Τέτοιες μέρες, 18 του Αυγούστου 1944, «Έλληνες» ταγματασφαλίτες συνεργάτες των Γερμανών πιάνουν σε ενέδρα στα περιβόλια στον Αη Γιάννη το Ρέντη, τον ξακουστό σαλταδόρο Στέλιο Καρδάρα, το αγαπημένο παιδί της Κοκκινιάς, και θα τον δολοφονήσουν μετά από φριχτά βασανιστήρια.
Με αφορμή την επέτειο, η στήλη παρουσιάζει ένα διήγημα του αντιστασιακού – λογοτέχνη Δημήτρη Λιάτσου.
Ο θάνατος του σαλταδόρου
του Δημήτρη Λιάτσου
του Δημήτρη Λιάτσου
Γύριζα όλη την μέρα στον Πειραιά, πουλώντας παστέλια. Ήταν τα παστέλια αυτά,
ένα κατασκεύασμα από μαύρες σταφίδες και λίγο σουσάμι. Έπαιρνα σβάρνα τα
εργοστάσια, τις πλατείες, το λιμάνι και διαλαλούσα το «ωραίο και νόστιμο
παστέλι».
Λίγο πολύ τα βόλευα. Ψιλοπράγματα δηλαδή, για να ξεγελάμε την κατάσταση. Τότε τα Γυμνάσια είχανε κλείσει. Κι αν άνοιγαν, άνοιγαν για λίγο καιρό κι ύστερα πάλι λουκέτο, γιατί οι κατακτητές φοβόντουσαν τις φασαρίες και τις απεργίες, που κάθε τόσο κάναν οι μαθητές.
Έτσι το ’ριξα στη δουλειά βοηθώντας τους δικούς μου. Στην αρχή πήγα στο Χασάνι. Οι Γερμανοί παίρναν εργάτες, για μια νερόβραστη σούπα κι ένα κομμάτι μαύρη κουραμάνα. Εκεί όμως έπεφτε ξύλο από τον Γερμανό επιστάτη, που όλα τα παιδιά τον ξέραν «ο κουλός», γιατί είχε ένα χέρι. Σκύλος σωστός! Γύριζε μανιασμένος φωνάζοντας με τη φωνή του τη βραχνή:
– Αρμπάϊτ σνέλ!
Όταν έβλεπε και καθόταν κανένας να ξεκουραστεί και δεν έσκαβε, λύσσαγε. Έβγαζε το στυλιάρι του γκασμά και τον κοπανούσε αλύπητα. Αυτός ήθελε δουλειά. Εμείς κοροϊδεύαμε, ίσα ίσα για να τρώμε.
*
Μια βδομάδα δούλεψα εκεί. Πήρα ένα πρωί το μετάλλινο δίσκο που ’χε η μάνα
μου μέσα στον κομό και που της χρησίμευε για τα κεράσματα των μουσαφίρηδων,
έφτιαξα και μια στέκα όπως, όπως, και μια και δυο, πουλούσα παστέλια.
Σηκωνόμουνα απ’ τα χαράματα. Ένοιωθα μεγάλη χαρά, έτσι καθώς κάθε βράδυ,
γύριζα σπίτι φορτωμένος, πότε με κάνα λάχανο, πότε με καμιά οκά πατάτες που
αγόραζα απ’ τα κέρδη.Είχα μάθει τον Πειραιά σπιθαμή με σπιθαμή. Πρώτα γυρόφερνα όλα τα λαμαρινάδικα της Λεύκας. Πήγαινα και στου Παπαστράτου κι ύστερα, κατέβαινα στο λιμάνι. Καθόμουν έξω απ’ το μέγαρο του Βάττη. Εκεί και παστέλια περισσότερα πουλούσα, αλλά μου άρεσε να βλέπω και τα βαπόρια. Δεν είχε πολλά. Μερικά γερμανικά, καμωμένα από τσιμέντο και δικά μας καΐκια. Έκανα όνειρα. «Σαν φτιάξουνε τα πράματα – έλεγα – καλά θα ’ναι να γίνω ναυτικός, να γυρίζω όλο τον κόσμο».
Μερικές φορές άραζαν κάτι μικρά ιταλικά πολεμικά. Βγαίναν από μέσα οι Ιταλοί ναύτες και τραβούσαν γραμμή για τα «σπίτια», κρατώντας πανιόττες, όπως λέγανε τα μικρά ψωμάκια. Τούτοι, δεν μοιάζανε τους βλοσυρούς κι αγέλαστους Γερμανούς. Όλο φώναζαν και χειρονομούσαν και πάντα τραγουδούσαν. Θυμάμαι το «Μάμα» που το ’μαθα κιόλας. Ήταν ένα τραγούδι λυπητερό που μίλαγε για έναν στρατιώτη που πολεμούσε και που νοσταλγούσε τη μάνα του! Αντιπολεμικό τραγούδι, που το ’λεγαν οι Ιταλοί με πάθος! Λοιπόν, μπροστά στα «Ηλύσια» τον κινηματογράφο, γινόταν πατιρντί με τους Ιταλούς ναύτες, έτσι που παζάρευαν με τα «κορίτσια»:
– Σινιόρε, βένε κουί! Πρέγκο!
– Κύριε, έλα σε παρακαλώ, τους φώναζαν.
Εκείνοι γέλαγαν, τα πείραζαν, τους δείχνανε τις πανιόττες κι ύστερα ανέβαιναν μαζί τις σκάλες των ξενοδοχείων. Για μια πανιόττα! Κι ήταν τα «κορίτσια» αυτά, παιδιά ακόμη!…
Άλλες φορές πάλι, κατέληγα στη Γέφυρα στα παλιατζίδικα. Εδώ είχε αγορά. Πουλούσαν απ’ όλα.
Μόνο λεφτά να είχες κι εύρισκες και του πουλιού το γάλα, που λένε. Αν δεν ξεπουλούσα, τραβούσα για τις αποθήκες των Γερμανών, κοντά στα δεύτερα σίδερα, που δούλευαν δικοί μας εργάτες. Το τι γινόταν στη κλεψιά, μη ρωτάς. Μπρος στα μάτια των Γερμανών σκοπών, γυναίκες και άντρες, περνούσαν φορτωμένοι πατάτες, αλεύρι μέχρι κονσέρβες. Πήγαιναν στα γύρω καφενεία κι άδειαζαν τις τσέπες τους, τις κάλτσες τους κι ύστερα πάλι τα ίδια. Συχνά έκανα τράμπα. Έδινα παστέλια και μου έδιναν πατάτες.
Ο Στέλιος Σπανός ή «Καρδάρας» |
Ύστερα, ήταν και οι σαλταδόροι. Άλλοι αυτοί πάλι. Στήνανε καρτέρι στις στροφές των δρόμων, βάζοντας στο μάτι τα Γερμανικά αυτοκίνητα. Για πότε σαλτάριζαν απάνω! Παίζανε τη ζωή τους κορώνα γράμματα. Πόσες φορές πλημμύρισαν οι δρόμοι από πατάτες, από αλεύρι, από ζάχαρη, καθώς πετούσαν τα τσουβάλια. Τούτοι οι σαλταδόροι, είχανε δικό τους Θεό. Ένα μόνο ξέρανε: Να κλέβουνε τους κατακτητές! Όλοι τους παλληκάρια γεροδεμένα, που το ’λεγε η καρδιά τους! Στέκια τους η Λεύκα, η Παλαμηδίου, η Ρετσίνα. Πολλές φορές έπεσα πάνω στη «δουλειά» τους και θαύμασα την τόλμη τους! Για πότε πετούσαν κάτω τα τσουβάλια, με το «πράμα»! Μέχρι να πάρουνε χαμπάρι οι Γερμανοί, εκείνοι το είχανε μαζέψει και τους είχε καταπιεί η γη!
Ο λαός τους αγαπούσε τους σαλταδόρους, γιατί ήταν μπεσαλήδες και πονετικοί! Άμα ξέρανε κανένα που υπόφερνε, τον συντρέχανε με το παραπάνω!
Στην αρχή οι Γερμανοί αδιαφόρησαν. Ύστερα, όμως, σαν είδαν ότι ολάκερα αυτοκίνητα φορτωμένα με ψωμιά, με λάστιχα, με λάδι, κάνανε φτερά, πήρανε τα μέτρα τους. Οι σταλταδόροι όμως όλο και τους στήνανε παγίδες, όλο και κάτι τους βάζανε στο χέρι.
Πιάσανε και μερικούς όπως τον Βιδάλη, δυο μέτρα μπόι! Τον είδα μια φορά στην ανηφόρα του Καραβά, να σκαρφαλώνει σε μια γερμανική νταλίκα και να πηδάει κάτω, με μια ρεζέρβα αγκαλιά. Αυτός κι αν τους είχε κάνει λαχτάρες! Ώσπου έπεσε στα χέρια τους. Τον κλείσανε φυλακή, αργότερα όμως τον τουφέκισαν.
Οι άλλοι συνέχιζαν άφοβα. Κι όλο τραγουδούσαν το τραγούδι εκείνο, που το ’μαθε τότες όλος ο κόσμος:
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
τη ρεζέρβα να σου πάρω!…
*
Μια μέρα, μου είχανε μείνει κάμποσα παστέλια. Είχα σπάσει τα πόδια μου να
γυρίζω. Αφού έφαγα και μερικά, το απογευματάκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι, με
τα πόδια. Εκεί στην διασταύρωση Ρετσίνα και Αγίου Διονυσίου, είδα από μακριά
μαζεμένο κόσμο. Έκανα τη σκέψη, πως θα μοιράζουν με το δελτίο τίποτα πάλι. Σαν
πλησίασα όμως, τα ’χασα. Στη μέση του δρόμου, ήταν πεσμένος ένας νέος. Από πάνω
του στεκόταν ένας Γερμανός με το πιστόλι στο χέρι. Λίγο πιο κάτω, βρισκόταν ένα
σταματημένο αυτοκίνητο, φορτωμένο ντενεκέδες.– Τι είναι καλέ; ρώτησα μια γυναίκα.
– Ένας σαλταδόρος παιδί μου, αποκρίθηκε. Πήγε να κατεβάσει βενζίνες από τ’ αυτοκίνητο. Τον είδε όμως αυτός ο Γερμανός και τον πυροβόλησε. Έχει χτυπήσει στο πόδι.
Πλησίασα πιο κοντά, για να δω καλύτερα τον σαλταδόρο. Αμέσως τον γνώρισα. Τον ήξερα. Τον είχα δει κάμποσες φορές με την παρέα του. Τον φώναζαν Αράπη, γιατί ήταν μαυριδερός. Θυμήθηκα ότι πάντοτες αγόραζε παστέλια. Τον ήξερα ακόμη κι από την μπάλα. Έπαιζε στον «Ήφαιστο», στο ανεξάρτητο σωματείο. Κάθε Κυριακή, όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου, πηγαίναμε στο γηπεδάκι, εκεί κοντά στον «Πράσινο Μύλο» και παρακολουθούσαμε τον αγώνα. Έπαιζε «εξτρέμ» αριστερό και σε κάθε ματς έβαζε γκολ, γιατί ήταν σβέλτος. Εμείς τον θαυμάζαμε και τον ζηλεύαμε μαζί, τον Αράπη τον μπαλαδόρο! Τώρα τον έβλεπα ξανά λαβωμένο, ανήμπορο, στα χέρια των Γερμανών. Για πότε μαθεύτηκε και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; Τρέξανε απ’ τα γύρω μαγαζιά, απ’ τα εργοστάσια.
– Πιάσαν έναν σαλταδόρο οι Γερμανοί! άκουγες παντού.
Οι πιότεροι, μόλις τον βλέπανε τον γνώριζαν αμέσως.
– Ρε, ο Αράπης, ο σαλταδόρος!
– Βρε τον κακόμοιρο!
– Θα χάσει όλο του το αίμα, τον άμοιρο!
Φαινόταν να υποφέρει, γιατί δάγκωνε τα χείλη του. Ο Γερμανός που τον χτύπησε, έκοβε βόλτες πάνω κάτω.
Η αγωνία του κόσμου μεγάλωνε, κάθε λεπτό που περνούσε. Όλοι αναρωτιούνταν τι θα γίνει το χτυπημένο παλικάρι, που κείτονταν στη μέση του δρόμου, χωρίς να μπορεί κανείς να πάει να το βοηθήσει.
Πάνω στην ώρα, φάνηκε να έρχεται ένα γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο.
– Μήπως είναι αυτό; – ρωτούσε ο κόσμος – που θα ’ρθει να τον πάρει;
– Σε φορτηγό θα τον βάλουν;
– Όχι! Θα ’ρθει νοσοκομειακό!
Το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. Όλοι νομίζανε ότι ο οδηγός του, θα ’βλεπε τον πληγωμένο και θα σταματούσε ή θα ’στριβε. Τίποτα όμως. Τράβηξε γραμμή επάνω του. Οι χονδρές ρόδες του μπλέχτηκαν με το κορμί του. Το ’συραν μαζί τους. Ο κόσμος απόμεινε ξερός. Δεν το περίμενε. Όταν το κατάλαβε, πρώτες οι γυναίκες μπήξανε τις φωνές:
– Αχού! πάει το παλικάρι!
– Το σκότωσε ο κακούργος!
Η άσφαλτος γιόμισε αίματα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε παρά πέρα. Κατέβηκε ένας ξεδοντιάρης ξανθός Γερμανός. Έσκυψε κι είδε το παλικάρι που σπαρτάραγε ακόμη.
– Κλέψει, κλέψει! είπε δείχνοντας το μίσος του.
Ο άλλος Γερμανός φαίνεται πως δεν το ’θελε αυτό. Του ’λαβε τον λόγο, του μιλούσε έντονα. Ποιος ξέρει τι του ’λεγε.
Όλοι νόμιζαν πια, πως ο σαλταδόρος, θα πέθαινε εκείνη τη στιγμή. Όχι! Ζούσε! Ανέπνεε ακόμη! Η ανάσα του έβγαινε βαριά. Τότε ο κόσμος σάστισε. Είδε το σακατεμένο νέο, να σέρνεται σαν το φίδι κι ήρθε κι απόκαμε στην άκρη του πεζοδρομίου. Πίσω του άφησε κόκκινα σημάδια.
Δεν άντεχα πια να δω. Έφυγα με βουρκωμένα μάτια.
*
Πήγα σπίτι φαρμακωμένος. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Τώρα πιότερο μισούσα τους
κατακτητές. Δεν ήθελα ούτε να φάω, κι ας είχαμε μακαρόνια. Κάθισα και διηγήθηκα
στους δικούς μου την ιστορία του άτυχου σαλταδόρου. Μ’ έτρωγε η έγνοια τι
ν’ απόγινε. Άραγε ζούσε;Την άλλη μέρα, δεν κατέβηκα στη δουλειά. Ο θάνατος όμως του σαλταδόρου, μαθεύτηκε παντού. Από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε το κακό μαντάτο: Τον πήγανε στο νοσοκομείο του «Σαπόρτα». Έζησε λίγες ώρες. Πώς μπορούσε να ζήσει; Το ίδιο βράδυ, ολάκερη η συνοικία που καθόταν, θρηνούσε.
– Πάει ο Αράπης!
–Τον φάγαν οι Γερμανοί!
Τρέξαν οι συναθλητές του που παίζανε μαζί μπάλα και τον σήκωσαν στα χέρια, έτσι μέχρι το φτωχό σπιτάκι του. Τον σκέπασαν με τη σημαία της ομάδας τους! Όλες οι γειτονιές πέρασαν και προσκύνησαν το ατρόμητο παλικάρι. Οι γριές μοιρολογούσαν, οι κοπελιές κλαίγανε τα νιάτα του!
Μέχρι σήμερα που περνάω κάθε μέρα απ’ το σημείο εκείνο – στα φανάρια της διασταύρωσης Ρετσίνα και Αγίου Διονυσίου – μου ’ρχεται στο νου ο Αράπης, ο σαλταδόρος, που σκαρφάλωνε στα γερμανικά αυτοκίνητα!!!
Απόσπασμα από την Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου