Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

«Πυξίδα» ολομέτωπης κλιμάκωσης για την «αποφασιστική δεκαετία» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών

 
ΗΠΑ - «ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ»

 Στο επίκεντρο η προώθηση της «αμερικανικής ηγεσίας» εν μέσω του «στρατηγικού ανταγωνισμού για το μέλλον της παγκόσμιας τάξης»...

 Η νέα «Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας» των ΗΠΑ (National Security Strategy), που παρουσίασε στα μέσα Οκτώβρη η κυβέρνηση Μπάιντεν, αποτυπώνει ανάγλυφα την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να διασφαλίσει με όλα τα μέσα - πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά - την «αμερικανική ηγεσία», την πρωτοκαθεδρία των αμερικανικών μονοπωλίων εν μέσω μεγάλης κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Χαρακτηριστικά, γίνεται λόγος για «σημείο καμπής», για «αποφασιστική δεκαετία» που θα κρίνει τον «στρατηγικό ανταγωνισμό για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της παγκόσμιας τάξης».

Ο στόχος της Ουάσιγκτον για «προώθηση των ζωτικών συμφερόντων της Αμερικής», για «υπέρβαση των γεωπολιτικών ανταγωνιστών» και «επικράτηση στον ανταγωνισμό για τον 21ο αιώνα» - που ντύνεται αποπροσανατολιστικά με γνωστά απατηλά σχήματα του τύπου «δημοκρατίες εναντίον αυταρχικών καθεστώτων» - συνιστά στην πραγματικότητα ολομέτωπη προετοιμασία για παραπέρα κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης που φέρνει νέα δεινά και μεγάλους κινδύνους για τους λαούς.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ιεραρχούνται ως βασικοί τρεις άξονες: Οι επενδύσεις στην ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών μονοπωλίων - με παράλληλα μέτρα για ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής εντός των ΗΠΑ -, η οικοδόμηση ισχυρών καπιταλιστικών συμμαχιών για τη «διαμόρφωση του παγκόσμιου στρατηγικού περιβάλλοντος», με ιδιαίτερη έμφαση στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και, φυσικά, «ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση του στρατού μας, ώστε να είναι εξοπλισμένος για την εποχή του στρατηγικού ανταγωνισμού»...

Στο επίκεντρο ο ανταγωνισμός με την Κίνα

Οπως είναι αναμενόμενο, στο επίκεντρο της «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας» μπαίνει η ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση με την Κίνα, για την οποία επισημαίνεται ξανά ότι «είναι ο μόνος ανταγωνιστής που έχει τόσο την πρόθεση να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια τάξη, όσο και - ολοένα και περισσότερο - την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη για να το κάνει».

Αποτυπώνοντας τις «ανησυχίες» του αμερικανικού κεφαλαίου για την εξέλιξη του ανταγωνισμού, επισημαίνεται ότι η Κίνα επωφελείται «από την ανοικτή διεθνή οικονομία», ενώ περιορίζει την πρόσβαση των αμερικανικών μονοπωλίων στις δικές της αγορές, επιδιώκοντας «να κάνει τον κόσμο πιο εξαρτημένο από την ίδια», «μειώνει δε την εξάρτησή της» από άλλες χώρες.

Επισημαίνονται οι σημαντικές κινεζικές επενδύσεις στις Ενοπλες Δυνάμεις και τον εκσυγχρονισμό τους, τονίζοντας ότι το Πεκίνο αυξάνει την ισχύ όχι μόνο στον Ινδο-Ειρηνικό αλλά παγκόσμια και επιδιώκει τη «διάβρωση των συμμαχιών των ΗΠΑ στην περιοχή και αλλού στον κόσμο».

Κατά τ' άλλα γίνεται λόγος για «κοινές προκλήσεις», στις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει «συνεργασία», αναφέροντας ως τέτοιες μεταξύ άλλων την «κλιματική αλλαγή» και την «παγκόσμια δημόσια υγεία», παρότι πρόκειται βέβαια για τομείς στους οποίους αναπτύσσονται επίσης εντονότατοι ανταγωνισμοί.

Για την αντιμετώπιση της Κίνας δίνεται έμφαση στην κρατική στήριξη των αμερικανικών μονοπωλίων για την «ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, τη βιωσιμότητα», καθώς και στην «ευθυγράμμιση προσπαθειών» με ένα δίκτυο συμμαχιών των ΗΠΑ.

«Ο ανταγωνισμός με την Κίνα είναι πιο έντονος στον Ινδο-Ειρηνικό, αλλά είναι επίσης όλο και περισσότερο παγκόσμιος», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Με φόντο την ολοένα και μεγαλύτερη όξυνση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ - Κίνας για την Ταϊβάν, η ευρύτερη περιοχή των Στενών αναγορεύεται «κρίσιμη για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια και ευημερία», ενώ υποστηρίζεται ότι τίθεται ζήτημα «διεθνούς ανησυχίας και προσοχής». Οι ΗΠΑ, επισημαίνεται, «αντιτίθενται σε μονομερείς αλλαγές του στάτους κβο της περιοχής», ενώ ισχυρίζονται ότι «δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν» επειδή «παραμένουν δεσμευμένες στην πολιτική της μίας Κίνας» - την ώρα βέβαια που οι ΗΠΑ αυξάνουν την αποστολή όπλων στην Ταϊβάν και πρωτοστατούν σε κινήσεις που οδηγούν σε μια de facto διεθνή «αναγνώρισή» της, συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς κ.ά.

Αντίστοιχα, ενώ αυξάνεται επικίνδυνα η στρατηγική κινητικότητα των ΗΠΑ συνολικότερα στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, το κείμενο ισχυρίζεται ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει «μεγαλύτερη στρατηγική σταθερότητα μέσω μέτρων που θα μειώσουν τον κίνδυνο μη εσκεμμένης στρατιωτικής κλιμάκωσης, μέτρων ενίσχυσης των διαύλων επικοινωνίας σε κρίσεις, οικοδόμηση αμοιβαίας διαφάνειας, συμμετοχή του Πεκίνου σε πιο επίσημες προσπάθειες για τον έλεγχο των όπλων».

Η τελευταία αναφορά «φωτογραφίζει» την άρνηση του Πεκίνου να συμμετέχει ακόμα και στις ελάχιστες Συνθήκες που έχουν απομείνει μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για τον «έλεγχο» ορισμένων εξοπλισμών.

Επίσης, επαναφέρονται τα ζητήματα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που αξιοποιούνται σταθερά από τις ΗΠΑ ως μέσο πίεσης και παρεμβάσεων. Μεταξύ άλλων αναφέρονται οι «παραβιάσεις δικαιωμάτων» στο Θιβέτ, η «διάλυση της αυτονομίας στο Χονγκ Κονγκ», τα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και η γενοκτονία στην επαρχία Σιντζιάνγκ».

Η «άμεση και επίμονη απειλή» της Ρωσίας

Την ίδια ώρα, η Ρωσία χαρακτηρίζεται μια «άμεση και επίμονη απειλή» που «αψηφά τους βασικούς νόμους της διεθνούς τάξης σήμερα».

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και στον ρόλο της Ρωσίας σε άλλα μέτωπα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και αντιπαραθέσεων, όπως στη Συρία, στην Κεντρική Ασία κ.α., ενώ επισημαίνεται ότι επιδιώκει παρεμβάσεις στις «δημοκρατικές διαδικασίες» στην Ευρώπη, στην αμερικανική πολιτική σκηνή «και σπέρνει διχόνοιες στον αμερικανικό λαό».

«Η Ρωσία έχει τώρα ένα στάσιμο πολιτικό σύστημα που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού της», αποφαίνεται χαρακτηριστικά το κείμενο της «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας» των ΗΠΑ, με φόντο προηγούμενες δηλώσεις του Μπάιντεν - και «διευκρινίσεις» που ακολούθησαν - που έθεταν θέμα κυβερνητικής αλλαγής στη Μόσχα.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία, υπογραμμίζεται ότι οι ΗΠΑ «βοηθούν» να καταλήξει σε «στρατηγική αποτυχία» ο πόλεμος της Ρωσίας, με τη συμβολή «Ευρώπης, ΝΑΤΟ και ΕΕ». Θεωρούν πως αυτός ο πόλεμος έχει μειώσει γενικότερα την «ήπια ισχύ» και επιρροή της Μόσχας και το διπλωματικό της γόητρο, εκτιμώντας ότι «εκπυρσοκρότησε» η μετατροπή της Ενέργειας «σε όπλο».

Καταγράφεται επίσης και ο ισχυρισμός ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία φθίνει η συμβατική στρατιωτική ισχύς της Ρωσίας και ότι αυτό μπορεί να αυξήσει την εξάρτησή της στα πυρηνικά όπλα. Διαβεβαιώνουν, εντούτοις, ότι δεν θα επιτρέψουν τη χρήση τους, ούτε από τη Ρωσία «ούτε από καμία άλλη δύναμη».

Τα «παγκόσμια συμφέροντα» των ΗΠΑ «σε κάθε περιοχή»

Στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης συμμαχιών των ΗΠΑ για τη βελτίωση της θέσης τους στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως θα επιχειρήσουν εμβάθυνση συνεργασίας με κράτη που βρίσκονται «στον πυρήνα του συνασπισμού μας», αλλά και θα προσπαθήσουν να αναπτύξουν περαιτέρω «συνεκτικούς ιστούς», μέσω της τεχνολογίας, του εμπορίου και της «ασφάλειας» με «δημοκρατικούς συμμάχους και εταίρους» στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και της Ευρώπης, καθώς θεωρείται πως οι «τύχες των δύο περιοχών είναι αλληλένδετες».

Οι παραπάνω συμμαχίες χαρακτηρίζονται «ο πιο σημαντικός στρατηγικός άσος», ο οποίος θα ωφελήσει «την εθνική ασφάλεια».

Οι ΗΠΑ αυτοπροβάλλονται άλλωστε ως «διεθνής δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα» που είναι ισχυρή «σε κάθε περιοχή» λόγω των «συμμαχιών» με άλλες χώρες.

Καθώς βέβαια εντείνεται η αντιπαράθεση με την Κίνα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, επισημαίνοντας ότι εκεί οι ΗΠΑ έχουν «ζωτικό συμφέρον να παραμένει η περιοχή ανοικτή, διασυνδεδεμένη, ευημερούσα, ασφαλής και βιώσιμη».

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην περιοχή του Δυτικού Ημισφαιρίου, την αμερικανική ήπειρο, επισημαίνοντας ότι «επιδρά άμεσα στις ΗΠΑ περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή».

Σταθερά στο προσκήνιο παραμένουν τα σχέδια για μια πιο «ολοκληρωμένη Μέση Ανατολή», που ενισχύει «συμμάχους και εταίρους». Καθώς ωστόσο το επίκεντρο της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης μεταφέρεται αλλού, επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι θα επιχειρήσουν «να μειώσουν τις απαιτήσεις πόρων που διεκδικεί η περιοχή από τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα».

Σε ό,τι αφορά την Αφρική, η οποία «αναβαθμίζεται» συνεχώς ως πεδίο σφοδρού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, επισημαίνεται πως πρόκειται για μια περιοχή που διακρίνεται για τον δυναμισμό, την καινοτομία και τη δημογραφική της ανάπτυξη, κάνοντάς την «κεντρική» στην αντιμετώπιση «σύνθετων διεθνών προβλημάτων».


Δ. Ορφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου