Οι δυνάμεις
κατοχής και οι ντόπιοι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους δολοφονούν 149 κατοίκους
του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, 2/9/1944, (Ολοκαύτωμα Χορτιάτη).
Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη
Οι Γερμανοί προετοιμάζουν την αποχώρηση τους μπρος
στην διαφαινόμενη ήττα τους. Στα σχέδια τους για ασφαλή υποχώρηση, να
εκκαθαρίσουν την περιοχή γύρω απ' την Θεσσαλονίκη από τις
δυνάμεις του ΕΛΑΣ και
την παραδώσουν στους Άγγλους. Εμπόδιο το 2ο τάγμα του 31ου Συντάγματος του
ΕΛΑΣ, γνωστό σαν "Τάγμα του Χορτιάτη". Με δύναμη πάνω από 250 άντρες
κυριαρχεί στην περιοχή, φέρνοντας πονοκέφαλο σε Γερμανούς και ντόπιους
συνεργάτες τους.
Στις 12 Ιουλίου ομάδα ΕΛΑΣιτών από μαχητές του
Τάγματος Χορτιάτη και του συγκροτήματος Νιγρίτας - Σοχού, χτυπούν τον
αστυνομικό σταθμό και την φρουρά του Σανατόριου στο Ασβεστοχώρι. Αφοπλίζονται
χωροφύλακες και με τα όπλα τους οπλίζονται τρόφιμοι του Σανατόριου που
προσχωρούν στον ΕΛΑΣ. Κατά την αποχώρηση χτυπιέται γερμανικό αυτοκίνητο και
σκοτώνονται 2 Γερμανοί στρατιώτες και άλλοι 2 τραυματίζονται. Οι Γερμανοί,
θορυβημένοι, ζητούν την συνδρομή του 2ου Βουλγαρικού Σώματος Στρατού. Στο
τηλεγράφημα που στέλνουν στους Βούλγαρους λένε: "Από την αναγνώριση που
έγινε στην περιοχή Ασβεστοχωρίου - Χορτιάτη προέκυψε ότι εκεί σταθμεύουν
δυνάμεις των συμμοριών, οι οποίες ενισχύθηκαν ..... η ριζική και γρήγορη
εκκαθάριση της περιοχής θεωρείται απαραίτητη ..." Η απόφαση για το
χτύπημα του Χορτιάτη είχε παρθεί!
26 και 31 Ιουλίου οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, κάνουν διπλό μπλόκο στο
Ασβεστοχώρι. Τον Αύγουστο αρχίζουν, χωρίς επιτυχία, εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις από ταγματασφαλίτες και από Γερμανούς και Βούλγαρους στρατιώτες.
Στις 2 Σεπτεμβρίου στήνεται μπλόκο στον δρόμο προς Χορτιάτη καθώς οι ΕΛΑΣίτικες
δυνάμεις πληροφορούνται από το ΕΑΜ Πανοράματος ότι πρόκειται να κινηθεί προς
Χορτιάτη δύναμη ταγματασφαλιτών και Γερμανών στρατιωτών. Επικεφαλής της
διμοιρίας είναι ο Βάιος Ρικούδης. Προσπαθούν να σταματήσουν διερχόμενο
αυτοκίνητο, τις ύδρευσης, το οποίο όμως "γκαζώνει" και προσπαθεί να
φύγει. Η ομάδα του ΕΛΑΣ πυροβολεί. Λίγο παρακάτω σταματάει και οι αντάρτες
διαπιστώνουν ότι υπάρχουν δύο τραυματίες, Έλληνες. Ο οδηγός και ένας εργοδηγός
που είχε διατάξει να μη σταματήσουν το αυτοκίνητο. Τους μεταφέρουν στο χωριό
για περίθαλψη (σημ. ο εργοδηγός θα πεθάνει από τα τραύματα του) Μισή ώρα
αργότερα χτυπιέται Γερμανικό όχημα Νεκρός ένας Λοχίας και ένας στρατιώτης
τραυματίας συλλαμβάνεται..
Δύο ώρες αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα κινούνται προς Χορτιάτη. Η διμηρία φεύγει προς το χωριό και ενημερώνει τον Καπετάν Φλωριά και τους άντρες του που βρίσκονται εκεί. Οι ΕΛΑΣίτες μαζεύουν τους κατοίκους και αποχωρούν προς το βουνό για να τους προστατέψουν. Αρκετοί όμως κάτοικοι παραμένουν κάτω από τις προτροπές του προέδρου Χρήστου Μπατάτσιου και του ιερέα Δημήτρη Τομαρά, να μη φύγουν γιατί αυτοί θα πείσουν τους Γερμανούς να μη τους κάνουν κακό.
Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς τον Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και ταγματασφαλίτες. Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για τη βιαιότητα του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ. Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δυο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια λεηλατούν ότι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού, φωνάζοντας πως είναι Έλληνες ή παριστάνοντας τους αντάρτες καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους δίνοντάς τους ψεύτικες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Άλλοι απλά πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Δύο ώρες αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα κινούνται προς Χορτιάτη. Η διμηρία φεύγει προς το χωριό και ενημερώνει τον Καπετάν Φλωριά και τους άντρες του που βρίσκονται εκεί. Οι ΕΛΑΣίτες μαζεύουν τους κατοίκους και αποχωρούν προς το βουνό για να τους προστατέψουν. Αρκετοί όμως κάτοικοι παραμένουν κάτω από τις προτροπές του προέδρου Χρήστου Μπατάτσιου και του ιερέα Δημήτρη Τομαρά, να μη φύγουν γιατί αυτοί θα πείσουν τους Γερμανούς να μη τους κάνουν κακό.
Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς τον Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και ταγματασφαλίτες. Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για τη βιαιότητα του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ. Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δυο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια λεηλατούν ότι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού, φωνάζοντας πως είναι Έλληνες ή παριστάνοντας τους αντάρτες καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους δίνοντάς τους ψεύτικες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Άλλοι απλά πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη. Το χωριό καίγεται και σι Γερμανοί και σι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια. Δείχνουν μάλιστα να το διασκεδάζουν… Πίνουν και γελούν σαν σε πανηγύρι.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει το διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό παλούκωμα) της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη του χωριού εκτελούν μια μητέρα με το μωρό της στην αγκαλιά το οποίο και μετά το θάνατο της θα εξακολουθήσει να θηλάζει τη νεκρή του μητέρα. Οι δολοφόνοι στέκονται από πάνω και γελούν. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά.
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε σι ματιές, υγρές, βαριές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα σι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα.
Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, ηρωική, δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας απ τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα Πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων.
Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και τη βουλή της Ατρόπου Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν.
Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη προς το σανατόριο Ασβεστοχωρίου για να επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν, αναίτια και εν ψυχρώ. Μόνο επειδή ήταν από τον Χορτιάτη.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη.
Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους ο ποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί.
Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι.
Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού κ.ά.
** Το κείμενο γράφηκε από τον Ηλία Άγνωστο βασισμένο στο βιβλίο του Γιώργου
Φαρσακίδη "μια επαίσχυντη συμφωνία και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη" Οι
περιγραφές και τα στιγμιότιπα της σφαγής είναι παρμένα από την ηλεκτρονική
εφημερίδα Χορτιάτης570
Γ. Φαρσακίδη: «μια επαίσχυντη συμφωνία και τοολοκαύτωμα του Χορτιάτη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου