Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Κυβερνήσεις και τραπεζίτες εκβιάζουν τα λαϊκά νοικοκυριά

 


Συζήτηση με εργαζόμενους από τράπεζες και εταιρείες που στραγγίζουν τους οφειλέτες

Οι «εισπρακτικές» εταιρείες ή αλλιώς «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών» είναι «δημιούργημα» των τραπεζών από τα μέσα της δεκαετίας του '90. Βάσει του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία αυτών των εταιρειών, σκοπός τους είναι η ενημέρωση της οφειλής και η συμφωνία πληρωμής (collection) ή/και η ρύθμιση των οφειλών.

Οι τράπεζες αξιοποιούν αυτές τις εταιρείες για να σφίγγουν τη θηλιά στο λαιμό των δανειοληπτών, βγαίνοντας οι ίδιες από τη μέση, σε μια προσπάθεια να εξοστρακίσουν και την οργή των λαϊκών νοικοκυριών προς ανώνυμα γραφεία. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η δραστηριότητα έχει επεκταθεί και σε δικηγορικά γραφεία και εταιρείες που κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά. Από την άλλη, πριν φτάσει κανείς στην εισπρακτική, έχει περάσει πρώτα από το «τμήμα διαχείρισης δανείων» της τράπεζας, όπου ξεκινούν οι συστάσεις και οι πιέσεις για να αδειάσει τις τσέπες του. Ο «Ριζοσπάστης», με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, που αναμένεται να αποθρασύνει ακόμα περισσότερο κάθε είδους «κοράκια» των τραπεζών και των funds, συνομίλησε με εργαζόμενους που δουλεύουν σε τέτοιους χώρους: Σε εισπρακτική και στο τμήμα διαχείρισης δανείων. Μας μεταφέρουν τον τρόπο που λειτουργούν, τις συνθήκες δουλειάς, την τεράστια πίεση που ασκούν τα «κοράκια» για να στραγγίξουν το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών, για να τα αναγκάσουν να στάξουν στα «γκισέ» των τραπεζών το πενιχρό τους εισόδημα. Οπως λένε, χρειάζεται να κλιμακωθεί η πάλη ενάντια στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, να απαιτήσουμε μέτρα πραγματικής προστασίας της λαϊκής κατοικίας, τόσο της πρώτης όσο και της εξοχικής: «Το χτύπημα της λαϊκής κατοικίας μάς αφορά όλους. Είναι όμως προφανές ότι στα πλαίσια αυτού του συστήματος θα είναι πάντα στο στόχαστρο, από ανάγκη για όλους μας θα γίνεται πολυτέλεια για λίγους. Είναι ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση, για το πώς οι εργαζόμενοι σήμερα θα διεκδικήσουν αξιοπρεπή δουλειά με δικαιώματα για όλους, ασφαλή σπίτια για όλους, το ίδιο για την Υγεία, την Παιδεία, τον Πολιτισμό. Να συζητήσουμε τι αποτελεί εμπόδιο για όλα αυτά σήμερα και πώς θα το ξεπεράσουμε».

Γαϊτανάκι εκβιασμών που καταλήγει στα λαϊκά νοικοκυριά

Ο Α.Β. δουλεύει σε εισπρακτική εταιρεία και μιλώντας για τις εντολές της εργοδοσίας, λέει χαρακτηριστικά ότι η «εκπαίδευση» ξεκινάει από τα εξής: «Μας λένε ότι από τη δική μας δουλειά εξαρτάται το αν ένας πελάτης θα πάει να πληρώσει τη δόση του (παραβλέποντας το αν έχει τα χρήματα ή όχι). Από τη δική μας δουλειά εξαρτώνται οι στόχοι της εταιρείας και η έκβαση του ανταγωνισμού απέναντι στις άλλες εταιρείες, άρα και το αν αύριο θα είμαστε άνεργοι ή όχι. Με τη λογική αυτή μας εκβιάζουν ότι θα απολυθούμε, και με αυτά τα κριτήρια μας απολύουν. Με αυτά τα κριτήρια τίθενται άπιαστοι ατομικοί στόχοι, που πρέπει να επιτευχθούν, γίνονται τακτικές αξιολογήσεις, ασκείται πίεση για ποσά που πρέπει "να έρθουν" μέχρι τέλος του μήνα. Μας δίνουν υποδείξεις ακόμα και κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας με τον δανειολήπτη για περισσότερες "διερευνητικές" ερωτήσεις, για να αυξήσουμε όσο γίνεται την πίεση, μέχρι να δεσμευτεί ότι θα πληρώσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα εντατικοποίησης και ανταγωνισμού, στρώνεται το έδαφος ακόμα και για ανάρμοστες και απαράδεκτες συμπεριφορές και υπερβολική πίεση προς τον οφειλέτη που είναι στην άλλη γραμμή. Ενα κλίμα κανιβαλισμού, "ο θάνατός σου η ζωή μου" που επιβάλλουν οι τραπεζίτες με τις πλάτες όλων των κυβερνήσεων».

Οσο για τις αντιδράσεις των δανειοληπτών, ο Α.Β. σημειώνει τον «έντονο φόβο από την επιμονή των εισπρακτικών εταιρειών με τα απανωτά τηλεφωνήματα και τις προειδοποιητικές επιστολές. Δικαιολογημένα οι υπερχρεωμένοι νιώθουν πίεση και θυμό, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις οι κλήσεις μπορεί να φτάνουν και τις 40 τη μέρα. Οι αντιδράσεις τους είναι απόλυτα λογικές, καθώς είναι "πνιγμένοι" από τα προβλήματα, ξέρουν ότι δεν μπορούν να πληρώσουν, επειδή έχουν δει τα τελευταία χρόνια το εισόδημά τους να μειώνεται. Βλέπουν τις κυβερνήσεις η μία μετά την άλλη να τους φέρνει όλο και πιο κοντά στους πλειστηριασμούς, την ίδια στιγμή που δίνουν ζεστό χρήμα στους τραπεζίτες. Ο θυμός τους πολλές φορές στρέφεται προς τους εργαζόμενους στις εισπρακτικές εταιρείες, βλέποντας στο πρόσωπό τους την τράπεζα. Οι δανειολήπτες έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν και να φοβούνται μπροστά στο μπαράζ πλειστηριασμών, μια ανησυχία που πρέπει να μετατραπεί σε οργανωμένη δράση ενάντια στον πραγματικό ένοχο: Κυβερνήσεις, κράτος, τραπεζίτες».

Ποια είναι όμως η κατάσταση για τους ίδιους τους εργαζόμενους σε τέτοιες εταιρείες; «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι χαμηλόμισθοι, χωρίς Συλλογικές Συμβάσεις και άλλα δικαιώματα. Γίνονται θύματα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, παραβιάζονται ακόμα και στοιχειώδη δικαιώματα, ενώ αυξάνεται συνεχώς η εντατικοποίηση, εμφανίζονται επαγγελματικές ασθένειες. Οι εργαζόμενοι σε αυτές τις εταιρείες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν από όλους τους άλλους εργαζόμενους και από τους δανειολήπτες. Ο δανειολήπτης μπορεί να είναι ο πατέρας τους, ο αδερφός τους, ο φίλος τους. Πολλοί από τους εργαζόμενους δέχονται και οι ίδιοι τα τηλέφωνα των εισπρακτικών, επειδή ούτε αυτοί μπορούν να ανταποκριθούν σε συσσωρευμένα χρέη! Κοινός λοιπόν είναι ο εχθρός που έχουμε απέναντί μας...».

Εντείνεται η επιθετικότητα των τραπεζών

Την ένταση της επιθετικότητας των τραπεζών μάς μεταφέρει ο Δ.Β., εργαζόμενος σε τμήμα διαχείρισης δανείων μεγάλης τράπεζας. Και κάνοντας μια «ανασκόπηση» των προηγούμενων χρόνων, μας λέει ότι «αρχικά οι τράπεζες προσανατολίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην είσπραξη όσο το δυνατόν περισσότερων δόσεων. Με το βάθεμα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης αναγκαστικά στράφηκαν σε ρυθμίσεις, οι οποίες περιλάμβαναν λίγο πιο ευνοϊκούς όρους για τους δανειολήπτες (άτοκο μέρος, διαγραφή μέρους της οφειλής κ.τ.λ.), κάτι που σχετιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μεγάλη πτώση των τιμών των ακινήτων. Με τη νέα άνοδο των τιμών τους τελευταίους μήνες, φαίνεται να προσανατολίζονται σε μία πιο επιθετική πρακτική όσον αφορά την κλιμάκωση των νομικών ενεργειών». Ενώ, σχολιάζοντας την τακτική των τραπεζών στις διαπραγματεύσεις τους με δανειολήπτες, ο τραπεζοϋπάλληλος σημειώνει: «Οι τράπεζες επιλέγουν τη λύση της ρύθμισης, όταν δεν έχουν άλλη επικερδέστερη και ταχύτερη επιλογή. Είναι προφανές ότι ο χειρισμός διαφοροποιείται κάθε φορά ανάλογα με τις παραμέτρους της υπόθεσης. Αν για παράδειγμα το ποσό της οφειλής είναι πολύ μεγαλύτερο από την αξία των εξασφαλίσεων (π.χ. αξία ακινήτου), τότε οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να διαγράψουν σημαντικό μέρος της οφειλής. Στην αντίστροφη περίπτωση, όχι μόνο δεν ισχύει αυτό, αλλά για να γίνει ρύθμιση, απαιτείται από τους οφειλέτες να προκαταβάλουν ένα σημαντικό μέρος της συνολικής οφειλής».

Ο Δ.Β., απαντώντας σχετικά με τις συστάσεις της εργοδοσίας για την αντιμετώπιση των «πελατών», μας λέει ότι υπάρχει άμεση - φυσική επαφή με τους οφειλέτες, σε αντίθεση με τις εισπρακτικές, κάτι που μπορεί να κάνει πιο «ήπια» την προσέγγιση. «Ομως η ουσία παραμένει η ίδια. Χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι σε περίπτωση που ανέβει το επίπεδο καθυστέρησης, η διαχείριση της οφειλής θα περιέλθει σε εισπρακτική εταιρεία, κάτι που οι δανειολήπτες πάντα αντιμετωπίζουν με φόβο».

Τι πρέπει να κάνουν λοιπόν οι εργαζόμενοι στις τράπεζες; «Να αντιλαμβάνονται ότι οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα μπορεί να είναι οι γονείς τους, τα αδέλφια τους, ακόμη και οι ίδιοι. Η δουλειά τους άλλωστε πρέπει να περιορίζεται στην ενημέρωση και σε καμία περίπτωση να μη χρησιμοποιούν απειλές κλιμάκωσης νομικών ενεργειών. Να συμβουλεύουν όσο αυτό είναι δυνατόν τον εκάστοτε οφειλέτη και να προσπαθούν από την πλευρά τους να πιέσουν να εφαρμοστεί η ευνοϊκότερη δυνατή ρύθμιση. Είναι χαρακτηριστικό ότι εργαζόμενοι σε πολλές περιπτώσεις δέχονται επιπλήξεις από τους προϊσταμένους τους όταν δεν πιέζουν αρκετά τους δανειολήπτες. Εκφράσεις όπως "έχεις πολλές ευαισθησίες, στόχος είναι να αποπληρωθεί η οφειλή" είναι συχνές, όμως είναι κι αυτή μια μάχη που πρέπει να δίνουμε απέναντι στην εργοδοσία...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου