Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Πτωχεύσεις, ανεργία και «ευελιξία» για να ανακάμψει το κεφάλαιο


ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
 
Στα «κορυφαία ζητήματα που θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ευρωπαϊκή κοινότητα στη μεταπανδημική περίοδο» εστιάζει μεταξύ άλλων η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρα, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη.

Συγκεκριμένα, στα ζητήματα αυτά συγκαταλέγονται:

  • Η αύξηση πτωχεύσεων επιχειρήσεων.
  • Η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, η «απασχόληση γίνεται πιο ευέλικτη και προσφέρεται εξ αποστάσεως μέσω της τηλεργασίας», ενώ οι «ψηφιακοί νομάδες» θα αποτελέσουν τη νέα τάση στις σύγχρονες μορφές απασχόλησης.

Διαπιστώνεται ακόμη ότι «η πανδημία έφερε στην επιφάνεια, αλλά και επέτεινε, τον κίνδυνο κατάργησης πολλών θέσεων εργασίας, ως επί το πλείστον ανειδίκευτης και χαμηλής εξειδίκευσης». Σε αυτό το πλαίσιο, «μετά το πέρας της πανδημίας, ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των εργαζομένων θα βρεθεί χωρίς εργασία και χωρίς εισόδημα, ενδεχομένως και χωρίς κρατική στήριξη (...)».

  • Η αύξηση της φτώχειας και οι διευρυνόμενες κοινωνικές και oικονομικές ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών εντός των χωρών.

Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι «τα χειρότερα είναι μπροστά», όπως και το γεγονός ότι τα μεγάλα κρατικά πακέτα ενίσχυσης για τους επιχειρηματικούς ομίλους και το «τρενάρισμα» των βαρύτερων συνεπειών της νέας καπιταλιστικής κρίσης για αργότερα «φουσκώνουν τον λογαριασμό» που ήδη γράφουν κυβερνήσεις και κεφάλαιο για να στείλουν στους λαούς.

«Καταλύτης αλλαγών» προς όφελος του κεφαλαίου

Τα παραπάνω ισχύουν στο ακέραιο και σε ό,τι αφορά τις αναμενόμενες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, «με το πέρας της πανδημίας, έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους» και συγκεκριμένα:

-- Την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.

-- Σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους - νέα «κόκκινα» δάνεια - ως αποτέλεσμα της πτώχευσης μεγάλου αριθμού «οριστικά μη βιώσιμων» επιχειρήσεων.

Οπως χαρακτηριστικά διαπιστώνεται, η κρίση προκάλεσε σημαντικές μακροοικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, το κόστος των οποίων δεν κατανέμεται ομοιόμορφα: «Ταυτόχρονα, όμως, λειτούργησε ως καταλύτης αλλαγών. Επιτάχυνε τάσεις που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται και συμπύκνωσε μέσα σε λίγους μήνες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις», διαπιστώνει η έκθεση της ΤτΕ αναφορικά με τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, που κλιμακώνονται με φόντο τα περιοριστικά μέτρα για τη διαχείριση της πανδημίας.

Παραπέρα, η πανδημία αναμένεται να προκαλέσει δομικές αλλαγές και στην αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η αλλαγή στις απαιτήσεις και στις ανάγκες των χρηστών λόγω πανδημίας, καθώς και τα έργα ανάπτυξης και υποδομών που έχουν δρομολογηθεί, θα αναδείξουν νέους τομείς επενδυτικού ενδιαφέροντος, μεταβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τις υφιστάμενες ισορροπίες»...

Μάλιστα, όπως τονίζεται, «μια σημαντική αλλαγή στην αγορά ακινήτων συνδέεται με την αναμενόμενη αύξηση της προσφοράς, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, μέσω πλειστηριασμών των ακινήτων τα οποία αποτελούν εξασφαλίσεις στα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί ή τιτλοποιηθεί». Προαναγγέλλεται δηλαδή «τσουνάμι» πλειστηριασμών σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Επίσης γίνεται λόγος και για δημοσιονομικούς κινδύνους, όπως είναι οι καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων (επιχειρηματικά χρέη που τελούν υπό την εγγύηση του κράτους και θα φορτωθούν στη συνέχεια στους κρατικούς προϋπολογισμούς), η οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, η εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους, και άλλοι παράγοντες «οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία».

Οι «προκλήσεις» της αντιλαϊκής πολιτικής

Η έκθεση της ΤτΕ θέτει δυο σημαντικούς άξονες αναφορικά με την «αντιμετώπιση των προκλήσεων» στην ελληνική οικονομία, με γνώμονα βέβαια την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρηματικών ομίλων, που σηματοδοτεί ένταση της επίθεσης στον λαό.

Αυτοί αφορούν:

-- Την «επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ανάπτυξης της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας».

Οπως επισημαίνεται σχετικά, «η πρόταξη των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ που θα επιτρέψει όχι μόνο την κάλυψη του παραγωγικού κενού, αλλά και - σημαντικότερα - την ενεργοποίηση της συνολικής προσφοράς για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος».

Επιβεβαιώνεται έτσι πως «εκ των ων ουκ άνευ» για την προσέλκυση «επενδύσεων» και το άνοιγμα νέων πεδίων «πράσινης» και «ψηφιακής» κερδοφορίας είναι το προχώρημα των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, και πρώτα απ' όλα βέβαια των νέων αντεργατικών ανατροπών του αιώνα που δρομολογεί η κυβέρνηση με την κατάργηση του 8ωρου, την κατάργηση των υπερωριών, την παραπέρα εκτίναξη της ευελιξίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, σε συνδυασμό με το μπαράζ των αντιλαϊκών παρεμβάσεων που προβλέπονται σε αυτό, παρέχει μια «μοναδική ευκαιρία» για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών «με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης, ώστε να βελτιωθεί η θέση της στο διεθνή επενδυτικό χάρτη και να αναβαθμιστεί η ποιότητα του εξαγωγικού προϊόντος», προτάσσοντας τις γνωστές «συνταγές» περί τάχα «εξωστρέφειας που θωρακίζει την καπιταλιστική οικονομία», που όπως ξανά επιβεβαιώνεται από τη νέα καπιταλιστική κρίση, την αφήνει ακόμα περισσότερο εκτεθειμένη.

Επισημαίνεται ακόμη ότι την επαύριο της πανδημίας απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας, την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους.

Προαναγγέλλεται δηλαδή ότι ο «λογαριασμός» φουσκώνει και θα φορτωθεί «πάραυτα» στον λαό, με φόρους και χαράτσια για την «αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας» μετά τους πακτωλούς ενισχύσεων στο κεφάλαιο, όπως και με την παραπέρα προώθηση των «μεταρρυθμίσεων».

-- Την άμεση και συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδας, ως συνέπεια της κρίσης, έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα «κόκκινα» δάνεια ύψους 8-10 δισ. ευρώ και όπως επισημαίνεται «η λήξη της ισχύος των κρατικών μέτρων στήριξης, ιδίως των δημοσιονομικών, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών από νέα αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».

Τα «κόκκινα» δάνεια ανήλθαν στο τέλος Δεκέμβρη του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκέμβρη του 2019. Ως ποσοστό επί του συνολικού τραπεζικού δανεισμού διαμορφώνονται στο 30,2%, έναντι μέσου όρου 2,6% στην ΕΕ. Η ΤτΕ, συμπληρωματικά με το υπό εξέλιξη πρόγραμμα «Ηρακλής», προτείνει τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να στηριχτούν οι τράπεζες στην προσπάθεια απαλλαγής τους από τα «βαρίδια» των «κόκκινων» δανείων.

Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με πλήθος «αβεβαιότητες»

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2021 θα διαμορφωθεί σε 4,2% με την επισήμανση ότι «η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας».

Από το εξωτερικό περιβάλλον, οι «αβεβαιότητες» συνδέονται με την παράταση της πανδημίας και των περιορισμών στις μετακινήσεις καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, με γεωπολιτικές εντάσεις και τυχόν περαιτέρω επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης, αναφέρει η ΤτΕ.

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου δημοσιοποίησε την έκθεση με τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές. Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάκαμψης για το 2021 αναμένεται σε 3,8% και για το 2022 σε 5% έναντι βύθισης 8,2% το 2019.


Α. Σ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου