Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Ο χρεοκοπημένος μύθος της «προοδευτικής διακυβέρνησης», η παλιότερη και πρόσφατη πείρα


Η Προγραμματική Συνδιάσκεψη που πραγματοποίησε πριν από λίγες μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, σηματοδότησε την ένταση της προσπάθειας να παρουσιάσει το δικό του αντιλαϊκό πρόγραμμα ως πρόταση «προοδευτικής διακυβέρνησης».

Αξιοποιώντας το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές θα πραγματοποιηθούν με αναλογικότερο σύστημα, ο Αλ. Τσίπρας έβαλε ξανά στο επίκεντρο τις εκλογικές αυταπάτες, διατυπώνοντας το στόχο: «Νίκη έστω και με μία ψήφο, για να φύγει η δεξιά» (ασκώντας παράλληλα και πίεση προς ΚΙΝΑΛ - ΜέΡΑ25 για κυβερνητική συνεργασία). Εξάλλου, όλο το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην καλλιέργεια του θολού «αντιδεξιού» - «αντικυβερνητικού» μετώπου, επιδιώκοντας να μορφοποιείται και να οριοθετείται η λαϊκή δυσαρέσκεια σε ένα εκλογικό ρεύμα εναλλαγής ανάμεσα στα κόμματα της αστικής διαχείρισης. Παράλληλα, με τη βοήθεια των δυνάμεων του οπορτουνιστικού ρεύματος επιχειρεί να δυναμώνει αυτή η πίεση και μέσα στο κίνημα.

Η προσπάθεια να απλώνονται τα «δίχτυα» αυτά στον λαό, έρχεται αντιμέτωπη με την ανατρεπτική πολιτική και δράση του ΚΚΕ, που ξεσκεπάζει τις κυβερνητικές αυταπάτες φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, που παλεύει καθημερινά για να οργανώνεται η εργατική - λαϊκή πάλη σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο. Γι' αυτό άλλωστε και η προσπάθεια αυτή του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται από μια μικρή «καταιγίδα» άρθρων και παρεμβάσεων που επαναφέρουν μάταια το ζήτημα κυβερνητικής στήριξης του ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε με μορφής πολεμικής είτε με «επίθεση φιλίας».

«Με δεδομένο ότι όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, θα διαθέτουν - μπορούν να διαθέτουν - ως άθροισμα την πλειοψηφία των εδρών στη νέα Βουλή, που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές με την απλή αναλογική, γιατί να μην είναι δυνατόν να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση, πέστε την ειδικού σκοπού, και συγκεκριμένης χρονικής δέσμευσης», έγραψε πρόσφατα ο Δ. Χατζησωκράτης.

Ενώ ο Ν. Μπίστης συμπληρώνει: «Το ΚΚΕ πράγματι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση που στρατηγικά αποκλίνει από ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά θα μπορούσε να βρεθεί η διέξοδος της ψήφου ανοχής».

Παράλληλα, σε σχετική αρθρογραφία με αφορμή το 21ο Συνέδριο, διαβάσαμε ότι το ΚΚΕ «αυτοεξαιρείται» από το να δώσει «άμεσες λύσεις» συμμετέχοντας σε κυβέρνηση, ότι «δεν έχει καταλάβει» τι έχει ανάγκη η κοινωνία.

«Για να μην καταντήσει λοιπόν πλυντήριο αντιλαϊκών πολιτικών, το ΚΚΕ αρνείται τη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις συνεργασίας με προοδευτικό πρόσημο (...) Για την ώρα, πάντως, η Δεξιά κυβερνά απερίσπαστη», έγραφε η «Εφ.Συν» του Σαββατοκύριακου 26-27/6/2021, καταφεύγοντας σε μπόλικες προκλητικές και ανιστόρητες «γνώριμες» διαστρεβλώσεις (όπως π.χ. ότι οι κομμουνιστές ευθύνονται για την άνοδο του φασισμού επειδή δεν συνεργάστηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία).

Η ιστορική πείρα όμως είναι αμείλικτη

Σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, σε διάφορες συνθήκες, σε διάφορες μορφές, ολόκληρο τον 20ό αλλά και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, δοκιμάστηκε με πολλές παραλλαγές η στρατηγική των σταδίων, των μεταβατικών προγραμμάτων, η πολιτική συνεργασία με αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις, η λογική δηλαδή ενός «ενδιάμεσου» κυβερνητικού στόχου, που όχι μόνο δεν άνοιξε το δρόμο για ριζικές αλλαγές, αλλά αποτέλεσε βασικό όχημα εγκλωβισμού και αφοπλισμού του εργατικού κινήματος.

Από το Μεσοπόλεμο και την πείρα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις συνθήκες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και των απελευθερωτικών μετώπων, και από τη Χιλή μέχρι τον πλήρη εκφυλισμό των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, από τη στήριξη από κυβερνητικές θέσεις του Γαλλικού ΚΚ στους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία μέχρι και την πρόσφατη πείρα των λεγόμενων «κεντροαριστερών κυβερνήσεων» σε Ισπανία και Πορτογαλία, αναδεικνύεται με χαρακτήρα γενικού θεωρητικού συμπεράσματος ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού αποτελεί καταστροφική επιλογή, κρατάει καθηλωμένο το εργατικό - λαϊκό κίνημα, δίνει «φιλί ζωής» στην καπιταλιστική σταθερότητα, συμβάλλει στον εγκλωβισμό ριζοσπαστικών δυνάμεων στο σύστημα.

Η ιστορική εμπειρία του ΚΚΕ είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», που συγκροτήθηκε μετά την Απελευθέρωση τον Οκτώβρη του 1944, επιδίωξε πρώτα απ' όλα η ίδια η αστική τάξη, καθώς είχε διακρίνει ότι αποτελεί «κλειδί» για την ανασύνταξη των αστικών δυνάμεων και την αποκατάσταση του κύρους τους, που είχε κλονιστεί σοβαρά στη διάρκεια της Κατοχής. «Μόνο η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και διά τούτο την επεδίωξα και ευτυχώς κατορθώθη»1, ομολογούσε χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Γενικεύοντας τα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη περίοδο, το Δοκίμιο Ιστορίας εκτιμάει: «Στο πλαίσιο της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξουν επωφελείς για το λαό συμβιβασμοί, από τη στιγμή που το ΚΚ έχει κάνει ήδη την πρώτη θεμελιώδη υποχώρηση, προκειμένου να συμμετέχει σε αυτή την κυβέρνηση: Εχει παραιτηθεί από την πάλη για την εργατική εξουσία και συνεπώς από το στόχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και έτσι έχει προχωρήσει εξ αντικειμένου στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος προβαίνοντας σε υποχωρήσεις ασυμβίβαστες - αντίθετες προς τα εργατικά συμφέροντα».

Μερικές απαραίτητες ιστορικές υπενθυμίσεις

Να θυμίσουμε επίσης ότι ο Χίτλερ και ο ναζισμός δεν ανήλθαν στην εξουσία επειδή οι Γερμανοί κομμουνιστές δεν συνεργάστηκαν με τους σοσιαλδημοκράτες, όπως υποστηρίζει η σχετική αρθρογραφία.

Την άνοδο του ναζισμού στήριξε ολόπλευρα το γερμανικό και διεθνές κεφάλαιο για το χτύπημα του εργατικού κινήματος, ενώ επιπλέον επιλέχθηκε ως πολιορκητικός κριός έναντι της ΕΣΣΔ.

Οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία, από κυβερνητικές θέσεις, ήταν εξάλλου εκείνοι που πρωτοστάτησαν στη βίαιη καταστολή του γερμανικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα την περίοδο 1918-1923.

Ισα ίσα, η πείρα δείχνει ότι στη συνέχεια, η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και των «αντιφασιστικών» κυβερνήσεων στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΚΔ όχι μόνο δεν κατάφερε να αποτρέψει την άνοδο του φασισμού, αλλά και ουσιαστικά λειτούργησε σε βάρος της πάλης για την εργατική εξουσία. Αναφερόμενοι στην εμπειρία από την Ισπανία και τη Γαλλία, έχουμε εκτιμήσει: «Τελικά, τα Λαϊκά Μέτωπα σε αυτές τις χώρες συγκροτήθηκαν το 1936, ως πολιτική συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα αστικά κόμματα και οπορτουνιστικά ρεύματα και πήραν μέρος ή στήριξαν κυβερνήσεις, οι οποίες δεν αμφισβητούσαν την καπιταλιστική εξουσία (...) Η πάλη ενάντια στον φασισμό (...) αποσυνδέθηκε από την πάλη ενάντια στο κεφάλαιο»2.

Εξάλλου, η αστική τάξη χρησιμοποίησε εναλλακτικά και συμπληρωματικά και τις σοσιαλδημοκρατικές και τις φασιστικές δυνάμεις, ως δυνάμεις του κεφαλαίου, για να χτυπήσει το κίνημα της εργατικής τάξης, αξιοποιώντας όλη τη βεντάλια των διαθέσιμων μεθόδων, την ενσωμάτωση, τη χειραγώγηση, την ωμή βία και καταστολή.

Σε εσωτερικό εμπιστευτικό δελτίο του 1932 και εξετάζοντας τις προοπτικές της καπιταλιστικής σταθερότητας, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών εξάρει το ρόλο που έπαιξε η σοσιαλδημοκρατία την περίοδο μετά τον πόλεμο και έως την κρίση του 1929, κυρίως μέσω της πολιτικής παραχωρήσεων και εγκλωβισμού της εργατικής τάξης. «Ο ''έσχατος φορέας'' της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής σταθεροποίησης, η σοσιαλδημοκρατία», εκτιμούν οι Γερμανοί βιομήχανοι, ενώ με τις συνθήκες να μεταβάλλονται διακρίνουν την ανάγκη εναλλαγής: «Καθώς το παλιό τεχνητό φράγμα (σ.σ. η σοσιαλδημοκρατία) δεν μπορεί πλέον να αποκατασταθεί επαρκώς, η μόνη πιθανή σωτηρία της αστικής εξουσίας από την άβυσσο είναι να υλοποιήσει τη διάσπαση της εργατικής τάξης και να την προσδέσει στον κρατικό μηχανισμό, με άλλους πιο άμεσους τρόπους. Εδώ ακριβώς εδράζονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού»3.

Και τα πρόσφατα παραδείγματα

Ιδιαίτερα διδακτική είναι εξάλλου η εγχώρια και ευρωπαϊκή πείρα της τελευταίας δεκαετίας.

Ο λαός μας πλήρωσε ακριβά τις αυταπάτες και την πολιτική εγκλωβισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόταν εύκολες και ανώδυνες λύσεις υπέρ του λαού, χωρίς σύγκρουση.

Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση όχι μόνο δεν βελτίωσε τη θέση του λαού, αλλά οδήγησε σε λήψη περισσότερων αντιλαϊκών μέτρων (3ο μνημόνιο, άνοιγμα του δρόμου για χτύπημα στην απεργία, διατήρηση και επέκταση όλου του αντιλαϊκού οπλοστασίου) αλλά και το κίνημα σε μεγαλύτερη υποχώρηση. Η διάψευση ελπίδων οδήγησε σε απογοήτευση, σε αναδίπλωση, είχε βαθύτερες αρνητικές συνέπειες φέρνοντας τον λαό σε δυσχερέστερες θέσεις για να απαντήσει στη νέα επίθεση, στη σημερινή επέλαση του κεφαλαίου ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα.

Παρόμοια είναι η πείρα από τις «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, που στήριξαν το «μεταλλαγμένο» ΚΚ Ισπανίας και το Πορτογαλικό ΚΚ.

Οι κυβερνήσεις αυτές, υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, πρωτοστάτησαν στον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας, κράτησαν σταθερό το τιμόνι της συμμετοχής και βαθύτερης εμπλοκής στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, εφάρμοσαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τις ίδιες κατευθύνσεις στην αντιλαϊκή διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και της πανδημίας με γνώμονα τις «αντοχές» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Αναφερόμενος τόσο στη συμμετοχή του «μεταλλαγμένου» ΚΚ Ισπανίας στην κυβέρνηση Σάντσεθ, όσο και στη μακροχρόνια επίδραση που έχουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις στη διάβρωση του κινήματος, στέλεχος του ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας (κόμμα που παλεύει σε δυσμενείς συσχετισμούς για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο: «Η εργατική τάξη έχει αφοπλιστεί ιδεολογικά και το εργατικό κίνημα σήμερα έχει μικρότερη ικανότητα να απαντήσει στις νέες επιθέσεις, έχει ανανεωθεί η εμπιστοσύνη των πλατιών μαζών στους αστικούς θεσμούς και σε μια υποτιθέμενη έντιμη, αξιοπρεπή και ευνοϊκή διαχείριση».

Ενάντια σε παλιές και νέες αυταπάτες

Η προγραμματική θέση του ΚΚΕ για άρνηση συμμετοχής ή στήριξης σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού συνεχίζει να αποτελεί «καρφί στο μάτι» της αστικής τάξης.

Μπορεί τα προηγούμενα χρόνια να είχε φανεί προσωρινά ότι η πολιτική πίεση γύρω από αυτό το ζήτημα είχε «καταλαγιάσει», όμως η νέα προσπάθεια κυβερνητικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει πιο έντονα στο προσκήνιο το ζήτημα κυβερνητικής συνεργασίας των λεγόμενων «προοδευτικών δυνάμεων».

Αλλωστε, η αστική τάξη ποτέ δεν παραιτείται από την προσπάθεια χτυπήματος, υπονόμευσης και πίεσης με στόχο να εγκαταλείψει το ΚΚΕ την επαναστατική του στρατηγική. Θυμίζουμε ότι από το μακρινό 2008, ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε σε συνέντευξή του: «Για να μπορέσει το ΚΚΕ να μπει σε μια τροχιά συζήτησης με την υπόλοιπη αριστερά, θα πρέπει να αισθανθεί ότι ο δρόμος που ακολουθεί είναι αδιέξοδος. Με άλλα λόγια, για να αλλάξει το ΚΚΕ στρατηγική, πρέπει να ηττηθεί πολιτικά».

Η στάση του ΚΚΕ το 2012-2015 αποτέλεσε σπουδαία παρακαταθήκη για το εργατικό - λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς. Διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις ώστε να μην αφοπλιστεί το ταξικό εργατικό κίνημα, να μπορεί σήμερα να οργανώνεται η λαϊκή αντεπίθεση στα νέα αντεργατικά σχέδια του κεφαλαίου.

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, εξοπλισμένες με τις προγραμματικές επεξεργασίες και τις πρόσφατες συνεδριακές μας Αποφάσεις, με την ακούραστη δράση μέσα στον λαό, εντείνουμε την προσπάθεια για να βγάζουν οι εργαζόμενοι πολιτικά συμπεράσματα, να ισχυροποιείται ο αγώνας και η πάλη ενάντια στον πραγματικό ταξικό αντίπαλο, να μην εγκλωβίζεται ο λαός σε παλιές και νέες αυταπάτες. Αυτό άλλωστε είναι και το «σύγχρονο» και «προοδευτικό».

Το ΚΚΕ έχει επεξεργασμένη και ανατρεπτική πρόταση διεξόδου που την παλεύει καθημερινά μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων. Δίνει την επίμονη μάχη για την ανασύνταξη του κινήματος σε ταξική κατεύθυνση, για να δυναμώνει ο αντικαπιταλιστικός αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός. Ωστε οι αγώνες, οι διεκδικήσεις, η πάλη των εργαζομένων και των άλλων συμμάχων τους κοινωνικών δυνάμεων να δυναμώνει, αλλά και να ωριμάζει σε πάλη για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, για τη μοναδική διέξοδο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στο δυνάμωμα αυτού του αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ωριμάζουν οι μεγάλες αλλαγές, όχι στα «πλυντήρια» της σοσιαλδημοκρατίας, στις αυταπάτες για κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές φιλολαϊκές λύσεις εντός του συστήματος.

Υποσημειώσεις:

1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1939-1949, τ. Β1, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σ. 378

2. «Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς», 26/2/2019

3. Ρ. Π. Ντατ, «Φασισμός και Κοινωνική Επανάσταση», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σ. 215-217


Του
Κωστή ΜΠΟΡΜΠΟΤΗ*
*Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

 

3 σχόλια:

  1. https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=27/2/2021&id=18166&pageNo=20https://www.komep.gr/m-article/07cefc4a-f42a-11e9-95d7-3ed1504937da/https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=20/2/2021&id=18161&pageNo=24 Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό για τον λαό όσο τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής είναι καπιταλιστική ιδιοκτησία. Γιατί το ΕΑΜ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ δεν διεκδίκησε την εξουσία τον ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944 σε επαναστατικές συνθήκες και με τον συσχετισμό στα Βαλκάνια συντριπτικό. Οι Κομμουνιστές το απαντήσαμε.https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11036664 Καλή χώνεψη σε κάθε Σοσιαλφασίστα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ...Σε εσωτερικό εμπιστευτικό δελτίο του 1932 και εξετάζοντας τις προοπτικές της καπιταλιστικής σταθερότητας, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών εξάρει το ρόλο που έπαιξε η σοσιαλδημοκρατία την περίοδο μετά τον πόλεμο και έως την κρίση του 1929, κυρίως μέσω της πολιτικής παραχωρήσεων και εγκλωβισμού της εργατικής τάξης. «Ο ''έσχατος φορέας'' της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής σταθεροποίησης, η σοσιαλδημοκρατία», εκτιμούν οι Γερμανοί βιομήχανοι, ενώ με τις συνθήκες να μεταβάλλονται διακρίνουν την ανάγκη εναλλαγής: «Καθώς το παλιό τεχνητό φράγμα (σ.σ. η σοσιαλδημοκρατία) δεν μπορεί πλέον να αποκατασταθεί επαρκώς, η μόνη πιθανή σωτηρία της αστικής εξουσίας από την άβυσσο είναι να υλοποιήσει τη διάσπαση της εργατικής τάξης και να την προσδέσει στον κρατικό μηχανισμό, με άλλους πιο άμεσους τρόπους. Εδώ ακριβώς εδράζονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού»3... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. https://prin.gr/2021/07/hands-off-cuba/ Τα παραμύθια των Τροτσκιστών του ΝΑΡ δεν περνάνε όπως και η στήριξη που δίνουν στην οπορτουνιστική αντεπανάσταση στην Κούβα. Απο το 1960 ο λαός αντιμετωπίζει το δολοφονικό εμπάργκο όλου του Καπιταλιστικού κόσμου με επικεφαλής τις ΗΠΑ και το έκανε με απόλυτη επιτυχία γιατί είχαν Σοσιαλισμό με Κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής χωρίς Καπιταλιστικό κέρδος και δικτατορία του προλεταριάτου. Δεν υπήρχε πλουτισμός και ταξικές διαφορές και όλοι αντιμετώπιζαν τις συνέπειες του εμπάργκο το ίδιο και αντιδρούσαν μόνο τα υπολείμματα της Αστικής τάξης που είχαν συμφέρον να επιστρέψουν στον Καπιταλισμό. Απο το 2008 σταδιακά δυστυχώς αλλάζουν τα πράγματα. Στο Κ.Κ επικρατεί η οπορτουνιστική αντεπανάσταση που ξεκινάει σταδιακά την εφαρμογή νόμων του καπιταλισμού και το ξήλωμα του κεντρικού σχεδιασμού. Επιστρέφει το καπιταλιστικό κέρδος ο πλουτισμός η φτώχεια και η εξαθλίωση. Ετσι δίκαια ο λαός που καταστρέφεται χωρίς ρεύμα και στην εξαθλίωση ζητώντας αυτά που του στερούν την ίδια στιγμή που μέσα στην κοινωνία κάποιοι πλουτίζουν. Με τους Κομμουνιστές μειοψηφία μέσα στο κόμμα να εφαρμόζουν τον Δημοκρατικό συγκεντρωτισμό ο λαός μένει απροστάτευτος μέσα στην Καπιταλιστική ζούγκλα που γιγαντώνεται. Σε αυτές τις συνθήκες η οπορτουνιστική αντεπανάσταση κυρίαρχη προσφέροντας χώρο στις ΗΠΑ για ανοιχτή αντεπαναστατική δράση. Επιτακτική ανάγκη μπροστά στην τραγωδία είναι οι Κομμουνιστές να πάρουν το Κ.Κ ξανά στα χέρια τους και μαζί με τον λαό να τσακίσουν αποφασιστικά την οπορτουνιστική αντεπανάσταση για να μπορέσουν να σώσουν τον Σοσιαλισμό. Οσο για τα εξαπτέρυγα της ...πασοκάρας... στην χώρα μας κάνουν το ίδιο με την Κούβα όπως και στο εσωτερικό. Ξεπλένουν τον Καπιταλισμό. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου