλη: «Πρέπει να δουλέψουμε με περισσότερη όρεξη, σύντροφοι. Αυτό ξέρω να πω. Και περισσότερες μηχανές θα φτιάξουμε και περισσότερα λεφτά θα πάρουμε και δυνατότερη θα γίνει η Σοβιετική Ένωση. Για την καθυστέρηση του πλάνου φταίει και το δικό μου ατύχημα. Έξι μέρες έχω να δουλέψω κι άλλες τόσες να κοιμηθώ. Πόσο φαρμάκι ήπια κι εγώ δεν ξέρω (...) Τώρα ύστερα απ' αυτά που είπε ο σ. Γραμματέας μπορώ να δουλέψω και δυο βάρδιες».

Το βιβλίο, όπως αναφέραμε ήδη, αφορά σε ένα ευρύτατο πεδίο εμπειριών και καταστάσεων. Επιλέξαμε να σταθούμε σ' αυτό το μικρό σημείωμα κυρίως στη διαπάλη στο χώρο της παραγωγής. Όπως η κουβέντα που άνοιξε σε μια στιγμή για το πώς σ' έναν πρωτοπόρο εργάτη επιβιώνουν παλιές αντιλήψεις:

«Η ζωή έτσι τον έμαθε να σκέφτεται. Ο παππούς του, ο πατέρας του, ακόμα κι αυτός ο ίδιος στέκονταν με το όπλο στο χέρι μη τους πάρει ο διπλανός, ο γείτονας, ο μπακάλης, το κράτος, την μπουκιά απ' το στόμα. Ο ένας πάλευε τους άλλους. Όποιος κατάφερνε να μεγαλώσει το χωράφι, το κοπάδι ζούσε, ο άλλος αφανιζόταν. Ο πιο δυνατός τον τσάκιζε χωρίς έλεος. Το ατομικό συμφέρον στεκόταν πάνω απ' όλα κι ενάντια σ' όλα. Κι εκείνο που έφτιαξαν γενεές ολόκληρες δεν μπορεί ν αλλάξει τόσο εύκολα (...) Εμείς έχουμε τόσα χρόνια σοβιετική εξουσία, χτίσαμε το σοσιαλισμό κι όμως θα βρεις δικούς μας ανθρώπους και μάλιστα χρόνια εργάτες που δουλεύουν με το πάσο τους για να μην τους ανεβάσουμε τη νόρμα, για να μη ζοριστούν λιγάκι και προσφέρουν κάτι περισσότερο στην κοινωνία».

Ο πρωταγωνιστής του έργου, που εμφανίζεται ολοκληρωμένη συνείδηση, στις τελευταίες σελίδες θα πει: «Ο Σοβιετικός άνθρωπος έμοιαζε με τη μάνα μου, που κατάντησε μια χουφτούλα πετσί και κόκαλο απ' την πολλή δουλειά και τη μεγάλη στέρηση, με τον πατέρα μου, που έχει τις απαλάμες σκληρές σαν αργασμένο δέρμα κι απ' τα μαλλιά ποτέ δεν του απολείπουν τα χώματα, με την αδερφούλα μου, που δεν έχει φουστάνι να φορέσει, και τον αγαπάς σα μεγαλύτερο αδερφό, σα φίλο γκαρδιακό, και τον αγαπάς ακριβώς γιατί είναι άνθρωπος και όχι υπεράνθρωπος».

Το έργο έχει κατά κύριο λόγο Έλληνες πρωταγωνιστές. Είναι λάθος να διαβαστεί έτσι. Αφορά τον νέου τύπου άνθρωπο. Το νέο που είναι πράγματι νέο γιατί συγκρούεται διαρκώς με το παλιό, καλύπτει διαρκώς νέες ανάγκες, ανακαλύπτει διαρκώς νέους ορίζοντες. Ένα απολαυστικό βιβλίο που αξίζει τη μελέτη της κάθε του λέξης.

«Μέσα σε λίγα χρόνια η στέπα θα είναι αγνώριστη... Θα ντυθεί... θα στολιστεί... θα γεμίσει ο τόπος παλμό, κίνηση, ζωή...».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου