Μετά τον Τουρισμό, που άνοιξε με τους όρους
των μεγαλοξενοδόχων, των tour operators, των εφοπλιστών και των ομίλων
των αερομεταφορών, οι προϋποθέσεις με τις οποίες μεθοδεύεται η έναρξη
της σχολικής χρονιάς εν μέσω πανδημίας είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το
πώς η κυβέρνηση παίζει στον «τζόγο» την υγεία του λαού και κάνει
λάστιχο τα υγειονομικά πρωτόκολλα, για να προστατεύσει την οικονομία του
κεφαλαίου, τα συμφέροντα δηλαδή των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Ολο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο προκειμένου να εξασφαλίσει το άνοιγμα των σχολείων με τους καλύτερους δυνατούς όρους για μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, προκειμένου να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός. Δεν ικανοποίησε κανένα από τα μέτρα που πρότειναν σύλλογοι γονέων και εκπαιδευτικών, με βάση την πείρα τους και την άμεση γνώση των προβλημάτων που υπάρχουν στα σχολεία.
Δεν έκανε και δεν κάνει μαζικές προσλήψεις εκπαιδευτικών, δεν μονιμοποιεί εκείνους που δουλεύουν χρόνια στην Εκπαίδευση, δεν βελτίωσε τις υποδομές στα σχολεία ούτε δημιούργησε νέες, δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο αναβάθμισης της υγειονομικής επιτήρησης των σχολείων, ρίχνοντάς τα όλα στην ατομική ευθύνη όσων εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη μορφωτική διαδικασία.
Κι όχι μόνο αυτό: Στριμώχνει μικρούς μαθητές σε κοντέινερ, ακόμα και σε υπόγεια (!), στα ίδια προαύλια με τα Δημοτικά, και δεν δίστασε να ψηφίσει την αύξηση του αριθμού των μαθητών μέχρι και στους 25 ανά τμήμα, διαμορφώνοντας προϋποθέσεις για ακόμα πιο επικίνδυνο συγχρωτισμό στα σχολεία τη χρονιά που ξεκινάει.
Τα στοιχεία που δημοσιεύονται αυτές τις μέρες στον Τύπο είναι κόλαφος για την κυβέρνηση και την προπαγάνδα της ότι ο μέσος όρος των μαθητών ανά τάξη (άλλοτε 17, άλλοτε 18 και άλλοτε 22) δεν δικαιολογεί ανησυχίες για συγχρωτισμό.
Οπως προκύπτει, την περσινή χρονιά το 57% των τμημάτων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είχαν πάνω από 17 μαθητές και συνολικά το 74% των μαθητών έκαναν μάθημα σε τμήματα με περισσότερα από 17 άτομα.
Ειδικά στην Αττική, όπου καταγράφονται και τα περισσότερα κρούσματα του κορονοϊού πανελλαδικά, τα ποσοστά αυτά ανεβαίνουν στο 77% και στο 85% αντίστοιχα, αποκαλύπτοντας σε όλο της το μεγαλείο την κοροϊδία των «μέσων όρων» της κυβέρνησης, που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τα μονοθέσια σχολεία στα ακριτικά νησιά με τα πολυπληθή σχολεία της Κυψέλης.
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν είναι τωρινή. Είναι αποτέλεσμα της πολιτικής όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων, μεταξύ αυτών και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παριστάνει τάχα τον ανήξερο για τα κενά στα σχολεία, την υποχρηματοδότηση της Εκπαίδευσης, την αδιοριστία χιλιάδων εκπαιδευτικών, ενώ έχει και ο ίδιος μεγάλη ευθύνη.
Ολα αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά στην κυβέρνηση της ΝΔ. Αρνήθηκε όμως και αρνείται να πάρει ουσιαστικά μέτρα μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Το λόγο τον αποκάλυψε η ίδια η υπουργός Παιδείας προχτές στη Βουλή: Οι προσλήψεις εκπαιδευτικών και η δημιουργία νέων υποδομών «κοστίζουν» και τα δημοσιονομικά του κράτους «δεν αντέχουν».
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα δισ. ευρώ που μοιράζει αφειδώς το κράτος στους επιχειρηματικούς ομίλους, με δάνεια, επιχορηγήσεις και διευκολύνσεις, για να μειώσουν τις συνέπειες από την κρίση και να θωρακίσουν την κερδοφορία τους.
Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η επιλογή της κυβέρνησης να ανοίξει τα σχολεία με μοναδικά «όπλα» προστασίας από την πανδημία μια μάσκα, ένα παγουρίνο και μπόλικη ατομική ευθύνη, υπό την απειλή μάλιστα της τιμωρίας των μαθητών, είναι συνειδητή, για να μην πληγούν τα δημοσιονομικά και ο σχεδιασμός για νέα μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων από το κράτος.
Αποδεικνύεται όμως και κάτι άλλο. Οτι η «γνώμη των ειδικών», που επικαλείται διαρκώς η κυβέρνηση για να νομιμοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την πανδημία, γίνεται «λάστιχο» και προσαρμόζεται σε πολιτικές αποφάσεις που έχουν ως κριτήριο τη σωτηρία των επιχειρηματικών ομίλων και όχι την υγεία και τη ζωή του λαού.
Ετσι, τον περασμένο Ιούνη, με μερικές δεκάδες διαπιστωμένα κρούσματα σε όλη τη χώρα, το «επιστημονικά ενδεδειγμένο» ήταν να ανοίξουν τα σχολεία με 15 μόνο μαθητές ανά τάξη, ενώ σήμερα, με τριψήφιο νούμερο κρουσμάτων καθημερινά, τα σχολεία ανοίγουν με 20άρια και 25άρια τμήματα, με μόνο προστατευτικό τη μάσκα!
Πέρα από την εύλογη ανησυχία που προκαλεί σε γονείς και εκπαιδευτικούς η πολιτική αυτή της κυβέρνησης, οι παλινωδίες και οι αντιφάσεις της στη διαχείριση της πανδημίας, ειδικά στον ευαίσθητο χώρο της Εκπαίδευσης, είναι αυτές που τροφοδοτούν και τις διάφορες γελοίες θεωρίες συνωμοσίας, επιτείνοντας το κλίμα ανασφάλειας λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι.
Η κυβέρνηση, έστω και τώρα, έχει ευθύνη να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα που προτείνουν γονείς και εκπαιδευτικοί, να εξασφαλίσει την ασφαλή και ουσιαστική λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Να σταματήσει να συκοφαντεί τις διεκδικήσεις τους στην προσπάθειά της να βγάλει λάδι την άθλια πολιτική της, που εκθέτει σε κίνδυνο την υγεία μαθητών, δασκάλων και γονιών.
Ολο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο προκειμένου να εξασφαλίσει το άνοιγμα των σχολείων με τους καλύτερους δυνατούς όρους για μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, προκειμένου να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός. Δεν ικανοποίησε κανένα από τα μέτρα που πρότειναν σύλλογοι γονέων και εκπαιδευτικών, με βάση την πείρα τους και την άμεση γνώση των προβλημάτων που υπάρχουν στα σχολεία.
Δεν έκανε και δεν κάνει μαζικές προσλήψεις εκπαιδευτικών, δεν μονιμοποιεί εκείνους που δουλεύουν χρόνια στην Εκπαίδευση, δεν βελτίωσε τις υποδομές στα σχολεία ούτε δημιούργησε νέες, δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο αναβάθμισης της υγειονομικής επιτήρησης των σχολείων, ρίχνοντάς τα όλα στην ατομική ευθύνη όσων εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη μορφωτική διαδικασία.
Κι όχι μόνο αυτό: Στριμώχνει μικρούς μαθητές σε κοντέινερ, ακόμα και σε υπόγεια (!), στα ίδια προαύλια με τα Δημοτικά, και δεν δίστασε να ψηφίσει την αύξηση του αριθμού των μαθητών μέχρι και στους 25 ανά τμήμα, διαμορφώνοντας προϋποθέσεις για ακόμα πιο επικίνδυνο συγχρωτισμό στα σχολεία τη χρονιά που ξεκινάει.
Τα στοιχεία που δημοσιεύονται αυτές τις μέρες στον Τύπο είναι κόλαφος για την κυβέρνηση και την προπαγάνδα της ότι ο μέσος όρος των μαθητών ανά τάξη (άλλοτε 17, άλλοτε 18 και άλλοτε 22) δεν δικαιολογεί ανησυχίες για συγχρωτισμό.
Οπως προκύπτει, την περσινή χρονιά το 57% των τμημάτων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είχαν πάνω από 17 μαθητές και συνολικά το 74% των μαθητών έκαναν μάθημα σε τμήματα με περισσότερα από 17 άτομα.
Ειδικά στην Αττική, όπου καταγράφονται και τα περισσότερα κρούσματα του κορονοϊού πανελλαδικά, τα ποσοστά αυτά ανεβαίνουν στο 77% και στο 85% αντίστοιχα, αποκαλύπτοντας σε όλο της το μεγαλείο την κοροϊδία των «μέσων όρων» της κυβέρνησης, που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τα μονοθέσια σχολεία στα ακριτικά νησιά με τα πολυπληθή σχολεία της Κυψέλης.
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν είναι τωρινή. Είναι αποτέλεσμα της πολιτικής όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων, μεταξύ αυτών και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παριστάνει τάχα τον ανήξερο για τα κενά στα σχολεία, την υποχρηματοδότηση της Εκπαίδευσης, την αδιοριστία χιλιάδων εκπαιδευτικών, ενώ έχει και ο ίδιος μεγάλη ευθύνη.
Ολα αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά στην κυβέρνηση της ΝΔ. Αρνήθηκε όμως και αρνείται να πάρει ουσιαστικά μέτρα μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Το λόγο τον αποκάλυψε η ίδια η υπουργός Παιδείας προχτές στη Βουλή: Οι προσλήψεις εκπαιδευτικών και η δημιουργία νέων υποδομών «κοστίζουν» και τα δημοσιονομικά του κράτους «δεν αντέχουν».
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα δισ. ευρώ που μοιράζει αφειδώς το κράτος στους επιχειρηματικούς ομίλους, με δάνεια, επιχορηγήσεις και διευκολύνσεις, για να μειώσουν τις συνέπειες από την κρίση και να θωρακίσουν την κερδοφορία τους.
Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η επιλογή της κυβέρνησης να ανοίξει τα σχολεία με μοναδικά «όπλα» προστασίας από την πανδημία μια μάσκα, ένα παγουρίνο και μπόλικη ατομική ευθύνη, υπό την απειλή μάλιστα της τιμωρίας των μαθητών, είναι συνειδητή, για να μην πληγούν τα δημοσιονομικά και ο σχεδιασμός για νέα μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων από το κράτος.
Αποδεικνύεται όμως και κάτι άλλο. Οτι η «γνώμη των ειδικών», που επικαλείται διαρκώς η κυβέρνηση για να νομιμοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την πανδημία, γίνεται «λάστιχο» και προσαρμόζεται σε πολιτικές αποφάσεις που έχουν ως κριτήριο τη σωτηρία των επιχειρηματικών ομίλων και όχι την υγεία και τη ζωή του λαού.
Ετσι, τον περασμένο Ιούνη, με μερικές δεκάδες διαπιστωμένα κρούσματα σε όλη τη χώρα, το «επιστημονικά ενδεδειγμένο» ήταν να ανοίξουν τα σχολεία με 15 μόνο μαθητές ανά τάξη, ενώ σήμερα, με τριψήφιο νούμερο κρουσμάτων καθημερινά, τα σχολεία ανοίγουν με 20άρια και 25άρια τμήματα, με μόνο προστατευτικό τη μάσκα!
Πέρα από την εύλογη ανησυχία που προκαλεί σε γονείς και εκπαιδευτικούς η πολιτική αυτή της κυβέρνησης, οι παλινωδίες και οι αντιφάσεις της στη διαχείριση της πανδημίας, ειδικά στον ευαίσθητο χώρο της Εκπαίδευσης, είναι αυτές που τροφοδοτούν και τις διάφορες γελοίες θεωρίες συνωμοσίας, επιτείνοντας το κλίμα ανασφάλειας λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι.
Η κυβέρνηση, έστω και τώρα, έχει ευθύνη να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα που προτείνουν γονείς και εκπαιδευτικοί, να εξασφαλίσει την ασφαλή και ουσιαστική λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Να σταματήσει να συκοφαντεί τις διεκδικήσεις τους στην προσπάθειά της να βγάλει λάδι την άθλια πολιτική της, που εκθέτει σε κίνδυνο την υγεία μαθητών, δασκάλων και γονιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου