Από την έκρηξη της Επανάστασης (1821) μέχρι τη Συνθήκη του Λονδίνου (1830), που αναγνώρισε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, μεσολάβησαν 9 χρόνια. Στην περίοδο αυτή καταγράφονται σημαντικές μεταβολές στη στάση των ισχυρών κρατών της εποχής.
Γενικότερα, η εξωτερική πολιτική των κρατών αποτελεί προέκταση της εσωτερικής τους πολιτικής. Με αυτή την έννοια, στην εξωτερική πολιτική των «Μεγάλων Δυνάμεων» αποτυπώνεται η ταξική φύση της καθεμιάς, όπως και τα συμφέροντά της στον ανταγωνισμό με τις άλλες1. Επίσης, στην αποτίμηση της εξωτερικής πολιτικής, ιδίως στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών, πρέπει να συνυπολογιστεί η διαπάλη για το πώς θα υπηρετηθούν καλύτερα οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, οι διακρατικές συμμαχίες αναδιατάσσονται αρκετές φορές και καμία τους δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οπως εξάλλου επισήμαινε ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, Λόρδος Πάλμερστον: «Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους και δεν έχουμε αέναους εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και αέναα, και αυτά τα συμφέροντα είναι καθήκον μας να ακολουθήσουμε».2
Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» πριν και κατά την εκδήλωση της Επανάστασης
Η αστική Γαλλική Επανάσταση (1789-1794) σάρωσε τη φεουδαρχική εξουσία. Στη συνέχεια, παρά την υποχώρηση των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων της (1794), η περίοδος του Μεγάλου Ναπολέοντα που ακολούθησε συνοδεύτηκε με πολεμικές εκστρατείες, στη διάρκεια των οποίων τα γαλλικά στρατεύματα επεκτάθηκαν σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, εξασφαλίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις τη στήριξη των κατά τόπους αστικών δυνάμεων (κατέλαβαν ακόμα και τη Μόσχα για ορισμένους μήνες το φθινόπωρο του 1812).
Ομως, τον Οκτώβρη 1813 τα στρατεύματα του Ναπολέοντα ηττήθηκαν στη μάχη της Λειψίας από τα συνασπισμένα στρατεύματα της Βρετανικής, της Τσαρικής και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και του Πρωσικού και του Σουηδικού Βασιλείου. Ως αποτέλεσμα, τον Απρίλη του 1814, ανατράπηκε ο Ναπολέων και εξορίστηκε στο Νησί Ελβα, ενώ στον βασιλικό θώκο επέστρεψε η δυναστεία των Βουρβόνων.
Η παλινόρθωση της δυναστείας δεν αποτελούσε και επιστροφή στο φεουδαρχικό παρελθόν, αφού διατηρήθηκε η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που είχε επιβληθεί από τη Γαλλική Επανάσταση και τα όποια πισωγυρίσματα περιορίστηκαν στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας και στην επαναφορά ορισμένων προνομίων της παλιάς αριστοκρατίας.
Παράλληλα, οι νικήτριες δυνάμεις, σκοπεύοντας να διαπραγματευτούν τη μεταπολεμική μοιρασιά των εδαφών, πραγματοποίησαν το Συνέδριο της Βιέννης, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη 1814 και κράτησε έως τον Ιούνη του 1815. Διαρκούντος του συνεδρίου παρεμβλήθησαν οι λεγόμενες «100 μέρες του Ναπολέοντα». Στη διάρκειά τους, ο Ναπολέοντας απέδρασε από την εξορία του και κατάφερε να συγκροτήσει στρατό, καθώς οι δυνάμεις που έστελνε ο Γάλλος Βασιλιάς να τον καταστείλουν, περνούσαν με το μέρος του. Μάλιστα, πέτυχε να καταλάβει προσωρινά το Παρίσι και να ανακηρυχθεί εκ νέου αυτοκράτορας, πριν νικηθεί εκ νέου στη μάχη του Βατερλό.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, έπειτα από πρωτοβουλία του Τσάρου Αλέξανδρου Α', συγκροτήθηκε στις 14/26 Σεπτέμβρη 1815 η «Ιερά Συμμαχία» από την Τσαρική και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Πρωσίας. Η ονομασία Ιερά προήλθε από το γεγονός ότι οι τρεις μονάρχες αντιπροσώπευαν τα τρία μεγάλα χριστιανικά δόγματα (ορθοδοξία, καθολικισμό, προτεσταντισμό).
Η καπιταλιστική Βρετανική Αυτοκρατορία δεν αποδέχτηκε τις διακηρύξεις της Ιεράς Συμμαχίας και ο υπουργός Εξωτερικών Κάσλρι χαρακτήρισε τη διακήρυξή της «ύψιστο μνημείο μυστικισμού και ανοησίας»3. Ωστόσο, από τον Νοέμβρη του 1815 άρχισε να παίρνει μέρος στα συνέδρια της Συμμαχίας. Το 1818 προσχώρησε στη Συμμαχία και η ηττημένη Γαλλία και ακολούθησε η Ισπανία.
Στο όνομα της διατήρησης της ειρήνης, η Ιερά Συμμαχία κήρυξε ως νέα νομιμότητα την κατάπνιξη των κινημάτων, που απειλούσαν τα ευρωπαϊκά καθεστώτα και την υπάρχουσα διανομή εδαφών. Με τις ευλογίες της, τα αυστροουγγρικά στρατεύματα κατέπνιξαν τις εξεγέρσεις των Καρμπονάρων στη Νάπολη και των Φιλελεύθερων Ενωτικών στη Λομβαρδία, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα κατέπνιξαν την εξέγερση του Κάρντιξ στην Ισπανία (1823).
Παρ' όλα αυτά, στους κόλπους της Συμμαχίας δεν κατοχυρώθηκε ενιαία εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα, η Βρετανική Αυτοκρατορία ήθελε να επεκτείνει την επιρροή της στις ισπανικές αποικίες της Λατινικής Αμερικής και ενίσχυε έμπρακτα τα κινήματα ανεξαρτησίας τους, ερχόμενη σε σύγκρουση με το Ισπανικό Βασίλειο.
Η έκρηξη της ελληνικής αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης το 1821 βρήκε τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών κρατών στο συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στο Λάιμπαχ της Αυστροουγγαρίας (σημερινή Λουμπλιάνα της Σλοβενίας). Το συνέδριο καταδίκασε την Επανάσταση, αλλά δεν αποφάσισε την καταστολή της, ενώ σταδιακά τα ευρωπαϊκά κράτη προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η Επανάσταση.
Έτσι και αλλιώς, μετά την καταστολή της εξέγερσης στο Κάρντιξ (1823), η Ιερά Συμμαχία περιορίστηκε στα ιδρυτικά μέλη της, με αποτέλεσμα τη μείωση της επιρροής της, ενώ η τελευταία επέμβασή της πραγματοποιήθηκε το 1848, οπότε τσαρικά στρατεύματα συνέδραμαν τα αυστριακά στην κατάπνιξη της επανάστασης στην Ουγγαρία.
Η εξωτερική πολιτική της Τσαρικής ΑυτοκρατορίαςΠάγιο στόχο της τσαρικής Ρωσίας αποτελούσε η κυριαρχία στον εμπορικό δρόμο από τη Βαλτική έως το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Γι' αυτό, ευνόησε εξεγέρσεις που συνέβαλαν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της επέτρεπαν να παρουσιάζεται ως προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων πληθυσμών της τελευταίας. Ταυτόχρονα, λόγω του φεουδαρχικού χαρακτήρα της, εναντιωνόταν σε κάθε κίνηση με επαναστατικό αστικοδημοκρατικό περιεχόμενο.
Οι παραπάνω επιδιώξεις ήταν σταθερές για δεκαετίες και δεν περιλάμβαναν κάποιου είδους ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, παρόλο που υπήρχαν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην περίοδο Μεγάλης Αικατερίνης (1762-1796) και την περίοδο (1801-1825) του Τσάρου Αλέξανδρου Α'. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς ρωσοοθωμανικές πολεμικές συγκρούσεις κατά τον 18ο αιώνα αποτέλεσαν παράγοντα αφύπνισης των βαλκανικών λαών και διευκόλυναν τις δραστηριότητες της υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης.
Χαρακτηριστικά, στη διάρκεια του ρωσοοθωμανικού πολέμου της περιόδου 1768-1774, υποκινήθηκαν στα μετέπειτα ελλαδικά εδάφη τα Ορλωφικά, ενώ στη Συνθήκη Ειρήνης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή προβλεπόταν το δικαίωμα των Χριστιανών πλοιοκτητών να χρησιμοποιούν την τσαρική σημαία.
Εξαιτίας των προηγούμενων, πολλά ευρωπαϊκά κράτη είχαν υποψίες για τσαρική υποκίνηση της Επανάστασης του 1821, που καταγράφηκαν και στα διπλωματικά έγγραφα της εποχής (Αυστροουγγρικά, Βρετανικά κ.ά.)4. Ομως, οι εκτιμήσεις αυτές ήταν άστοχες.
Φυσικά, στα εδάφη της Τσαρικής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, ενώ πολλά από τα πρώτα μέλη της άνηκαν στους κύκλους των εμπόρων των εκεί παροικιών. Εξίσου βέβαιο είναι ότι η Τσαρική Αυτοκρατορία δεν είχε λόγο να περιορίσει τη δράση της Φιλικής Εταιρείας για όσο διάστημα αυτή υπέσκαπτε τη σταθερότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και δεν είχε και καμιά πρόθεση να συμβάλει στην Επανάσταση, μιας και κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη διατάραξη των διεθνών συμμαχιών της. Η διπλή φύση της τσαρικής εξωτερικής πολιτικής αποτυπώθηκε στα όσα υποστήριξε ο υπουργός Εξωτερικών της Τσαρικής Αυτοκρατορίας Καποδίστριας, στη συνάντησή του με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Ο Καποδίστριας απέτρεψε τον Υψηλάντη να αναλάβει επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας, αλλά παράλληλα επισήμανε: «Οι ένοπλοι Ελληνες θα πολεμούν στα βουνά όπως κάνουν τόσους αιώνες. Και αν στον Αγώνα κατά του Αλή Πασά, που ετοιμάζει η Πύλη, καταλάβουν το Σούλι και άλλα παρόμοια οχυρά, θα μπορέσουν να αντισταθούν για πολύ καιρό. Ετσι θα είναι ευνοϊκή η θέση τους και δεν θα έχουν ανάγκη την Ευρώπη. Ισως, μελλοντικά να αλλάξει η διεθνής κατάσταση στο καλύτερο, για τους Ελληνες, και η Ελλάδα θα μπορέσει να καλυτερέψει την τύχη της. Αν όμως προκαλέσουν ταραχές, για να εκβιάσουν τον αυτοκράτορα σε δράση, θα διαπιστώσουν ότι απατήθηκαν οικτρά και ότι οδήγησαν το δυστυχισμένο έθνος σε συμφορές από τις οποίες κανένας δεν θα μπορέσει να το σώσει».5
Με αυτή την έννοια, η τσαρική καταδίκη της Επανάστασης ήταν πραγματική. Εξάλλου, οι επαναστατικές διακηρύξεις του Υψηλάντη υπερέβαιναν τα παραδεκτά όρια του τσαρισμού και της Ιεράς Συμμαχίας: «...προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και Ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι' αυτής πάσαν αυτών ευδαιμονίας»6.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Στρογγανόφ, πρέσβης της Τσαρικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, γνωστοποίησε στον Σουλτάνο τη συμπαράσταση του τσάρου και την προθυμία του να τον βοηθήσει στρατιωτικά.
Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι η Τσαρική Αυτοκρατορία θα εγκατέλειπε την πάγια εξωτερική πολιτική της. Η εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη και στα νησιά, δηλαδή σε περιοχές που δεν δημιουργούσαν υποψία τσαρικής ανάμειξης, αλλά εντάσσονταν στα τσαρικά γεωπολιτικά σχέδια, οδήγησαν σε μετατόπιση της τσαρικής πολιτικής. Αφορμή υπήρξαν τα πογκρόμ που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη κατά των χριστιανών και οι εκτελέσεις Φαναριωτών και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'. Τον Ιούλη του 1821, η Τσαρική Αυτοκρατορία εξέδωσε ένα εμπρηστικό τελεσίγραφο, ο Στρογγανόφ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν στρατιωτικές προετοιμασίες στις δύο πλευρές του ποταμού Προύθου. Ολα έδειχναν ότι η τσαρική Ρωσία δεν είχε εγκαταλείψει το σχέδιο ενός νέου ρωσοοθωμανικού πολέμου.
Η Βρετανική Αυτοκρατορία, έχοντας προωθήσει τη λεγόμενη πολιτική «φθηνής ασφάλειας» στην περιοχή της Μεσογείου, που της εξασφάλιζε την προστασία των «δρόμων» του ναυτικού εμπορίου, ενδιαφερόταν για τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo. Εξάλλου, η Βρετανική Αυτοκρατορία διέθετε σημαντικά ερείσματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η τελευταία χρησιμοποιούσε Βρετανούς αξιωματικούς στο στόλο της7.
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία φοβόταν ότι η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ευνοούσε τα τσαρικά επεκτατικά σχέδια στην περιοχή, ενώ δεν ήθελε αναταραχές και στα σύνορα των βρετανοκρατούμενων Επτανήσων.
Τις γενικότερες επιδιώξεις και ανησυχίες της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή εκφράζουν τα λόγια του αρχηγού των Αγγλων Συντηρητικών Ου. Πιτ, ο οποίος στα τέλη του 18ου αιώνα προειδοποιούσε: «Αν η Ρωσία απωθήσει την Τουρκία από τη Βαλκανική, η Μεσόγειος θα γίνει Ρώσικη Θάλασσα και ο δρόμος προς τις Ινδίες θα κοπεί. Η Ρωσία στην Πόλη θα είναι η νεκρώσιμη καμπάνα για τις αγγλικές αποικίες της Ανατολής».8
Πέρα από τα προηγούμενα, στους σχεδιασμούς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όπως επισημαίνεται και από Γάλλους διπλωμάτες, φαίνεται να βάραινε αρχικά και η εκτίμηση ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους θα ενίσχυε τον ανταγωνιστικό ελληνικό εμπορικό στόλο.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κινήθηκε η κυβέρνηση Λίβερπουλ - Κάσλρι το πρώτο διάστημα της Επανάστασης, οπότε η Βρετανία εκδηλώθηκε με «τη μεγαλύτερη απέχθεια από οποιαδήποτε άλλη χριστιανική κυβέρνηση»9. Ωστόσο, μετά τη στρατιωτική εδραίωση της Επανάστασης και την αναπροσαρμογή της τσαρικής πολιτικής, η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιλήφθηκε ότι η επιμονή στην καταδίκη της Επανάστασης θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ρόλο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή.
Η Γαλλική Επανάσταση σαφώς επηρέασε μεγάλη μερίδα των υποτελών Ελλήνων, ιδίως τους διανοούμενους και τους εμπόρους (ιδιότητες που πολλές φορές συνυπήρχαν), όπως ο Ρήγας ή ο Κοραής. Εξάλλου, η μετεπαναστατική Γαλλία προώθησε εξωτερική πολιτική αστικής - εθνικής αφύπνισης τόσο στα εδάφη που καταλάμβανε όσο και με το παράδειγμά της.
Η πολιτική αυτή τη βοηθούσε να ανατρέψει τους αρνητικούς συσχετισμούς που αντιμετώπιζε στην Ευρώπη. Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, ο Ναπολέοντας διέδιδε την ιδέα μιας ανεξάρτητης Ελλάδας με γαλλική προστασία, ενώ στη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Αιγύπτου συγκρότησε ειδικά σώματα με Ελληνες και Αλβανούς Ακροβολιστές της Ανατολής και Αλβανική Ταξιαρχία.
Επίσης, με τη γαλλική πολιτική επίδραση συνδέεται η αγροτική εξέγερση στη Θεσσαλία (1800-1801), ενώ την ίδια περίοδο αναπτύσσονται αστικές δημοκρατικές ομάδες, που εμπνέονται από τη Γαλλική Επανάσταση, με πιο εμβληματική περίπτωση τους Καρμανιόλους στη Σάμο.10
Ωστόσο, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, η γαλλική εξωτερική πολιτική άλλαξε. Εξάλλου, η Γαλλία, βρισκόμενη υπό την επιτήρηση των νικητών του πολέμου, είχε μειωμένο ρόλο στη διεθνή πολιτική, ενώ η δυναστεία των Βουρβόνων για τους δικούς της λόγους αποστρεφόταν κάθε ανατρεπτική κίνηση. Επιπλέον, η Γαλλία αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη ανησυχία την ενδυνάμωση του ελληνικού εμπορικού στόλου, ενώ μοιραζόταν τις ίδιες ανησυχίες με τη Βρετανική και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία για το ρόλο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας στην Επανάσταση.
Η στάση της Αυστροουγγρικής ΑυτοκρατορίαςΗ Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία μετά την ήττα του Ναπολέοντα είχε ανακτήσει εδάφη που είχε απολέσει στη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ενώ επαγρυπνούσε μη διασαλευτεί η τάξη στην πολυεθνοτική της Αυτοκρατορία που εκτινόταν στο έδαφος πολλών σημερινών κρατών (Σερβία, Κροατία, Ουγγαρία, Μαυροβούνιο, Σλοβενία, Τσεχία, Σλοβακία κ.α.).
Ως αποτέλεσμα, ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών και μετέπειτα καγκελάριος Μέτερνιχ εκδηλωνόταν ως ο ακραίος υποστηρικτής της καταστολής κάθε εξέγερσης που θα διατάρασσε το ευρωπαϊκό status quo: «Εξω από τα ανατολικά μας σύνορα τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι ή παλουκωμένοι δεν είναι δα και σπουδαίο πράγμα».
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, αν και η πιο συνεπής αντίπαλος της Επανάστασης, για τους δικούς της λόγους και σκοπιμότητες ακολούθησε μια ευέλικτη στρατηγική σε κάποια θέματα. Χαρακτηριστικό είναι πως ενώ συνέλαβε και φυλάκισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη [ο οποίος μετά την ήττα του στο Δραγατσάνι (Ιούνης 1821) παραδόθηκε στους Αυστριακούς], «έκανε πως δεν είδε» τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Αναγνωστόπουλο και άλλους Φιλικούς, που κινούνταν με πλαστά έγγραφα, και μάλιστα τους επέτρεψε να κινηθούν με πλοίο μέσω Τεργέστης στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Οι αυστροουγγρικές αρχές λειτούργησαν με αυτόν τον τρόπο ώστε να χρεώσουν στην τσαρική Ρωσία τις επικείμενες ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς οι Φιλικοί προέρχονταν από το ρωσικό έδαφος και εκεί είχαν εφοδιαστεί με πλαστά έγγραφα11.
Οι εξελίξεις μετά τη σταθεροποίηση των Επαναστατημένων ΕλλήνωνΗ στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης άλλαξε καθοριστικά τα δεδομένα στη διπλωματική σκακιέρα. Παράλληλα, η στάση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης επηρεαζόταν από την εξέλιξη των γεγονότων: Οι σφαγές της Κωνσταντινούπολης και της Χίου ενίσχυσαν το κλίμα υπέρ των επαναστατημένων, ενώ οι σφαγές κατά την άλωση της Τρίπολης αξιοποιήθηκαν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Συνολικότερα, πάντως, οι θυσίες των εξεγερμένων και ο ηρωισμός τους, αλλά και οι θέσεις των επαναστατών συγκίνησαν και προκάλεσαν κλίμα αλληλεγγύης, ειδικά ανάμεσα στους αστούς φιλελεύθερους της Ευρώπης. Ηδη, τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, περίπου 1.200 φιλέλληνες βρέθηκαν στις γραμμές των επαναστατών, αρκετοί από τους οποίους έδωσαν τη ζωή τους στη Μάχη του Πέτα (Ιούλης 1821).
Οπωσδήποτε, το κίνημα του φιλελληνισμού διεθνοποιούσε το ελληνικό ζήτημα. Εδινε ερείσματα στους επαναστάτες στο εξωτερικό και τους προσέφερε διεθνείς επαφές. Βέβαια, ο φιλελληνισμός είχε πολλές αφετηρίες: Τόσο εκείνη της ανιδιοτέλειας και της ιδεολογικής - πολιτικής ταύτισης, που χαρακτήριζαν τους χιλιάδες που στρατεύτηκαν ή προσέφεραν εθελοντικά στην Επανάσταση, όσο και εκείνη της προσπάθειας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να παρέμβουν στις εξελίξεις για να αποκτήσουν τις καλύτερες δυνατές προσβάσεις στην Ελλάδα.
Το 1821 συγκροτήθηκαν Φιλελληνικές Επιτροπές (Κομιτάτα) αρχικά στη Γερμανία και την Ελβετία, ενώ ζωηρή κίνηση υπήρξε και στη Γαλλία. Στη συνέχεια οι Φιλελληνικές Επιτροπές επεκτάθηκαν και μετά το 1824, δράσεις τους καταγράφονται στη Βαλτιμόρη και άλλες πόλεις των ΗΠΑ, στην Καλκούτα των Ινδιών κ.α.12. Κεντρικό ρόλο έπαιξε η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, που συγκροτήθηκε επίσημα τον Μάρτη 1823 και είχε και τη μεγαλύτερη κρατική στήριξη. Μέρος σε αυτή πήραν βουλευτές, οικονομολόγοι, τραπεζίτες (Μπάιρον, Ρικάρντο, Μπένθαμ κ.ά.), ενώ προώθησε δανεισμό της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας το 1824.
Στη Γαλλία η φιλελληνική κίνηση μπήκε αρχικά στο στόχαστρο της μυστικής της αστυνομίας. Γρήγορα, όμως, το γαλλικό κράτος προσπάθησε να την αξιοποιήσει για να ανεβάσει το κύρος του και τις προσβάσεις του στους επαναστατημένους Ελληνες.
Διαπάλη στο εσωτερικό της Ιεράς ΣυμμαχίαςΤο φθινόπωρο του 1822 πραγματοποιήθηκε στη Βερόνα το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας. Εκπρόσωποι της επαναστατημένης Ελλάδας επιδίωξαν να παρουσιαστούν στο συνέδριο, αλλά δεν έγιναν δεκτοί. Το συνέδριο καταδίκασε και πάλι (2 Δεκέμβρη) την Επανάσταση, αλλά και τις σφαγές των Οθωμανών.
Οπως υποστήριξε ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου (...). Αλλ' ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος»13.
Επίσης, ενώ το συνέδριο επικύρωσε τις επεμβάσεις της Ιεράς Συμμαχίας σε Ισπανία και Ιταλία, δεν κατέληξε σε γραμμή επέμβασης στη Λατινική Αμερική, λόγω της αντίδρασης της Αγγλίας, αλλά ούτε και στην Ελλάδα, λόγω της μη συμφωνίας της Ρωσίας. Ακόμα και αυτό αποτελούσε μια πρώτη νίκη της επαναστατικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα συνιστούσε το αποτέλεσμα της αλλαγής πλεύσης ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της Επανάστασης: «Η αλλαγή πλεύσης στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων σχετιζόταν με τις εκτιμήσεις τους γι' αναπόφευκτη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και με τη διάψευση των προβλέψεών τους για γρήγορη καταστολή της ελληνικής Επανάστασης από τις έκδηλα υπέρτερες οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις».14
Η ανάδειξη του Γ. Κάνιγκ σε υπουργό Εξωτερικών (Αύγουστος 1822) επισφράγισε την αλλαγή της βρετανικής πολιτικής που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στις 25 Μάρτη 1823, η Βρετανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε τους Ελληνες ως επαναστατημένο έθνος και όχι ως πειρατές που πολεμούν και ληστεύουν τα πολιτισμένα έθνη15.
Σε αυτή την κατεύθυνση είχαν συμβάλει αναμφισβήτητα και οι καταδρομές των Ελλήνων πλοιοκτητών, οι οποίες αναδείκνυαν ότι δεν θα μπορούσε να επανέλθει η ηρεμία στους εμπορικούς δρόμους της Νοτιοανατολικής Μεσογείου δίχως την αναγνώριση της επαναστατικής εξουσίας.
Ενα άλλο στοιχείο, που αναμφίβολα συνυπολογίστηκε στη βρετανική στροφή, ήταν η καθαρά φιλοβρετανική στάση της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης (πλοιοκτήτες, έμποροι, νέα αστικά στρώματα, αστοί διανοούμενοι και αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες) που έλεγξε τα όργανα της επαναστατικής εξουσίας και επομένως καθησύχασε τους φόβους για τσαρική ανάμειξη στις υποθέσεις της Επανάστασης.
Βέβαια, η Τσαρική Αυτοκρατορία δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει την περιοχή στην επιρροή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα του 1823, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας γνωστοποίησε εμπιστευτικά στις ευρωπαϊκές αυλές ένα σχέδιο «ειρήνευσης». Σύμφωνα με αυτό, προβλεπόταν η συγκρότηση τριών αυτόνομων αλλά φορολογικά υποτελών στον Σουλτάνο ηγεμονιών: Μια της Ανατολικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Βοιωτία, Αττική, υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο), μια της Δυτικής Ελλάδας (Ηπειρος και Ακαρνανία, υπό τον Μάρκο Μπότσαρη) και μια τρίτη στην Πελοπόννησο και την Κρήτη (υπό τον Κολοκοτρώνη).16
Αυτή η πρόταση θα οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός μορφώματος με ισχυρή τη σφραγίδα και την προστασία της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, πατούσε στα ιδιαίτερα συμφέροντα κομματιού των επαναστατικών δυνάμεων που ένιωθαν ότι παραγκωνίζονται από την κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης. Επρόκειτο για τους λιγότερο αστοποιημένους κοτζαμπάσηδες, αλλά και τμήματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και των αρματολών της Ρούμελης, που θεωρούσαν ότι η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου και συγκεντρωτικού αστικού κράτους θα έθιγε τα προεπαναστατικά τους προνόμια ή θα τους απομόνωνε από τη μελλοντική εξουσία.
Το τσαρικό σχέδιο αποδέχτηκαν αρχικά η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Πρωσίας, αλλά και η Γαλλία, ενώ η Βρετανική Αυτοκρατορία εκδήλωσε αρχικά επιφυλάξεις και στη συνέχεια άρχισε να προκρίνει τη λύση ενός ανεξάρτητου κράτους, συμπαρασύροντας τη Γαλλία. Την ίδια περίοδο, εντάθηκαν οι συζητήσεις και επαφές για τη δημιουργία βασιλικού θώκου στην Ελλάδα, με επικεφαλής Ευρωπαίο πρίγκιπα. Μάλιστα, η επιλογή του πρίγκιπα υπήρξε η αιτία σφοδρών βρετανογαλλικών αντιπαραθέσεων.
Παράλληλα, στη Μεγάλη Βρετανία ενθαρρύνθηκαν οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) με την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά που συνήφθησαν με υποθήκη τις εθνικές γαίες σήμαιναν την έμμεση αναγνώριση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ετσι, η Αγγλία απέκτησε ένα προβάδισμα στις σχέσεις με την επαναστατική εξουσία. Ακόμα, τα χρήματα των δανείων χρησιμοποιήθηκαν από την κυρίαρχη και βρετανόφιλη μερίδα της αστικής τάξης, προκειμένου να υπερνικήσει τους αντιπάλους της στο πλαίσιο των «εμφυλίων» πολέμων.
Με τη δεύτερη φάση του εμφύλιου πολέμου σε εξέλιξη, τον Φλεβάρη 1825 ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου προερχόμενος από τη Σούδα της Κρήτης αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια μετέφερε επιπλέον χιλιάδες πεζικού καθώς και πολλούς ιππείς, ενώ διαθέτοντας τακτικό στρατό οργανωμένο από Γάλλους αξιωματικούς άρχισε να προελαύνει.
Τότε από τους βρετανόφιλους κύκλους των Επτανήσων και με βρετανική ανάμειξη προήλθε και η λεγόμενη «πράξη της υποτέλειας», δηλαδή ένα κείμενο που υπογράφηκε από τους στρατιωτικούς Κολοκοτρώνη, Μιαούλη κ.ά. και το καλοκαίρι 1825 στάλθηκε στη βρετανική κυβέρνηση με αίτημα η Ελλάδα να τεθεί υπό την προστασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το συγκεκριμένο κείμενο απηχούσε την οριστική επικράτηση της κυρίαρχης μερίδας της ελληνικής αστικής τάξης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο μέχρι πρότινος αντιπολιτευόμενος της κεντρικής επαναστατικής διοίκησης και υπέρμαχος μιας συμμαχίας με την Τσαρική Αυτοκρατορία Κολοκοτρώνης δήλωσε προτού υπογράψει το κείμενο: «...δεν είμαι αγγλοδιωκτικός και ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλος εκείνου που θέλει το καλό της Πατρίδος μου...».17
Φυσικά, στα λόγια του Κολοκοτρώνη αποτυπωνόταν και η δυσχερής στρατιωτική συγκυρία που αντιμετώπιζε η Επανάσταση, έπειτα από την απόβαση του Ιμπραήμ.
Επιπλέον, το έγγραφο αντανακλούσε και την προσπάθεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να μην υποσκελιστεί από τη Γαλλία στο ελληνικό ζήτημα, ιδιαίτερα στο θέμα της επιλογής ηγεμόνα. Γι' αυτό και οι βρετανικές κινήσεις προκάλεσαν γαλλικές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, με αποτέλεσμα η βρετανική κυβέρνηση να απορρίψει (τουλάχιστον επίσημα) τα αιτήματα των οπλαρχηγών και να δηλώσει ότι μπορεί μόνο φιλική μεσολάβηση προς την Υψηλή Πύλη να προσφέρει.18
Μάλιστα, στην απάντηση του Κάνινγκ τονίζονταν και οι επωφελείς σχέσεις συνεργασίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με την Υψηλή Πύλη που δεν είχε λόγο να διαρρήξει, ενώ επισημαινόταν ότι η ανάληψη της προστασίας της Ελλάδας θα σήμαινε κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.19
Φυσικά, ο διπλωματικός λόγος ήταν προσχηματικός και προσαρμοσμένος στις ανάγκες των τότε ισορροπιών. Εξάλλου, τόσο το έγγραφο προς τη Βρετανική Αυτοκρατορία όσο και τα βρετανικά δάνεια, που σηματοδοτούσαν μια μελλοντική αναγνώριση ανεξάρτητου κράτους, συγκράτησαν τον στρατό του Ιμπραήμ από το να κατακτήσει και το Ναύπλιο, έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης.
Στη συνέχεια, με ένα διμερές βρετανορωσικό πρωτόκολλο (4 Απρίλη 1826), που υπογράφτηκε στην Πετρούπολη, κατανεμήθηκαν ανάμεσα στη Βρετανική και στην Τσαρική Αυτοκρατορία οι αντίστοιχες επιρροές και δικαιοδοσίες στο ελληνικό ζήτημα, με την αντίστοιχη ονομασία ως αρχηγών του ελληνικού στρατού και στόλου των Βρετανών Τσορτς (R. Church) και Κόχραν (Τh. Cochrane) και του Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη του μελλοντικού ελληνικού κρατικού μορφώματος.
Ακόμα, το Πρωτόκολλο προέβλεπε ότι αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν τη μεσολάβηση των τριών δυνάμεων, αυτές με τη σειρά τους θα εγγυόνταν να δημιουργηθεί μια κρατική οντότητα που θα διοικούνταν από ηγέτη που θα επέλεγαν οι ίδιοι οι Ελληνες, θα υπήρχε ελευθερία σε θέματα συνείδησης και εμπορίου, αλλά το νέο μόρφωμα θα παρέμενε φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
Τον Νοέμβρη του ίδιου έτους, στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης προτάθηκε να προσχωρήσουν και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Πρωσίας και η Γαλλία, αλλά μόνο η τελευταία συμφώνησε.
Η καθοριστική παρέμβασηΩστόσο, η βελτίωση των διεθνών συσχετισμών δεν αντιστοιχούσε στην πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων. Ενα χρόνο περίπου μετά από την πτώση του Μεσολογγίου έπεφτε και η Ακρόπολη της Αθήνας, λίγο αργότερα ερχόταν η μεγάλη καταστροφή στη μάχη του Αναλάτου (Ιούλης 1827) και, βεβαίως, τώρα η Υψηλή Πύλη μπορούσε να αποκρούσει με αδιαλλαξία τις ειρηνευτικές προτάσεις.
Σε αυτές τις συνθήκες και με τον Κάνινγκ να έχει προσελκύσει και τη Γαλλία, υπογράφτηκε στο Λονδίνο η Συνθήκη της τριπλής συμμαχίας (6.7.1827), με την οποία οι τρεις δυνάμεις πρόσφεραν τη μεσολάβησή τους στα εμπόλεμα μέρη για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Στην ουσία επαναλάμβαναν τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης και επέμεναν στην εξασφάλιση του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενα μυστικό άρθρο της συμφωνίας ανέφερε ότι αν μέσα σε ένα μήνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν δεχόταν τους όρους αυτούς, οι Δυνάμεις θα έρχονταν σε στενότερες επαφές με τους Ελληνες, ενώ αν οι Ελληνες δεν αποδέχονταν τους όρους αυτούς, οι Δυνάμεις θα εξακολουθούσαν τις ειρηνευτικές τους προσπάθειες. Μάλιστα, σχετικές οδηγίες αποστάλθηκαν στους ναυάρχους των τριών στόλων στην Ανατολική Μεσόγειο, προς έμπρακτη εφαρμογή της συμφωνίας αυτής20.
Αμεση συνέπεια του Τριμερούς Συμφώνου και της οθωμανικής άρνησής του ήταν η Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 (20) Οκτώβρη 1827, που επέφερε την καταστροφή του οθωμανο-αιγυπτιακού στόλου και την αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων.
Ο εγκλωβισμός του οθωμανο-αιγυπτιακού στόλου στον κόλπο του Ναυαρίνου έγινε επιτακτικός, καθώς ο τελευταίος σχεδίαζε επίθεση κατά της Υδρας, τόπο ισχυρών εφοπλιστικών οικογενειών. Η μοίρα του Αγγλικού Στόλου υπό τον Κόδριγκτον κινήθηκε από τη Σμύρνη όπου ναυλοχούσε, ο γαλλικός στόλος από τη Μήλο ενώ ο ρωσικός κατέφτασε μέσω Γιβραλτάρ. Οι τρεις στόλοι, αν και αρχικά στόχευαν στην ακινητοποίηση του οθωμανο-αιγυπτιακού στόλου, τελικά οδηγήθηκαν στη ναυμαχία.
Τον Δεκέμβρη 1827 η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τις τρεις «Μεγάλες Δυνάμεις» και κάλεσε σε ιερό πόλεμο εναντίον τους.
Τον Γενάρη του 1828, ο Καποδίστριας, προσκαλεσμένος από την εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και αναγνωρισμένος από τις τρεις δυνάμεις, έφτασε στο Ναύπλιο και στη συνέχεια πήγε στην Αίγινα ως Κυβερνήτης Ελλάδας. Η επικράτεια των επαναστατημένων εδαφών εκείνη τη στιγμή ήταν ελάχιστη (διάσπαρτες περιοχές στην Πελοπόννησο, Ελευσίνα, Μέγαρα, Αίγινα, Πόρος και κάποια νησιά ακόμα). Τον Μάρτη του ίδιου έτους ακολούθησε η συνθήκη των «Μεγάλων Δυνάμεων» που πρόβλεπε ως σύνορα του υπό διαμόρφωση κράτους τη γραμμή Παγασητικού - Αμβρακικού, περιλαμβάνοντας στα εδάφη του την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες.
Τον Απρίλη του 1828, η Τσαρική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Ιούλη 1828 έγινε νέα Διάσκεψη στο Λονδίνο, όπου αποφασίστηκε η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων για να πολιορκήσουν τον Ιμπραήμ. Τελικά, λίγο αργότερα (Αύγουστος 1828) ήρθε σε συμφωνία για αποχώρηση των δυνάμεών του από την Πελοπόννησο. Τις μέρες αποχώρησης των δυνάμεων του Ιμπραήμ έφταναν και τα γαλλικά στρατεύματα, που παρέμειναν και στη συνέχεια.
Την ίδια περίοδο, ο ρωσοοθωμανικός πόλεμος κατέληξε σε συντριβή των οθωμανικών δυνάμεων και στην υπογραφή της Συνθήκης της Ανδριανούπολης (Σεπτέμβρης 1829), η οποία με το άρθρο 10 υποχρέωνε την Τουρκία να δεχτεί όλους τους όρους που οι τρεις δυνάμεις έθεταν για την Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους και η δημιουργία μιας ημιαυτόνομης ηγεμονίας. Ομως, στη διάσκεψη του Λονδίνου [22 Γενάρη (3 Φλεβάρη) 1830], ο ρωσοβρετανικός ανταγωνισμός κατέληξε στην αναγνώριση ανεξάρτητου κράτους.
Αντί επιλόγουΣυμπερασματικά, η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα αρνητικού διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Με αυτή την έννοια:
«Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί και το γεγονός ότι ο δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να εμποδίσει σε τελική ανάλυση την ανατροπή ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εφόσον έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις που την απαιτούν. Η μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ευόδωση της Επανάστασης, και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ήττα του Ναπολέοντα και η συγκρότηση της "Ιεράς Συμμαχίας" είχαν διαμορφώσει έναν δυσμενή διεθνή συσχετισμό για τις αστικές δυνάμεις».21
Η αρχική στρατιωτική επικράτηση και η αντοχή της επαναστατικής εξουσίας ήταν αυτή που ανάγκασε τις «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής να προσαρμόσουν ανάλογα την εξωτερική πολιτική στη βάση των συμφερόντων τους. Με αυτήν τη σκοπιά, η τελική καθοριστική συνδρομή των «Μεγάλων Δυνάμεων» στην αναγνώριση ενός ανεξάρτητου ελληνικού αστικού κράτους δεν μειώνει καθόλου την προσφορά της Επανάστασης, αφού αυτή ήταν που επέτρεψε και εν πολλοίς επέβαλε αυτή την εξέλιξη, ενώ επίσης ήταν αυτή που μορφοποίησε και τα βασικά χαρακτηριστικά τού υπό διαμόρφωση κράτους.
Κατά συνέπεια, η σημερινή προσπάθεια παρουσίασης του νέου αστικού κράτους ως εξωτερικής έμπνευσης δεν χαρακτηρίζεται μονάχα από πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και διαστρέφει την ιστορική πραγματικότητα.
- Παραπομπές:
1. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα εκείνη την εποχή που επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη δεν τοποθετούνταν μόνο με κριτήριο την ταξική τους υπόσταση, αλλά και με βάση το αν μια εξέλιξη ευνοούσε τη θέση τους έναντι αυτή των ανταγωνιστών τους. Για παράδειγμα, η φεουδαρχική εξουσία της Γαλλίας είχε στηρίξει τον πόλεμο για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ, ενώ η αστική Βρετανική Αυτοκρατορία όταν εκδηλώθηκε η Γαλλική αστική Επανάσταση στήριξε τους αντεπαναστάτες της Βανδέας.
2. «The Debates on Motion for Papers», Edition of Robert Hardwicke, London, 1860, p. 56.
3. Serge Berstein Pierre Milza, «Ιστορία της Ευρώπης» τ.2. Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
4. Για παράδειγμα ο Βρετανός επιτετραμμένος στη Βιέννη Γκόρντον έγραφε στον Κάνινγκ στις 23 Γενάρη 1823 ότι κατά τον Μέτερνιχ η ελληνική Επανάσταση ήταν έργο Ρώσων πρακτόρων (Γρηγόριος Δαφνής, «Ιωάννης Α. Καποδίστριας», τόμ. Α΄, εκδ. «Το Βήμα». σελ. 398).
5. Ιωάννη Καποδίστρια, «Απομνημονεύματα», εκδ. «Μπάυρον», Αθήνα, 1986, σελ 131-132.
Το εν λόγω κείμενο είχε γραφτεί από τον Καποδίστρια το 1826 ως υπόμνημα προς τον Τσάρο Νικόλαο Α'.
6. Αλέξανδρος Υψηλάντης, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» στο: Θανάσης Χρήστου, «1821 χρονολόγιο της Επανάστασης», εκδ. «Περιφέρεια Πελοποννήσου», σελ 20.
7. Ενδεικτικά, σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές αναφορές, από την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, σκοτώθηκαν 80 Βρετανοί (Φωτεινή Τομαή, «Πώς οι μεγάλες δυνάμεις φοβήθηκαν την Επανάσταση του 1821», «Το Βήμα», 24 Φλεβάρη 2008).
8. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 142.
9. Τηλέμαχος Λουγγής, «Σχετικά με το ρόλο των ξένων δυνάμεων», στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) «1821 Η επανάσταση και οι απαρχές του Ελληνικού αστικού Κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2020, σελ. 218.
10. Νίκος Γ. Σβορώνος, «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, σελ 61-62.
11. Γρηγόριος Δάφνης, ό.π., σελ 339.
12. Μπάμπη Αννινου, «Οι Φιλέλληνες του 1821», εκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα, σελ. 66.
13. Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Π. Ασλάνης», Αθήνα 1888.
14. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 142.
15. Τηλέμαχος Λουγγής, «Σχετικά με το ρόλο των ξένων δυνάμεων» στο: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) «1821 Η επανάσταση και οι απαρχές του Ελληνικού αστικού Κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2020, σελ. 220.
16. Ολόκληρο το κείμενο του Υπομνήματος στο: Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμ. Γ', εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007, σελ. 290-292.
17. Γιώργος Α. Τεμεκενίδης, «Πράξη υποτέλειας», εκδ. «Ζήτη», Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 8.
18. Τηλέμαχος Λουγγής, ό.π., σελ. 218.
19. «Επιστολή Κάννιγκ (13 Οκτώβρη 1825)» στο: Γιώργος Τεμεκενίδης, ό.π., σελ. 46-48
20. Τηλέμαχος Λουγγής, ό.π., σελ. 228.
21. ΚΕ του ΚΚΕ, «Διακήρυξη για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Ριζοσπάστης», 20-21 Μάρτη 2021.
*Ο Φάνης Παρρής είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου