Με θεατρικές παραστάσεις, μουσική και τραγούδια, υποδέχτηκαν τα πρώτα Χριστούγεννα και την πρώτη Πρωτοχρονιά της Ακροναυπλίας (1937-38), οι «επικίνδυνοι» κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές δεσμώτες, που σύρθηκαν εκεί από τη μεταξική δικτατορία. Απέναντι στα εμπόδια που όρθωνε ο εγκλεισμός και επιπλέον η αντιδραστική διοίκηση της φυλακής, οι πολιτικοί κρατούμενοι οργανωμένοι σαν μια γροθιά στην Ομάδα Συμβίωσης, έβρισκαν τρόπους να καταφέρνουν μικρές και μεγαλύτερες νίκες.
Σε σημείωμά του στην εφημερίδα «Η Αυγή» στις 11 του Δεκέμβρη 1961 (πηγή: ΑΣΚΙ), ο Κ. Πορφύρη περιγράφει μια τέτοια νίκη των κρατούμενων αγωνιστών, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε η μορφή του φωτισμένου δάσκαλου και παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού.
Πίσω από το ψευδώνυμο «Κ[ώστας] Πορφύρης», ο Ζακυνθινός μελετητής της λογοτεχνίας, πεζογράφος, κριτικός, εκδότης σημαντικών έργων και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Επιθεώρηση τέχνης» Πορφύρης Κονίδης.
Τον εκπολιτιστικό τομέα στην Ακροναυπλία τον κατεύθυνε ο Δημήτρης Γληνός. Τρεις διαλέξεις που έκανε παλιότερα («Πώς να διαβάζουμε», «Το Θέατρο», «Προβλήματα φιλοσοφίας») είχαν μείνει στη μνήμη όλων. Τις παρακολούθησαν και οι φρουροί χωροφύλακες και έσπασαν τα χέρια τους χτυπώντας παλαμάκια. Μα η Διοίκηση του Στρατοπέδου πήρε μέτρα: απαγόρευσε το θέατρο, απαγόρευσε τις Σχολές αγραμμάτων. Οι κρατούμενοι αναγκάστηκαν όλα αυτά να τα κάνουν κρυφά.
Οι διαλέξεις και τα μαθήματα γίνονταν σε μικρές γκρούπες και το θέατρο περιορίστηκε σε μερικά σκετσάκια ή έστω μονόπραχτα, που παίζονταν χωρίς σκηνή και σκηνικά ύστερα από το κλείσιμο των θαλάμων (σε κάθε θάλαμο μένανε 150 κρατούμενοι). Μα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά (τα πρώτα Χριστούγεννα και την πρώτη Πρωτοχρονιά της Ακροναυπλίας) ζητήθηκε άδεια από τη διοίκηση του Στρατοπέδου να επιτρέψει εξαιρετικά να γίνει εκείνες τις δυο μέρες γενικό θέατρο.
Είχαμε φτάσει στην προπαραμονή των Χριστουγέννων κι ο διοικητής δεν είχε δώσει την άδεια, μα δεν την είχε κιόλας αρνηθεί οριστικά.
-Τελικά θα τη δώσει, έλεγε το βράδυ ο Γληνός, μα θέλει να τη δώσει την τελευταία στιγμή για να μην προκάνουμε να ετοιμαστούμε.
Και πραγματικά, η άδεια δόθηκε την παραμονή το απόγιομα. Τι να πρωτογίνει ως το άλλο βράδυ; Μα ο πρώτος θάλαμος είχε παίξει πριν λίγες μέρες μια μικρή κωμωδία του Μολιέρου. Αποφασίστηκε λοιπόν, να παιχτεί ο Μολιέρος και να συμπληρωθεί το πρόγραμμα με μουσική. Η παράσταση θα γινόταν στον τέταρτο θάλαμο.
Τα Χριστούγεννα ανήμερα, μόλις άνοιξαν οι θάλαμοι, το συνεργείο των μαραγκών άρχισε γρήγορα – γρήγορα να στήνει τη σκηνή. Για ξυλεία χρησιμοποίησε τις σανίδες των κρεβατιών. Ο Γληνός είχε ανησυχία. Θα προκάνει να είναι έτοιμη η σκηνή ως το απόγιομα; Κατέβαινε κάθε τόσο στον τέταρτο θάλαμο (ήταν στο πρώτο πάτωμα, κάτω από τον δεύτερο όπου έμενε ο Γληνός) και ρωτούσε:
-Λοιπόν, πώς τα πάμε; Θα ’μαστε έτοιμοι;
-Μη φοβάσαι, Δάσκαλε, του απαντούσε ο Κώστας ο Σταθόπουλος κι οι άλλοι μαραγκοί.
Και πραγματικά, το απόγιομα η σκηνή, μα και… η πλατεία του θεάτρου ήταν έτοιμη. Η σκηνή είχε πλάτος έξι μέτρα περίπου και βάθος τέσσερα. Για καθίσματα των θεατών χρησιμοποιήθηκαν και πάλι τα στρίποδα και τα σανίδια.
Η παράσταση άρχισε στις 6 η ώρα, αμέσως ύστερα από το βραδυνό συσσίτιο. Τον πρώτο ρόλο στο έργο του Μολιέρου τον έπαιξε θαυμάσια ο Βαγγέλης Πάσαρης, που είχε πραγματικό υποκριτικό και λογοτεχνικό ταλέντο (ο Πάσαρης εκτελέστηκε αργότερα, στα 1943, στο Κούρνοβο). Ο Γιώργης Κουτούγκος, πραγματικά λαϊκός ηθοποιός και κιθαριστής, αυτοσχεδίασε διάφορα νούμερα και έπαιξε μερικά κομάτια στην κιθάρα του. Ο Μανώλης Σαντομοίρης έπαιξε βιολί, με συνοδεία κιθάρας (κι ο Σαντομοίρης εκτελέστηκε αργότερα στο Χαϊδάρι, την Πρωτομαγιά του 1944). Τέλος ο μπαρμπα-Θόδωρος ο Μάγκος, ο παλιός συνδικαλιστής – από τους ιδρυτές της Γενικής Συνομοσπονδίας – και περίφημος τραγουδιστής, τραγούδησε με την κιθάρα του ένα τραγούδι, που το πήραν όλοι. Ο Γληνός καθόταν μπροστά και τραγουδούσε πρώτος και καλύτερος.
Την άλλη μέρα η σκηνή ξηλώθηκε. Κι άρχισε η προετοιμασία για την Πρωτοχρονιά. Ο διοικητής έφερνε και πάλι δυσκολίες. Μα τώρα κι οι κρατούμενοι είχαν πάρει τα μέτρα τους. Με τις οδηγίες του Γληνού είχαν αρχίσει κιόλας οι πρόβες πριν από τα Χριστούγεννα. Και την Πρωτοχρονιά το βράδυ είχαμε κανονικό θέατρο: ανεβάστηκε το «Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου. Το Νιόνιο Νερνιάκη τον έπαιξε με μεγάλη επιτυχία ο Γιώργης Βρεττάκος (αδερφός του ηθοποιού Ρένου Βρεττάκου) και τον ρόλο του δικηγόρου Βάλβη τον απόδωσε περίφημα ο Ναπολέοντας Σουκατζίδης. Στο μεταξύ η ορχήστρα των κρατουμένων είχε συμπληρωθεί μ’ ένα ακόμα βιολί (είχε συνολικά 12 όργανα).
Τελειώνοντας η παράσταση, ο Γληνός έδωσε το σύνθημα για το τραγούδι – ένα κοινότατο τραγούδι της εποχής που ωστόσο γινόταν εκείνη τη στιγμή πραγματικό θούριο, καθώς το τραγουδούσαν οι εξακόσιοι Ακροναυπλιώτες:
-Θα τον πολεμήσουμε το Μεταξά με το τραγούδι, είχε πει ο Γληνός.
Κι έτσι πραγματικά πολέμησε η Ακροναυπλία το φασισμό.
Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου