Γεννιέται, 28/3/1868, ο Μαξίμ Γκόρκι
(πραγματικό όνομα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ). Ο Γκόρκι, προλετάριος κι ο ίδιος,
πάλεψε για την επιβίωσή του και μετέτρεψε αυτή τη μάχη του σε πραγματικό
«σχολείο» που τον δίδαξε: «Την "ηθική των αφεντικών" την
αντιπάθησα όσο και την "ηθική των δούλων". Μια τρίτη ηθική έβλεπα να
διαμορφώνεται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».
Η αντίληψη
που διαμόρφωσε στο «πεζοδρόμιο» του βίου τον οδήγησε στο μαρξισμό, τον οποίο
υπηρέτησε ως το θάνατό του τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την ίδια
του τη ζωή.
Ο γραπτός λόγος για τον Γκόρκι ήταν το όπλο που αποκάλυπτε την
άγρια εικόνα των προλεταρίων της εποχής του - μέσω των αισθητικών κανόνων του
συγγραφικού ρεαλισμού - αλλά και την αναγκαιότητα του συνειδητού ξεσηκωμού των
σκλάβων για την ανατροπή του εφιάλτη που βίωναν.
Μια
συνειδητότητα που χαράζονταν και σφυρηλατούνταν στον καπιταλισμό στο δρόμο για
την τελική έφοδο και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από αφέντες και
δούλους.
Διαχρονικά έργα
του Γκόρκι
«Ελεύτερη
φίλη τ' Ανθρώπου η Σκέψη, παντού βλέπει με το παρατηρητικό της βλέμμα και τα
πάντα φωτίζει (...). Αν ο Ανθρωπος φαρμακώθηκε από το Ψέμα χωρίς να παίρνει
γιατρειά και πιστεύει ότι δεν υπάρχει ευτυχία ανώτερη από το να γιομίσει την
κοιλιά του, τότε η Σκέψη ρίχνει τα φτερά της, αφήνοντας τον Ανθρωπο δούλο της
καρδιάς του (...) Ο Ανθρωπος γίνεται ζώο χωρίς περηφάνεια και Σκέψη (...).
Πηγαίνω για να καώ, για να φωτίσω τα σκότη της Ζωής κι η καταστροφή μου είναι
το μόνο μου βραβείο. Αλλα βραβεία δεν λιμπίζουμαι (...)».Μαξίμ Γκόρκι (απόσπασμα του κειμένου «Ο
Ανθρωπος», περιοδικό «Νουμάς» 1906).
Η στήλη,
αναφερόμενη στα έργα του Γκόρκι «Τα παιδιά του ήλιου» και «Βάσσα Ζελεσνόβα»,
που παίζονται φέτος, για τη βαθύτερη πρόσληψή τους από τους θεατές, προτάσσει
λιγοστά βιογραφικά στοιχεία του μεγάλου δραματουργού.
Τρίχρονος ο
Γκόρκι χάνει τον πατέρα του, από τη μακρόχρονη επιδημία χολέρας που θέριζε τη
φτωχολογιά. Η μάνα τον εγκαταλείπει και ξαναπαντρεύεται. Τον ανασταίνει, με
παραμύθια και τραγούδια, η αγαπημένη του γιαγιά, που κατάντησε ζητιάνα,
αβοήθητη πέθανε από γάγγραινα και τον άφησε πεντάρφανο. Πικρή η ζωή του. Εξ ου
και το ψευδώνυμό του «Γκόρκι» (Πικρός).
Εντεκάχρονος βγήκε στη σκληρότατη
βιοπάλη, με κάθε λογής χειρωνακτική δουλειά. Βιοπαλεύοντας σε διάφορες πόλεις,
συνδέθηκε με επαναστάτες - προλετάριους και φοιτητές - διανοούμενους, ενώ
απεχθανόταν την πλειοψηφία της εγωτικής, συμβιβασμένης, αδιάφορης με τα βάσανα
του λαού, δίβουλης και επίβουλης πρωτευουσιάνικης διανόησης. Με τρεις
φυλακίσεις (1889, 1898, 1901) και εξορία (1902), παρά την επιτυχία των τριών
πρώτων έργων του (1901 «Μικροαστοί», 1902 «Παραθεριστές» και «Ο βυθός», στο
μοσχοβίτικο «Θέατρο Τέχνης»), κρατούμενος ξανά, επί ένα μήνα, επειδή συμμετείχε
στην αποτυχημένη Επανάσταση του 1905, γράφει «Τα παιδιά του ήλιου».
Την
πρεμιέρα του έργου στο «Θέατρο Τέχνης» προστατεύουν μπολσεβίκοι εργάτες.
Ακολουθεί απαγόρευση του έργου, δολοφονίες, αιματοχυσία απεργιών και
εξεγέρσεων. Γενάρη του 1906, με εντολή του Λένιν, φυγαδεύεται στο εξωτερικό.
Δραματουργικό
πρότυπό του στάθηκε ο κριτικός ρεαλισμός του Τσέχοφ. Ο Γκόρκι παίρνοντας τη
«σκυτάλη» της κοινωνικής κριτικής από εκεί που την άφησε ο Τσέχοφ (με το
«Βυσσινόκηπο», το 1904), την πήγε πολύ μπροστά, με το βιωματικά ταξικό του
«βλέμμα». Με ολόπλευρη αποκάλυψη της άθλιας ρωσικής κοινωνικής πραγματικότητας.
Με αγάπη για την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και με κριτική - σε κάθε έργο του - για
όλα τα κοινωνικά στρώματα, με στόχο την ταξική «αφύπνιση» των λαϊκών μαζών,
έγινε ο «θεμελιωτής» του θεατρικού και πεζογραφικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
«Τα παιδιά
του ήλιου»
Στα «Παιδιά
του ήλιου» επικεντρώνεται στους διανοούμενους και επιστήμονες της ξεπεσμένης
πρώην μεγαλοαστικής τάξης. Αεργοι, απένταροι, ξεπουλώντας τα πάντα, αδιάφοροι
για τη χολέρα που θερίζει τη φτωχολογιά, «προστατευμένοι» στο αρχοντικό τους,
ζουν ένας βιολόγος, ο οποίος χωρίς στοιχειώδη εξοπλισμό «διεξάγει» μια ανούσια
έρευνα, αρνούμενος τη χρηματοδότηση και τον έρωτα της λαϊκής καταγωγής, χήρας -
κληρονόμου ενός πάμπλουτου εμπόρου. Η γεροντοκόρη, ψυχολογικά ευάλωτη αδελφή
του, που από ταξικό σνομπισμό αρνείται να παντρευτεί τον εύπορο έμπορο αδελφό
της χήρας.
Η μοιχός με έναν ζωγράφο, σύζυγος του επιστήμονα. Μόνο «στήριγμά»
τους η γριά παραμάνα τους. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι «βουλιάζουν» στα αδιέξοδα του
καταδικασμένου «κόσμου» τους, ενώ έξω, στην κοινωνία, οι αγωνιστές του λαού ανυψώνουν
τον «ήλιο» της επερχόμενης Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το έργο, δικαιωμένο
θεματολογικά και αισθητικά, με τη σεβόμενη το πρωτότυπο απόδοση - επεξεργασία
και την έξοχη - υποδειγματικής ρεαλιστικής απλότητας, αλήθειας και δύναμης -
σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, παρουσιάζεται στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου
Τέχνης», με συνεργάτες τους Ελένη Μπακοπούλου (μετάφραση), Βασίλη Μπιρμπίλα
(σκηνικό - κοστούμια), Σάκη Μπιρμπίλη (φωτισμοί). Μια παράσταση, που δεν πρέπει
να χάσει κανείς θεατρόφιλος, «κοσμημένη» και με πολύ καλές ερμηνείες των
(αλφαβητικά): Ανδριανού Γκάτσου, Μαρίας Καλλιμάνη, Γιάννη Κότσιφα, Ιωάννα
Μαυρέα, Φωτεινής Μπαξεβάνη, Αρη Ντέλια, Μάκη Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνας
Τάκαλου, Χάρη Φραγκούλη (κυρίαρχη της παράστασης, και η καλύτερη, καθότι
λιτότερη, μέχρι τώρα ερμηνεία του).
«Βάσσα
Ζελεσνόβα»
Στο Κάπρι
(Ιταλία) το 1910 ο Γκόρκι γράφει την πρώτη εκδοχή του έργου «Βάσσα Ζελσνόβα»
(παίχθηκε στο «Θέατρο Τέχνης», 1911), σηματοδοτώντας με τον υπότιτλο «Η μάνα»
το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, την Βάσσα. Μια μάνα απόλυτα αντίθετη από το
πρωταγωνιστικό πρόσωπο του αριστουργηματικού του μυθιστορήματος «Η μάνα»
(1907). Η Βάσσα είναι σύμβολο μιας μεγαλοαγροτικής επιχειρηματικής «Αγίας
Οικογένειας», η οποία στα κρίσιμα προεπαναστατικά χρόνια, ηγείται της
επιχείρησης, επιδιώκοντας να αυξήσει τα πλούτη που σώρευσε ο ετοιμοθάνατος
σύζυγός της. Ολα τα μέλη όμως της «Αγίας Οικογένειας» αλληλοτρώγονται για το
ποιος και πώς θα αρπάξει το μεγαλύτερο μερίδιο της επιχείρησης. Πιο αδυσώπητη,
ακόμα και με τους «προβληματικούς» γιους και τις συζύγους τους, είναι η Βάσσα.
Ο Γκόρκι, το 1935 επεξεργάστηκε τη δυσνόητη, μακρόσυρτη, «ανοικονόμητη», με
«κοιλιές» πρώτη εκδοχή, «πυκνώνοντας» και «καθαρίζοντας» την πλοκή και τους
χαρακτήρες από τα «βαρίδια» τους και αποσαφηνίζοντας το «μήνυμα» του έργου.
Καθώς η δεύτερη εκδοχή είναι εντελέστερη από κάθε άποψη, παίχτηκε περισσότερο
και μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο, και όχι το αντίθετο, επειδή είναι
«γεμάτη προπαγανδιστική διάθεση», όπως γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης ο
Αλέξανδρος Κοέν που διασκεύασε και σκηνοθέτησε την πρώτη εκδοχή στο θέατρο «Αltera
Pars». Μια διασκευή με περικοπές, μεταθέσεις φράσεων ενός προσώπου στο
στόμα άλλου, προσθέσεις αποσπασμάτων από άλλα έργα του Γκόρκι, που θεωρεί ότι η
Βάσσα είναι εμπνευσμένη από τη πάμφτωχη γιαγιά του Γκόρκι (!) Μπέρδεμα όλα.
Διασκευή, σκηνοθεσία, σκηνικό, κοστούμια και ερμηνείες θολώνουν την ταξική θέση
και το χαρακτήρα των προσώπων (όλα τα πρόσωπα μεταμορφώθηκαν ενδυματολογικά ως
προλετάριοι και η αμείλικτα εποπτεύουσα επιχειρηματίας Βάσσα ως αρχιεργάτρια),
το περιεχόμενο και τη μορφή της πρώτης εκδοχής, εξαφανίζοντας και το
πολιτικο-κοινωνικό «μήνυμά» της. Κρίμα. Σκηνικά - κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα,
Φωτισμοί: Νύσος Βασιλόπουλος. Παίζουν: Αλίκη Μπόμποτα, Μίνα Χειμώνα (Βάσσα),
Πέτρος Γούτης, Μάριος Σακκάς, Χαρά Αδαμίδου, Ρωμανός Μαρουδής, Αντώνης
Ραμπαούνης, Εύη Νταλούκα, Ιωάννα Ευαγγελίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου