«(...) Να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν
διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως
άνθρωποι σ' αυτήν την πατρίδα και μ' αυτήν τη θρησκείαν. Χωρίς αρετή και
πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκείαν τους έθνη δεν
υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η 'διοτέλεια. Και αν
σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς
(...).
Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και διά τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικροτέρου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη τη θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελή αυτά, και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζει ως προκομμένος την αλήθεια, το ίδιον και ο απλός. Οτι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός ούτε ο αδύνατος, και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορή να πάρη το βάρος και παίρνη και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ, να λέγη εμείς. Οτι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας. Οι άρχοντές μας, οι αρχηγοί μας έγιναν "Εκλαμπρότατοι", έγιναν "Γενναιότατοι" και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όμως τίποτας δεν τους αναπεύει. Ημασταν φτωχοί, εγίναμεν πλούσιοι.
Ηταν ο Κιαμίλμπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων. Οταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από τη Ζάκυνθο, δεν είχαν ούτε πιθαμή γης, τώρα φαίνεται τι έχουν. Το ίδιον και εις τη Ρούμελη, Γκούρας και Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίγοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το έθνος; Μιλλιούνια ακόμα διά της μεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται, όλο νόμους και φατρίες διά το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν. Οσα έπαθε η πατρίς διά τους νόμους - και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων (...)».
Στρατηγός Μακρυγιάννης
"Δεν ήταν καλός", λέει ο Μακρυγιάννης. "Τον πλέρωσα και έφυγε".
Περιγραφές πιστές και πιστές αναπαραστάσεις. Η ιστορία από την "πηγή" στην καταγραφή, για να διασωθεί σωστά και τίμια. Για να γίνει σωστή "μελέτη" και να βγούνε σωστά "συμπεράσματα". Για κάθε χρήση. Με κάθε λεπτομέρεια. Και με κάθε ακρίβεια. Τίποτα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Και δεν πήγε. "Οι είκοσι αυτοί πίνακες", λέει ο Σεφέρης, "είναι από τα μνημεία εκείνα, που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας".
Μπροστά σε αυτούς τους πίνακες, "κλαίνε άνθρωποι από συγκίνηση", όταν τους πρωτοαντικρίζουν. Τέτοια αξία έχουν και για την πιστότητα και για την αλήθεια τους. Γι' αυτό και έχουν καταγραφεί στη συνείδησή μας σαν τα "πιο ζωντανά μνημεία της λαϊκής μας ζωγραφικής". Εμειναν - οριστικά - στην ιστορία. Μεγάλες αξίες. Εκατόν πενήντα οχτώ χρόνια - συνέχεια - μεταδίδουν την ακρίβεια τους. Και θα τη μεταδίδουν στον "αιώνα τον άπαντα". Γιατί μεταφέρουν σωστά - και τίμια - την πραγματικότητα. Δεν παραποιούν την αλήθεια, όπως πήγε να την παραποιήσει ο Φράγκος ζωγράφος...
Με τι σεβασμό να σταθούνε οι γενιές που
έρχονται μπροστά στους σημερινούς"πίνακες" των καναλιών και των άλλων
Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης; Αυτοί οι"πίνακες" δε μεταφέρουν καμιά ηθική
αξία. Και γι' αυτό κανένας μελλοντικός άνθρωπος δεν πρόκειται να
δακρύσει - από σεβασμό και συγκίνηση - κοιτώντας ετούτες τις φθηνές
εικόνες. Αυτές τις καρικατούρες. Ετούτοι οι "Φράγκοι" δημοσιογράφοι, οι
"Φράγκοι" αναλυτές, οι "Φράγκοι" ειδικοί, δε ζωγραφίζουν την αλήθεια.
Δεν περιγράφουν σωστά και τίμια του - δίκαιους - αγώνες των αγροτών, των
καθηγητών, των δασκάλων... αλλού βάζουν τις σκιές, αλλού το φως. Δεν
τοποθετούν στη σωστή θέση το δίκαιο και στη δική του το άδικο.
Παραποιούνε - συνειδητά - την πραγματικότητα.
Δε σέβονται τίποτα.
Είναι παραχαράκτες!
Από τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη
Καταδίκη της βαυαροκρατίας και μύηση στην επανάσταση του 1843
(...) Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι' αρφανά και διά 'κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι' αυτούς όλους είναι φτωχή, και διά τον Αρμπασπέρη έχει οπού 'ρθε ψωργιασμένος κόντης κι' έφυγε μ' ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι' αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπο και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Ελληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας;» (...) «Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού 'ρθες και ποιους θα προδώσεις; Που το τζάκισες αυτό το χέρι; - Σ' το Μισολόγγι, μου λέγει. - Πού το τζάκισα εγώ αυτό; Σ' τους Μύλους του Αναπλιού. - Διατί τα τζακίσαμεν; Διά την λευτεριά της πατρίδος. Που 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου!» Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης.
....
«Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; Οταν αγωνιστή μόνος του να φκιάση, ή χαλάση, να λέγη "εγώ", όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις το "εμείς" και όχι εις το "εγώ"...»
*
Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η
θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη
αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία.Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και διά τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικροτέρου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη τη θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελή αυτά, και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζει ως προκομμένος την αλήθεια, το ίδιον και ο απλός. Οτι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός ούτε ο αδύνατος, και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορή να πάρη το βάρος και παίρνη και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ, να λέγη εμείς. Οτι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας. Οι άρχοντές μας, οι αρχηγοί μας έγιναν "Εκλαμπρότατοι", έγιναν "Γενναιότατοι" και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όμως τίποτας δεν τους αναπεύει. Ημασταν φτωχοί, εγίναμεν πλούσιοι.
Ηταν ο Κιαμίλμπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων. Οταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από τη Ζάκυνθο, δεν είχαν ούτε πιθαμή γης, τώρα φαίνεται τι έχουν. Το ίδιον και εις τη Ρούμελη, Γκούρας και Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίγοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το έθνος; Μιλλιούνια ακόμα διά της μεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται, όλο νόμους και φατρίες διά το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν. Οσα έπαθε η πατρίς διά τους νόμους - και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων (...)».
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Οπως ο Μακρυγιάννης...
"Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου
φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δε γνώριζα τη γλώσσα του.
Εφκιαξε δου - τρεις, δεν ήταν καλές... "!
Αλλα του 'λεγε
ο Μακρυγιάννης, του Φράγκου ζωγράφου, άλλα ζωγράφιζε εκείνος. Λέξη δεν
καταλάβαινε από τους αγώνες - και τις αγωνίες - αυτού του τόπου ο
Φράγκος. Αλλα χρώματα έβαζε εκεί που θα έπρεπε να έβαζε άλλα. Αλλού
έβαζε τις σκιές, αλλού το φως. Αλλού τη δύναμη, αλλού την πίκρα. Αλλού
τον πόνο. Αλλού τον ενθουσιασμό. Αλλού την ελπίδα. "Εφκιανε", δηλαδή,
εικόνες που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Παραποιούσε την
ιστορία..."Δεν ήταν καλός", λέει ο Μακρυγιάννης. "Τον πλέρωσα και έφυγε".
Εδιωξε
τον παραχαράκτη και στη θέση του έστειλε και έφεραν από τη Σπάρτη τον
αγωνιστή Παναγιώτη Ζωγράφο και τα δύο παιδιά του. Αυτοί κάθισαν σπίτι
του από το 1836 έως τα 1839 και "έφκιασαν" είκοσι πίνακες. Είκοσι
πίνακες, που τους "περιέγραφε" ο Μακρυγιάννης και εκείνοι έκαναν αυτές
τις "περιγραφές" εικόνες. Είκοσι πίνακες "χαρά των ματιών", αλλά και με
μεγάλη πιστότητα στην πραγματικότητα. Τέτοια πιστότητα, που σύμφωνα με
τους ειδικούς, μπορεί κανείς να δει αυτούς τους πίνακες και σαν
"στρατιωτικά ντοκουμέντα". Εχουν τέτοια ακρίβεια οι αναπαραστάσεις των
μαχών, που γίνονται χρήσιμοι, αυτοί οι πίνακες, για μελέτες και για
στρατιωτικά συμπεράσματα, ακόμα. Τέτοια δουλιά κάνανε ετούτοι οι
Σπαρτιάτες. Και ο Μακρυγιάννης, βέβαια!
Ο
"αγράμματος" αυτός άνθρωπος είχε καταλάβει πόσο αναγκαίο ήταν να
καταγραφεί - σωστά και πιστά - η πραγματικότητα της πατρίδας του. Πόσο
χρήσιμο και απαραίτητο ήταν να "διασωθεί" η αλήθεια της εποχής, της κάθε
μέρας, της κάθε ώρας, της κάθε στιγμής. Πόσο αναγκαίο είναι για έναν
λαό οι"ζωγραφιές" του να είναι πιστές στην αλήθεια. Να μην παραποιούνται
οι μάχες του και οι αγώνες του.
"Επαιρνα το ζωγράφο και
βγαίναμε στους λόφους και το 'λεγα: "Ετσι είναι εκείνη η θέση, έτσι
εκείνη. Αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος,
των Τούρκων εκείνος"...".Περιγραφές πιστές και πιστές αναπαραστάσεις. Η ιστορία από την "πηγή" στην καταγραφή, για να διασωθεί σωστά και τίμια. Για να γίνει σωστή "μελέτη" και να βγούνε σωστά "συμπεράσματα". Για κάθε χρήση. Με κάθε λεπτομέρεια. Και με κάθε ακρίβεια. Τίποτα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Και δεν πήγε. "Οι είκοσι αυτοί πίνακες", λέει ο Σεφέρης, "είναι από τα μνημεία εκείνα, που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας".
Μπροστά σε αυτούς τους πίνακες, "κλαίνε άνθρωποι από συγκίνηση", όταν τους πρωτοαντικρίζουν. Τέτοια αξία έχουν και για την πιστότητα και για την αλήθεια τους. Γι' αυτό και έχουν καταγραφεί στη συνείδησή μας σαν τα "πιο ζωντανά μνημεία της λαϊκής μας ζωγραφικής". Εμειναν - οριστικά - στην ιστορία. Μεγάλες αξίες. Εκατόν πενήντα οχτώ χρόνια - συνέχεια - μεταδίδουν την ακρίβεια τους. Και θα τη μεταδίδουν στον "αιώνα τον άπαντα". Γιατί μεταφέρουν σωστά - και τίμια - την πραγματικότητα. Δεν παραποιούν την αλήθεια, όπως πήγε να την παραποιήσει ο Φράγκος ζωγράφος...
Από αυτόν, βέβαια, γλιτώσαμε -
και γλίτωσε και η αλήθεια - χάρη στο Μακρυγιάννη. Στο μεταξύ το "μέσον"
της καταγραφής έχει προοδέψει. Καινούρια υλικά και καινούριοι τρόποι
έχουν εφευρεθεί για να καταγράψεις την αλήθεια για "μελέτη" και για
"συμπεράσματα". Ομως, το ζητούμενο είναι, πάλι, το ίδιο. Γέμισε ο τόπος
από "κακούς Φράγκους ζωγράφους", που παραποιούν την αλήθεια. Που λένε
ψέματα. Που άλλα λέει η ζωή - και οι αγώνες των ανθρώπων- και άλλα
ετούτοι καταγράφουν και αφήνουν για "μελέτη" και "συμπεράσματα" στους
επόμενους.
Παραποιούνε - συνειδητά - την πραγματικότητα.
Δε σέβονται τίποτα.
Είναι παραχαράκτες!
Από τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη
Καταδίκη της βαυαροκρατίας και μύηση στην επανάσταση του 1843
(...) Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι' αρφανά και διά 'κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι' αυτούς όλους είναι φτωχή, και διά τον Αρμπασπέρη έχει οπού 'ρθε ψωργιασμένος κόντης κι' έφυγε μ' ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι' αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπο και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Ελληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας;» (...) «Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού 'ρθες και ποιους θα προδώσεις; Που το τζάκισες αυτό το χέρι; - Σ' το Μισολόγγι, μου λέγει. - Πού το τζάκισα εγώ αυτό; Σ' τους Μύλους του Αναπλιού. - Διατί τα τζακίσαμεν; Διά την λευτεριά της πατρίδος. Που 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου!» Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης.
....
«Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; Οταν αγωνιστή μόνος του να φκιάση, ή χαλάση, να λέγη "εγώ", όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις το "εμείς" και όχι εις το "εγώ"...»
Και τούτο συνέβη γιατί ο λαός (ανάμεσά του και ο λαϊκός κλήρος) δεν άκουσε τις «νουθεσίες» του ραγιαδισμού ούτε τις φοβέρες των φορέων του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτοί, οι δεύτεροι, αντί του «Ελευθερία ή θάνατος» είχαν άλλη αντίληψη:
«Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου», έλεγαν…