Επιλογή γλώσσας

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

4 Δεκέμβρη 1944


Στις 4 Δεκεμβρίου, ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που κήρυξε το ΕΑΜ. Στην πρωτεύουσα, ο λαός με πομπή οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της πορείας, ένα τεράστιο πανό έγραφε: «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ». Δε θα αργούσε να διαλέξει.


Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, τα πλήθη δέχονται ένοπλη επίθεση από τους Χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα. Ο Σκόμπι κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Κι ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά.

Στις 5 Δεκεμβρίου, ο Σκόμπι πήρε διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σα να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. «Είσθε υπεύθυνος - έλεγε η διαταγή - για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη... Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».

Τις αλυσίδες ή τα όπλα; Ο λαός έπρεπε να διαλέξει. Και διάλεξε τα όπλα.

Μια προαποφασισμένη εξέλιξη

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για κανέναν από τους εμπλεκόμενους. Το ΕΑΜικό κίνημα και η ηγεσία του, αν και βρέθηκαν σε κατάσταση αμύνης, δεν μπορούμε να πούμε πως πιάστηκαν στον ύπνο. Περίμεναν ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν η σύγκρουση, αν και δε φαίνεται να είχαν μαντέψει ούτε την έκταση που πήρε - ούτε τη σημασία της. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν επιδίωξαν να έχουν την πρωτοβουλία σ' αυτήν την εξέλιξη. Μια εξέλιξη, που οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση την προετοίμασαν με μεθοδικότητα και προσοχή. Να πώς:

Από τον Αύγουστο του 1943, ο στρατάρχης Σματς (πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) έγραφε στον Τσόρτσιλ: «...Φοβούμαι ότι, υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς, ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης». Τις προειδοποιήσεις αυτές του στρατάρχη Σματς η αγγλική εξωτερική πολιτική τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψιν της και προετοιμάστηκε κατάλληλα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα. Ετσι, ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, με τηλεγράφημά του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ιντεν, στις 29/8/1944, περιέγραφε ως εξής το χαρακτήρα της αγγλικής απόβασης στη χώρα μας: «...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...». Επίσης με άλλο τηλεγράφημά του στον Ιντεν, αυτή τη φορά στις 7/11/1944, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε: «Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους κινούνταν και η ντόπια μπουρζουαζία, που στο πρόσωπο του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ έβλεπε τον απαλλοτριωτή της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας. Ετσι, ένας από τους κορυφαίους σ' εκείνη την πολιτική συγκυρία, αστούς πολιτικούς, ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλη του 1943, σε μια έκθεσή του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη βρετανική κυβέρνηση, έλεγε ότι «η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος». Ο ίδιος άνθρωπος, ένα χρόνο αργότερα, στις 13/7/1944, αποκάλυπτε στον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου, ότι πρόθεσή του ήταν, μετά την απελευθέρωση, να διαλύσει τον ΕΛΑΣ με τη βοήθεια των Αγγλων.

Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος, όταν, λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση, στις 22/9/1944, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ πως «...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν».

Με μέθοδο και συνέπεια

Για να μπορούν να φέρουν σε πέρας τα σχέδιά τους κατά του λαϊκού κινήματος, οι Εγγλέζοι και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους δε δίστασαν, αμέσως μετά την απελευθέρωση, να διατηρήσουν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ανέπαφο το κράτος και τους μηχανισμούς των Κουίσλιγκς, όλο δηλαδή εκείνο το συρφετό των δοσιλόγων που στήριξε στη χώρα τη φασιστική κατοχή.
Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, απαγόρευσαν τις λαϊκές συγκεντρώσεις, εμπόδισαν την ελεύθερη μετακίνηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ, έθεσαν περιορισμούς στις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να προστατεύσουν τους ταγματασφαλίτες και τους υπόλοιπους συνεργάτες των Γερμανών. Κι όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συλλάμβαναν δοσιλόγους, οι Βρετανοί τους παραλάμβαναν, τους έκλειναν προσωρινά σε στρατόπεδα και, στη συνέχεια, τους μετέφεραν σε νησιά, όπου τους εκγύμναζαν και τους προετοίμαζαν για να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Τα ίδια - κι ακόμη χειρότερα - γίνονταν και στις άλλες περιοχές της χώρας. Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με την υποστήριξη της αντίδρασης και των Εγγλέζων, οι μικρές ομάδες ενόπλων δοσιλόγων που βρίσκονταν οχυρωμένες σε κτίρια και ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή σε αστυνομικά τμήματα, όχι μόνο δεν εκκαθαρίζονταν, αλλά, αντίθετα, ενισχύονταν ποικιλοτρόπως. Το Γουδί και η Σχολή Χωροφυλακής θα αποτελέσουν τα στρατόπεδα, όπου θα στρατωνίζονταν, θα εκγυμνάζονταν και θα προετοιμάζονταν για καθημερινές εξορμήσεις ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
 Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, που υπήρξε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946 - 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό, αναφερόμενος στην περίοδο μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο (αρχηγός των σωμάτων ασφαλείας επί κατοχής) που διόρισε ο Παπανδρέου, λέει συγκεκριμένα: «Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής Διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος τη διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών... Αι απόρρητοι διαταγαί της Κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμία συνεργασία διά την τήρησιν της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν, έχοντες τη γνώμην ότι, εφ' όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την Κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και διά των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβάνονται κυρώσεις εναντίον των.

Διά τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρετανός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπι μετά του στρατιωτικού διοικητού (σ.σ. του Σπηλιωτόπουλου δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικώτατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας διά την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα.

Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρηχθή υπό της Κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο στρατιωτικός διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με τη δήλωσιν - ουχί ακριβή - ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί τη διάλυσίν των».

Το στρατιωτικό ζήτημα

Ολοκλήρωση των σχεδίου της ντόπιας και ξένης αντίδρασης δεν μπορούσε να υπάρξει, όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο ήταν υπαρκτός, δηλαδή, ο ΕΛΑΣ. Γι' αυτό και επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο, στην αρχή ειρηνικά και στο τέλος με την ένοπλη βία.

Από το Συνέδριο του Λιβάνου είχε συμφωνηθεί ότι το στρατιωτικό ζήτημα θα αντιμετωπιζόταν μετά την απελευθέρωση με τη διάλυση των αντάρτικων και άλλων στρατιωτικών σωμάτων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία κλάσεων. Το νέο, μάλιστα, στρατό θα στελέχωναν επαγγελματίες στρατιωτικοί και αντάρτες αρχηγοί που ήθελαν να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα. Τη συμφωνία αυτή αναγνώρισε δημόσια ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας στο λαό της Αθήνας, στο Σύνταγμα, στις 18/10/1944. Επρόκειτο, φυσικά, για έναν ελιγμό. Οταν ήρθε η στιγμή να δοθούν λύσεις, ο Γ. Παπανδρέου, υπακούοντας πιστά στις εντολές των Εγγλέζων, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ και να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις των πραιτοριανών της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου12. Ετσι, υποχρεωτικά, φτάσαμε στη δεκεμβριανή σύγκρουση, αφού η άλλη λύση θα ήταν η πλήρης υποταγή του ΕΑΜικού κινήματος, η παράδοση στον αντίπαλο άνευ όρων, η συνθηκολόγηση, η υποταγή και η προδοσία των πόθων του ελληνικού λαού.

Η μάχη του Δεκέμβρη κράτησε τριάντα τρεις μέρες. Στις 5 Γενάρη του 1945 άρχισε η υποχώρηση και σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ έξω από την πρωτεύουσα, ύστερα από σκληρές μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα, η υπεροχή των οποίων υπήρξε συντριπτική. Στις 11/1 υπογράφηκε η συμφωνία ανακωχής, που ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για τον ΕΛΑΣ κι ένα μήνα αργότερα ο ΕΛΑΣ οδηγήθηκε στην παράδοση των όπλων, με τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Οταν υποχωρούσαν από την Αθήνα οι ΕΛΑΣίτες και ο λαός που τους ακολουθούσε τραγουδούσαν:
«- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - Τζουμ, τραλά, λαλά
- Μονάχα για ένα μήνα - Κάπα, Κάπα, Εψιλον, Κούκου, Κούκου, Ε».

Τούτο το τραγουδάκι δεν απεικονίζει μονάχα την αισιοδοξία ενός λαού που μάχεται. Αποτελεί και μια διαχρονική υπόσχεση, ένα καθήκον προς τις μελλοντικές γενιές να υλοποιήσουν το όραμα και να κάνουν το λαό αφέντη στον τόπο του. Αυτό είναι το μήνυμα του Δεκέμβρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου