Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Πεθαίνει ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος


Πεθαίνει, 11/11/1990, ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ο Γ. Ρίτσος εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1934 με τον τίτλο «Τρακτέρ». Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο ΚΚΕ, ενώ συνεργάστηκε και με τον Ριζοσπάστη, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ, από αναγραμματισμό του ονόματός του.

Τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη συγκλονίζουν την εργατική τάξη της χώρας μας και τον ίδιο: στις 11 Μάη στέλνει
τρία από τα δεκατέσσερα θρηνητικά ποιήματά του στον Ριζοσπάστη και την επόμενη μέρα η εφημερίδα τα δημοσιεύει, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Ολόκληρο το έργο θα κυκλοφορήσει λίγο αργότερα, στις 8/6/1936, με τον τίτλο «Επιτάφιος». Την περίοδο της Κατοχής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενεργό μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1948-1952, εξορίστηκε διαδοχικά στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.

Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ. Το 1956 τύπωσε τη Σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο ποίησης, το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1966 τυπώθηκε αυτοτελώς η Ρωμιοσύνη (πρώτη έκδοση το 1954), η οποία επίσης μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη.

Την περίοδο της Χούντας, συνελήφθη και εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, αλλά και λόγω της σοβαρής του ασθένειας, η Χούντα αναγκάστηκε να τον μεταφέρει από την εξορία θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970. Μετά τη μεταπολίτευση έτυχε πλήθους διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό: προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1975, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» το 1977, κ.α.
Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος έως την τελευταία του πνοή.



Στην ποίησή του χώρεσε το σύμπαν

Σκέψου... κι εσύ να λείπεις
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις...
να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο».

Θα είναι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχει λείψει, θα είναι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο, τον οποίο τόσο αγάπησε και άλλο τόσο ο κόσμος τον αγάπησε. Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», ο «διχασμένος και διπλός», όπως ο ίδιος λέει, ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, είναι εδώ μαζί μας, πάντα δίπλα μας, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν». Αμετανόητα άνθρωπος και αθεράπευτα θνητός, με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δε φοβούνται να ακούσουν.

Την Τρίτη, ανήμερα Πρωτομαγιάς συμπληρώνονται 98 χρόνια από τη γέννησή του. Και θα γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλιά του. Γιατί έρχεται σήμερα, με δύο ανέκδοτα ποιήματα, να μας συγκινήσει και να μας εκπλήξει με το μέγεθος, ποσοτικό και ποιοτικό, του έργου του, που άφησε για να μας ζεσταίνει ακόμη κι όταν θα έχει φύγει. Τα ποιήματα αυτά είναι από τη συλλογή με τίτλο «Εφυγαν» που γράφτηκε το 1979 - 1980 και θα συμπεριληφθεί στον τόμο ποιημάτων του που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Θησαυρός μνήμης και αισιοδοξίας


Η ποίηση του Ρίτσου μνημειώνει με τον πιο σφαιρικό και ανάγλυφο τρόπο τη νεοελληνική πραγματικότητα. Είναι διαχρονική και κρύβει θησαυρούς που πρέπει να τους ανακαλύψουμε. Η μεγάλη δημοτικότητα του Ρίτσου δεν ήταν άσχετη με την ιδεολογική του τοποθέτηση, όπως δεν ήταν άσχετη και η «γκετοποίησή» του στην ψυχροπολεμική περίοδο και όχι μόνον.

Από εκεί και πέρα όμως, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιοι, πώς και γιατί θέλησαν να αφήσουν στο σκοτάδι αυτό το βάθος του έργου. Δεν έλειψαν, βέβαια, οι παθιασμένοι πιστοί του, δεν έλειψαν οι στοχαστικές μελέτες όσο ζούσε ο ποιητής.
Ενας από τους πολλούς πιστούς του έργου του Γιάννη Ρίτσου είναι και ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος πριν λίγα χρόνια επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο, από το οποίο αναβλύζει η ομορφιά της ποίησης του Γ. Ρίτσου, το ήθος του και η αγάπη του στον άνθρωπο. Πρόκειται για το CD με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής».

Ο Θάνος Μικρούτσικος δηλώνει λάτρης «της ποίησης, της στάσης και του ήθους» του ποιητή. «Θαυμάζω απεριόριστα τον Γιάννη Ρίτσο και για το έργο του και για τη ζωή του», λέει. «Τον θεωρώ υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα. Είναι πρωτογενής φυσιογνωμία και λίγες πρωτογενείς φυσιογνωμίες μπορούμε να βρούμε παγκοσμίως, στην ποίηση στον 20ό αιώνα.

Εγώ, για λόγους συναισθηματικούς, ξεκίνησα με τις "Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα" μια εκπληκτική συλλογή που τα ποιήματά της τα είχα μάθει επί χούντας. Μπορεί να είναι γνωστή περισσότερο η "Καντάτα για τη Μακρόνησο", όμως έχω δουλέψει πάνω σε πολλά έργα του Γ. Ρίτσου. Είχα την τύχη, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, να δημιουργήσω μια σπουδαία και σοβαρή σχέση μαζί του. Επί της ουσίας, με καθοδήγησε. Με βοήθησε εκείνη την εποχή να επιλύσω προβλήματα που φαινόνταν άλυτα για ένα νέο καλλιτέχνη, που από τη μια ήταν βαθύτατα αριστερός και από την άλλη βαθύτατα πρωτοποριακός. Ο Ρίτσος μού έδειξε το δρόμο. Τον θεωρώ δάσκαλό μου».





...για να σμίξουμε τον κόσμο


Ο Χρήστος Λεοντής, μετά από δέκα περίπου χρόνια γνωριμίας και θαυμασμού του έργου του Γιάννη Ρίτσου, ένιωσε την ανάγκη, ένιωσε έτοιμος να μελοποιήσει ποίησή του. «Ηρθε η ώρα» -θυμάται - «με τα γεγονότα της Νομικής Σχολής το 1973, όπου ήμουν έτοιμος και οργισμένος. Στράφηκα αμέσως στον Ρίτσο και το "Καπνισμένο τσουκάλι". Αφού έγραψα μερικά τραγούδια σε μια μαγνητοταινία, πήγα να τον συναντήσω για να τα ακούσει. Φαίνεται του άρεσε, γιατί μια μέρα όπως ακούγαμε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς τα άκουσα να παίζονται, πριν ακόμη εκδοθούν, όπου μάλιστα τραγουδούσα εγώ. Στην περίοδο αυτή, λοιπόν, είχα συχνή επαφή και συζητούσαμε για όλα τα ζητήματα. Για μουσική, για τον Μπαχ, το ρόλο του τραγουδιού, για τον κοινωνικό ρόλο όλων των Τεχνών. Είχα εντυπωσιαστεί που έγραφε κάθε μέρα. Τον ρώτησα κάποια μέρα. Γράφετε κάθε μέρα; Βεβαίως, μου είπε. Ρωτάς τον υπάλληλο της τράπεζας αν θέλει να μην πάει μια μέρα στη δουλιά του. 

Ομως πηγαίνει. Ετσι κι εγώ γράφω κάθε μέρα. Η παρότρυνσή του ήταν δουλιά, δουλιά, δουλιά. Κάτι το οποίο με επηρέασε βαθύτατα, γιατί μου έγινε πεποίθηση ότι το ταλέντο δεν είναι αρκετό αν δε συνοδεύεται από σκληρή δουλιά. Το άλλο στοιχείο που έμαθα από τον Ρίτσο είναι ο κοινωνικός ρόλος της Τέχνης. Γιατί χρειάζεται η Τέχνη; Για να κάνουμε φιγούρα, για να ξεχωρίζουμε από τους άλλους; Οχι. Είναι μια ανάγκη εσωτερική, ένας κώδικας επικοινωνίας. Η Τέχνη μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να ονειρευτεί, να σκεφτεί, ακόμη και να δράσει, επηρεασμένος από όλα αυτά τα μηνύματα που μπαίνουν μέσα στην ψυχή του. Ο Ρίτσος είναι από τις προσωπικότητες εκείνες που το πέρασμά τους μπολιάζει τον κοινωνικό χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν έχουν την τύχη να μεταφραστούν, όπως είχε ο Ρίτσος».


Ο Γιάννης Ρίτσος, όμως, δεν υπήρξε μόνο μεγάλος ποιητής της «Ρωμιοσύνης» και της «Σονάτας του σεληνόφωτος», αλλά και θεατρικός συγγραφέας. Ο Γιάννης Ρίτσος άρχισε να γράφει θεατρικά έργα από πολύ νωρίς. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παρουσιάστηκε από το Θέατρο του Βουνού στην Κοζάνη, το μονόπρακτό του «Η Αθήνα στ' άρματα». Το έργο αυτό το έγραψε ξανά ως τρίπρακτο με τον τίτλο «Μάνα», ενώ το 1958 του δίνει την οριστική μορφή με τίτλο «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών». Πριν μερικά χρόνια, ο Κώστας Νίτσος επιμελήθηκε μια έκδοση, η οποία περιλαμβάνει, σε τέσσερις τόμους, όλα τα αμιγώς θεατρικά έργα του ποιητή. Γιατί είναι γνωστό ότι το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι ενσωματωμένο μέσα από δραματικούς μονολόγους και σε ποιητικές του συλλογές, όπως στην «Ισμήνη», στην «Ελένη», στον «Φιλοκτήτη» και σε χορικά του, όπως στις «Μαντατοφόρες». Τα αμιγώς θεατρικά του έργα είναι τα: «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «Τα ραβδιά των τυφλών» και «Ο λόφος με το σιντριβάνι».

Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, ενώ στη Ρωσία είναι από τους πιο πολυπαιγμένους θεατρικούς συγγραφείς μετά τους αρχαίους τραγικούς μας, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να παίζεται και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου.


Ανοιχτοί λογαριασμοί

«Η "Τέταρτη Διάσταση" - λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου - «είναι μια ξεχωριστή επικράτεια μέσα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Στους θεατρικούς αυτούς μονολόγους, ο ποιητής εκμεταλλεύεται το μέγεθος των αρχαίων ονομάτων για να μιλήσει για τη δύναμη των ανώνυμων ηρώων και των ανώνυμων πραγμάτων. Δηλαδή, να μιλήσει για τη διαχρονική ανθρώπινη κατάσταση. Είναι νομίζω σημείο αιχμής της ποιητικής δημιουργίας του Ρίτσου. Ερχεται μετά τον Εμφύλιο, την ώρα που ο τόπος μας έχει βιώσει ως ιστορικό γεγονός την τραγωδία, έρχεται να μας μιλήσει εξ αφορμής των ηρώων, οι οποίοι έγιναν θύματα για την παντοτινή δύναμη και την ανάγκη του ανθρώπου για μόνιμη ομορφιά. Είναι ένας ύμνος σ' αυτό το μικρό και αιώνιο και καθημερινό, στο χαρτί που κυλάει στο πεζοδρόμιο και δεν του δίνει κανείς σημασία, σε ένα τραγούδι που λέει μια γυναίκα, στον κρότο που κάνουν οι τροχοί της άμαξας, στον ήχο της μουσικής. Η "Τέταρτη", όπως και όλος ο Ρίτσος, είναι μια υπόθεση ανοιχτή ακόμα, με την οποία έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και θα έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς, γιατί ο ποιητής αυτός ήταν ένας από τους λίγους εκείνους, οι οποίοι αντιλήφθηκαν τη λειτουργία τους σαν ανταπόδοση του δώρου της ζωής προς τους ανθρώπους. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη περίπτωση Ελληνα ποιητή, ποιητή γενικότερα, κι έχουμε μεγάλους ποιητές, που να καταφάσκει έτσι προς την αιωνιότητα και τη δύναμη των "μικρών" ανθρώπων, των "μικρών" πραγμάτων και γι' αυτό θα του είμαστε ες αεί ευγνώμονες».


Ενα έργο τεράστιο, λοιπόν, που συμφωνούν οι περισσότεροι ότι πρέπει να ξαναδιαβαστεί και με το οποίο υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί.
«Και δεν είναι μεγάλο απλώς σε έκταση» - λέει η Ερη Ρίτσου. «Είναι και πολυποίκιλο. Εχει πολλά θέματα. Πέρα από το επικαιρικό κομμάτι που είναι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, ή από τα γραπτά που λέμε εντός εισαγωγικών στρατευμένα, αν και όλη του η ποίηση είναι στρατευμένη, αλλά πέρα από τα ξεκάθαρα στρατευμένα, που, μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη, γίνανε γνωστά στον ευρύ κόσμο, υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια της ποίησής του που τώρα διαβάζονται ξανά και μελετιούνται. Παρά το ότι ένα μεγάλο κομμάτι καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά -- όταν φύγανε από την Αθήνα είχε αφήσει το αρχείο του στη φύλαξη κάποιου ανθρώπου, ο οποίος πάνω στον πανικό του τα έκαψε. Οσα θεωρούσε δευτερεύοντα τα άφησε στο υπόγειο του σπιτιού που έμενε. Οσα θεωρούσε σημαντικά τα έδωσε σε κείνον τον άνθρωπο. Αυτά που είχε στο υπόγειο τα βρήκε άθικτα.

Τα σημαντικά, που δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του, τα πεζά του, ήταν η αλληλογραφία του με τον Παλαμά, τον Σικελιανό, την Πολυδούρη, φωτογραφίες της οικογένειάς του. Ηταν ένα μεγάλο σοκ που δεν το ξεπέρασε ποτέ. Επίσης, στη διάρκεια της δικτατορίας, ο ίδιος κατέστρεψε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ποιημάτων. Γιατί έχοντας πληροφορηθεί ότι έχει καρκίνο και ότι έχει έξι μήνες ζωής, κι επειδή ήταν τελειομανής και όλα του τα ποιήματα τα δούλευε δύο, τρεις και τέσσερις φορές και επειδή έβλεπε ότι δεν είχε το χρόνο να τα επεξεργαστεί, δεν ήθελε να αφήσει πίσω του τίποτε για το οποίο δεν ήταν απολύτως σίγουρος ότι είχε τη μορφή που ήθελε. Πέρα απ' όλα αυτά που καταστράφηκαν, υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».



«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε» (ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου