Είναι
ιστορικά βέβαιο ότι ο Καραγκιόζης εμφανίζεται στην Ελλάδα το 19ο αιώνα. Λέγεται
ότι στα Γιάννενα δίνονταν παραστάσεις στην αυλή του Αλή Πασά, χωρίς όμως να
υπάρχουν σαφέστερα στοιχεία καταγραμμένα. Η πρώτη θεωρητική προσέγγιση στον
Καραγκιόζη γίνεται από τον Τζούλιο Καΐμι το 1935.
«Ο ελληνικός
Καραγκιόζης», λέει η Μ. Καψαμπέλη, «έχει καταγωγή τουρκική. Ακόμη και το όνομά
του είναι τούρκικο και σημαίνει "μαυρομάτης". Γι' αυτό και στην αρχή,
αν και παιζόταν από Ελληνες, ο Καραγκιόζης διατηρούσε τα τουρκικά
χαρακτηριστικά του, που ήταν τελείως διαφορετικά από την ελληνική εκδοχή του
όπως διαμορφώθηκε αργότερα. Ο Καραγκιόζης "εξελληνίζεται" από τον
καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Σαρδούνη, ή Μίμαρο, στην Πάτρα στις αρχές του 20ού
αιώνα. Ο Σαρδούνης είναι ο "πατέρας" του ελληνικού Καραγκιόζη. Αυτός
πρώτος θα προσθέσει ή θα "εξελληνίσει" φιγούρες του Καραγκιόζη,
μερικές από τις οποίες θα μείνουν σταθερές μέχρι σήμερα. Διαφορά υπάρχει και
στις φιγούρες. Ο τούρκικος Καραγκιόζης είναι μικρότερος, αλλά διαφορές υπάρχουν
και στη θεματολογία και στη δομή της παράστασης. Για παράδειγμα, ο τούρκικος
Καραγκιόζης έχει περισσότερο τραγούδι. Δεν έχει έργα με υποθέσεις. Και δεν
παιζόταν σε καφενεία και θέατρα, αλλά σε τεκέδες. Ηταν μόνο για άνδρες, ήταν
κλειστή παράσταση και συχνά είχε πορνογραφικό χαρακτήρα».
Οι
καραγκιοζοπαίχτες έδιναν πάρα πολλές παραστάσεις, από πλατεία σε πλατεία και
από καφενείο σε καφενείο, με πάρα πολύ κόσμο. Αυτό όμως δεν τον «νομιμοποίησε»
στη συνείδηση της άρχουσας τάξης. «Στην αρχή του ο Καραγκιόζης», συνεχίζει η Μ.
Καψαμπέλη, «κυνηγήθηκε ίσως ακόμη περισσότερο και από το ρεμπέτικο, γιατί ήταν
λαϊκό θέαμα. Φανταστείτε, σε μια Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, που προσπαθεί
να χτίσει το αστικό της πρόσωπο και να μοιάσει στην Ευρώπη, να υπάρχει θέαμα
όπως ο Καραγκιόζης. Υπήρχαν ακόμη και υβριστικά δημοσιεύματα εναντίον του, με
χαρακτηριστικότερα αυτά της "Εστίας". Κατηγορούνταν σαν είδος που
"χτυπάει" τα ήθη. Ο πρώτος διανοούμενος που μιλάει θετικά για τον
Καραγκιόζη είναι ο Σικελιανός.
Ο Σικελιανός με τον Τσαρούχη θα αποδώσουν στον Καραγκιόζη την πραγματική του σημασία». Η «νομιμοποίηση» του Καραγκιόζη στη συνείδηση των αστών θα γίνει σταδιακά. Στην Πάτρα, για παράδειγμα, η διαδικασία αυτή γίνεται πιο εύκολα αντιληπτή, αφού η ταξική διαφοροποίηση της πόλης εκφραζόταν και πολεοδομικά. «Η Πάτρα ήταν πραγματικά χωρισμένη στην πάνω και κάτω πόλη. Στην κάτω πόλη ήταν οι έμποροι και οι μικροαστοί και στην πάνω, το λαϊκό στοιχείο. Ο Μίμαρος φέρνει τους αστούς μέσα στο θέατρο του Καραγκιόζη, το δικό του». Ετσι, οι αστοί θα πηγαίνουν στην πάνω πόλη μετατοπίζοντας «γεωγραφικά» τη διασκέδασή τους για χάρη του Καραγκιόζη, ενώ δε γίνεται το αντίθετο. Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα δεν πάνε στα θέατρα και στα καφέ των αστών.
Ο Σικελιανός με τον Τσαρούχη θα αποδώσουν στον Καραγκιόζη την πραγματική του σημασία». Η «νομιμοποίηση» του Καραγκιόζη στη συνείδηση των αστών θα γίνει σταδιακά. Στην Πάτρα, για παράδειγμα, η διαδικασία αυτή γίνεται πιο εύκολα αντιληπτή, αφού η ταξική διαφοροποίηση της πόλης εκφραζόταν και πολεοδομικά. «Η Πάτρα ήταν πραγματικά χωρισμένη στην πάνω και κάτω πόλη. Στην κάτω πόλη ήταν οι έμποροι και οι μικροαστοί και στην πάνω, το λαϊκό στοιχείο. Ο Μίμαρος φέρνει τους αστούς μέσα στο θέατρο του Καραγκιόζη, το δικό του». Ετσι, οι αστοί θα πηγαίνουν στην πάνω πόλη μετατοπίζοντας «γεωγραφικά» τη διασκέδασή τους για χάρη του Καραγκιόζη, ενώ δε γίνεται το αντίθετο. Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα δεν πάνε στα θέατρα και στα καφέ των αστών.
Κάθε
παράσταση συνοδευόταν από ζωντανή ορχήστρα, με καταπληκτικούς μουσικούς. «Ο
Καραγκιόζης είναι κανονικό θέατρο με τις αυστηρότατες δομές του θεάτρου. Η
μουσική ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τους χαρακτήρες. Κάθε χαρακτήρας στον
Καραγκιόζη συνοδεύεται από το δικό του μουσικό κομμάτι, που τον εισάγει. Αυτά
έχουν μια ποικιλία. Μπορείς να ακούσεις για τον μπαρμπα-Γιώργο εφτά διαφορετικά
τσάμικα. Ο Διονύσιος έχει μαντολινάτες. Ο Μορφονιός έχει μια ποικιλία μουσικής.
Πολλοί από αυτούς τους μουσικούς ήταν επιφανείς καλλιτέχνες της δημοτικής
μουσικής ή ρεμπέτες».
Να στηριχτεί
το θέατρο σκιών
Σήμερα οι
καραγκιοζοπαίχτες στην Ελλάδα είναι αισθητά λιγότεροι από την εποχή της ακμής
του θεάτρου σκιών. Ο λόγος δεν είναι η έλλειψη αγάπης προς το θέατρο σκιών,
αλλά η έλλειψη κινήτρων. Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, ο μέσος όρος ηλικίας
των σημερινών καραγκιοζοπαιχτών δεν ξεπερνάει τα 30 χρόνια. Αυτοί οι νέοι
άνθρωποι είναι καραγκιοζοπαίχτες από μεράκι. Δεν ασφαλίζονται, δεν προβλέπεται
σύνταξη γι' αυτό που κάνουν. Οι μεγάλοι σε ηλικία καραγκιοζοπαίχτες αναγκάζονται
να δουλεύουν ακόμη αφού ούτε αυτοί έχουν σύνταξη.
Από τον
περασμένο Μάρτη, που άρχισε τυπικά η λειτουργία του Κέντρου, μέχρι σήμερα έχει
καταγραφεί όλο το υπάρχον υλικό και καταγράφεται οτιδήποτε νέο έρχεται, με
σκοπό να δημιουργηθεί μια σελίδα για τον Καραγκιόζη στον υπάρχοντα κόμβο του
ΕΛΙΑ στο διαδίκτυο.
Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις στη Στοά του Βιβλίου και
συνεργάστηκε με τη ΔΕΠΑΠ της Πάτρας για το διεθνές συνέδριο του θεάτρου σκιών,
που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνη. Ο Καραγκιόζης έχει εγκριθεί ως δράση
στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα και το ΕΛΙΑ έχει αναλάβει το συντονισμό των δράσεων
και των φορέων που θα συμμετάσχουν. Προγραμματίζονται εκθέσεις, εκδόσεις,
συνέδριο, παραστάσεις. Τον ερχόμενο Γενάρη το Κέντρο διοργανώνει έκθεση του
Κώστα Τσίπηρα στη Στοά του Βιβλίου με φωτογραφίες καραγκιοζοπαιχτών σε ώρα
δράσης.
Σε ό,τι
αφορά στα εκπαιδευτικά προγράμματα, το Κέντρο θέλει να δημιουργήσει ένα
εκπαιδευτικό πακέτο διάφορων βαθμίδων, με παραστάσεις, σεμινάρια, εργαστήρια
κ.ά. Ανάλογα προγράμματα με τον Καραγκιόζη έχουν κι άλλοι φορείς και υπάρχει
μια τάση να δημιουργηθεί κάτι ενιαίο από όλα αυτά, έτσι ώστε να λειτουργήσει
και μέσα στην ελληνική επικράτεια αλλά και στους ομογενείς. Οι τελευταίοι, από
όλες τις γωνιές του πλανήτη, ζητούν συνεχώς τον Καραγκιόζη για τα ελληνικά
σχολειά. Αυτό το ενδιαφέρον δεν είναι ευκαιριακό. Οπως λέει η Μ. Καψαμπάλη, οι
πρώτες γενιές Ελλήνων μεταναστών είχαν ζήσει τον Καραγκιόζη. Ολοι οι παλιοί
καραγκιοζοπαίχτες έχουν δώσει παραστάσεις στο εξωτερικό, ενώ πολλοί ήταν και οι
ίδιοι μετανάστες, όπως η οικογένεια Ασπιώτη που μετανάστευσε στην Αυστραλία.
Η πείρα από
τη χρήση του Καραγκιόζη στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι θετική. Πολλοί
εκπαιδευτικοί έχουν δουλέψει με τον Καραγκιόζη μέσα στην τάξη με εξαιρετικά
αποτελέσματα. Η απήχηση στα παιδιά ήταν μεγάλη. Αλλωστε, το αντικείμενο
προσφέρει μια ποικιλία δραστηριοτήτων, όπως η γνωριμία με το θέατρο, το
παιχνίδι, η κατασκευή. Παράλληλα, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το λαϊκό
πολιτισμό και με τον πλούτο της γλώσσας μας, σε μια εποχή που απειλούνται
αμφότερα αυτά τα σημαντικά στοιχεία.
Το ερώτημα
για το αν ή το πώς θα υπάρχει ο Καραγκιόζης στο μέλλον τίθεται εκ των
πραγμάτων, με την έννοια ότι οι κοινωνικές συνθήκες που τον γέννησαν έχουν
μεταβληθεί και μεταβάλλονται συνεχώς. Το σίγουρο είναι πως αυτή τη στιγμή, το
θέατρο σκιών, ως λαϊκό θέαμα, λειτουργεί το ίδιο ευεργετικά στους φυσικούς
αποδέκτες του όσο και στο παρελθόν, κάτι που φαίνεται και από τον τρόπο που
αντιδρά το κοινό στις παραστάσεις. Αρκεί όμως η «μαγεία» των σκιών για να
επιβιώσει ο Καραγκιόζης, ή ο ιστορικός του κύκλος έχει κλείσει; Η Μ. Καψαμπέλη
εκτιμά πως ο Καραγκιόζης έχει πράγματα να δώσει γι' αυτό και δε θέλει να γίνει
μουσειακό είδος. Αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη καραγκιοζοπαιχτών, κάτι όχι
και τόσο δεδομένο για το μέλλον, όπως είδαμε. «Αν παιχτεί Καραγκιόζης θα έχει
απήχηση. Ο κόσμος εξακολουθεί να θέλει το θέατρο σκιών. Το θέμα όμως δεν είναι
να χρηματοδοτηθεί ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα. Το ζήτημα είναι να δημιουργηθούν
οι συνθήκες εκείνες, που θα επιτρέψουν στον καραγκιοζοπαίχτη να δουλέψει
επαγγελματικά», καταλήγει.
Οι
μεγαλύτεροι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες
Ο Δημήτρης Σαρντούνης στην Πάτρα, τον οποίο αποκαλούσαν Μίμαρο
από την ικανότητά του στη μιμική τέχνη. Ο Μίμαρος με τη
δύναμη της μιμικής του και με τη δημιουργία νέων τύπων και νέων παραστάσεων,
όπου ο εξελληνισμένος πια Καραγκιόζης άγγιζε τις ψυχές του κοινού, έδωσε νέα
μορφή και νέα πνοή στο ελληνικό θέατρο σκιών. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η
αφετηρία για τον δημοφιλή Καραγκιόζη ήταν η Πάτρα.
Ο Καραγκιόζης έγινε λαοφιλής στα επιδέξια χέρια του Μίμαρου, του Θοδωρέλλου, του Ρούλια, του Μέμου, του Μόλλα, του Χαρίδημου, του Μανωλόπουλου, του Ξάνθου.
Ο Καραγκιόζης έγινε λαοφιλής στα επιδέξια χέρια του Μίμαρου, του Θοδωρέλλου, του Ρούλια, του Μέμου, του Μόλλα, του Χαρίδημου, του Μανωλόπουλου, του Ξάνθου.
Αργότερα ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών. Πολύ γνωστός καλλιτέχνης του θεάτρου σκιών Σωτήριος Σπαθάρης. Μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο Ο Καραγκιόζης πέρασε μεγάλη κρίση.
Ωστόσο, η
επίπονη προσπάθεια του ανεπανάληπτου Ευγένιου Σπαθάρη έδωσε
μια τελευταία αναλαμπή στο λαϊκό θέαμα.
Μνημονεύεται κάποιος Αθηναίος καλλιτέχνης, ονόματι Αγιομαυρίτης, ο
οποίος έπαιζε εκεί τους θερινούς μήνες (δεκαετία 1950), ενώ το χειμώνα έστηνε
τον μπερντέ του στο καφενείο του μπαρμπα-Σταύρου Παπαδάτου στο Σιταροπάζαρο.
Ακόμη, ο ονομαστός Αντώνης Μόλλας (1872-1949) είχε παίξει στα «σκαλάκια» κάποτε, δηλαδή
στο Αρχαίο θέατρο Άργους, στις αρχές του 20ου αι.
Φαίνεται πως στη μνήμη πολλών Αργείων έχει μείνει
περισσότερο ο Μήτσος Πίτσικας, ένας
φτωχός μικρασιάτης πρόσφυγας, ο οποίος έμενε στο Συνοικισμό και έπαιζε σε μια
μάντρα στην οδό Τριπόλεως.
Στην Κατοχή
Ο Ευγένιος
Σπαθάρης πρωτόπιασε τον Καραγκιόζη στα χέρια του το 1942, στα δύσκολα χρόνια
της γερμανικής κατοχής, από την πλατεία Κασταλίας, στο Μαρούσι. Αρχισε τις
παραστάσεις του με κλασικές κωμωδίες, αλλά ο βασανισμένος από τους κατακτητές
λαός δεν παρακολουθούσε με κέφι τις παλιές καραγκιόζικες κωμωδίες.
Ετσι, ο καραγκιοζοπαίχτης άλλαξε το πρόγραμμα, παίζοντας ηρωικά έργα, που ευχαριστούσαν τον κόσμο. Παρουσίασε σαράντα περίπου ηρωικά έργα.
Οπως μαρτυρεί ο Ευγ. Σπαθάρης, μια φορά παραλίγο να χάσει τη ζωή του:
Ετσι, ο καραγκιοζοπαίχτης άλλαξε το πρόγραμμα, παίζοντας ηρωικά έργα, που ευχαριστούσαν τον κόσμο. Παρουσίασε σαράντα περίπου ηρωικά έργα.
Οπως μαρτυρεί ο Ευγ. Σπαθάρης, μια φορά παραλίγο να χάσει τη ζωή του:
«Εκείνη την
εποχή, τέτοιες παραστάσεις παίζονταν κρυφά από τους Γερμανούς, γιατί τα θέματά
τους μηνούσαν στο λαό να πάρει εκδίκηση. Τη μέρα εκείνη, θυμάμαι, έπαιζα την
"Εκδίκηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου" για το θάνατο του Διάκου.
Με
ειδοποιεί ο ένας βοηθός μου ότι μπήκαν Γερμανοί στην αίθουσα. Οι βοηθοί μου
έφυγαν από την πίσω πόρτα. Εγώ δεν πρόλαβα κι έτσι με συνέλαβαν και με οδήγησαν
στην "Κομαντατούρ".
Για καλή μου τύχη, όταν με ανέκρινε ο Γερμανός
φρούραρχος, διερμηνέας ήταν ο Φριτς Λάντερ (Κλάους Φρισλάντερ). Ο Φριτς Λάντερ
ήταν φιλέλληνας, φιλότεχνος, σπουδαίος ξυλογράφος και λάτρης του Θεάτρου Σκιών.
Τον είχα γνωρίσει από τον Γιάννη Τσαρούχη, τότε που ο Τσαρούχης επιμελούνταν το
βιβλίο του Τζούλιο Καΐμη για την ιστορία του Καραγκιόζη και το οποίο
διακοσμούσε ο Φριτς Λάντερ με ξυλόγλυπτες φιγούρες.
Μόλις με είδε, τα 'χασε και
με ρώτησε: "Πώς ήρθες εσύ εδώ;". "Δεν ήρθα. Με φέρανε, γιατί
τάχα δε σκότωνα μεμέτες του 1821, αλλά Γερμανούς", του απάντησα.
Είπε στον
φρούραρχο ποιος είμαι και τι κάνω κι εκείνος με άφησε λεύτερο. Του εξήγησε,
μάλιστα, τι είναι ο Καραγκιόζης, τι αξία έχει το Θέατρο Σκιών και ότι πρέπει να
το γνωρίσει όλος ο γερμανικός στρατός.
Ετσι έδωσα μιαν επίσημη παράσταση για
τον φρούραρχο και δύο παραστάσεις για το στρατό του.
Μετά από αυτό μου δόθηκε
άδεια να παίζω οπουδήποτε ελεύθερα τα έργα μου.
Από τότε δε φοβούμουν. Και
παρουσίασα τα περισσότερα ηρωικά έργα».
«Ο Καραγκιόζης στην υποδοχή του Κλίντον».
«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ξυπόλυτη οικογένεια, μάθατε τα νέα; Μας έρχεται, εμμμ..., ωχ πως τον λεέν' τούτο;
ΚΟΛΛΗΤΗΡΙ: Κλίντον, μπαμπάκα, Κλίντον.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, παιδί μου, έχεις άριστο IQ! Ε, να λοιπόν, κάτι πρέπει να του κάνουμε.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Εγώ θα του κάνω μια κατσάδα (καντάδα)!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Καραγκιόζη, ο πατσάς σε ζητά! Τρέχα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Good morning, πατσά μου.
ΠΑΣΑΣ: Τι είναι τούτα, Καραγκιόζη;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ευρωπαϊκά.
ΠΑΣΑΣ: Καλά. Εγώ για άλλα σε ζητώ. Σκέφτομαι να σε στείλω για ρεπόρτερ του Κλίντον.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: ΟΚ. Με τη συμφωνία να πάρω μαζί μου και τον Μπαρμπαγιώργο.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ωρέ μανούλα μ'. Τι οργάνωση και ασφάλεια είν' τούτη!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Βλέπεις είμαστε πολύ προχωρημένη χώρα!... Εμπρός γιατί αργήσαμε.
(μετά τη συνέντευξη)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αγαπητό μου ημερολόγιο (ή ωρολόγιο). Ολη μέρα σαν ρεπόρτερ/ τριγυρνώ σ' όλη την πολιτεία/ με μια πόρσε./ Γράφω για την κοινωνία./ Κλίντον, Δείρ' τον, πλύν' τον./ Ερχονται στη χώρα/ και μαζί τους φέρνουν μπόρα».
«Ο Καραγκιόζης στην υποδοχή του Κλίντον».
«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ξυπόλυτη οικογένεια, μάθατε τα νέα; Μας έρχεται, εμμμ..., ωχ πως τον λεέν' τούτο;
ΚΟΛΛΗΤΗΡΙ: Κλίντον, μπαμπάκα, Κλίντον.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, παιδί μου, έχεις άριστο IQ! Ε, να λοιπόν, κάτι πρέπει να του κάνουμε.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Εγώ θα του κάνω μια κατσάδα (καντάδα)!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Καραγκιόζη, ο πατσάς σε ζητά! Τρέχα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Good morning, πατσά μου.
ΠΑΣΑΣ: Τι είναι τούτα, Καραγκιόζη;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ευρωπαϊκά.
ΠΑΣΑΣ: Καλά. Εγώ για άλλα σε ζητώ. Σκέφτομαι να σε στείλω για ρεπόρτερ του Κλίντον.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: ΟΚ. Με τη συμφωνία να πάρω μαζί μου και τον Μπαρμπαγιώργο.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ωρέ μανούλα μ'. Τι οργάνωση και ασφάλεια είν' τούτη!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Βλέπεις είμαστε πολύ προχωρημένη χώρα!... Εμπρός γιατί αργήσαμε.
(μετά τη συνέντευξη)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αγαπητό μου ημερολόγιο (ή ωρολόγιο). Ολη μέρα σαν ρεπόρτερ/ τριγυρνώ σ' όλη την πολιτεία/ με μια πόρσε./ Γράφω για την κοινωνία./ Κλίντον, Δείρ' τον, πλύν' τον./ Ερχονται στη χώρα/ και μαζί τους φέρνουν μπόρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου