Ξεσπά, 23/7/1908, η επανάσταση των Νεότουρκων
στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Η επανάσταση των Νεότουρκων πρόβαλλε αρχικά μια
σειρά αιτημάτων αστικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού, περιορισμού της
απολυταρχίας, κοκ., και ως τέτοια αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από την οικονομική
και πολιτική ηγεσία, τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδας, όσο και των Ελλήνων της
Τουρκίας.
Ωστόσο, το πραγματικό πρόσωπο του νέου καθεστώτος δεν άργησε να φανεί
πίσω από το αρχικό προσωπείο των μερικών μεταρρυθμίσεων.
Οι εργατικές και
αγροτικές κινητοποιήσεις που διεκδίκησαν την επέκταση των κοινωνικών αλλαγών
και προς τα κατώτερα λαϊκά στρώματα κατεστάλησαν βίαια από τον στρατό.
Στο
εθνικό ζήτημα, οι Νεότουρκοι έδωσαν ειδικό βάρος στην καλλιέργεια και έμφαση
μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας, κηρύσσοντας μεν επισήμως την τυπική ισότητα
για όλους –ανεξαρτήτως εθνότητας- μπροστά στο νόμο, στην ουσία όμως αρνούμενοι
πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία, επιδιώκοντας σε μια πορεία να
αφομοιώσουν με την βία τις μειονότητες.
Η τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε το
έθνος-κράτος της.
Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της σφαγής των Ποντίων
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο κατώφλι
του 20ού αιώνα, μαζί με την τσαρική (ρωσική) και την αψβουργική
(αυστροουγγρική) αποτελούσαν τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Ηταν
αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή αυτή η φεουδαρχική εξουσία θα εξελίσσονταν σε
σοβαρό εμπόδιο για την εθνική αστική ανάπτυξη των Νότιων Σλάβων, των Αρμενίων,
των Αράβων, ακόμα και των Τούρκων.
Ο Σουλτάνος,
όντας ο κατεξοχήν ηγέτης της υπεράσπισης του παλιού, ήταν υποχρεωμένος από τα
ίδια τα πράγματα να αξιοποιεί στο έπακρο τα ελάχιστα μέσα που διέθετε για τη
διατήρηση της παλιάς τάξης πραγμάτων, εκπροσωπούσε από τα ίδια τα πράγματα την
αντίδραση σε όλες τις μορφές της.
Ο Σουλτάνος,
όντας ταυτόχρονα και η κορυφαία θρησκευτική αρχή των απανταχού μουσουλμάνων
(χαλίφης), ήταν σε θέση, με τη στενή συνεργασία του μουσουλμανικού κλήρου, να
καλλιεργήσει στο έπακρο την ιδέα του πανισλαμισμού ως αποτελεσματικού
ιδεολογικού όπλου καταπίεσης ταξικών ή εθνικών διεκδικήσεων.
Διαθέτοντας
έναν πολυπληθή (αμόρφωτο στην πλειοψηφία του) στρατό, αποτελούμενο κατά κύριο
λόγο από Τούρκους αγρότες και λιγότερο από άλλα μουσουλμανικά ή εξισλαμισμένα
στοιχεία, ήταν σε θέση, εκμεταλλευόμενος την ισχυρή πίστη του στον ανώτατο
θρησκευτικό και κρατικό ηγέτη, να καταστείλει οποιαδήποτε εξέγερση, χωρίς να
είναι υποχρεωμένος να αναλογίζεται την έκταση μιας αιματοχυσίας. Απεναντίας, οι
αιματηρές καταστολές των προσπαθειών αμφισβήτησης της καθεστηκυΐας τάξης από
«αλλόθρησκους» (και ταυτόχρονα «αλλόφυλους») λειτουργούσε και ως βαλβίδα
εκτόνωσης για το σύστημα (κάτι παρόμοιο με τα τσαρικά αντιεβραϊκά πογκρόμ, όμως
σε μεγαλύτερη έκταση). Στην ουσία, οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ή οργάνωση
τολμούσε να αμφισβητήσει το Σουλτάνο, ειδικά τον Αβδουλχαμίτ το Β΄ (1876-1909),
αν δεν (μερικές φορές ακόμα κι αν) εξαγοραζόταν, αντιμετώπιζε το θάνατο ή
«τουλάχιστον» τα φρικτά οθωμανικά κάτεργα.
Ταυτόχρονα όμως οι μεταρρυθμίσεις,
που κατά καιρούς εφαρμόζονταν ή εξαγγέλλονταν, λειτουργούσαν και ως
καθησυχαστικό μέσο, τουλάχιστον για μερίδες των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ακόμα
και κατά τη βασιλεία του Αβδουλχαμίτ.
Στο πέρασμα
από το 19ο στον 20ό αιώνα, πέρα από τα στενά του Βοσπόρου, τα πετρέλαια στο
νότο της αυτοκρατορίας ενισχύουν επιπλέον την ήδη ισχυρή διαπραγματευτική
ικανότητα της Υψηλής Πύλης, στο παζάρι της με τις μεγάλες δυνάμεις (κυρίως της
Ευρώπης). Μια ικανότητα που προέρχεται κυρίως από την επιλογή των δυνάμεων
αυτών να αποφύγουν την απευθείας μεταξύ τους σύγκρουση, τουλάχιστον για όσο
διάστημα δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη η συμμαχία με άλλα ιμπεριαλιστικά
κέντρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε άλλωστε (παρά το φεουδαρχικό της
χαρακτήρα) τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στην Ασία, μετά την Ιαπωνία.
Το θέμα της
σφαγής ελληνικών πληθυσμών στην επικράτεια της Τουρκίας, κατά το πέρασμά της
από τη φεουδαρχία (Οθωμανική Αυτοκρατορία) στον καπιταλισμό (εθνική αστική
επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ), το εξετάζουμε τόσο σε σχέση με τις σφαγές άλλων
εθνοτήτων (όχι μόνο χριστιανικών, όπως των Αρμενίων, αλλά και π.χ. των
αραβικών) όσο (και κυρίως θα λέγαμε) και σε σχέση με τη δράση του ιμπεριαλισμού
της εποχής εκείνης στην περιοχή.
Εθνικές και
ταξικές αντιθέσεις
Ταυτόχρονα,
δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι
ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτής της χώρας. Για παράδειγμα, στις αρχές
του 20ού αιώνα η μεγάλη αστική τάξη της χώρας αποτελούνταν κυρίως από το
εμπορικό κεφάλαιο, που στο μεγαλύτερό του μέρος ήταν ελληνικό, αρμένικο,
εβραϊκό και συριακό. Αυτό το χριστιανικό (καθολικό και ορθόδοξο) ελληνικό και
αρμενικό τμήμα της αστικής τάξης ήταν κυρίως προσανατολισμένο στη στενή
συνεργασία με συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).
Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τις «διομολογήσεις», η Γαλλία και η Ρωσία είχαν το
δικαίωμα κατά το δοκούν να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας προς όφελος των καθολικών και ορθόδοξων χριστιανών αντίστοιχα.
Ετσι όχι μόνο υπήκοοι αυτών των κρατών, αλλά ακόμα και «προστατευόμενες» απ'
αυτές πληθυσμιακές ομάδες (και δεν εννοούμε τους ανίσχυρους χριστιανούς μικρούς
αγρότες, χειροτέχνες και εργάτες) δεν υπάγονταν πλέον στη δικαιοδοσία της
οθωμανικής π.χ. δικαιοσύνης και γι' αυτές ίσχυαν, επίσης, ειδικοί χαμηλοί φόροι
και τέλη.
Το φαινόμενο
αυτό εντάθηκε πολύ περισσότερο μετά την πτώχευση του οθωμανικού κράτους (1876),
όταν (αρχικά) το αγγλογαλλικό και (μετά, σταδιακά) το γερμανικό χρηματιστικό
κεφάλαιο πήραν στα χέρια τους βασικούς τομείς της βιομηχανικής παραγωγής και
των μεταφορών (σιδηρόδρομοι, τραμ, λιμάνια, εταιρίες αερίου και ηλεκτρισμού, τα
ελάχιστα υπάρχοντα ορυχεία και επιχειρήσεις ελαφριάς βιομηχανίας). Σ' αυτήν τη
φάση το μη μουσουλμανικό τμήμα της αστικής τάξης ισχυροποιείται περισσότερο,
δένεται στενότερα με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αναλαμβάνοντας ακόμα και τις
αντιπροσωπείες των βιομηχανιών και τραπεζών των χωρών που αναφέραμε. Ταυτόχρονα
όμως γίνεται και ο πιο ορατός και εύκολος (έστω σχετικά) αντίπαλος για τα
υπόλοιπα τμήματα της αστικής τάξης που διψούν εξίσου για κοινωνική αναρρίχηση
και πλουτισμό. Αυτή η αντιπαλότητα είναι κατά τη γνώμη μας και η αιτία της
γενίκευσης της αντιπαλότητας ανάμεσα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας.
Με την
καθοριστική συμβολή του κλήρου (μουσουλμανικού και χριστιανικού) οι
διαχωριστικές αυτές τάσεις ενισχύθηκαν συνειδητά τόσο από το αντιδραστικό φεουδαρχικό
μουσουλμανικό κατεστημένο (πανισλαμισμός) όσο και από τη μη μουσουλμανική
αστική τάξη, για να εφαρμοστούν καθέτως σε όλη την κοινωνική δομή, εμποδίζοντας
έτσι π.χ. τους κοινούς ταξικούς αγώνες του Τούρκου, Εβραίου, Ελληνα κλπ. εργάτη
των υφαντουργείων, των λιμανιών, της καπνοβιομηχανίας κλπ., ακόμα και απέναντι
σε έναν κοινό εργοδότη, ασχέτως εθνικότητος (επί το πλείστον Αρμένη ή Ελληνα
από τους «ντόπιους» ή Αγγλογάλλος από τους «ξένους»).
Το πόσο
συνειδητή είναι αυτή η επιλογή τόσο των φεουδαρχών, όσο και των καπιταλιστών,
φαίνεται και από την εχθρική αντιμετώπιση του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας,
του μόνου που συσχέτιζε την πραγματική και ολόπλευρη ανάπτυξη των ελευθεριών
των εθνοτήτων με την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας. Γι' αυτό το λόγο έχει
σημασία έστω και σημειολογικά να αναφέρουμε το γεγονός ότι στην Τραπεζούντα,
εκεί δηλαδή όπου ο ελληνοποντιακός πληθυσμός είχε μια ηπιότερη αντιμετώπιση από
τις αρχές, η παρουσία του πρώτου ηγέτη των Τούρκων κομμουνιστών Μουσταφά Σουπχί
θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνη, ώστε να δολοφονηθεί (Γενάρης 1921).
Η
καλλιεργούμενη στοίχιση των μαζών πίσω από «ομόθρησκες» ή «ομόφυλες» αλλά με
αντίθετα ταξικά συμφέροντα «ηγεσίες» είναι αυτή που επέφερε ή ανέχτηκε σφαγές
χιλιάδων αμάχων, απάνθρωπες αλληλοσφαγές λαών.
Στην ουσία,
αυτή η «ομόφυλη» στοίχιση πίσω από την ανταγωνιζόμενη μεταξύ της ελληνική και
αρμενική αστική τάξη είναι που αδυνάτισε π.χ. τόσο τις απελευθερωτικές
προσπάθειες των Αρμενίων (κυρίως μέχρι το 1896), όσο και τις δυνατότητες της
ένταξης του (αριθμητικά σαφώς μικρότερου) ποντιακού ελληνισμού σε μια ευρύτερη
σε έκταση Αρμενία (1918/1920).
Η σύνδεση
της τύχης ολόκληρων εθνοτήτων με τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών
δυνάμεων (οι Αρμένιοι με τη Ρωσία και τη Γαλλία, οι Ελληνες κι οι Σύροι
Μαρωνίτες με τους Αγγλογάλλους κλπ.) καθώς και με τα συμφέροντα των αστικών
τάξεων των ήδη κυρίαρχων «ομοεθνών» κρατών (Σερβία και Ελλάδα) θα οδηγήσει σε
λάθος κατεύθυνση και σε τραγικά αποτελέσματα τις εξεγέρσεις τους.
Ετσι ενώ
π.χ. ο ελληνοτουρκικός πόλεμος με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη (1897)
καταλήγει σε ήττα της Ελλάδας, οι μεγάλες δυνάμεις επεμβαίνουν αμέσως για να
εξασφαλίσουν μια ενδιάμεση λύση προς όφελος της Ελλάδας (αυτονομία της Κρήτης
υπό Ελληνα πρίγκιπα). Στην περίπτωση των Αρμενίων που προαναφέραμε, όταν δηλαδή
ο Αβδουλχαμίτ Β΄ στέλνει φανατικές ισλαμικές κουρδικές φυλές να ξεκάνουν
δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων (1894-1896), η «δυτική χριστιανοσύνη» περιορίστηκε
στα κροκοδείλια δάκρυα κι αργότερα στην καταγραφή των βαρβαροτήτων. Οι
οικονομικές τους συναλλαγές με τον Σουλτάνο παραήταν τότε καλές για να τις
διακινδυνέψουν. (Χώρια που οι Αρμένιοι αλληθώριζαν πιο πολύ προς τη Ρωσία απ'
ό,τι προς αυτούς!).
Η σύνδεση με
τα συμφέροντα των Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αποτελεί άλλωστε και την πηγή
ανησυχίας του γερμανικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα, που από το 1905 με το
«σιδηρόδρομο της Βαγδάτης» εισέρχεται με έντονους ρυθμούς στην οικονομία και
στην πολιτική της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι Γερμανοί στρατιωτικοί είναι αυτοί
που στις αρχές του Παγκοσμίου Πολέμου πιέζουν και πετυχαίνουν την εφαρμογή
δικού τους σχεδίου απομάκρυνσης του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Θράκη
και τα παράλια της Μικράς Ασίας, σχέδιο που στη συνέχεια θα εφαρμοστεί και
στους Ελληνες του Πόντου. Μια απομάκρυνση που στοίχισε τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων,
όχι όμως αυτών που ονομάζουμε «επιφανείς οικονομικοί παράγοντες».
Η εξαθλίωση
των Τούρκων και οι αντιθέσεις με τους αλλόφυλους
Ο Πρώτος
Παγκόσμιος Πόλεμος, που όλοι γνωρίζουμε λίγο ή πολύ το χαρακτήρα του ως
ιμπεριαλιστικού πολέμου για το μοίρασμα των αγορών και των πλουτοπαραγωγικών
πηγών, όξυνε στο έπακρο την εξαθλίωση των λαϊκών μαζών της αυτοκρατορίας και
τις κοινωνικές αντιθέσεις που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και αυτές που
περιγράφουμε παρακάτω και προϋπήρχαν πολύ πριν το ξέσπασμα του πολέμου.
Οι λίγοι
Τούρκοι χειροτέχνες λειτουργούσαν ακόμα στα πλαίσια των μεσαιωνικών συντεχνιών.
Ηδη ακόμα και πριν τη διείσδυση του «ξένου» κεφαλαίου δυσκολεύονταν το ίδιο όσο
και οι Τούρκοι έμποροι να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους μη μωαμεθανούς
μεγαλέμπορους. Τα φθηνότερα εμπορεύματα που διέθετε πλέον το ξένο κεφάλαιο στην
(περιορισμένη) εσωτερική αγορά κατέστρεψαν τελειωτικά αυτά τα τμήματα της
μικρής και μεσαίας αστικής τάξης.
Στην
Ανατολία (στον βασικό τουρκικό πυρήνα της αυτοκρατορίας), που ήταν και η πιο
καθυστερημένη οικονομικά περιοχή, ο Τούρκος επί το πλείστον αγρότης στέναζε
ακόμα κάτω από τα φεουδαρχικά δεσμά. Η σοδειά του μοιραζόταν σχεδόν εξ
ολοκλήρου ανάμεσα στους φεουδάρχες μεγαλογαιοκτήμονες (αγάδες) - που ενώ
αποτελούσαν μόνο το 5% του αγροτικού πληθυσμού κατείχαν τα 2/3 της γης - και
στο σουλτάνο, στον οποίο συνέχιζε να αποδίδει τη «δεκάτη» (Ασάρ) ως κρατικό
φόρο.
Ο ίδιος
Τούρκος αγρότης επάνδρωνε ως επί το πλείστον και τον οθωμανικό στρατό, όπου
κάτω από συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης καλούνταν να εκπληρώσει τις επιθυμίες του
Σουλτάνου-Χαλίφη, μετακινούμενος συνεχώς, απ' άκρη σ' άκρη της αυτοκρατορίας,
για να καταστείλει τους απελευθερωτικούς αγώνες των Βούλγαρων, Ελλήνων, Σέρβων,
Αρμενίων, ακόμα και των «ομόθρησκων» Αράβων, Αλβανών και Κούρδων. Εχανε τη ζωή
του σε ξένα γι' αυτόν μέρη όχι μόνο στη μάχη, αλλά και μέσα στις άθλιες
συνθήκες υγιεινής και σίτισης των στρατοπέδων. Απ' όσους π.χ. στέλνονταν να
πολεμήσουν στην «ομόθρησκη» Υεμένη, μόνο το 1/5 ξαναγύριζαν σπίτι τους. Οι υπόλοιποι
είτε σκοτώνονταν, είτε πέθαιναν από επιδημίες και εξάντληση. Μέσα σ' αυτήν την
απεγνωσμένη κατάσταση, συνειδητοποιώντας ότι η πίστη στην παντοδυναμία του
Αλλάχ και του επί Γης εκπροσώπου του δεν αρκούσαν για να τον σώσουν, ο Τούρκος
αγρότης - στρατιώτης οδηγείται στις μόνες επιλογές που του επιτρέπει η
κοινωνική, ταξική του διαπαιδαγώγηση (μάλλον η έλλειψη τέτοιας
διαπαιδαγώγησης). Στον αυτοτραυματισμό ή στη λιποταξία στα βουνά, όπου για να
μη λιμοκτονήσει θα ενταχθεί σε ληστοσυμμορίες. Συμμορίες που θα γίνουν
απάνθρωπες όσο και οι συνθήκες επιβίωσής τους. Συμμορίες που στοχεύουν κυρίως
(αλλά όχι αποκλειστικά) στον (όποιο) πλούτο των «άπιστων», αλλά και συγκριτικά
ευπορότερων πληθυσμών.
Η τουρκική
αστική τάξη
Η ανάγκη της
φεουδαρχικής άρχουσας τάξης (σουλτάνος, αγάδες, μουσουλμάνοι ιερείς -
διαχειριστές των τεράστιων βακουφιών, φύλαρχοι αραβικών και κουρδικών φυλών,
ανώτατοι στρατηγοί (πασάδες) και δικαστές κλπ.) να αναπτύξει έναν
αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό, που θα εξασφαλίζει και θα προστατεύει τα
συμφέροντά της, αλλά και αυτά των εισερχόμενων ιμπεριαλιστών πλουτοκρατών,
οδήγησε (μαζί με τις αναπόφευκτες καπιταλιστικές εξελίξεις) στη δημιουργία μιας
αδύναμης οικονομικά, αλλά πολυπληθούς και πολιτικά ισχυρής τουρκικής μικρής
αστικής τάξης (αξιωματικοί του στρατού, κρατικοί υπάλληλοι, διανόηση), που είτε
με εξεγέρσεις είτε με συμβιβασμούς επιβάλλει σταδιακά (τουλάχιστον μέχρι την
έναρξη του πολέμου) έναν ημιτελές εκσυγχρονισμό της χώρας.
Επηρεασμένη όχι
φυσικά από τη σύγχρονη μαρξιστική ιδεολογία, αλλά από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό
και μάλιστα όχι από τον γνήσιο, που αντικατόπτριζε την προοδευτικότητα της
αστικής τάξης στην Ευρώπη στις απαρχές της εφόδου της προς την πολιτική
εξουσία, αλλά τον στρεβλό, που εξυπηρετούσε την αντιδραστική πλέον ιμπεριαλιστική
αστική τάξη, θα αναπτύξει από το 1889 το ριζοσπαστικό ρεύμα του Νεοτουρκισμού,
που μετά από σκαμπανεβάσματα θα καταλήξει το 1907 στη νικηφόρα επανάσταση των
Νεότουρκων. Μια αστική επανάσταση κατά τον αντικειμενικό ταξικό της χαρακτήρα
και κατά τους υποκειμενικούς στόχους που έθετε (επαναφορά Συντάγματος,
περιορισμός της απολυταρχίας), που διέθετε ένα μεγάλο λαϊκό έρεισμα σε όλες τις
εθνότητες, αλλά που τελικά προτίμησε να μη ριζοσπαστικοποιήσει περισσότερο
αυτές τις μάζες στην κατεύθυνση ενός πλήρους αστικού έστω εκσυγχρονισμού της
κοινωνίας. Είναι οι ίδιοι που θα χρεωθούν κατά κύριο λόγο τις βαρβαρότητες
ενάντια στις άλλες εθνότητες, με αποκορύφωμα τη σφαγή του αρμένικου λαού
(1915/1916) και των ελληνικών πληθυσμών που προαναφέραμε.
Η
ιμπεριαλιστική επέμβαση και σφαγή
Το τέλος του
Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε την Τουρκία απλά στη θέση του ηττημένου. Εκτός
από τις εσωτερικές οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις είχε να αντιμετωπίσει και τις
ορέξεις των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, που όλες τους (της Ελλάδας
συμπεριλαμβανομένης) ήθελαν κι από ένα κομμάτι της χώρας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Ε΄
Ρεσάντ, καθώς και η άρχουσα τάξη (μαζί με τους Νεότουρκους) προθυμοποιήθηκαν να
προβούν σε οποιαδήποτε υποχώρηση, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της έστω και
κουτσουρεμένης από την κηδεμονία των ιμπεριαλιστών εξουσίας τους. Η κάθε
νικήτρια χώρα (συνήθως πίσω από την πλάτη των άλλων) έπαιρνε ήδη το «μερίδιό
της». Η Αγγλία το Κουρδιστάν, η Γαλλία την Κιλικία, ακόμα και η Ιταλία τη
νοτιοδυτική Ανατολία.
Στις 15/5/1919 ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη
Σμύρνη και η αρμενική κυβέρνηση του Ερεβάν (Ντασνάκ) ενθαρρυνόταν να
δημιουργήσει τη «Μεγάλη Αρμενία» με την απόσπαση τμήματος της ανατολικής
Ανατολίας. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια νέα αστική επανάσταση,
απελευθερωτικού πλέον χαρακτήρα, με ηγεσία τα ριζοσπαστικά τμήματα της
τουρκικής αστικής τάξης (μιας εκμεταλλευτικής δηλαδή τάξης) και βάση την
πολυάριθμη τουρκική αγροτιά. Μια επανάσταση που από τον Ιούλη του 1919 θα
συντονίζει, υπό την ηγεσία του στρατηγού (πασά) Μουσταφά Κεμάλ, όλο και
περισσότερες πατριωτικές οργανώσεις και αντάρτικα τμήματα (άλλα νεοϊδρυόμενα
και άλλα προερχόμενα από «ληστοσυμμορίες» που προαναφέραμε) και θα οδηγήσει
τελικά στη σύγκληση της Α΄ Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Αγκυρας (10-23/4/1920),
που αποτελεί και την απαρχή της οριστικής ρήξης με το φεουδαρχικό κατεστημένο
της Κωνσταντινούπολης και με τους προστάτες «συμμάχους» της. Από δω και πέρα οι
επαναστατικές δυνάμεις ξεκινούν έναν περίπλοκο και δύσκολο πόλεμο με διάφορες
δυνάμεις. Εκτός από το στρατό του σουλτάνου (που αποτελείται από κάθε λογής
οπαδούς του φεουδαρχικού συστήματος) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις
εμπειροπόλεμες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και τους ντόπιους
μη τουρκικούς πληθυσμούς, που ξεσηκώνονται στο πλευρό της Υψηλής Πύλης (του
τυραννικού θεσμού που χρόνια τους καταπίεζε και τους αφάνιζε) καθ' υπόδειξη
των κατοχικών δυνάμεων.
Οι Πόντιοι
ξεσηκώνονται με προτροπή της «μητέρας πατρίδας» (της ελληνικής αστικής τάξης),
οι Κούρδοι με προτροπή των Αγγλων, ενώ οι Αρμένιοι όπως προαναφέραμε εισβάλλουν
στο ανατολικό τμήμα. Είναι κατανοητό ότι μόνο με μεγάλη αποφασιστικότητα (αλλά
και σκληρότητα ταυτόχρονα) θα μπορούσε ο επαναστατικός στρατός να αντεπεξέλθει
σ' έναν τόσο πολυμέτωπο αγώνα. Κι όμως τα κατάφερε, υποχρεώνοντας αρχικά τις
ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν στα παράλια της Αττάλειας (Δεκέμβρης 1919) και
μετά τις γαλλικές δυνάμεις να αποσυρθούν στην Κιλικία υπογράφοντας και ανακωχή
(Μάης 1920). Οι εθνικιστικές αρμένικες δυνάμεις των Ντασνάκ μετά από πανωλεθρία
θα υπογράψουν στις 2/12/1920 τη συνθήκη ειρήνης της Αλεξανδρούπολης
(Λενινακάν), αποποιούμενες το μεγαλύτερο τμήμα της Αρμενίας. (Λίγο αργότερα θα
ανατραπούν από τους Αρμένιους εργαζόμενους που θα εγκαθιδρύσουν σοβιετική
εξουσία στο Ερεβάν).
Το 1921, ο
ελληνικός στρατός (με την ενθάρρυνση και του αγγλικού παράγοντα) θα παραμείνει
μοναδική εμπόλεμη ξένη στρατιωτική δύναμη στο τουρκικό έδαφος. Αυτό δε θα
επιφέρει μόνο την καταστροφή του ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1922), αλλά και
τον αιματηρό ξεριζωμό του ελληνισμού.
Αυτό που
παραμένει ακόμα για διερεύνηση είναι το πού στηρίχτηκε η προσδοκία του
ποντιακού ελληνισμού (τουλάχιστον τμημάτων του), που όντας μειοψηφία σε όλες
τις περιοχές είχε την αυταπάτη ότι θα ιδρύσει ανεξάρτητο κράτος ή ότι τέλος
πάντων ένα κομμάτι στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας θα ενωθεί (διά μαγείας;) με
το ελληνικό κράτος! Το σίγουρο είναι ότι τα εξ Αμερικής ποντιακά σωματεία είχαν
κάνει σημαία τους τον ανεξάρτητο Πόντο υπό την κηδεμονία (ω, τι σύμπτωση) του
Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον (που κατά τα άλλα τάσσονταν «από λόγους αρχής» ενάντια
στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας!). Οριστική άρνηση του Προέδρου σ'
αυτήν την πρόταση δεν κατορθώσαμε να βρούμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου