Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Η αντεπαναστατική δράση στον 20ό αιώνα

Η αντεπαναστατική δράση στον 20ό αιώνα
του Δημήτρη Ξεκαλάκη*


Στην Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ το Σεπτέμβρη του 2019 γίνεται εκτίμηση των μεγάλων δυσκολιών που έχουμε να αντιμετωπίσουμε από τις μακράς πνοής συνέπειες της αντεπανάστασης μετά από τις ανατροπές του 1989-1991, με βασικά χαρακτηριστικά το συνολικό πισωγύρισμα και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων. Προκειμένου να αναδειχτεί η ένταση και το βάθος αυτών των δυσκολιών στο εσωτερικό της χώρας και σε διεθνές επίπεδο, αλλά και τα καθήκοντα που απορρέουν για το Κόμμα, επισημαίνεται ότι
«…βιώνουμε την ακόμα πιο οξυμένη αντίφαση, δηλαδή, από τη μία, να είναι υπερώριμες οι συνθήκες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και, από την άλλη, να βρίσκεται σε μεγάλη υποχώρηση ο υποκειμενικός παράγοντας, να δρούμε τελικά όχι μόνο σε μη επαναστατικές συνθήκες, αλλά σε αντεπαναστατικές»1.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε, αξιοποιώντας την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, να αναδείξουμε ορισμένα συμπεράσματα απ’ τη δράση του αντεπαναστατικού ρεύματος, που προσπαθεί σταθερά να εμποδίσει και να πνίξει την ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος σε όλες τις συνθήκες. Αυτή η προσπάθεια αποκτά ιδιαίτερη σημασία κι επικαιρότητα ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι πολιτικοί εκφραστές του, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον και αντιλαμβανόμενοι ότι νέοι κλυδωνισμοί νομοτελειακά θα συνταράξουν τον καπιταλισμό που σαπίζει, επιδιώκουν να πάρουν έγκαιρα όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για να απομακρύνουν τον κίνδυνο αμφισβήτησης του συστήματος. Αυτή η δράση των δυνάμεων της αντεπανάστασης είναι νομοτελειακή και πρέπει να την παίρνει υπόψη της πάντοτε η επαναστατική πρωτοπορία. Φυσικά, η ενίσχυση και νίκη του αντεπαναστατικού ρεύματος αφορά ταυτόχρονα αδυναμίες και λάθη του υποκειμενικού παράγοντα που τα αξιοποιεί ο αντίπαλος. Με τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος και άλλες επεξεργασίες που ακολούθησαν, έχουμε φωτίσει τις αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών και προβλήματα στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που ξεφεύγουν από τους στόχους του συγκεκριμένου άρθρου.
Ακόμα και σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, στις οποίες το επαναστατικό-εργατικό κίνημα βρίσκεται σε σημαντική υποχώρηση, οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουν άμεση απειλή, λειτουργούν προληπτικά, σχεδιάζουν, αξιοποιούν ιδεολογικά, πολιτικά, αλλά και νομικά, δικαστικά, αστυνομικά μέσα, ενώ παράλληλα με τα μέτρα καταστολής ξεδιπλώνουν μια ολόκληρη προσπάθεια χειραγώγησης κι ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Σε αυτήν την κατεύθυνση ενισχύουν κοσμοπολίτικες, εθνικιστικές, ακροδεξιές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, με στόχο τον αποπροσανατολισμό των λαϊκών στρωμάτων από τις πραγματικές αιτίες που γεννούν τα προβλήματα που βιώνουν και την αδυναμία του καπιταλισμού να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες τους, παρά τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ιδιαίτερος ρόλος ανατίθεται στην επιχείρηση παραχάραξης της Ιστορίας, προκειμένου η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο να μην αντλούν διδάγματα που απεγκλωβίζουν τη συνείδηση, αλλά, αντίθετα, να οδηγούνται σε συμπεράσματα που εμπεδώνουν στη σκέψη τους το μάταιο της πάλης για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, ότι τα «πράγματα δεν αλλάζουν», και να ενισχύονται οι αυταπάτες για δίκαιη καπιταλιστική ανάπτυξη
Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε αποδέκτες μιας προσπάθειας που εκπορεύεται από διάφορα επιτελεία της αστικής τάξης, με πρωτοστάτες τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της. Λειτουργώντας όπως ήδη αναφέραμε, προληπτικά, παράλληλα με μια σειρά νομοθετήματα περιστολής δικαιωμάτων (βλ. ενοποίηση κι ενίσχυση κατασταλτικών μηχανισμών, συνδικαλιστικοί νόμοι, μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία κλπ.), επιχειρούν να εξισώσουν το φασισμό με τον κομμουνισμό, μιλώντας συλλήβδην για ολοκληρωτισμό, φτάνοντας στο σημείο να βγάζουν ψηφίσματα που παρουσιάζουν τη Σοβιετική Ένωση ως σύμμαχο του Χίτλερ και συνυπεύθυνη για την έναρξη του πολέμου. Σε αυτήν την επιχείρηση επενδύουν πακτωλό χρημάτων (σε φιέστες, εκπαιδευτικά προγράμματα, διάφορες παραγωγές, εκδόσεις κλπ.) προκειμένου να αποδείξουν τον καταπιεστικό, αυταρχικό και ανελεύθερο χαρακτήρα του κράτους στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Την ξεχωριστή, ιδιαίτερη δική τους συμβολή στην αντικομμουνιστική επιχείρηση έχουν και διάφορες δυνάμεις από το χώρο της λεγόμενης Αριστεράς, αλλά και δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως αντικαπιταλιστικές, ριζοσπαστικές κλπ. Πρόκειται, βέβαια, για γνωστές δυνάμεις του οπορτουνισμού, που ιστορικά συνυπάρχουν με το επαναστατικό κίνημα, πότε ως αντιεξουσιαστές, πότε ως τροτσκιστές, πότε ως «ευρωκομμουνιστές», συχνά ως υπερασπιστές του οράματος που «προδόθηκε», επικριτές του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε από τη σκοπιά «υπεράσπισης» του επιστημονικού κομμουνισμού, πάντοτε στρατευμένοι στην αντισοβιετική συκοφαντία, με ιδιαίτερη αιχμή την περίοδο κυρίως που έμπαιναν οι βάσεις της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, αλλά και την περίοδο που η ΕΣΣΔ ηγήθηκε του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα των λαών πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Πρόκειται για τις δυνάμεις που αντιμετώπισαν ως προοδευτική εξέλιξη τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΓΕΝΝΑ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Η ιστορία της πάλης των τάξεων καταδεικνύει ότι, απέναντι σε κάθε αντίσταση ή αμφισβήτηση στην εξουσία της εκάστοτε άρχουσας τάξης, συγκεντρώνονται δυνάμεις που αντιδρούν και κυρίως επιδιώκουν να αποτρέψουν την οποιαδήποτε απειλή με όλα τα μέσα. Οι κοινωνικές επαναστάσεις, πολύ πριν ακόμα ωριμάσουν, κατά την περίοδο που εκδηλώνονται με αντίστοιχες εξεγέρσεις, ακόμα και μετά από την επικράτησή τους, όταν οικοδομείται η νέα κοινωνία, δέχονται την πολυεπίπεδη, πολύμορφη και διαρκή επιχείρηση αναχαίτισης από τις κυρίαρχες τάξεις. Η ταξική πάλη είναι σκληρή και γίνεται πολύ σκληρότερη όταν φτάσει μέχρι την ένοπλη αναμέτρηση για το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό επιβεβαιώνει η αστική Γαλλική Επανάσταση (1789), η Παρισινή Κομμούνα (1871), η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία (1917) και ολόκληρη η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα.
Αντίπαλος των επαναστατών είναι η άρχουσα τάξη, το κράτος της και οι διεθνείς της συμμαχίες, οι μηχανισμοί καταστολής και χειραγώγησης που διαθέτει, χρησιμοποιώντας πότε το μαστίγιο και πότε την πολιτική ενσωμάτωσης και άλλοτε και τα δύο ταυτόχρονα. Αντίπαλος είναι η πολύμορφη επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι αυταπάτες που δημιουργούνται στη βάση του αντικειμενικά διαμορφωμένου αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων στο έδαφος του προηγούμενου καθεστώτος, η αναζήτηση εύκολων λύσεων που οδηγούν στον ταξικό συμβιβασμό και τον καιροσκοπισμό τις δυνάμεις του επαναστατικού κινήματος. Τον αντίπαλο καταλήγουν να ευνοούν επίσης οι ανεπάρκειες της ίδιας της επαναστατικής πρωτοπορίας, όπως η υποτίμηση της ανάγκης ανάπτυξης της θεωρίας, του σταθερού ιδεολογικού μετώπου με αστικές, μικροαστικές, ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις, η απουσία ιδεολογικοπολιτικής προετοιμασίας ιδιαίτερα μπροστά σε στροφές, καμπές, καθώς και μια σειρά νέα, σύνθετα ζητήματα που γεννά η ταξική πάλη. Τέτοιες ανεπάρκειες, ακόμα και όταν υπάρχει προγραμματικά διατυπωμένη επαναστατική στρατηγική, είναι δυνατόν, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση δυσκολιών, να οδηγήσουν σε επιλογές που μπορούν να επιτρέψουν τη διείσδυση του οπορτουνισμού. Επιβεβαιώνεται από την ιστορική πείρα ότι ο ρόλος του οπορτουνισμού είναι πάντα αντεπαναστατικός, αντικειμενικά με βάση τη στάση και τις επιλογές του σε όλες τις συνθήκες, είτε μπροστά σε άνοδο είτε μπροστά σε υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, σε συνθήκες κλονισμού της αστικής εξουσίας και βεβαίως σε συνθήκες νίκης και σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την προσπάθεια ανατροπής.
Με βάση τα παραπάνω, ως αντεπαναστατική καταγράφεται οποιαδήποτε δράση, ανοιχτή ή καλυμμένη, χονδροειδής ή εκλεπτυσμένη, ανεξάρτητα από πού εκπορεύεται (κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις), που όμως τοποθετείται αντικειμενικά στην ίδια «όχθη» με την αστική τάξη, απέναντι στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού, και το περιεχόμενό της υπηρετεί τη διατήρηση της αστικής εξουσίας.
Τα παραπάνω αποτελούν πολύτιμη πείρα και πηγή άντλησης διδαγμάτων που επιβεβαιώνεται από την πορεία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων στον 20ό αιώνα, ακόμα και από τις αστικές επαναστάσεις σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.
Αυτήν την πείρα και τα διδάγματα οφείλει να αξιοποιεί σήμερα το επαναστατικό κίνημα, προκειμένου να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις δυσκολίες, αλλά και να αξιοποιεί τις δυνατότητες που διαμορφώνονται. Άλλωστε η αστική τάξη έχει τη δική της πείρα, βγάζει τα δικά της συμπεράσματα και προετοιμάζεται παίρνοντας τα δικά της μέτρα για να διαφυλάξει την κυριαρχία της.
Είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρη η εκτίμηση του Λένιν ότι «αν είσαι καταπιεζόμενος, εκμε­ταλλευόμενος και σκέπτεσαι να γκρεμίσεις την εξουσία των εκμεταλλευτών, αν αποφάσισες να φέρεις την υπόθεση της ανατροπής ως το τέλος, τότε πρέπει να ξέρεις ότι θα αναγκαστείς να υποστείς την πίεση των εκμεταλλευτών όλου του κόσμου· και αν είσαι έτοιμος να αντισταθείς σ’ αυτή την πίεση και να υποστείς καινούργιες θυσίες για να αντέξεις στην πάλη, τότε είσαι επαναστάτης· σε αντίθετη περίπτωση θα σε συντρίψουν»2.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ…

 Οι κοινωνικές επαναστάσεις συνιστούν ιστορική αναγκαιότητα η οποία γεννιέται ως προϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, όταν «σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης»3.
Η κοινωνική επανάσταση επομένως δεν ταυτίζεται με μια ευκαιριακή και περιορισμένη στο χρόνο κίνηση μαζών, ακόμα κι αν αυτή έχει στοιχεία εξέγερσης. Αντικειμενικά ωριμάζει ως δυνατότητα στο έδαφος ενός κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού και γίνεται πραγματικότητα με τη δράση των μαζών. Αφετηρία της είναι η κορύφωση της ταξικής πάλης, στο πλαίσιο της παλιάς κοινωνίας, η οποία διεξάγεται με όλα τα μέσα, μακροχρόνια, σε διαφορετικές συνθήκες ανόδου ή υποχώρησης, και οδηγεί στο αναγκαίο «άλμα» μέσω του οποίου δημιουργείται μια νέα ποιότητα, η οποία εκφράζεται με το πέρασμα από έναν κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό σε έναν άλλο ανώτερο. Αυτή η νέα ποιότητα εκδηλώνεται με την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και αντανακλάται σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Χαρακτηρίζεται από την αλλαγή τάξης στην εξουσία και προϋποθέτει την άμεση δραστηριότητα των μαζών για την οικοδόμησή της και την πλήρη επικράτηση των νέων σχέσεων παραγωγής. Από αυτήν την άποψη η κοινωνική επανάσταση δεν ταυτίζεται με την εξέγερση, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη την πορεία περάσματος στο νέο σχηματισμό.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση ο Μαρξ ονόμασε τις επαναστάσεις «ατμομηχανές της Ιστορίας».
Βέβαια, στα πρώιμα στάδια της Ιστορίας η κοινωνική εξέλιξη έπαιρνε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (αστικές επαναστάσεις) συνδυάζεται με μεγάλης έκτασης και εμβέλειας διαδικασίες (εθνοκρατική συγκρότηση) και με έντονο το στοιχείο της συνειδητής δράσης από κόμματα, οργανώσεις κλπ.
Η σοσιαλιστική επανάσταση φέρνει κάτι νέο στην ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Η σχεδιασμένη δράση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας δεν αφορά την εναλλαγή μιας εκμεταλλεύτριας τάξης από μία άλλη, όπως έγινε στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης η εργατική τάξη έχει την ιστορική αποστολή να καταργήσει κάθε μορφής εκμετάλλευση και να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία που θα σημάνει το τέλος των τάξεων. Σε αντίθεση με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, οι νέες σχέσεις παραγωγής δεν εμφανίζονται και δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο του προηγούμενου σχηματισμού. Αυτό που εμφανίζεται είναι οι αντιφάσεις που γεννούν τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα για τη νέα κοινωνία. Στις αστικές επαναστάσεις, όταν η αστική τάξη ως φορέας του νέου κατάφερνε να ανατρέψει την εξουσία των φεουδαρχών, έδινε ώθηση στην κοινωνική εξέλιξη, εξασφάλιζε κι επιτάχυνε την κυριαρχία μιας νέας μορφής εκμετάλλευσης με την εξάπλωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και της μισθωτής εργασίας, ενώ στην περίπτωση ήττας της η εξέλιξη αυτή υποχωρούσε και η διαδικασία επιβραδυνόταν. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις, για να επιτελέσουν το έργο τους, προϋποθέτουν την ανατροπή της αστικής τάξης, το τσάκισμα του αστικού κράτους, προκειμένου η νέα εργατική εξουσία να προχωρήσει στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και με επιστημονικό σχεδιασμό να διαμορφώσει το νέο τρόπο παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λένιν, «το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης».4 Γι’ αυτό, αποκτά ιδιαίτερο ρόλο η συνειδητή δράση των επαναστατικών δυνάμεων, είναι ιδιαίτερη η ευθύνη της πρωτοπορίας, του ΚΚ, που αναλαμβάνει να καθοδηγήσει ολόκληρη αυτήν την πορεία.

…ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Η συνειδητή επαναστατική δράση, με ξεχωριστό περιεχόμενο και καθήκοντα, αναπτύσσεται όταν ακόμα οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές και ο συσχετισμός δυνάμεων είναι αρνητικός, όταν η εξέγερση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αλλά και όταν η εργατική τάξη έχει πάρει την εξουσία κι έχει μπροστά της το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε καθεμία από αυτές τις ξεχωριστές περιόδους οι επαναστατικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν αυτό που αντικειμενικά και αναπόφευκτα συνοδεύει με τη μία ή την άλλη μορφή κάθε ανάλογη δράση, την οργανωμένη αντίδραση μέσα κι έξω από τη χώρα, από την άρχουσα τάξη και τους συμμάχους της. Αυτόν τον κίνδυνο τον είχαν συνειδητοποιήσει όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες. Όταν τέθηκε ο στόχος της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της εξάλειψης κάθε είδους εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, παρά το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα διαμορφώσει τη δική της πείρα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί, οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι «όλες οι δυνάμεις της γηραιάς Ευρώπης» ενώθηκαν για να κηρύξουν «έναν ιερό πόλεμο» κατά του κομμουνισμού.
Σε κάθε φάση η αντίδραση αυτή είναι διαρκής κι εκδηλώνεται με διάφορες μορφές προκειμένου με κάθε τρόπο να αποτρέψει, να εμποδίσει την επαναστατική δράση όταν αυτή εξελίσσεται ή να την ανατρέψει και να παλινορθώσει τον καπιταλισμό όταν επιχειρείται η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Φορέας της αντεπανάστασης είναι πρώτα και κύρια η αστική τάξη και τα κόμματά της, στελέχη, μηχανισμοί κι επιτελεία του δικού της κράτους, που υπερασπίζονται την εξουσία της, τα δικά της συμφέροντα και προνόμια, ακόμα και όταν έχει ηττηθεί, το «δικαίωμα» να εκμεταλλεύεται τον κόπο των εργαζόμενων. Συνοδοιπόρο της αποτελούν μια σειρά από μικροαστικά στρώματα που είναι δεμένα με τα συμφέροντά της. Σε αντεπαναστατική δύναμη είναι δυνατό να εξελίσσονται συμβιβασμένα κι εξαγορασμένα τμήματα του εργατικού κινήματος. Ακόμα και το ίδιο το κόμμα της εργατικής τάξης, όταν κάτω από την επίδραση της αστικής ιδεολογίας δεν υπηρετεί με συνέπεια τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε κάθε περίοδο –τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης όπου έχει την ευθύνη καθοδήγησης αυτής της πορείας– αντικειμενικά εξελίσσεται σε οπορτουνιστική δύναμη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να έχει τη ρίζα του στη θεωρητική ανεπάρκεια, στην επίδραση μικροαστικών αντιλήψεων, την ταλάντευση απέναντι στις δυσκολίες και την πίεση του αντιπάλου, στοιχεία που οδηγούν στην υποχώρηση, τη νόθευση της επαναστατικής στρατηγικής με επικράτηση του οπορτουνισμού και το πέρασμα τελικά με το στρατόπεδο του αντιπάλου ενισχύοντας το αντεπαναστατικό ρεύμα.

* * *
Στην περίοδο που δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί επαναστατική κατάσταση και ο συσχετισμός ανάμεσα στις δυνάμεις της επανάστασης και της αντεπανάστασης είναι αντικειμενικά αρνητικός για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το ΚΚ έχει το καθήκον της διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής και την προώθησή της με συνέπεια στην καθημερινή του δράση.
Στόχος του είναι μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης να υλοποιεί το καθήκον της συγκέντρωσης και προετοιμασίας δυνάμεων προκειμένου νικηφόρα να οδηγήσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στην άμεση επαναστατική δράση, όταν εκδηλωθεί επαναστατική κατάσταση. Στοιχεία αυτής της προετοιμασίας αποτελούν η συμβολή στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των διεκδικητικών αγώνων της εργατικής τάξης σε συνθήκες καπιταλισμού, η προβολή των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης και της αντικειμενικής δυνατότητας αυτές να ικανοποιούνται με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, τα αίτια των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό, η πολιτική συμμαχιών, η στάση απέναντι στην αστική διαχείριση, η παρακολούθηση κι ερμηνεία των ανταγωνισμών σε διεθνές επίπεδο και των αντιθέσεων στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, η στάση και η προετοιμασία απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κλπ.
Είναι η περίοδος που η εργατική τάξη, μέσα από την ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης και τις συγκρούσεις με την αστική τάξη για τους όρους πώλησης της δύναμής της, εκπαιδεύεται και συνειδητοποιεί τη δύναμη της οργανωμένης πάλης, συσσωρεύει γνώση και πείρα. Η επαναστατική δράση στις συνθήκες αυτές αποκτά ιδιαίτερη σημασία, επιδρά στο συσχετισμό δύναμης ακόμα και αν δεν μπορεί να τον ανατρέψει υπέρ του επαναστατικού κινήματος, αποτελεί παράγοντα που «εγγράφεται» κι επιδρά στις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον.
Στις συνθήκες αυτές, το εργατικό κίνημα (είτε βρίσκεται σε άνοδο είτε σε υποχώρηση, είτε δρα σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε περιστολής της) βρίσκει απέναντί του την οργανωμένη αντίδραση των μηχανισμών του αστικού κράτους, των κομμάτων που το υπηρετούν και της εργοδοσίας, που ξεδιπλώνουν μια σειρά σχεδιασμούς υποταγής κι ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι εναλλάσσονται ή συνδυάζονται με τη βία και την τρομοκρατία, ιδιαίτερα σε περιόδους που οι αγώνες δυναμώνουν και η αστική τάξη αισθάνεται απειλή. Βρίσκεται δηλαδή αντιμέτωπο με ολόκληρο το οπλοστάσιο της αστικής τάξης, που περιλαμβάνει την ιδεολογική χειραγώγηση, την εξαγορά τμημάτων της εργατικής τάξης, την προσπάθεια εγκλωβισμού και παραπλάνησής της, προκειμένου να συμπορευτεί με τους στόχους και τις επιλογές της αστικής τάξης που αναγορεύονται σε εθνικούς. Ένα τέτοιο οπλοστάσιο, μπροστά στα χειρότερα για την αστική τάξη, υιοθετεί ακόμη και την «αγωνιστική» εκτόνωση της δυσαρέσκειας και των διαθέσεων σε επιλογές που συσκοτίζουν τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, κρύβουν τον πραγματικό αντίπαλο και αποπροσανατολίζουν από την πραγματική διέξοδο που υπηρετεί τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα.
Ξεχωριστό ρόλο στην ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών αναλαμβάνουν τα κόμματα της αστικής διαχείρισης όλου του φάσματος (καθαρόαιμα αστικά, ρεφορμιστικά, ακροδεξιά, οπορτουνιστικά). Προβάλλουν επιλογές και λύσεις που αθωώνουν το σύστημα, υπηρετώντας αντικειμενικά τις επιδιώξεις του κεφαλαίου, προκειμένου η εργατική τάξη να εμποδίζεται να χειραφετηθεί από την αστική ιδεολογία, να στρατεύεται με συμφέροντα ξένα από τα δικά της, χάνοντας την πολιτική της αυτοτέλεια και δρώντας ως ουρά της αστικής τάξης. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν είτε εκπρόσωπο είτε αντικειμενικά πολύτιμο διαμεσολαβητή και σύμμαχο της αστικής τάξης, προκειμένου να μη συνειδητοποιείται η ώριμη ανάγκη της επαναστατικής αλλαγής ή αυτή να παραπέμπεται στο «άγνωστο» μέλλον. Αυτό γίνεται κατορθωτό άλλοτε με την ανάδειξη διαφορετικών μιγμάτων αστικής διαχείρισης (βλ. διαχωρισμό σε σοσιαλδημοκρατία - φιλελευθερισμό - νεοφιλελευθερισμό), άλλοτε με τη ρεφορμιστική εκδοχή της προβολής του κοινοβουλευτικού-μεταρρυθμιστικού «δρόμου» κοινωνικών αλλαγών, ακόμα και με οπορτουνιστική, κούφια επαναστατική ρητορική των μεταβατικών προγραμμάτων που αντικειμενικά υπηρετούν το αντεπαναστατικό ρεύμα. Η οπορτουνιστική γραμμή, όταν κυριαρχεί, οδηγεί είτε στην ενσωμάτωση είτε στο τσάκισμα του εργατικού κινήματος και την εργατική τάξη στην «αγκαλιά» της αστικής πολιτικής. Υπάρχει πλούσια τέτοια πείρα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (Ιταλία, Γαλλία, Κύπρος, Ισπανία, Χιλή, Αργεντινή κλπ.). Αλλά και στην Ελλάδα, την περίοδο της πρόσφατης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η όποια αγωνιστική διάθεση την συνόδευε, παρά την παρέμβαση του ΚΚΕ, δεν έγινε κατορθωτό να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερα τμήματα, καθώς όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ συσκότιζαν την πραγματική αιτία της κρίσης και αναγόρευαν τα μνημόνια σε παράγοντες που δημιουργούσαν ή όξυναν την κρίση. Έτσι, αξιοποιήθηκαν μηχανισμοί τύπου «αγανακτισμένων» που εγκλώβισαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε στόχους όπως αυτός της εναλλαγής κυβέρνησης, απενοχοποιώντας το σύστημα, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η συγκεκριμένη περίοδος στην οποία αναφερόμαστε, με όποιες παραλλαγές εκφράζεται, είναι η «συνήθης» περίοδος δράσης για ένα ΚΚ, με την έννοια ότι είναι μακροχρόνια, αφού αφορά όλο το διάστημα που προηγείται της εκδήλωσης της επανάστασης. Με βάση αυτό το δεδομένο, πρέπει να είναι σαφές ότι η ανάγκη επαναστατικών αλλαγών σε τέτοιες συνθήκες δε βρίσκεται αντικειμενικά στο «κάδρο» των επιλογών της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Ο καπιταλισμός μέσα στη χώρα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, είναι κυρίαρχος και ο συσχετισμός δύναμης, παρά την όποια αλλαγή από τη δράση του ΚΚ, δεν μπορεί ολοκληρωτικά να γείρει προς τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι αυταπάτες για δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης στο πλαίσιο του συστήματος βρίσκουν εύφορο έδαφος. Η καθημερινότητα, ο τρόπος ζωής, η σκέψη και οι επιλογές ενός μέσου εργαζόμενου διαμορφώνονται καθημερινά από την αντικειμενική πραγματικότητα που βιώνει, αλλά και από ένα σύνθετο πλέγμα μηχανισμών, που επιδρούν στη συνείδηση κι επιβάλλουν την αντίληψη ότι τα πράγματα είναι στατικά, ότι ο καπιταλισμός είναι δεδομένος και, από αυτήν την άποψη, ανίκητος. Έτσι, η καταπίεση, η εκμετάλλευση, η οργή και η αγανάκτηση που γεννούν δεν οδηγούν αυτόματα στη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων, στην αμφισβήτηση του καπιταλισμού και στην ανάγκη ανατροπής του.
Ειδικά στις συνθήκες μετά από την ήττα, την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης, την απουσία της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, έχει «θολώσει» η δυνατότητα μιας διαφορετικής προοπτικής, η οποία μάλιστα αντιμετωπίζεται ως ουτοπική. Κυριαρχούν οι χαμηλές απαιτήσεις, η μοιρολατρία, ο ατομισμός, ο συντεχνιασμός, ενώ βρίσκουν έδαφος κάθε λογής αυταπάτες. Στις συνθήκες αυτές, η ευθύνη του ΚΚ είναι μεγάλη προκειμένου να διαφωτίσει, να διαπαιδαγωγήσει τις εργατικές-λαϊκές μάζες, να τις βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, να εστιάσουν και να σημαδέψουν τις πραγματικές αιτίες και την πραγματική διέξοδο, να οργανώσουν την πάλη τους και να διεκδικήσουν αυτά που τους ανήκουν, τη δική τους εξουσία.

* * *
Στην περίοδο που το καθήκον της εξέγερσης αντικειμενικά βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη, οι θεσμοί του αστικού κράτους έχουν φθαρεί και η αστική τάξη χάνει τη δυνατότητα να επιβάλει την κυριαρχία της και να κυβερνάει όπως πριν, ενώ παράλληλα η επιδείνωση που βιώνουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δημιουργούν ιδιαίτερα μεγάλη κινητικότητα και διάθεση για αγώνα, αμφισβητώντας την αστική εξουσία. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο συσχετισμός δύναμης γίνεται ευνοϊκότερος για τις δυνάμεις της επανάστασης. Η εκδήλωση μιας τέτοιας κατάστασης βέβαια έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και αίτια. Παρόλ’ αυτά, η δράση τους όλο το προηγούμενο διάστημα αποτυπώνεται στην κατάσταση που διαμορφώνεται. Χωρίς αυτήν τη δράση δεν μπορεί να γεννηθεί η αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Στις συνθήκες αυτές, ιδιαίτερη είναι η ευθύνη του ΚΚ για σωστή και έγκαιρη εκτίμηση της κατάστασης, ανάλυση των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας, για την κατάσταση και τις διαθέσεις της εργατικής τάξης και τις εξελίξεις στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Ξεχωριστή σημασία αποκτάει η κατάσταση σε διεθνές επίπεδο, οι διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης, η κατάσταση των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ενώσεων, η κατάσταση στο εργατικό κίνημα στον υπόλοιπο κόσμο, η δυνατότητα εξασφάλισης της ενεργούς συμπαράστασης και αλληλεγγύης από το εξωτερικό, ο προσανατολισμός και η στάση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Επικίνδυνη μπορεί να αποδειχτεί η ολιγωρία όπως και η υπερτίμηση των δικών του δυνάμεων και η υποτίμηση του αντιπάλου. Καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη και την έκβαση της ταξικής πάλης αποτελεί βέβαια η δράση του επαναστατικού κόμματος όλο το προηγούμενο διάστημα, οι δεσμοί του με τις μάζες, η ιδεολογική, οργανωτική και τεχνική προετοιμασία κι ετοιμότητα, καθώς και η ανάλογη δράση και παρέμβασή του στο διεθνές κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα.
Σε τέτοιες συνθήκες, που αμφισβητείται η κυριαρχία της αστικής τάξης, οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου για την αστική εξουσία, θα ρίξουν στη μάχη όλα τους τα όπλα, ενώ ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι, κάτω από την επίδραση οπορτουνιστικών αντιλήψεων, επαναστατικά κόμματα και κινήματα συστρατεύονται αντικειμενικά με την αστική τάξη, διαμορφώνοντας την πολιτική στάση τους, επικαλούμενα πότε την ανωριμότητα υποκειμενικών ή αντικειμενικών παραγόντων για ανάληψη επαναστατικής δράσης, πότε την εναντίωση σε κάθε μορφή βίας, πότε την ανάγκη δράσης στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας και των αστικών θεσμών κοκ.
Με βάση την ιστορική πείρα, μπορούμε να υπενθυμίσουμε μια σειρά γεγονότα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: Η ανακωχή στον πόλεμο μεταξύ των αστικών τάξεων της Πρωσίας και της Γαλλίας προκειμένου να διαμορφώσουν κοινό μέτωπο για να τσακίσουν την ηρωική Κομμούνα του Παρισιού. Η στάση συμβιβασμού και ουσιαστικής στήριξης των αστικών τάξεων των χωρών τους από δυνάμεις της Β΄ Διεθνούς μπροστά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση στήριξης των εσέρων και των μενσεβίκων στην αστική κυβέρνηση στη Ρωσία μετά το Φλεβάρη του 1917 που επιβεβαιώνει τον προδοτικό ρόλο του οπορτουνισμού, αλλά και ο προδοτικός απέναντι στην εργατική τάξη ρόλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που οδήγησε στο τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος και την άνοδο του ναζισμού. Ιστορικό παράδειγμα αδυναμίας νίκης των δυνάμεων της επανάστασης αποτελεί η λαθεμένη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η έκφρασή της στη γραμμή του ΚΚΕ (και άλλων κομμάτων), που δεν αξιοποίησε την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε και οδηγήθηκε στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας την οποία ακολούθησε η επέμβαση στην Ελλάδα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ. Ο κατάλογος είναι μακρύς, μπορεί να συμπληρωθεί με τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών στο Βιετνάμ, την Κορέα κλπ., ενώ τα συμπεράσματα είναι πολύτιμα για το επαναστατικό κίνημα σήμερα.
Όλες αυτές οι αναμετρήσεις, είτε κατέληξαν νικηφόρα για τα επαναστατικά κινήματα είτε όχι, επιβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη δεν παραχωρεί την εξουσία της, ότι απαιτείται η οργανωμένη και σχεδιασμένη επίθεση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της. Για το ΚΚ απαιτείται η ύπαρξη επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής, η ικανότητα υπηρέτησής της με ανάλογη τακτική, συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς. Απαιτείται ο συνδυασμός της θεωρητικής ετοιμότητας με τη μαχητική οργανωτική ικανότητα, που θα διασφαλίζουν την αντοχή στις δυσκολίες της καθημερινής πάλης, στην πίεση των κάθε λογής αντιπάλων και στην κρατική βία και καταστολή.

* * *
Ακόμα και όταν η εργατική τάξη νικήσει και με τη δική της εξουσία οικοδομεί τη σοσιαλιστική κοινωνία, η ταξική πάλη, η σύγκρουση του νέου με το παλιό, το ενδεχόμενο νίκης της αντεπανάστασης όχι μόνο δεν εξαλείφεται, αλλά συνιστά μόνιμη και σταθερή απειλή. Η άρχουσα τάξη που ανατρέπεται δε συμβιβάζεται και δεν αποδέχεται την ήττα της. Το συμπέρασμα αυτό αφορά κυρίως, αλλά όχι μόνο τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Αστικές επαναστάσεις όπως η Γαλλική, ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων μέσα κι έξω από τη χώρα, γνώρισαν πισωγυρίσματα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η αστική τάξη οδηγήθηκε σε συμβιβασμό με την τάξη των φεουδαρχών και από κοινού καρατόμησαν επαναστάτες και χρησιμοποίησαν τη βία απέναντι στον επαναστατημένο λαό.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Λένιν στο λόγο του για τις «επιτυχίες και τις δυσκολίες της σοβιετικής εξουσίας»: «Στην Ιστορία δεν υπήρξαν επαναστάσεις που, κατακτώντας τες, να μπορείς να τις βάλεις στην τσέπη και να επαναπαυθείς στις δάφνες. Όποιος νομίζει ότι υπάρχουν τέτιες επαναστάσεις, αυτός όχι μόνο δεν είναι επαναστάτης, αλλά είναι και ο χειρότερος εχθρός της εργατικής τάξης. Δεν υπήρξε ούτε μια τέτια επανάσταση, ακόμη και δευτερεύουσας σημασίας, ακόμη και αστική, όταν επρόκειτο να περάσει η εξουσία από τη μια εύπορη μειοψηφία στην άλλη μειοψηφία. Ξέρουμε παραδείγματα! Η γαλλική επανάσταση, ενάντια στην οποία εξόρμησαν στις αρχές του 19ου αιώνα οι παλιές Δυνάμεις για να τη συντρίψουν, λέγεται μεγάλη ακριβώς γιατί μπόρεσε να ξεσηκώσει για την υπεράσπιση των κατακτήσεών της πλατιές λαϊκές μάζες, που αντιτάχθηκαν σε όλο τον κόσμο· κι εδώ βρίσκεται μια από τις μεγάλες υπηρεσίες της. Η επανάσταση περνάει τις πιο σοβαρές δοκιμασίες στην πράξη, στην πάλη, στη φωτιά.»5
Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην οποία «διεξάγεται ένας αγώνας των “φύτρων” του νέου ενάντια στις “επιβιώσεις” του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, πάλη για ριζική αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ’ επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές»6, δε μακροημερεύει και κυρίως δε νικά ολοκληρωτικά, δίχως τη μαζική πολιτική δράση σε συνθήκες σκληρής διαπάλης ενάντια στις οπορτουνιστικές και δογματικές πολιτικές απόψεις, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, όταν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, μέσα κι έξω από τη χώρα, στρέφουν όλους τους μηχανισμούς τους, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, για την ανατροπή της.
Και εδώ είναι πολύτιμη η παρακαταθήκη του Λένιν: «Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αποτελεί ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο δεν έχει τελειώσει η εποχή αυτή, οι εκμεταλλευτές τρέφουν αναπόφευκτα την ελπίδα της παλινόρθωσης, και αυτή η ελπίδα μεταβάλλεται σε απόπειρες παλινόρθωσης. Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτιο και δεν δέχονταν ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος για να πάρουν πίσω το χαμένο “παράδεισο”, για τις οικογένειές τους που ζούσαν τόσο όμορφα και που τώρα ο “χύδην όχλος” τις καταδικάζει στο χαμό και την αθλιότητα (ή στην “απλή” δουλιά...). Και τώρα πίσω από τους εκμεταλλευτές-καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μιξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο ... όπως κάνουν οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι.»7
Η ανατροπή της αστικής τάξης είναι το πρώτο βήμα. Το βήμα αυτό καθιστά αναγκαία μια νέα εξουσία, που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει αντικειμενικά τη βία μέσω της κατασταλτικής της λειτουργίας. Η διαφορά από τη βία που ασκούσαν οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είναι ότι πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η Ιστορία, την ήττα τους κι επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η Ιστορία διδάσκει ότι ποτέ, καμιά καταπιεζόμενη τάξη δεν κατάφερε να φτάσει στην κυριαρχία δίχως να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να καταστείλει βίαια την αντίσταση των εκμεταλλευτών, να τσακίσει το αστικό κράτος της δικτατορίας του κεφαλαίου, οργανώνοντας το δικό της κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Τα παραπάνω αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την εδραίωση της εργατικής εξουσίας και τη συντριβή του αντεπαναστατικού ρεύματος. Η κύρια βέβαια λειτουργία της νέας, εργατικής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση, αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού, και με την ολόπλευρη κινητοποίηση και ουσιαστική συμμετοχή του.

* * *
Αυτό που καταδεικνύει η πείρα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ότι το οπλοστάσιο της αστικής τάξης στην προσπάθειά της να παλινορθώσει τη δική της εξουσία είναι πλούσιο: Περιλαμβάνει στρατιωτικές επεμβάσεις, σαμποτάζ, δολιοφθορές, αποκλεισμούς, εξαγορές στελεχών κλπ. μέσα στη χώρα, με την κινητοποίηση των συμμάχων της από το εξωτερικό. Βασικός στόχος είναι να μην αντέξει και να ανατραπεί η πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα παραδείγματα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης το 1919 από 14 χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) ενάντια στην επαναστατική Ρωσία, τις επιχειρήσεις ενάντια στην Κούβα κλπ.
Την κοινωνική βάση της αντεπανάστασης αποτελούν οι ηττημένες εκμεταλλεύτριες τάξεις, τα πρώην στρώματα που τις υπηρετούσαν (στρατιωτικοί, αστυνομικοί, γενικότερα τμήματα του προηγούμενου κρατικού μηχανισμού), μικροαστικά στρώματα που δεν κατάφερε να τα κερδίσει η εργατική εξουσία, εξαγορασμένα τμήματα της εργατικής τάξης (εργατική αριστοκρατία), άλλα καταδικασμένα φασιστικά, αντικομμουνιστικά, λούμπεν και άλλα εγκληματικά στοιχεία που χρηματοδοτούνται κι επιστρατεύονται ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό.

Την ίδια στιγμή, ειδικά την πρώτη περίοδο, η όξυνση της ταξικής πάλης και οι δυσκολίες που έχει δημιουργήσει η επαναστατική κατάσταση στην οικονομία και την παραγωγή και κατά συνέπεια στη ζωή των λαϊκών μαζών αποτελούν παράγοντες που πρέπει να αντιμετωπίσει η νεαρή εργατική εξουσία. Η έκβαση της πάλης για την κατάκτηση των μαζών αποτελεί το βασικό παράγοντα που θα καθορίσει τελικά την «τύχη» της επανάστασης ή της αντεπανάστασης σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. «Κάθε επανάσταση αυτή καθαυτή (σε αντίθεση με τη μεταρύθμιση) σημαίνει κρίση και μάλιστα πολύ βαθιά κρίση, τόσο πολιτική όσο και οικονομική … Το καθήκον του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου είναι να εξηγεί στους εργάτες και στους αγρότες ότι πρέπει να έχουν το θάρος να αντικρίσουν θαραλέα την κρίση αυτή και να βρουν στα επαναστατικά μέτρα την πηγή της δύναμης για την υπερνίκηση αυτής της κρίσης. Μόνο υπερνικώντας και τις πιο μεγάλες κρίσεις με επαναστατικό ενθουσιασμό, με επαναστατική ενεργητικότητα, με επαναστατική προθυμία για τις μεγαλύτερες θυσίες, το προλεταριάτο μπορεί να νικήσει τους εκμεταλλευτές και να απαλλάξει οριστικά την ανθρωπότητα από τους πολέμους, από την καταπίεση του κεφαλαίου, από τη μισθωτή δουλεία.»8

Σημαντικό παράγοντα που επιδρά αρνητικά και θέτει εμπόδια στο κέρδισμα των μαζών με την υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμη-σης, ενώ παράλληλα συντηρεί την αντεπαναστατική απειλή, αποτελεί η δύναμη της συνήθειας από τον παλιό τρόπο ζωής, η στάση απένα-ντι στην εργασία, οι κληρονομημένες αντιθέσεις και οι επιβιώσεις συνολικά του παλιού στην προσπάθεια οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία της ανώριμης βαθμίδας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού που δεν ξεριζώνονται μεμιάς, αλλά πρέπει να βρίσκονται σταθερά στον προσανατολισμό της εργατικής εξουσίας.
Με βάση την πείρα της ΕΣΣΔ, η όξυνση της ταξικής πάλης σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης και διαπάλης μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Ο ίδιος ο Λένιν επισήμαινε με κάθε ευκαιρία ότι η ταξική πάλη δεν τελειώνει με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το κόμμα της.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες απέδειξε ότι η απάντηση στα προβλήματα και τις αντιθέσεις που κληρονομεί η εργατική εξουσία, αλλά και τα νέα προβλήματα που γεννά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από αυτό το πλαίσιο της νέας κοινωνίας παραβιάζοντας τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όπως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί παραβιάζοντας τους δικούς του νόμους, π.χ. το νόμο του κέρδους, έτσι και η απάντηση στις δυσκολίες και τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν μπορεί να αναζητηθεί στην υιοθέτηση επιλογών που αντιστοιχούν σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής, όπως η επιστροφή στις λύσεις της αγοράς. Σταθερός προσανατολισμός πρέπει να είναι η συνεχής επέκταση και πλήρης επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και γενικότερα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία, η επιστημονική αναβάθμιση και η συνεχής προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού στις νέες απαιτήσεις που θέτει κάθε φορά το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Για το επαναστατικό κίνημα σήμερα αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη το πόσο επικίνδυνη και καταστροφική είναι για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κάθε πολιτική μακροχρόνιας στήριξης της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και κάθε ανοχή στη διατήρηση καπιταλιστικών σχέσεων.
Με κατηγορηματικό τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η αντεπανάσταση δεν ήταν μοιραίο να νικήσει, αν υπήρχε –με ευθύνη των ΚΚ στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης– έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία για να απαντηθούν τα προβλήματα που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, αν υπήρχε επαναστατική στρατηγική στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Η ΠΕΙΡΑ ΜΕΤΑ ΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποσπάστηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα 8 ευρωπαϊκές χώρες (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας). «Στις 8 ευρωπαϊκές χώρες διεξαγόταν πάλη για την εξουσία ... Η πορεία προς την κατάκτηση της εξουσίας δεν ήταν και στις 8 χώρες ομοιόμορφη. Ποίκιλλε, ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της καθεμιάς, που είχε την αντανάκλασή του και στο κυβερνητικό επίπεδο, όπου τα ΚΚ συνεργάζονταν με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Η ανομοιομορφία του συσχετισμού δυνάμεων είχε αποτυπωθεί και στα εκλογικά αποτελέσματα, αν και αυτά δεν αποτυπώνουν πλήρως το συσχετισμό δυνάμεων.»9 Οι χώρες αυτές τελικά πέρασαν με τη συμβολή της ΕΣΣΔ και την παρουσία του Κόκκινου Στρατού στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με τη μορφή των Λαϊκών Δημοκρατιών. Η πορεία αυτή αντιμετώπισε μια σειρά δυσκολίες που εδράζονταν στη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, την αντίληψη για την ανάγκη ύπαρξης ενός μεταβατικού σταδίου πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου, την πολιτική συμμαχιών με αστικές δυνάμεις, τη συγχώνευση μια σειράς ΚΚ με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. «Την πρώτη περίοδο ταχύτατης βιομηχανικής ανάπτυξης προς όφελος της λαϊκής ευημερίας ακολούθησε η όξυνση των αντιθέσεων της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας με τα κατάλοιπα της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και σε άλλα μέσα παραγωγής, που τα ποσοστά τους δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα ... Στη συνέχεια, πολύ σύντομα οξύνθηκαν τα προβλήματα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, πήραν το χαρακτήρα δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής, αλλά και διάσπασής του.»10 Αποτελεί ζήτημα παραπέρα μελέτης, που ξεφεύγει απ’ τους στόχους του παρόντος άρθρου, η αντιφατική πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στις χώρες αυτές, στην οικονομία, το κράτος κλπ., οι ιδιαίτεροι παράγοντες που συνέβαλαν στις αντεπαναστατικές ανατροπές.

Ολόκληρη η ιστορία της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για το επαναστατικό κίνημα. Από τον Οκτώβρη του 1917 που εγκαινιάστηκαν οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, η υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο δέχτηκε τη λυσσαλέα επίθεση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ο ίδιος ο Β΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος είχε στο στόχαστρο την ΕΣΣΔ. Είναι χαρακτηριστική η στάση ανοχής της Αγγλίας και της Γαλλίας απέναντι στη ναζιστική Γερμανία όταν αυτή επιτίθονταν και καταλάμβανε χώρες στην περίμετρο της ΕΣΣΔ, το αντι-Κομιντέρν σύμφωνο, η Συμφωνία του Μονάχου κλπ. Στις υπόλοιπες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επιχειρήθηκαν σχεδιασμένες απόπειρες ανατροπής (Γερμανία 1953, Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968, Πολωνία 1980).

Ιδιαίτερα την περίοδο που μια σειρά χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης περνούσαν στο στρατόπεδο του σοσιαλισμού, οι ιμπεριαλιστές εγκαινίασαν την πολιτική του «Ψυχρού Πολέμου». Υιοθετήθηκε το δόγμα «παρεμπόδισης», στο πλαίσιο του οποίου το 1947 διαμορφώθηκε το δόγμα «Τρούμαν», το Σχέδιο Μάρσαλ, ενώ το 1949 ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ. Τα σχέδια περιλάμβαναν οικονομικούς αποκλεισμούς, οικοδόμηση δικτύου στρατιωτικών βάσεων, χρηματοδότηση κι εξοπλισμό ομάδων από αντιδραστικά και φασιστικά στοιχεία, κυρίως φυγάδες από τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χρηματοδότηση επίλεκτων κατασκόπων που κατοικούσαν στις χώρες αυτές κλπ. Βέβαια, το συνολικό σκηνικό συνόδευε σταθερά η στρατιωτική απειλή, για παγκόσμιο, τοπικό ή περιορισμένο πόλεμο, η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων κλπ. Οι τρόποι και οι μέθοδοι παρέμβασης εναλλάσσονταν κατά περίπτωση.
Το 1952 ακολούθησε το δόγμα «Απελευθέρωσης» διά στόματος Αϊζενχάουερ, που ονόμασε τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης «υπόδουλα έθνη» υποσχόμενος βοήθεια για αντίσταση και περιγράφοντας ως τακτική την κατά περίπτωση χρήση πολιτικών, οικονομικών και ψυχολογικών μέσων, ενώ χαρακτηριστικά στο μήνυμά του το Δεκέμβρη του 1955 ανέφερε ότι «η ειρηνική απελευθέρωση των υπόδουλων χωρών ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς των ΗΠΑ και τώρα αυτός είναι και θα παραμείνει μέχρι τότε που θα πραγματοποιηθεί».
Σημαντικό συστατικό στοιχείο της τακτικής τους αποτέλεσε η προσπάθεια δημιουργίας αντιθέσεων –με υποδαύλιση κυρίως των εθνικιστικών– και ρήξης ανάμεσα στις χώρες αυτές και κυρίως απέναντι στην ΕΣΣΔ.
Δαπανήθηκαν τεράστια κονδύλια για τη δημιουργία οργανώσεων στο εσωτερικό των χωρών, ενώ όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Δ. Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και αλλού χρηματοδοτήθηκαν μελέτες και γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα για την αξία και το σχεδιασμό πολιτικής και ψυχολογικής εκστρατείας. Τους στόχους αυτούς υπηρέτησε η «Επιτροπή Ελεύθερης Ευρώπης» που έστησε και ομώνυμο ραδιοφωνικό σταθμό με χιλιάδες συνεργάτες και δεκάδες πομπούς μεγάλης ισχύος. Πολλά εκατομμύρια προκηρύξεις και άλλα προπαγανδιστικά έντυπα ρίχτηκαν με αερόστατα ή διακινήθηκαν με διάφορους τρόπους στις Λαϊκές Δημοκρατίες (επιχειρήσεις FOCUS στην Ουγγαρία, VETO στην Τσεχοσλοβακία κλπ.).

Στο πλαίσιο του «Ψυχρού Πολέμου», ο εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μετέπειτα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, έγραφε το 1966 σχετικά με τα διαφορετικά ανατρεπτικά σχέδια που κατά καιρούς εκπονούνταν: «Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών ... Η Ανατολική Ευρώπη, με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία.»11
Η προσπάθεια ήταν ασίγαστη. Αργότερα, τον Ιούλη του 1968, είδε το φως της δημοσιότητας το «σχέδιο επιχειρήσεων» που επεξεργάστηκαν το Πεντάγωνο και η CIA ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά ενάντια στην Τσεχοσλοβακία. Στο σχέδιο αυτό προβλεπόταν «διαφοροποιημένη» μεταχείριση ορισμένων χωρών, συνδυασμός της εξωτερικής πολιτικής και της ιδεολογικής δολιοφθοράς με τις προσπάθειες να εξασθενίσει η ενότητα της σοσιαλιστικής κοινότητας. Σε πολλές σελίδες του βασικού σχεδίου και στα ειδικά παραρτήματα που αφορούν τις λεπτομέρειές του, με ωμότητα περιγράφονται διάφορες παραλλαγές για την προετοιμασία και την πραγματοποίηση υπονομευτικών ενεργειών στις σοσιαλιστικές χώρες. Υπήρχαν προσαρτημένες χωριστές οδηγίες για τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Τμήματα Ασφαλείας, ονομαστικές καταστάσεις των στρατιωτικών φρουρών, ειδικά της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Τσεχοσλοβακίας. Στα παραρτήματα του σχεδίου είχαν γραφτεί λεπτομερειακά οι λεγόμενες «πρωτεύουσες ενέργειες» των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ και της κατασκοπίας τους ενάντια στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη ΓΛΔ το 1953, στις ΣΔ της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας το 1956 και το 1968 αντίστοιχα, στην Πολωνία το 1980 κλπ. αποτέλεσαν σε όλη την περίοδο μέχρι και σήμερα αντικείμενο αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας από τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις και αξιοποιήθηκαν για την ενίσχυση του αντικομμουνισμού. Και σ’ αυτήν την περίπτωση αστοί και οπορτουνιστές δημοσιολόγοι και αναλυτές συμπράττουν στην αντισοσιαλιστική προπαγάνδα, στην επιχείρηση διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, προβολής της παρέμβασης της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών ως ωμής επέμβασης και εισβολής στο εσωτερικό χωρών, προβάλλοντας, από την άλλη, ως προοδευτική την προσπάθεια αντεπανάστασης. Αναπαράγουν τα συνθήματα του «σοσιαλισμού με δημοκρατία», του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» κλπ., συνθήματα κάτω από τα οποία ξεδιπλώθηκε η επιχείρηση υπονόμευσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και καπιταλιστικής παλινόρθωσης, υπό την επίδραση οπορτουνιστικών δυνάμεων.

Η αστική ιστοριογραφία, ιδιαίτερα μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές, διά της μεθόδου της ωμής διαστρέβλωσης και παραχάραξης των ιστορικών γεγονότων, αξιοποιώντας κατά το δοκούν τα αρχεία που βρέθηκαν στα χέρια της, διαμορφώνει ουσιαστικά πολιτική και ιδεολογία στήριξης της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, χρησιμοποιεί όλα εκείνα τα επιχειρήματα σχετικά με τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ώστε να μολύνει με το δηλητήριο της αντισοσιαλιστικής-αντικομμουνιστικής προπαγάνδας τις εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις.
Στη συνέχεια παραθέτουμε δύο ενδεικτικά ιστορικά παραδείγματα από την επιχείρηση ιμπεριαλιστικής επέμβασης και υπονόμευσης, που βέβαια αξιοποίησε μια σειρά λάθη και αδυναμίες των ΚΚ στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και προβλήματα στη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

ΔΥΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ουγγαρία 1956

Από τον Οκτώβρη του 1956 εξελίχτηκε στην Ουγγαρία απόπειρα ανατροπής της λαϊκής εξουσίας με σχεδιασμένη επιχείρηση από την αστική τάξη της χώρας που είχε ηττηθεί, συντονισμένη με ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη. Η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που η χώρα προχωρούσε μέσα από δυσκολίες και αντιφάσεις στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε συνθήκες ιδιαίτερα αντίξοες, που είχαν δημιουργήσει οι καταστροφές του πολέμου και η ιμπεριαλιστική περικύκλωση. Τις δυσκολίες αυτές επιδείνωναν η διαπάλη στο εσωτερικό του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων και οι εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα μετά από την οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚ Ουγγαρίας, μετά από την ήττα της επανάστασης του 1919, βρέθηκε στην παρανομία με πολύ μεγάλες απώλειες, ενώ επανήλθε στη νομιμότητα όταν ο σοβιετικός στρατός απελευθέρωσε την Ουγγαρία από τα χιτλερικά στρατεύματα. Όλα αυτά τα χρόνια των διώξεων και της καταστολής η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να κυριαρχήσει με την επιρροή της στην εργατική τάξη.

Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι ο επεκτατικός εθνικισμός της αστικής τάξης και της Εκκλησίας, που εξέφραζε το καθεστώς Χόρτι (1920-1944), είχε μεγάλη επιρροή στα λαϊκά στρώματα, κυρίως μικροαστικά, με αποτέλεσμα η Ουγγαρία να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση από τους συμμάχους της χιτλερικής Γερμανίας που κατά την ανακωχή της με τις αντιφασιστικές δυνάμεις δεν πολέμησε τη Γερμανία στο πλευρό των Συμμάχων.
Οι συσχετισμοί ακόμη και μετά την απελευθέρωση από τον Κόκκινο Στρατό ήταν ιδιαίτερα αρνητικοί. Άλλαξαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση μέσα από έντονη κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Μόλις μέσα στο 1947 ο συσχετισμός έγινε ευνοϊκότερος και καταγράφηκε από τη μία με άνοδο της επιρροής του ΚΚ Ουγγαρίας, που στις εκλογές (τον Αύγουστο του 1947) έλαβε 22%, και από την άλλη με την αλλαγή στάσης των κομμάτων που εκπροσωπούσαν τα μεσαία στρώματα όπως και της πλειοψηφίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο τον Ιούνη του 1948 συνενώνεται με τους κομμουνιστές στο Κόμμα των Ούγγρων Εργαζομένων. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων υπήρξε η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, που στις εκλογές του Μάη του 1949 θα πάρει 95%.
Όταν με ορόσημο το 1948 άρχισαν να οικοδομούνται στις Λαϊκές Δημοκρατίες και στην Ουγγαρία οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, αναδείχτηκαν για τα κόμματα στις χώρες αυτές καθήκοντα πρωτόγνωρα, που καλούνταν να τα αντιμετωπίσουν χωρίς όμως τις ανάλογες ιδεολογικές επεξεργασίες. Χαρακτηριστική ήταν η διαπάλη που διεξαγόταν εκείνη την περίοδο (που δεν αφορούσε μόνο την Ουγγαρία) για τη σχέση λαϊκής δημοκρατίας και δικτατορίας του προλεταριάτου, για την αναγκαιότητα της δεύτερης για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, διαπάλη που κατέληξε με τη θέση ότι η λαϊκή δημοκρατία αποτελεί μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Οι αστικές δυνάμεις στην Ουγγαρία, που παρέμεναν ζωντανές, έκαναν την πρώτη τους απόπειρα –με ηγέτη τον καρδινάλιο Μιντσέντι– να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Οι εξελίξεις οδήγησαν στη ρήξη του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων με σύμμαχα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου, γεγονός που επέτρεψε στην αστική τάξη να τραβήξει με το μέρος της μικροαστικά στρώματα.

Στην αρχή της δεκαετίας του ’50, μια σειρά δυσκολίες και λάθη επιλογών στην οικονομία προκάλεσαν αδυναμία ουσιαστικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου με βάση τους στόχους που είχαν τεθεί, γεγονός που προκάλεσε δυσαρέσκεια στα λαϊκά στρώματα. Την ίδια στιγμή, η διαπάλη που διεξαγόταν στο εσωτερικό του Κόμματος οδήγησε στην ενίσχυση του οπορτουνισμού κυρίως μετά από το 1953 και κάτω από την επιρροή και των επιλογών του ΚΚΣΕ. Στη θέση του Προέδρου της κυβέρνησης αναδείχτηκε ο Ίμρε Νάγκι. (Ο Νάγκι στην αντιπαράθεση του 1947 είχε αντιταχτεί στην προοπτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, προτείνοντας ως στόχο τη διαχείριση ενός «κρατικού καπιταλισμού» και δίνοντας προτεραιότητα στην εμπορευματική παραγωγή, διαφωνώντας με την κολεκτιβοποίηση. Στη συνέχεια, καθαιρέθηκε το 1949 από το ΠΓ, ενώ το 1951 επανεκλέχτηκε στο όργανο και το 1952 έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.)

Ο Ί. Νάγκι ως νέος Πρόεδρος (1953-1955) εξυμνείται από τη Δύση, ενώ αντίστοιχη στήριξη έχει από τμήματα της αστικής τάξης της Ουγγαρίας. Η εσωκομματική διαπάλη που αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο στην ΚΕ του Κόμματος έχει ως αποτέλεσμα για ακόμη μία φορά την απομάκρυνσή του τον Απρίλη του 1955 απ’ όλα τα όργανα που συμμετείχε και τη διαγραφή του από το Κόμμα.
Στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη του 1956, δεξιές οπορτουνιστικές δυνάμεις στην ηγεσία του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων αντεπιτέθηκαν και με σημαία τον αντισταλινισμό, την αντιμετώπιση της «προσωπολατρίας» και την αποκατάσταση της νομιμότητας, η ΚΕ διευρύνεται με μέλη που πρόσφατα είχαν αποφυλακιστεί και αποκατασταθεί. Στην ουσία οι δυνάμεις της αντεπανάστασης έλεγξαν το ίδιο το Κόμμα, και μάλιστα ερήμην της κομματικής βάσης, μπλοκάροντας την όποια πιθανή αντίδρασή της. Αποτέλεσμα των εξελίξεων είναι η τρίτη επάνοδος του Ί. Νάγκι στα κομματικά και κυβερνητικά όργανα, με την αποδοχή του ΚΚΣΕ.
Λίγες μόλις μέρες αργότερα, στις 23 Οκτώβρη, πραγματοποιείται φοιτητική διαδήλωση, την οποία εκμεταλλεύτηκαν αντεπαναστατικές δυνάμεις για να προκαλέσουν ένοπλες συγκρούσεις.
Ο Ίμρε Νάγκι, που ανέλαβε πρωθυπουργός στις 24 Οκτώβρη, άνοιξε τα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία, με αποτέλεσμα να περάσουν στη χώρα φασιστικά, αντιδραστικά στοιχεία που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα μετά την επανάσταση και τη νίκη της λαϊκής δημοκρατίας. Στη χώρα μπήκαν χιλιάδες ένοπλοι, εξοπλισμένοι κι εκπαιδευμένοι κι επιχείρησαν ανοιχτό ένοπλο πραξικόπημα για την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο εξοπλισμός και ο ανεφοδιασμός των αντεπαναστατών γινόταν μέσω της αερογέφυρας Βιέννης-Βουδαπέστης κυρίως από αμερικανικά αεροπλάνα, ενώ οι επικεφαλής τους βρίσκονταν σε απευθείας σύνδεση προκειμένου να παίρνουν οδηγίες από διπλωματικούς εκπροσώπους των ΗΠΑ και άλλων καπιταλιστικών κρατών.

Οι αντεπαναστάτες, σε πρώτη φάση, απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν ανοιχτά αντισοσιαλιστικά συνθήματα. Κυριαρχούσαν αιτήματα όπως, π.χ., «αποσταλινοποίηση», «εκδημοκρατισμός και αποκέντρωση», «ουγγρικός εθνικός κομμουνισμός» κλπ. Επικαλούνταν τις εθνικές ιδιομορφίες της Ουγγαρίας και υπερθεμάτιζαν για ένα «δημοκρατικό σοσιαλισμό με ελευθερία».
Σε δεύτερο χρόνο (μετά από τις 30 Οκτώβρη 1956), οι δυνάμεις της αντεπανάστασης έδειξαν τις πραγματικές τους επιδιώξεις, ενώ έγινε ξεκάθαρο από πού καθοδηγούνταν και τι επιδίωκαν. Ενθαρρυμένοι από την υποστήριξη που είχαν από το εξωτερικό και αποθρασυνόμενοι από τον αντεπαναστατικό-προδοτικό ρόλο του Ί. Νάγκι, πέρασαν στην ανοιχτή τρομοκρατία, με ομαδικές δολοφονίες μελών του Κόμματος και άλλων προοδευτικών ανθρώπων, διώξεις και φυλακίσεις οπαδών του σοσιαλισμού. Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, με επικεφαλής τον καρδινάλιο Μιντσέντι, καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, τραπεζίτες, πρίγκιπες και κόμητες. Χαρακτηριστικό ήταν ότι εμφανίστηκαν στη Βουλή, ιδρύοντας μέσα σε δύο μέρες 28 αντεπαναστατικά κόμματα.

Στις 3 Νοέμβρη 1956 δημιουργήθηκε, με πρωτοβουλία μελών της ΚΕ, άλλων στελεχών και με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ, η επαναστατική εργατοαγροτική κυβέρνηση, για να υπερασπίσει τη λαϊκή εξουσία. Το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και η νέα εργατοαγροτική κυβέρνηση απευθύνθηκαν στην ουγγρική εργατική τάξη κάνοντας έκκληση για υπεράσπιση της λαϊκής εξουσίας από την Αντίδραση. Η Σοβιετική Ένωση ανταποκρίθηκε στην παράκληση της νέας ουγγρικής κυβέρνησης για διεθνιστική βοήθεια και συνέβαλε στη συντριβή των ένοπλων αντεπαναστατικών ομάδων. Με τη βοήθεια του Κόκκινου Στρατού αντιμετωπίστηκε η όξυνση της ταξικής πάλης, με προσωρινή ήττα των πιο ακραίων στοιχείων της αντεπανάστασης.
Η αντεπαναστατική απόπειρα άφησε βαθιά σημάδια στην παραπέρα πορεία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας. Η διάβρωση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ακολούθησε έναν πιο μακρύ και δαιδαλώδη δρόμο, μέσω της προώθησης οπορτουνιστικών πολιτικών, πρώτα και κύρια στο πεδίο της οικονομίας, κάτω από την επίδραση της στροφής του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.

Τσεχοσλοβακία 1968

Ο Φλεβάρης του 1948 αποτέλεσε μια κρίσιμη περίοδο για την πορεία του επαναστατικού κινήματος στην Τσεχοσλοβακία. Η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μετέτρεψαν την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε σε οξυμένη ταξική πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας και το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, αναπτύσσοντας σημαντική δράση από την περίοδο ακόμα του Μεσοπολέμου και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διατηρούσε σημαντική επιρροή στις εργατικές-λαϊκές μάζες, ενώ στις εκλογές το Μάη του 1946 συγκέντρωσε 38,1%. Στη συνέχεια η χώρα μπήκε στο στόχαστρο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διεξήγαγαν εκτεταμένο πολιτικό και ιδεολογικό πόλεμο με στόχο την ανατροπή της εργατικής εξουσίας. Στον πόλεμο αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιζαν και οι φυγάδες στην καπιταλιστική Δύση αστοί, που διατηρούσαν δεσμούς με αντιδραστικές δυνάμεις μέσα στη χώρα. Ουσιαστικά, μέσα στη χώρα διεξαγόταν στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού οξυμένη ταξική πάλη με την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας αντιμετώπισε αποτρεπτικά τη δράση των δυνάμεων που επιδίωκαν να οδηγήσουν τη χώρα σε πισωγύρισμα ανακόπτοντας την προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δεν οδηγήθηκε όμως στην εξαγωγή σωστών και ολοκληρωμένων συμπερασμάτων, με αποτέλεσμα, σε συνθήκες που οξύνονταν παραπέρα οι αντιθέσεις και η ταξική πάλη, να ενισχύεται η αντεπανάσταση που είχε υλική βάση και ο οπορτουνισμός στο Κόμμα. Έτσι, εμφανίστηκαν λάθη και αδυναμίες, υποχώρησε το ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο, ενώ αδυνάτισαν οι δεσμοί του Κόμματος με το λαό.
Το Γενάρη του 1968 επικράτησε προσωρινά στο ΚΚ Τσεχοσλοβακίας δεξιά οπορτουνιστική γραμμή με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Η νέα κρατική και κομματική ηγεσία της Τσεχοσλοβακίας προχώρησε σε μια σειρά από οικονομικές μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στη χαλάρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού, ενώ ταυτόχρονα προχώρησαν μια σειρά μέτρα υπονόμευσης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Πρόκειται για επιλογές συνδεδεμένες με αντιλήψεις για ενσωμάτωση στοιχείων της αγοράς στη σοσιαλιστική οικοδόμηση που είχαν επικρατήσει χρόνια πριν στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ενώ με ορόσημο το 20ό Συνέδριο του 1956 είχε επισημοποιηθεί η δεξιά οπορτουνιστική στροφή στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Σ’ αυτές τις συνθήκες το ΚΚ βρέθηκε απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει αυτές τις εξελίξεις.

Οι αντιλήψεις αυτές κάθε άλλο παρά στην ανανέωση του σοσιαλισμού στόχευαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι διά στόματος ενός από τους πρωταγωνιστές της λεγόμενης «Άνοιξης της Πράγας», του Ότα Σικ12, σε μια συνέντευξή του το 1990, γινόταν παραδεκτό πως η επιδίωξη δεν ήταν η μεταρρύθμιση του κομμουνισμού, αλλά η κατάργησή του και η οικοδόμηση ενός άλλου συστήματος, ενώ στην ίδια συνέντευξη ομολογούσε ότι όφειλαν να μιλούν για μεταρρύθμιση και για σοσιαλιστική δημοκρατία ή σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαν να προσεγγίσουν την κοινή γνώμη, που ήταν με το σοσιαλισμό. Προς αποφυγή κάθε παρερμηνείας, ο Ότα Σικ διευκρίνιζε ότι τα περί «Τρίτου Δρόμου» ήταν... «ένας ελιγμός παραπλάνησης», ενώ στόχος ήταν ο καθαρόαιμος καπιταλισμός.
Ο ίδιος ο Β. Χάβελ, επικεφαλής της αντεπανάστασης το 1989, λίγους μήνες αργότερα, το Φλεβάρη του 1969, δήλωνε ότι «οι μεγάλες κατακτήσεις της “Άνοιξης της Πράγας” δεν ήταν παρά η αποκατάσταση των ελευθεριών που υπήρχαν τριάντα χρόνια νωρίτερα (σ.σ.: σε συνθήκες καπιταλισμού) στην Τσεχοσλοβακία και που ίσχυαν σε όλες τις άλλες δημοκρατικές χώρες (σ.σ.: αστικές δημοκρατίες)».

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι ένα τμήμα των λαϊκών μαζών που κινητοποιήθηκαν κάτω από τα συνθήματα της λεγόμενης «Άνοιξης της Πράγας» παραπλανήθηκαν και παρασύρθηκαν από αναφορές περί «ανανέωσης του σοσιαλισμού».
Ένα επιπλέον στοιχείο που πρέπει να αναδειχτεί είναι το γεγονός ότι, σε όλη αυτήν την περίοδο και πριν τα ίδια τα γεγονότα, βρισκόταν σε εξέλιξη η έμμεση και άμεση επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ υλοποιώντας σειρά από εναλλακτικά σχέδια που σήμερα είναι γνωστό ότι είχαν στόχο την εσωτερική υπονόμευση.
Ανάμεσα στα σχέδια που το ΝΑΤΟ επεξεργάστηκε εκπονήθηκε σχέδιο με την κωδική ονομασία «Ζέφυρος», για έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, εκτιμώντας ότι υπάρχουν δυνατότητες να αξιοποιηθεί η δράση των λεγόμενων «μεταρρυθμιστών του σοσιαλισμού» που εκφράζουν επιθυμία σύσφιξης των σχέσεων με τη «Δύση».
Εκτός από τις ΗΠΑ, ενεργό ρόλο στην υπονόμευση του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία έπαιξε η Δυτική Γερμανία (ΟΔΓ). Πρόκειται για το σχέδιο «προσέγγισης» με τη Δυτική Γερμανία, που προβλήθηκε από τον Τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ αποτέλεσε και θέμα σε ομιλίες μερικών καθοδηγητικών παραγόντων του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Αυτό το σχέδιο δεν περιορίστηκε μόνο σε δηλώσεις. Στο όνομα της «προσέγγισης», τα δυτικά σύνορα της Τσεχοσλοβακίας άνοιξαν και πλημμύρισαν ανεμπόδιστα τη χώρα –ανακατεμένοι με το ρεύμα των τουριστών– σαμποτέρ και κατάσκοποι από τις δυτικές χώρες, και κυρίως από τη Δυτική Γερμανία.

Το 1968 εμφανίστηκαν ανοιχτά να δρουν ενάντια στο σοσιαλιστικό κράτος και το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, με σκοπό την παλινόρθωση του καπιταλισμού, αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως η Κ-231 και η Λέσχη των λεγόμενων ακομμάτιστων, ΚΑΝ, με επικεφαλής τον Β. Χάβελ, που είχαν διασυνδέσεις με διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία. Οι δυνάμεις αυτές έκαναν δυναμική εμφάνιση την Πρωτομαγιά του 1968 στην Πράγα, με αντισοσιαλιστικά-αντικομμουνιστικά συνθήματα και διακηρύξεις για εγκαθίδρυση αστικού πολιτικού συστήματος. Όμως εκτός από αυτές τις δυνάμεις, στην ίδια κατεύθυνση ανατροπής της σοσιαλιστικής εξουσίας ενεργοποιήθηκαν και πολιτικές δυνάμεις που λειτουργούσαν στην Τσεχοσλοβακία και θεωρούνταν «σύμμαχες» του ΚΚ από το 1948 στο πλαίσιο του λεγόμενου «Εθνικού Μετώπου». Τέτοιες δυνάμεις ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας, που καθοδηγούνταν από τη Σοσιαλιστική Διεθνή και το Λαϊκό Κόμμα, ενώ ανάλογη δραστηριότητα ανέπτυσσε και η εκκλησιαστική οργάνωση «Έργο της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης».
Η αντεπανάσταση, που είχε κάνει ανοιχτά πλέον την εμφάνισή της, ξέσπασε τον Αύγουστο του 1968 και οδηγούσε τη χώρα σε αιματηρές συγκρούσεις στο εσωτερικό της, μέσω των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων και με την αποφασιστική συνδρομή του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Οι δυνάμεις του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας που αντέδρασαν σε αυτήν την προοπτική, με επικεφαλής μέλη της ΚΕ, οργάνωσαν την αντίσταση στην αντεπανάσταση και ζήτησαν βοήθεια από την ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας με δεδομένο ότι η ιμπεριαλιστική επέμβαση είχε πάρει πια ανοιχτά χαρακτηριστικά.
Με βάση τα ίδια τα στοιχεία της περιόδου, γίνεται προφανές ότι τα γεγονότα του 1968 στην Πράγα αφορούν όξυνση της ταξικής πάλης ανάμεσα σε δυνάμεις που επιδίωκαν την καπιταλιστική παλινόρθωση, έστω και συγκαλυμμένα στην αρχή, και σε δυνάμεις που –παρότι δεν ήταν εκτός της γενικότερης οπορτουνιστικής επίδρασης, λαθεμένων θέσεων κι επιλογών– υπεράσπιζαν το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας και της εξουσίας και τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης τα προηγούμενα χρόνια.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η μελέτη για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, τα συμπεράσματα για τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στις ανατροπές, τη νίκη της αντεπανάστασης και την παλινόρθωση του καπιταλισμού, τα οποία βέβαια μπορούν και πρέπει να εμπλουτιστούν παραπέρα, δε δικαιώνουν τους απολογητές του καπιταλισμού, τους οπαδούς του τέλους της Ιστορίας, και σε καμία περίπτωση δεν αθωώνουν όσους στο όνομα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού διαγράφουν τις τεράστιες κατακτήσεις και τα επιτεύγματα της εργατικής τάξης στις χώρες αυτές, το σοσιαλιστικό τους χαρακτήρα.
Η πείρα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος επιβεβαιώνει πως ο ιμπεριαλισμός δε θα παραιτηθεί ποτέ από την προσπάθεια να «υπερασπιστεί» την κυριαρχία του και να ανακόψει με κάθε μέσο την επαναστατική δράση για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Επιβεβαιώνει όμως με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν είναι ισχυρότερος από τους λαούς που επέλεξαν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό.

Η παραπάνω εκτίμηση συνυπάρχει με τη σκληρή αλήθεια ότι ο κίνδυνος νίκης της αντεπανάστασης, πέρα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της αστικής τάξης και του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν μπορεί να κρύψει τη δυνατότητα ή την αδυναμία των κομμάτων που ηγούνται στην προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην κάθε χώρα. Είναι χαρακτηριστική η θέση που διατύπωσε ο Λένιν ότι για μια πραγματική αντεπανάσταση δεν αρκεί μόνο η επιθυμία της αστικής τάξης, αλλά πρέπει και να κάνουν λάθη οι επαναστάτες. Στην Απόφαση άλλωστε του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ αναφέρεται: «H αντεπανάσταση στην EΣΣΔ δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής μετάλλαξης του KK και της αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης της σοβιετικής εξουσίας. Δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες, στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αναπαράγουν τον οπορτουνισμό στο έδαφος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς να υποτιμάμε βεβαίως τη μακρόχρονη επίδραση και την πολύμορφη παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού και στην εξέλιξή του σε αντεπαναστατική δύναμη …»13
Στο δύσκολο δρόμο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ο κίνδυνος της ανατροπής δεν έχει προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξης. Όσο μέσα στη χώρα δεν έχουν κυριαρχήσει οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής ενώ ο ιμπεριαλισμός διατηρεί ικανές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, ο κίνδυνος πισωγυρίσματος και αντεπανάστασης είναι υπαρκτός. «Δεν είναι δυνατό να νικήσουμε σε διεθνή κλίμακα ολοκληρωτικά, οριστικά, νικώντας μόνο στη Ρωσία, αλλά είναι δυνατό μόνο τότε, όταν θα νικήσει το προλεταριάτο σε όλες τουλάχιστο τις αναπτυγμένες χώρες, ή έστω και σε μερικές από τις πιο μεγάλες αναπτυγμένες χώρες. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η υπόθεση του προλεταριάτου νίκησε, ότι ο πρώτος σκοπός μας –ή ανατροπή τού καπιταλι­σμού– πραγματοποιήθηκε.»14 Αυτή την αλήθεια την απέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο όλη η ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον προηγούμενο αιώνα.
Το ΚΚΕ στην 100χρονη πορεία του αντιπάλεψε την αντεπανάσταση. Παρά τα λάθη, τις αδυναμίες και τις καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση του οπορτουνισμού, δε συμβιβάστηκε με το σύστημα. Δεν αποκήρυξε ποτέ την ταξική πάλη, τη σοσιαλιστική επανάσταση, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Ιδρύθηκε μέσα στην επαναστατική θύελλα που ξεσήκωσε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και σε όλη του τη διαδρομή, παρά τις αδυναμίες και τα προβλήματα στις στρατηγικές του επιλογές, εδραίωσε τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά, απέκτησε ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη, εξέφρασε τα ιστορικά της συμφέροντα.

Σταθερά και μαχητικά, με κόστος και θυσίες, στήριξε το πρώτο κράτος της εργατικής εξουσίας στην παγκόσμια ιστορία, τη Σοβιετική Ρωσία και στη συνέχεια την ΕΣΣΔ. Αντιπάλεψε τον αντικομμουνισμό και τον αντισοβιετισμό. Τις πρώτες μόλις μέρες της ίδρυσής του και πριν ακόμα την πραγματοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στην Ουκρανία, το ΣΕΚΕ τάχτηκε εναντίον της συμμετοχής του ελληνικού στρατού και κατήγγειλε την ελληνική κυβέρνηση. «Πρόκειται για υποδειγματική διεθνιστική προλεταριακή πολιτική στάση, παρά τη νηπιακή ηλικία του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ). Στις 29 Νοέμβρη (12 Δεκέμβρη) 1918, ο Αρ. Σιδέρις, τοποθετούμενος στο πλαίσιο σχετικής τοποθέτησής του στη Βουλή, τόνιζε πως δεν έπρεπε “να αναμιχθώμεν εις τα εσωτερικά άλλου λαού” και υποστήριξε πως ο πραγματικός στόχος της Ουκρανικής Εκστρατείας ήταν “η υποστήριξις των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με οικονομικά χρηματιστικά συμφέροντα”.» Ενώ ολοκληρώνοντας την ομιλία του κατέληξε: «Εγώ όμως δε δύναμαι να ακολουθήσω εις τούτο την πλειοψηφίαν και δηλώ, ότι διαμαρτύρομαι κατά της εκστρατείας αυτής, διότι την ευρίσκω και άδικον και ασύμφορον προς το συμφέρον του Κράτους και του Έθνους.»15
Υπερασπίστηκε τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα έχοντας μπροστά του το κύριο, που ήταν η πάλη της νέας κοινωνίας ενάντια στον καπιταλισμό. Στήριξε με συνέπεια τις δυνάμεις εκείνες που αντιπαρατέθηκαν στην αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες (όπως στις περιπτώσεις που ασχοληθήκαμε στο παρόν κείμενο, την Ουγγαρία16 και την Τσεχοσλοβακία17).
Ακόμα και όταν κορυφωνόταν η αντεπαναστατική ανατροπή στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, συγκρούστηκε με τον αντικομμουνισμό και τον οπορτουνισμό. Στο πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη στις 28 Δεκέμβρη του 1991, τη μέρα που κατέβαινε η κόκκινη σημαία από το Κρεμλίνο, μεταξύ άλλων έγραφε: «Ψηλά τη σημαία. Μπορεί να χάθηκε μια μεγάλη μάχη, αλλά θα κερδηθεί ο μεγάλος πόλεμος. Ο σοσιαλισμός θα νικήσει…»18
Στη συνέχεια, σε συνθήκες νίκης και κυριαρχίας της αντεπανάστασης, επέμεινε στην προσπάθεια να εμπλουτίζει τις θεωρητικές του επεξεργασίες και τη στρατηγική του μελετώντας την πείρα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, της δικής του ιστορικής διαδρομής και την πείρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα. Δε σταμάτησε να παλεύει για να γίνεται καθημερινά πιο ικανό στην πάλη για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, την εδραίωση της αντικαπιταλιστικής-αντιμονοπωλιακής κοινωνικής συμμαχίας, πιο ικανό στην πάλη για την εργατική εξουσία, το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, για την οριστική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, η επαναστατική δράση αντιμετωπίζει πιο σύνθετες δυσκολίες κι εμπόδια από τον ιδιαίτερα αρνητικό συσχετισμό. Ο ιδεολογικός βομβαρδισμός από την αστική τάξη οδηγεί στη μείωση των απαιτήσεων των εργαζόμενων και την παθητικότητα, υπονομεύοντας τις ριζοσπαστικές, αγωνιστικές διαθέσεις. Προβάλλονται και κυριαρχούν τα ιδεολογήματα της ταξικής συνεργασίας και της εθνικής ομοψυχίας που τάχα θα οδηγήσουν στην κοινωνική ευημερία, στη δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη για όλους.

Σ’ αυτό το αρνητικό περιβάλλον κι έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι ο κίνδυνος διολίσθησης κάτω από την επίδραση της αστικής ιδεολογίας καραδοκεί, διατηρούμε σταθερό μέτωπο στον οπορτουνισμό και συνεχίζουμε να συγκρουόμαστε με το αντεπαναστατικό ρεύμα όλων των αποχρώσεων.
Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν ένταση της προσπάθειας για δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας και οργάνωσης της ιδεολογικής αντεπίθεσης σχετικά με την ιστορική επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού στις σύγχρονες συνθήκες. Ο κλονισμός των αστικών αντιλήψεων περί «καπιταλιστικού μονόδρομου», «τέλους της Ιστορίας» αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για να συσπειρωθούν, να κινητοποιηθούν τμήματα εργαζόμενων που σήμερα διστάζουν, ταλαντεύονται ή και φοβούνται, για την οργάνωση, την κλιμάκωση και τον προσανατολισμό της ταξικής πάλης.
Είναι σίγουρο ότι, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα το επαναστατικό κίνημα, οι εξελίξεις γεννούν δυνατότητες να ενισχυθούν οι εστίες αντίστασης και αντεπίθεσης προκειμένου να ξεδιπλωθεί στο έδαφος των λαϊκών προβλημάτων πλατιά ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση, που θα φωτίζει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ο δρόμος της πραγματικής ανατροπής, της κατάργησης της εκμετάλλευσης, του σοσιαλισμού.

ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Ξεκαλάκης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Οι εξελίξεις μετά από τις εκλογές της 7ης Ιούλη 2019. Εκτιμήσεις και βασικά συμπεράσματα από τη δράση μας. Νέος προγραμματισμός και καθήκοντα για το επόμενο διάστημα», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2019, σελ.17.
2. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 52, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
3. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ 19, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
4. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 31, σελ. 133, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
5. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 52, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
6. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
7. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 37, σελ. 263-264, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
8. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 40, σελ. 58-59, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
9 . Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β2, 1939-1949, σελ. 13, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
10. Ό.π., σελ. 14-15.
11. Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, Εναλλακτική λύση της διαίρεσης, σελ. 179, Κολονία - Δυτικό Βερολίνο, 1966.
12. Τσεχοσλοβάκος οικονομολόγος, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, διευθυντής του Οικονομικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της Τσεχοσλοβακίας, εμπνευστής της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής». Θεωρείται από τους θεωρητικούς πατέρες της έννοιας «Τρίτος Δρόμος» για το σοσιαλισμό.
13. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
14. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 42, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
15. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α2, 1918-1939, σελ. 104, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
16. Χαιρετιστήριο της ΚΕ του ΚΚΕ στις 6 Νοέμβρη 1956:
«Προς την επαναστατική κυβέρνηση των εργατών και αγροτών της Ουγγαρίας.
Χαιρετίζουμε το σχηματισμό της επαναστατικής κυβέρνησης των εργατών και αγροτών της Ουγγαρίας.
Με ανησυχία ο ελληνικός λαός, όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι της Ελλάδας, παρακολούθησαν τις τελευταίες μέρες τις λυσσασμένες προσπάθειες που κατέβαλαν οι αντιδραστικές δυνάμεις της Ουγγαρίας με την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, να εκμηδενίσουν τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις των εργαζομένων της Ουγγαρίας ...
Σήμερα, που ο ουγγρικός λαός παλεύει σκληρά για να συντρίψει τα τελευταία υπολείμματα της αντίδρασης και να συνεχίσει με επιτυχία το έργο της ειρηνικής ανοικοδόμησης της ελεύθερης και ανθηρής σοσιαλιστικής Ουγγαρίας, σας εκφράζουμε από μέρους του δημοκρατικού λαού της Ελλάδας τη βαθύτατη χαρά και την αλληλεγγύη μας.»
17. Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία, στις 22 Αυγούστου 1968: «Η διεθνής ιμπεριαλιστική αντίδραση, στηριγμένη στα υπολείμματα των παλιών κυρίαρχων τάξεων, στην εσωτερική αντίδραση και στα δεξιά αναθεωρητικά στοιχεία της Τσεχοσλοβακίας, υπόσκαπτε συστηματικά το σοσιαλιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας με σκοπό να παλινορθώσει τον καπιταλισμό ... Αν ο ιμπεριαλισμός πετύχαινε στα σχέδιά του αυτά, θα δημιουργούνταν ρήγμα στο μέτωπο των σοσιαλιστικών χωρών ... θα ενθαρρυνόταν ο αμερικανικός και δυτικογερμανικός ιμπεριαλισμός στα επιθετικά του σχέδια στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.
Οι εξελίξεις αυτές και η παραβίαση των Συμφωνιών της Μπρατισλάβας, από τα δεξιά αναθεωρητικά στοιχεία της καθοδήγησης της Τσεχοσλοβακίας, δημιούργησαν άμεσο κίνδυνο για τις σοσιαλιστικές καταχτήσεις της χώρας αυτής, για την ασφάλεια των σοσιαλιστικών χωρών, για την ειρήνη, για την υπόθεση της προόδου στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο. Ύστερα απ’ αυτό, η ενέργεια των πέντε σοσιαλιστικών χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, που δίνουν βοήθεια στον αδελφό τσεχοσλοβάκικο λαό, ήταν αναγκαία, αποτελεί εκπλήρωση καθήκοντος που στηρίζεται στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού.
Η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, με άφταστη υποκρισία, προσπαθεί να εξαπατήσει τους λαούς ... Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση, οι σοσιαλιστικές χώρες ματαιώνουν τα σχέδια των ιμπεριαλιστών, σώζουν τις σοσιαλιστικές καταχτήσεις, υπερασπίζονται την ειρήνη του κόσμου, αποτελούν το στήριγμα και τον υπερασπιστή των λαών που αγωνίζονται για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την πρόοδο.
Ο ελληνικός λαός, που αγωνίζεται μέσα στις δύσκολες συνθήκες ενός ωμού φασιστικού καθεστώτος, που επιβλήθηκε με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών των ΕΠΑ και του NATO ... νιώθει ότι έτσι ενισχύεται και ο δικός του αγώνας κατά της δικτατορίας, κατά του ιμπεριαλισμού…»
18. Ριζοσπάστης, 28 Δεκέμβρη 1991.

4 σχόλια:

  1. Ας το αφιερώσουμε στον Φαρμακοποιό δροσινό... και να του ευχηθούμε καλό διάβασμα.Θα τον βοηθήσει να απαλλαγεί απο τις οπορτουνιστικές παπάτζες που έχει στο ..κεφάλι του... Κουράγιο δροσινέ ... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εχουμε και λέμε λοιπόν τα Αντεπαναστατικά γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο 20ο Αντεπαναστατικό συνέδριο του ...ΚΚΣΕ... πρώην Μπολσεβίκων. Ο ..ΝΑΓΚΙ... φυλακή μέχρι το 1953... για Αντεπαναστατική δράση απελευθερώθηκε και ανέλαβε Γ.Γ διαφωνούσε με την Δικτατορία του προλεταριάτου. Μπήκε επικεφαλής της αντεπανάστασης στην δύση για να περνάει η βοήθεια απο τους καπιταλιστές της δύσης μέσω Αυστρίας που τους την παρέδωσε ο Αντεπαναστάτης Χρουτσόφ το 1955.... Το Κ.Κ διαλυμένο μέσα στο οπορτουνιστικό.. Σε ποιά φυλακή θα ήταν ο ...ΝΑΓΚΙ... μέχρι το 1953 χωρίς τον Κόκκινο στρατό εκεί... Τι θα τους εμπόδιζε να πνίξουν τα πάντα στο αίμα το 1945.... όπως έκαναν το 1919... Ενω στην περίοδο 1919 1945 το Κ.Κ ήταν σε συνεχείς διώξεις και καταστολή οι Οπορτουνιστές όλο και δυνάμωναν. ...ΛΟΓΙΚΟ.... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι αντιλήψεις αυτές κάθε άλλο παρά στην ανανέωση του σοσιαλισμού στόχευαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι διά στόματος ενός από τους πρωταγωνιστές της λεγόμενης «Άνοιξης της Πράγας», του Ότα Σικ12, σε μια συνέντευξή του το 1990, γινόταν παραδεκτό πως η επιδίωξη δεν ήταν η μεταρρύθμιση του κομμουνισμού, αλλά η κατάργησή του και η οικοδόμηση ενός άλλου συστήματος, ενώ στην ίδια συνέντευξη ομολογούσε ότι όφειλαν να μιλούν για μεταρρύθμιση και για σοσιαλιστική δημοκρατία ή σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαν να προσεγγίσουν την κοινή γνώμη, που ήταν με το σοσιαλισμό. Προς αποφυγή κάθε παρερμηνείας, ο Ότα Σικ διευκρίνιζε ότι τα περί «Τρίτου Δρόμου» ήταν... «ένας ελιγμός παραπλάνησης», ενώ στόχος ήταν ο καθαρόαιμος καπιταλισμός.
    Ο ίδιος ο Β. Χάβελ, επικεφαλής της αντεπανάστασης το 1989, λίγους μήνες αργότερα, το Φλεβάρη του 1969, δήλωνε ότι «οι μεγάλες κατακτήσεις της “Άνοιξης της Πράγας” δεν ήταν παρά η αποκατάσταση των ελευθεριών που υπήρχαν τριάντα χρόνια νωρίτερα (σ.σ.: σε συνθήκες καπιταλισμού) στην Τσεχοσλοβακία και που ίσχυαν σε όλες τις άλλες δημοκρατικές χώρες (σ.σ.: αστικές δημοκρατίες)». Ολα τα λεφτά στη πίστα. Αρε Γλέντι.... ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΤΕΣ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με βάση την ιστορική πείρα, μπορούμε να υπενθυμίσουμε μια σειρά γεγονότα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: Η ανακωχή στον πόλεμο μεταξύ των αστικών τάξεων της Πρωσίας και της Γαλλίας προκειμένου να διαμορφώσουν κοινό μέτωπο για να τσακίσουν την ηρωική Κομμούνα του Παρισιού. Η στάση συμβιβασμού και ουσιαστικής στήριξης των αστικών τάξεων των χωρών τους από δυνάμεις της Β΄ Διεθνούς μπροστά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση στήριξης των εσέρων και των μενσεβίκων στην αστική κυβέρνηση στη Ρωσία μετά το Φλεβάρη του 1917 που επιβεβαιώνει τον προδοτικό ρόλο του οπορτουνισμού, αλλά και ο προδοτικός απέναντι στην εργατική τάξη ρόλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που οδήγησε στο τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος και την άνοδο του ναζισμού. Ιστορικό παράδειγμα αδυναμίας νίκης των δυνάμεων της επανάστασης αποτελεί η λαθεμένη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η έκφρασή της στη γραμμή του ΚΚΕ (και άλλων κομμάτων), που δεν αξιοποίησε την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε και οδηγήθηκε στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας την οποία ακολούθησε η επέμβαση στην Ελλάδα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ. Ο κατάλογος είναι μακρύς, μπορεί να συμπληρωθεί με τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών στο Βιετνάμ, την Κορέα κλπ., ενώ τα συμπεράσματα είναι πολύτιμα για το επαναστατικό κίνημα
    Όλες αυτές οι αναμετρήσεις, είτε κατέληξαν νικηφόρα για τα επαναστατικά κινήματα είτε όχι, επιβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη δεν παραχωρεί την εξουσία της, ότι απαιτείται η οργανωμένη και σχεδιασμένη επίθεση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της. Για το ΚΚ απαιτείται η ύπαρξη επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής, η ικανότητα υπηρέτησής της με ανάλογη τακτική, συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς. Απαιτείται ο συνδυασμός της θεωρητικής ετοιμότητας με τη μαχητική οργανωτική ικανότητα, που θα διασφαλίζουν την αντοχή στις δυσκολίες της καθημερινής πάλης, στην πίεση των κάθε λογής αντιπάλων και στην κρατική βία και καταστολή. ΑΡΕ ΓΛΕΝΤΙ... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου